Σε μια βδομάδα, την ερχόμενη Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου, στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα αναζητήσουν έναν συμβιβασμό στο θέμα των κυρώσεων κατά της Τουρκίας.
Όπως όλα δείχνουν, αυτός ο συμβιβασμός μεταξύ της «ανεκτικής» στις τουρκικές επιδιώξεις στην ανατολική Μεσόγειο Γερμανίας και της «αυστηρής» Γαλλίας, η οποία μαζί με Αυστρία, Ελλάδα και Κύπρο ζητάει την «τιμωρία» της νεοοθωμανικής πολιτικής, θα συντελεστεί εις βάρος των ελληνικών θέσεων.
Οι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία δεν πρόκειται να «ματώσει» εξαιτίας ευρωπαϊκών κυρώσεων είναι προφανείς:
1. Η οικονομική διασύνδεση της Γερμανίας (και άλλων Βορειοευρωπαίων) είναι τέτοια που οποιαδήποτε κύρωση στην Άγκυρα συνεπάγεται τρομακτική ζημιά και γι’ αυτούς που επιβάλλουν τις κυρώσεις.
2. Στη Γερμανία (και σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες) η ύπαρξη συμπαγούς τουρκικού πληθυσμού είναι τέτοια ώστε η όποια «αντιτουρκική» απόφαση να συνεπάγεται εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις.
3. Το τουρκικό μέγεθος σε γεωπολιτικό επίπεδο είναι τέτοιο ώστε (και) οι Ευρωπαίοι, όπως και οι Αμερικανοί, ανεξαρτήτως ηγεσίας, δεν είναι δυνατόν να το αγνοήσουν, πράγμα που σημαίνει ότι η Δύση είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει την Άγκυρα ως «παίκτη» και, συνεπώς, να διαπραγματευτεί μαζί της και όχι να την «τιμωρήσει» σπάζοντας κάθε δεσμό και αφήνοντας έναν σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα στην περιοχή να δρα ανεξέλεγκτα.
Ενδοκυβερνητικός διχασμός
Όλα αυτά είναι γνωστά στην Αθήνα, τόσο στο Μέγαρο Μαξίμου όσο και στη Βασιλίσσης Σοφίας, έστω κι αν προκαλούν διαφορετικού τύπου προσεγγίσεις και αντιδράσεις.
Είναι άλλωστε κοινό μυστικό ότι από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν βγήκαν στη φόρα (από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών) η μυστική διπλωματία του Κυριάκου Μητσοτάκη και οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες υπό γερμανική καθοδήγηση και διαμεσολάβηση, στην επικοινωνία του πρωθυπουργού με τον υπουργό Εξωτερικών υπήρξαν πολλά… παράσιτα.
Για το Μέγαρο Μαξίμου η υπόθεση των ελληνοτουρκικών, από το περασμένο καλοκαίρι που κλιμακώθηκε επικίνδυνα η κρίση με την αρχή των ερευνών του «Oruc Reis», είχε «παραδοθεί» προς διαχείριση και επίλυση στο Βερολίνο.
Εκεί άλλωστε, στη γερμανική πρωτεύουσα, συντάχθηκε «μυστικά» και το έγγραφο κατανόησης μεταξύ των εκπροσώπων της Μέρκελ, του Μητσοτάκη και του Ερντογάν, το οποίο περιέγραφε έναν οδικό χάρτη ο οποίος θα οδηγούσε τις δύο χώρες στο τραπέζι ενός (εφ’ όλης της ύλης) ελληνοτουρκικού διαλόγου υπό γερμανική εποπτεία.
Οι ΗΠΑ είναι εδώ
Το εν λόγω σχέδιο ωστόσο υπονομεύτηκε από την Ουάσιγκτον, η οποία πρόσφερε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών τη δυνατότητα μιας «μονομερούς ενέργειας», της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για «μερική ΑΟΖ», η οποία ωστόσο ήταν «παρασπονδία» από τα συμφωνηθέντα των μυστικών συνομιλιών και συμφωνιών του Βερολίνου.
Ο Νίκος Δένδιας, φέρνοντας την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία για την ΑΟΖ, τελικά υπενθύμισε ότι το παιχνίδι της ανατολικής Μεσογείου δεν μπορεί να εξελιχθεί εν απουσία των ΗΠΑ. Διότι, τελικά, η ελληνική μονομερής ενέργεια, που απαγορευόταν από τα συμφωνηθέντα των μυστικών συνομιλιών του Βερολίνου, πρόσθεσε στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση έναν ακόμη «έντιμο διαμεσολαβητή»: το ΝΑΤΟ, δηλαδή τους Αμερικανούς…
Έκτοτε είναι προφανές ότι «έτρεξαν» δύο παράλληλες διαμεσολαβήσεις.
● Η μία στη βάση των συμφωνηθέντων στις μυστικές επαφές υπό γερμανική διαμεσολάβηση, η οποία θα οδηγούσε σε εφ’ όλης της ύλης ελληνοτουρκικές συνομιλίες.
● Η δεύτερη στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (όπου
οι ΗΠΑ έχουν κομβικό ρόλο) με βασικό στόχο τον έλεγχο των στρατιωτικών
κινήσεων των δύο συμμάχων (Ελλάδας – Τουρκίας) προκειμένου να
αποκλειστούν ανεπιθύμητες και καταστροφικές – για την «εύρυθμη
λειτουργία» της συμμαχίας – ενέργειες.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να
υπογραμμιστεί το εξής, που περιγράφει όχι απλώς την ανυπαρξία εθνικής
στρατηγικής αλλά, πολύ περισσότερο, τον διχασμό των αντιλήψεων εντός της
κυβέρνησης σχετικά με το πού θα ανατεθεί η «προστασία» της χώρας:
Ο κοινός παρονομαστής της γερμανικής και της ΝΑΤΟϊκής διαμεσολάβησης υπονομεύει τις ελληνικές θέσεις, καθώς στην πρώτη περίπτωση ο σαφής στόχος είναι να οδηγηθεί η Ελλάδα σε συνομιλίες επί του συνόλου των τουρκικών διεκδικήσεων, ενώ στη δεύτερη (ΝΑΤΟϊκός μηχανισμός αποσυμπίεσης) να περιοριστούν οι δυνατότητες προάσπισης των συμφερόντων της χώρας μας με στρατιωτικά μέσα. Στο πλαίσιο αυτής της αμερικανοΝΑΤΟϊκής ανάμειξης θα πρέπει επιπροσθέτως να αναζητηθεί και η υπονόμευση και ματαίωση της ελληνογαλλικής στρατιωτικής συνεργασίας και των εξοπλιστικών δυνατοτήτων που αυτή πρόσφερε στην Αθήνα.
Τα… τετελεσμένα
Κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα, όπου επισήμως η Ελλάδα ζητάει κυρώσεις για ό,τι μέχρι αυτήν τη στιγμή η Τουρκία κατάφερε να πράξει στο μεσοδιάστημα, από την αρχή της κρίσης τον Αύγουστο μέχρι τώρα. Και αυτά που η Τουρκία κατάφερε, με τη βοήθεια της διχασμένης ελληνικής κυβέρνησης, δεν είναι διπλωματικώς αμελητέα:
● Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Τούρκου υπουργού Ενέργειας οι ερευνητικές δραστηριότητες του «Oruc Reis» στην περιοχή νότια και μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου ολοκληρώθηκαν.
● Οι εν λόγω έρευνες πραγματοποιήθηκαν μέχρι και 6 ναυτικά μίλα από τις ακτές των ελληνικών νησιών.
● Η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι η ελληνική εθνική κυριαρχία φτάνει ακριβώς μέχρι τα 6 ναυτικά μίλια από τις ακτές των νησιών, αναγνωρίζοντας εμμέσως (και στην πράξη) ότι οι τουρκικές δραστηριότητες δεν είναι παράνομες.
Δεδομένων τούτων, οι «βολές» που εξαπέλυσε ο Νίκος Δένδιας κατά του Βερολίνου – μιλώντας για τις αντιφάσεις της πολιτικής Μέρκελ, που όχι μόνο αρνείται κυρώσεις αλλά συνεχίζει να εξοπλίζει την Τουρκία, η οποία απειλεί δύο κράτη – μέλη της Ε.Ε. – μόνο ως υπενθύμιση των «δύο γραμμών» εντός της κυβέρνησης μπορούν να εκληφθούν.
Διότι στο ΥΠΕΞ δεν υπάρχει ούτε ένας (προφανώς ούτε ο υπουργός) που να ελπίζει ότι στο επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η Ε.Ε. θα αποφασίσει να επιβάλει κυρώσεις που να ματώνουν την Τουρκία. Ως εκ τούτου η ορθή, κατά τα λοιπά, διαπίστωση του υπουργού Εξωτερικών μοιάζει περισσότερο με παρακαταθήκη μελλοντικών πολιτικών διεργασιών στο εσωτερικό, καθώς προαναγγέλλει την αποτυχία του Μητσοτάκη να εξασφαλίσει την τιμωρία της Τουρκίας…
ΥΓ: Μετά την ολοκλήρωση των ερευνών στην περιοχή νότια και μεταξύ Ρόδου και Καστελλόριζου που ανακοίνωσε η Άγκυρα, αυτό που ακολουθεί είναι η αδειοδότηση για εκμετάλλευση των θαλάσσιων οικοπέδων και η αποστολή πλωτών γεωτρύπανων. Σε ποιο άραγε πλαίσιο «έντιμης» διαμεσολάβησης, που θα αποτρέψει μια τέτοια τουρκική ενέργεια, ελπίζουν άραγε το Μαξίμου και η Βασιλίσσης Σοφίας;
Σχόλια