Ο νομικός τρόπος εξόδου από την ευρωζώνη

Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη
Με αφορμή τις δηλώσεις του Αυστριακού υπουργού Οικονομικών Χαν Γεργκ Σέλινγκ παρουσία του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που έλαβαν χώρα προσφάτως στις 12 Μαρτίου στη Βιέννη, επαναφέρεται προς συζήτηση το λεγόμενο ζήτημα του «Grexit».
Η στάση και συμπεριφορά αυτή των εταίρων συνεπάγεται κακή χρήση χειρισμού διαδικασιών της ευρωζώνης έναντι της ανθρωπιστικής κρίσης που σοβεί στην Ελλάδα εξ αιτίας των από καθέδρας μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν στην ελληνική κοινωνία.
Ταυτοχρόνως η ανοίκεια αυτή συμπεριφορά των εταίρων, προδήλως συνιστά υπέρβαση του μέτρου (1), ειδικότερα ως προς τα δίκαια αιτήματα που η παρούσα κυβέρνηση έχει θέσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Η συμπεριφορά των δύο αυτών αξιωματούχων της ευρωζώνης, εγείρει το βάσιμο ερώτημα εάν η Ελλάδα συστηματικώς εξωθείται από την ευρωζώνη, με τρόπο όμως ανομολόγητο από τους εταίρους, προκειμένου εκείνοι να μην αναλαμβάνουν την ιστορική ευθύνη. Επίσης τίθεται ζήτημα εάν λόγω ανυπέρβλητης κρίσης, εξ αιτίας της στάσης των δανειστών, καταστεί αδιστάκτως αδύνατη η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Προδιάθεση
Με τούτα τα δεδομένα το παρόν κείμενο αφορά παρέμβαση η οποία επιχειρεί συμβολή στο δημόσιο διάλογο, προκειμένου (κατά τη γνώμη μου πάντοτε) αφενός να αποτραπούν συγχύσεις γύρω από το «τι» ισχύει και «τι» δεν ισχύει και αφετέρου προκειμένου να αποκλεισθούν εξωνομικές εκδοχές.
Η ενταύθα καταγραφόμενη ανάλυση (στα όρια που επιτρέπει το παρόν περίγραμμα), αφορά αυστηρώς προσωπική άποψη.  Παρεμβαίνω δε στο δημόσιο λόγο που από καιρό διατυπώνεται ως προς το νομικό ζήτημα, στο κατά πόσον δηλαδή μια χώρα κράτος-μέλος της ευρωζώνης: α) μπορεί να αποβληθεί από την ευρωζώνη ή και β) μπορεί να αποχωρήσει οικειοθελώς από την ευρωζώνη.
Η αρχιτεκτονική του συστήματος και οι αντιθέσεις
Αρχικώς, όμως, θα πρέπει να επισημειωθούν τα εξής:
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προδήλως χαρακτηρίζεται από πολλές αντιθέσεις! Το εκκρεμές μεταξύ «κοινωνικής συνοχής» και «ελεύθερης αγοράς» δεν οφείλεται μόνο σε  διαφορές  Σχολών Σκέψης, αλλά και στην πρωταρχική αντίθεση (!) των Συνθηκών που αφορούν πρωτογενές δίκαιο. Η ανισόμερη ανάπτυξη του καπιταλισμού μεταξύ των κρατών-μελών αφορά επίσης μια άλλη αντίθεση που μπορούμε να την ορίσουμε ως πρωτογενή. Η διάκριση μεταξύ δανειστών και δανειζόμενων αφορά περαιτέρω  άλλη αντίθεση που μπορούμε να την ορίσουμε ως δευτερογενή. Η αναφορά τέλος στον πολιτικοοικονομικό όρο «Βορράς-Νότος», συνιστά  μια άλλη αντίθεση που μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως επιφαινόμενο τόσο της ανισόμερης ανάπτυξης όσο και της σχέσης δανειστών-δανειζόμενων.
  • Η κύρια όμως αντίθεση (κατά τη γνώμη μου) είναι το ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Και τούτο γιατί αφορά ευθέως «ταξικό εργαλείο«. Ταξικό ασφαλώς εργαλείο είναι και το όποιο νόμισμα, καθόσον υπηρετεί την εκάστοτε άρχουσα ιδεολογία. Ιστορικώς είναι αδιστάκτως βέβαιον ότι η εκάστοτε νομισματική πολιτική υπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα και κατευθύνει την οικονομία σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ωστόσο, στην παρούσα φάση το ευρώ έχει καταστεί «εργαλείο» επιβολής μέτρων λιτότητας σε βάρος των λαών!… Υπηρετεί δηλαδή την εκδοχή της μεταδημοκρατίας, και ως εκ τούτου την επιλογή ότι η οικονομία επιβάλλεται στην πολιτική.
  • Συνεπώς το «ενιαίο νόμισμα» στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής συνολικώς του ευρωσυστήματος, αφορά την κύρια αντίθεση παρεμβαίνοντας μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, με επιφαινόμενο την επικράτηση της εκδοχής της μεταδημοκρατίας.
∙      Τα νομικά ζητήματα που εγείρονται
Ως προς το ζήτημα που έχει τεθεί, κατά πόσον μπορεί να αποβληθεί ή να αποχωρήσει οικειοθελώς κράτος-μέλος από την ευρωζώνη,μπορούν βασίμως να υποστηριχθούν τα εξής:
1) Αρχική και μάλιστα ανένδοτη παραδοχή είναι ότι νομικός τρόπος αποβολής κράτους-μέλους από την ευρωζώνη δεν υφίσταται!  Και τούτο γιατί από τη συνολική άρθρωση των σχετικών διατάξεων (2) η αποπομπή κράτους-μέλους από την ευρωζώνη δεν είναι νομικώς δυνατή. Δηλαδή, δεν υφίσταται κανόνας του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου με βάση τον οποίο μπορεί να αποβληθεί κράτος-μέλος από την ευρωζώνη.
2) Με βάση την προαναφερόμενη αρχική παραδοχή ανακύπτει το ερώτημα εάν υφίστανται πρόνοιες εθελοντικής εξόδου από την ευρωζώνη. Επ’ αυτού δε ζητείται η απάντηση.
∙      Το ερώτημα
α) Υφίστανται πρόνοιες εθελοντικής εξόδου από την ευρωζώνη;
Αρχικώς διατυπώνεται η άποψη ότι εφόσον διαδικασία αποβολής από την ευρωζώνη δεν υφίσταται, θα πρέπει να προκύψει διαδικασία εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (συνολικώς) και συνεπώς δια του τρόπου αυτού να συντελεσθεί και η έξοδος από την ευρωζώνη.
Η άποψη αυτή προδήλως είναι ανεπίδεκτη νομικής εκτίμησης. Και τούτο γιατί δεν ταυτίζεται οπωσδήποτε με τρόπο νομικό και λειτουργικό η «ένταξη» κράτους-μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αναγκαία συμμετοχή του και στο ενιαίο νόμισμα. Δηλαδή δεν αποτελεί ανένδοτη προϋπόθεση κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υιοθετήσει ως εθνικό του νόμισμα το ευρώ.
Άλλωστε, το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για κράτη-μέλη με νόμισμα το ευρώ και ειδικές διατάξεις για κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει ως εθνικό νόμισμα το ευρώ (3).
∙      Η απάντηση
β) Η απάντηση στο ερώτημα περί εθελοντικής εξόδου από την ευρωζώνη.
Κατά τα προεκτεθέντα είναι ασφαλές ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποβληθεί κράτος-μέλος από την ευρωζώνη. Αντιστρόφως υπάρχει «κενό νόμου» ως προς την οικειοθελή αποχώρηση κράτους-μέλους από την ευρωζώνη. Στο ερώτημα δε κατά πόσον μπορεί οικειοθελώς να αποχωρήσει κράτος-μέλος από την ευρωζώνη, χωρίς να αποχωρεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούν βασίμως να απαντηθούν και να υποστηριχθούν τα εξής:
1) Η Συνθήκη της Λισσαβόνας για πρώτη φορά θέσπισε τη δυνατότητα αποχώρησης κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες (4).
2) Η ρύθμιση αυτή θεσπίζει το μείζον. Δηλαδή, θεσπίζει τη συνολική αποχώρηση κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δυνατότητα δε αυτή αφορά κράτος-μέλος που μετέχει στην ευρωζώνη και κράτος-μέλος που δεν μετέχει στην ευρωζώνη.
3) Τούτου δοθέντος προκειμένου για αποχώρηση κράτους-μέλους από την ευρωζώνη ισχύουν:
3.α) αφενός η αναλογική εφαρμογή διατάξεων με προσφυγή στον κανόνα που προβλέπει αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και
3.β) αφετέρου το νομικό επιχείρημα ότι στο μείζον που αφορά στην αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση συμπεριλαμβάνεται και το έλασσον που αφορά στην αποχώρηση από την ευρωζώνη.
Με τα προαναφερόμενα γίνεται προσφυγή: i)στην αναλογική εφαρμογή διατάξεων με την επισημείωση ότι η κατ’ αναλογία εφαρμογή διατάξεων ρυθμίζει ορισμένη έννομη σχέση για την οποία δεν υπάρχει ρητή αντίθετη κείμενη διάταξη και ii)στο επιχείρημα ότι στο μείζον συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και το έλασσον, με την παραδοχή ότι: όπου ο νόμος επιτρέπει το μείζον επιτρέπει και το έλασσον.
4) Με βάση την προσφυγή στην αναλογική εφαρμογή των διατάξεων και στην επίκληση ότι στο μείζον περιλαμβάνεται και το έλασσον, ισχυροποιείται ως βάσιμος ο ισχυρισμός ότι κράτος-μέλος της ευρωζώνης, μπορεί να αποχωρήσει με τρόπο οικειοθελή, ομαλό και συναινετικό χωρίς να αποσπάται από τη νομική προσωπικότητα (5) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5) Πέραν των προεκτεθέντων για την ταυτότητα του νομικού λόγου υπ’ όψιν ότι ειδική ρύθμιση απαγόρευσης συναινετικής εξόδου από την ευρωζώνη δεν έχει θεσπισθεί. Επίσης:
6) Τη δυνατότητα αποχώρησης κράτους-μέλους ως μονομερούς δικαιώματος, επικαλέσθηκε και το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στη γνωστή απόφασή του για την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Σύμφωνα με το Ανώτατο δικαιοδοτικό Όργανο της Γερμανίας, σε περίπτωση που δεν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις ως προς τη νομισματική Ένωση, συντρέχει η δυνατότητα αποχώρησης, και τούτο αφορά μονομερές δικαίωμα. Επίσης στην επιστήμη έχει υποστηριχθεί ότι: «Ήδη η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει ρητά τη δυνατότητα συναινετικής αποχώρησης, αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, και δικαίωμα μονομερούς αποχώρησης» (6) .
Τέλος αξιοσημείωτο είναι ότι ιστορικώς υφίσταται συναινετική αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αποχώρηση αυτή έλαβε χώρα πριν την ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) και πριν τη θέσπιση του κανόνα της Συνθήκης της Λισσαβόνας που ιδρύει πρόνοιες οικειοθελούς αποχώρησης. Αναφέρομαι στην περίπτωση της Γροιλανδίας.
Τα προαναφερόμενα όπως τοποθετούμαι εξ αρχής, αποτελούν προσωπική μου άποψη και σκοπούν να συμπληρώσουν τα κατά τη γνώμη μου υφιστάμενα κενά στο δημόσιο νομικό λόγο και σε κάθε περίπτωση σκοπούν να απαντήσουν σε όποιους αντίθετους εξωνομικούς ισχυρισμούς!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:(1) Για την υπέρβαση του μέτρου και την παραβίαση της Αρχής της Αναλογικότητας βλ. αντί πολλών, εντυπωσιακή μελέτη του Α.Barak, Proportionality Constitutional Rights and their Limitations, Cambridge University Press, 2012, σελ. 131 και επ.
(2) Βλ. άρθρα από 120 έως και 126 ΣΛΕΕ που αφορούν στην οικονομική πολιτική, αλλά και άρθρα 127 έως 133 ΣΛΕΕ που αφορούν στη νομισματική πολιτική σε σχέση με σειρά Κανονισμών όπως: τους 1999/8/ΕΚ του Συμβουλίου, 1466/1997 του Συμβουλίου, 1467/1997 του Συμβουλίου, 1055/2005 του Συμβουλίου, 1056/2005 του Συμβουλίου κ.ά. Επίσης πρβλ. Π.Ι.Κανελλόπουλος, το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2003, σελ. 209 και επ., Δ.Παπαγιάννης, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2011, σελ. 119 και επ., Ν.Σ.Μούσης, Ευρωπαϊκή Ένωση, Εκδόσεις Παπαζήση, 2008, σελ. 123 και επ., Π.Ι. Μηλιαράκης, Μακροσύστημα και ευρωσύστημα, Εκδοτικός Οίκος Α.Λιβάνη (προλογίζει ο Νίκος Κοτζιάς), 2009, σελ. 143 και επ, P.Temperton, The euro, Published by John Wiley & Sons LtD, 1997 σελ. 249 και επ.,  S.F.Overturf, Money and European Union, Published by Macmillan Press LtD, 2000 σελ. 133 και επ. A.Arnull-A.Dashwood-M.Dougan-E.Spaventa- D.Wyatt, Q.C: Wyatt and Dashwood’s European Union Law, (συλλογικό έργο), London, Sweet & Maxwell, 2006 σελ. 235 και επ.
(3) Βλ. ενδεικτικώς άρθρο 136, 137, 138 και 139 ΣΛΕΕ.
(4) Βλ. άρθρο 50 ΣΕΕ.
(5) Βλ. άρθρο 47 ΣΕΕ.
(6) Βλ. Δ.Παπαγιάννης, οπ.π.  σελ. 120.

*Δικηγόρου τωνΕυρωπαϊκών Δικαστηρίων (ECHR /GC-EU)Μέλους της Γραμματείας του Τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή

Σχόλια