Είναι κοινή διαπίστωση όλων των εμπλεκομένων στην αγροτική πολιτική πως ο ελληνικός αγροτικός τομέας, ακολουθώντας τον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο (ή και «συρώμενος» από αυτούς), βρίσκεται πλέον σε μια ιστορική φάση αλλαγών.
Ταυτόχρονα, η ιστορία μάς διδάσκει ότι όσο οι άνθρωποι θα έχουν ανάγκη τροφής και ένδυσης, η λειτουργία του πρωτογενή τομέα θα παραμένει βασική οικονομική δραστηριότητα, οπως λέει ο Γιώργος Κεφαλάς, πρόεδρος του συνδέσμου αγελαδότροφων, γαλακτοπαραγωγών Ελλάδας που μας αναλύει τι να προσέχουν οι νέοι επιχειρηματίες αγρότες ή όσοι επενδύουν στη γη
Η αγροτική παραγωγή, άλλωστε, είναι ήδη και θα αναδειχθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, σε μία από τις πλέον κρίσιμες παραμέτρους για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Στην Ελλάδα συνηθίσαμε, πολύ συχνά, να δηλώνουμε ότι είμαστε αγροτική χώρα.
Καθημερινά γίνεται συζήτηση ότι τα παραγόμενα στον πρωτογενή τομέα προϊόντα θα πρέπει να είναι ποιοτικά, πιστοποιημένα, ενδεχομένως βιολογικά, οπωσδήποτε ανταγωνιστικά σε τιμές κ.λπ. Το ερώτημα είναι ποιοι θα ασκούν την αγροτική δραστηριότητα έτσι ώστε να παραχθούν αυτά τα προϊόντα. Οι αγρότες (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) που θα κυριαρχήσουν στα επόμενα χρόνια θα είναι ενημερωμένοι, ανήσυχοι, με νεωτεριστική νοοτροπία, οργανωτικοί, θα σχεδιάζουν μεθοδικά τις κινήσεις τους, με μία κουβέντα δηλαδή θα είναι σύγχρονοι επιχειρηματίες. Για να πετύχουν, θα πρέπει, μεταξύ των άλλων, να υλοποιήσουν και σημαντικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού των εκμεταλλεύσεών τους. Και εδώ ενδεχομένως αρχίζει το πρόβλημα, γιατί οι επενδύσεις για να υλοποιηθούν απαιτούν την ύπαρξη κερδών ή τουλάχιστον αυξημένη προσδοκία για κέρδη μετά την υλοποίησή τους.
Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τελικά τις απόψεις μας για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα;
Στην πατρίδα μας, η δεύτερη μεγαλύτερη αιτία επιβάρυνσης του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, μετά τις αμυντικές δαπάνες, είναι οι εισαγωγές ζωικών προϊόντων (γάλα, κρέας, μεταποιημένα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως τυριά, γιαούρτια, δέρματα, κ.λπ.). Ξοδεύουμε δηλαδή για εισαγωγές τέτοιων προϊόντων τα ίδια χρήματα ή και λίγο περισσότερα από ό,τι για πετρέλαιο.
Μήπως τελικά δεν είμαστε και τόσο κτηνοτροφική χώρα;
Ας δούμε τι γίνεται στον κλάδο της γαλακτοπαραγωγής.
Η συμβολή της γαλακτοπαραγωγικής αγελαδοτροφίας της χώρας μας στη συνολική ακαθάριστη αξία της ζωικής παραγωγής ανέρχεται σε 20% περίπου. Μαζί με την κρεοπαραγωγική αγελαδοτροφία, που είναι ο δεύτερος σημαντικός κλάδος της ζωικής παραγωγής, τη χοιροτροφία, την αιγοπροβατοτροφία και την πτηνοτροφία συμβάλλουν στο 24% της συνολικής αξίας της εγχώριας αγροτικής παραγωγής.
Αποθέματα
Την τελευταία εικοσαετία ο όγκος της παραγωγής είναι άμεση συνάρτηση του συστήματος των ποσοστώσεων που επέβαλε τη δεκαετία του ενενήντα η Ευρωπαϊκή Ενωση προκειμένου να ελέγξει εκείνη την εποχή τα τεράστια αποθέματα βουτύρου και σκόνης γάλακτος που είχαν δημιουργηθεί κυρίως στις προηγμένες κτηνοτροφικά χώρες-μέλη της Βόρειας Ευρώπης. Εκείνη την περίοδο, ελλείψει αξιόπιστων καταγεγραμμένων στατιστικών στοιχείων στην Ελλάδα για το παραγόμενο αγελαδινό γάλα, μας δόθηκε ποσόστωση για 640.000 τόνους ετησίως. Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η πραγματική παραγωγή εκείνη την περίοδο ανερχόταν στο ένα εκατομμύριο τόνους. Η κατάσταση αυτή οδήγησε για μία τριετία στην επιβολή μεγάλων χρηματικών προστίμων στους αγελαδοτρόφους γαλακτοπαραγωγούς, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της παραγωγής στους 640.000 τόνους ετησίως. Υστερα από διαδοχικές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχουμε φτάσει στους 832.000 τόνους ετήσια ποσόστωση, την οποία στο γαλακτοκομικό έτος 2006-7 που «έκλεισε» στις 31-3-2007 δεν κατορθώσαμε να καλύψουμε. Η συνολική παραγωγή εκείνη τη χρονιά ανήλθε στους 770.000 τόνους αγελαδινού γάλακτος και από εκεί και μετά άρχισε η μείωση της παραγωγής. Για τη χρονιά που διανύουμε (1-4-2010 έως 31-3-2011) οι προβλέψεις για μία ακόμη φορά δείχνουν ελαφριά μείωση του όγκου της παραγωγής, η οποία αναμένεται να κυμανθεί στους 650.000 τόνους. Το αγελαδινό αυτό γάλα παράγεται από περίπου 3.200 αγελαδοτροφικές επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα όταν στα μέσα της δεκαετίας του '90 ο αριθμός αυτός ήταν 38.000 και το 2008 ήταν 6.800. Είναι εμφανής όμως η τάση ο αριθμός αυτός να μειωθεί περαιτέρω, λόγω της εξόδου από το επάγγελμα των ηλικιωμένων εκτροφέων που δεν έχουν διαδοχή στη δραστηριότητά τους και των μικρών παραγωγών που αδυνατούν να προχωρήσουν στις αναγκαίες επενδύσεις εκσυγχρονισμού.
Νέοι σε ηλικία
Εάν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στην αγελαδοτροφία, θα δούμε ότι οι εναπομείναντες Ελληνες αγελαδοτρόφοι είναι πλέον, ως επί το πλείστον, νέοι επιχειρηματίες, έχουν προχωρήσει σε πολύ σημαντικές επενδύσεις συγκριτικά με άλλους κλάδους της οικονομίας και έχουν στόχο τη δημιουργία κτηνοτροφικής παράδοσης για τα διάδοχα μέλη των οικογενειών τους. Η γαλακτοπαραγωγική αγελαδοτροφία της χώρας μας εφοδιάζει τις γαλακτοβιομηχανίες μας με γάλα εξαιρετικά υψηλής ποιότητας που χρησιμοποιείται για παστερίωση και άμεση κατανάλωση ως εμφιαλωμένο (περίπου 550.000 τόνοι το 2005) και για την παρασκευή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (220.000 τόνοι το 2005). Το υπόλοιπο γάλα (περίπου 750.000-800.000 τόνοι) για την κάλυψη των αναγκών μας εισάγεται.
Η σημερινή συγκυρία στην αγορά αγελαδινού γάλακτος δείχνει ότι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία που ζούμε τα πάντα μπορεί να ανατραπούν πολύ γρήγορα. Η μείωση της παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ενωση λόγω των ανυπέρβλητων οικονομικών προβλημάτων των παραγωγών, φυσικών καταστροφών, αφθώδους πυρετού, σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας αλλά και εφαρμογής της νέας ΚΑΠ, όπου το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η αποσύνδεση των ενισχύσεων από την παραγωγή, η μειωμένη παραγωγή κατά 30% επί διετία σε υπερπόντιες ανταγωνίστριες χώρες (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) λόγω ξηρασίας και η ενεργοποίηση νέων και διψασμένων για γάλα αγορών (Κίνα, πρώην χώρες Ανατολικής Ευρώπης), έχουν οδηγήσει σε αυξημένη ζήτηση γάλακτος στην ευρωπαϊκή αγορά. Το γεγονός αυτό θα ωθήσει προς τα επάνω τις τιμές παραγωγού και θα συντελέσει στο να βγουν από το αδιέξοδο οι αγελαδοτροφικές μονάδες στο οποίο έχουν περιέλθει εξαιτίας του διαρκώς αυξανόμενου κόστους διατροφής των ζώων.
Οι παραγωγοί
Στη χώρα μας, οι αγελαδοτρόφοι είναι καθαρά αποδέκτες τιμών, οι οποίες μάλιστα εδώ και πολύ καιρό δεν έχουν καν γνωστό και σαφή τρόπο διαμόρφωσης και, επιπλέον, μεταξύ του καταναλωτή και των βιομηχανιών γάλακτος παρεμβαίνουν τα καταστήματα και οι αλυσίδες λιανικής που εξασφαλίζουν υψηλά ποσοστά κέρδους. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει αναγνωρισμένο εθνικό σύστημα πιστοποίησης της παροέλευσης του γάλακτος.
Οι παραγωγοί ζητούν επίμονα την αναγραφή στη συσκευασία της ένδειξης «ελληνικό προϊόν», εφόσον το περιεχόμενο προέρχεται από την Ελλάδα και αποδεικνύεται με συγκεκριμένη αναγνωρισμένη διαδικασία πιστοποίησης.
Είναι γνωστό πως ο Ελληνας καταναλωτής, είτε ζει σε αστικό κέντρο είτε στην ύπαιθρο, υποστηρίζει τα εντόπια προϊόντα και θέλει τη στήριξη του αγορτικού κλάδου με τα μέλη του οποίου έχει ακόμη πολλούς συγγενικούς δεσμούς. Από την άλλη μεριά ο καταναλωτής δικαιούται να γνωρίζει τις συνθήκες παραγωγής, την προέλευση και την ποιότητα των προϊόντων που καταναλίσκει ώστε να εκτιμά την τιμή που ζητείται να καταβάλει γι' αυτά τα προϊόντα.
Στην παρούσα οικονομική συγκυρία για τη χώρα μας, μάλλον θα ωφελούσε σε πολλά επίπεδα μια στροφή στην κατανάλωση προς ελληνικά προϊόντα (ενίσχυση της απασχόλησης, μείωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, διατροφική αυτάρκεια κ.λπ.).
πηγή
-----------
blogger: Δείτε μια παλιότερη εγγραφή:
Σχόλια