Διευρυμένη εθνοφυλακή και σύγχρονος πόλεμος
Του Κωνσταντίνου Γρίβα*
Κατά καιρούς έχω συμπέσει σε διάφορα πάνελ με τη γνωστή δικηγόρο κα Ειρήνη Μαρούπα, η οποία σε κάθε συζήτηση για θέματα εθνικής άμυνας και κυριαρχίας προτείνει ως άμεσο μέτρο ενίσχυσης των ελληνικών αμυντικών και αποτρεπτικών ικανοτήτων, τον μαζικό εθελοντικό εφοδιασμό των Ελλήνων πολιτών με νόμιμα όπλα, δηλαδή με λειόκανα κυνηγετικά και τη δημιουργία σχηματισμών Εθνοφυλακής ιδιαίτερα σε ακριτικές περιοχές. Η άποψη αυτή έχει υποστεί έντονη κριτική ως «γραφική», «αφελής», «εξωπραγματική» ή ακόμη και επικίνδυνη και ως μη έχουσα σχέση με τα δεδομένα των σύγχρονων πολέμων. Όμως, δεν είναι έτσι.
Αν θεωρήσουμε ότι σήμερα υπάρχει μια «στρατιωτικοποιημένη» Εθνοφυλακή, που εντάσσεται στην οργανική δομή του στρατεύματος, σε αυτήν θα μπορούσε να προστεθεί και μια άλλη Εθνοφυλακή «δεύτερης γραμμής», η οποία θα στελεχώνεται από εθελοντές πολίτες οπλισμένους με νόμιμα λειόκανα όπλα και θα αποτελεί επίσης μέρος της στρατιωτικής δομής, αλλά με πιο «χαλαρό» τρόπο.
Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτή η νέα «διευρυμένη» Εθνοφυλακή μπορεί να προσφέρει σοβαρές υπηρεσίες στην ενίσχυση των ελληνικών αμυντικών και αποτρεπτικών ικανοτήτων, όχι μόνο σε σενάρια «υβριδικών απειλών» αλλά και εναντίον ομόλογων αντιπάλων, στο πλαίσιο συμβατικών πολεμικών αναμετρήσεων.
Κατ’ αρχήν, η Εθνοφυλακή και ιδιαίτερα η Εθνοφυλακή «δεύτερης γραμμής», αποτελεί ισχυρό χαρτί στα χέρια των κρατικών μηχανισμών εξωτερικής πολιτικής για την αδρανοποίηση εν τη γενέσει τους επιθετικών πολιτικών από πλευράς αναθεωρητικών γειτόνων. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα νησί του οποίου η εθνική κυριαρχία αμφισβητείται από έναν επιθετικό γείτονα.
- Εάν στο νησί υπάρχουν κάτοικοι έτοιμοι να πολεμήσουν για να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, τότε τα όποια επιχειρήματα του κράτους που αμφισβητεί το υπάρχον status quo κονιορτοποιούνται πριν ακόμη προκύψει το οτιδήποτε. Δηλαδή, οι οπλισμένοι και αποφασισμένοι κάτοικοι του νησιού προσφέρουν μια βάση παγίωσης της υφιστάμενης κατάστασης με καλύτερο τρόπο από ότι αν στο ίδιο νησί υπήρχε μια πολύ πιο ισχυρή στρατιωτική φρουρά.
- Στη δεύτερη περίπτωση, η αμφισβητούσα χώρα θα μπορούσε να προβάλει το επιχείρημα ότι οι στρατιώτες αυτοί είναι μια «ξένη» δύναμη που έχει τοποθετηθεί σε ένα «αμφισβητούμενο» έδαφος.
- Όμως, αν οι ίδιοι οι κάτοικοι, δια των όπλων παίρνουν θέση, τότε δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης.
Οι δυνάμεις εθνοφυλακής λοιπόν είναι ένα πολύτιμο χαρτί για τη διασφάλιση της ειρήνης, μιας και επιτυγχάνουν «άρνηση θεμελίωσης» επιχειρημάτων για τον αντίπαλο, τόσο στον επικοινωνιακό τομέα, όσο και στο διεθνές δίκαιο.
Το παραπάνω παράδειγμα δεν υπονοεί βέβαια ότι θα μπορούσαν οι στρατιωτικές φρουρές να υποκατασταθούν από ντόπιες δυνάμεις εθνοφυλάκων. Απλώς επισημαίνει τη δυναμική που έχει μια αποφασισμένη ομάδα κατοίκων ενός τόπου όσον αφορά την παγίωση της εθνικής κυριαρχίας και τη διατήρηση της ειρήνης.
Επιπροσθέτως, μια πολεμική σύγκρουση είναι μια σύνθετη ενέργεια που διεξάγεται όχι μόνο μεταξύ των δύο εμπλεκομένων μερών αλλά σε όλο το εύρος και βάθος του διεθνούς συστήματος και έχει και έντονα επικοινωνιακά στοιχεία, απαιτώντας την στήριξη ή έστω την ανοχή της διεθνούς αλλά και της εσωτερικής κοινής γνώμης.
- Με βάση αυτήν την παραδοχή, η ύπαρξη τοπικών εθνοφυλακών, αποτελούμενων από ντόπιους κατοίκους, δεν αποτελεί ένα τακτικό συμπλήρωμα των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά ένα στρατηγικό όπλο, δεδομένου, ότι ο αντίπαλος θα χρειαστεί να ασκήσει φονική βία κατά πολιτών, οι οποίοι είναι κάτοικοι του χώρου τον οποίο αμφισβητεί.
- Συνακόλουθα, θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις της διεθνούς κοινής γνώμης, οι οποίες ενδέχεται έχουν σοβαρές συνέπειες στις πολιτικές επιλογές κρίσιμων χωρών, αλλά θα υπονομεύσει και την στήριξη στην επιχείρηση της δικής του κοινής γνώμης, ενώ τα στελέχη των ενόπλων του δυνάμεων που θα συμμετέχουν σε παρόμοιες δράσεις, μπορεί να κατηγορηθούν για εγκλήματα πολέμου και να αντιμετωπίσουν επίφοβες συνέπειες σε βάθος χρόνου, με αποτέλεσμα η γνώση αυτή να υπονομεύσει το ηθικό τους.
- Άρα, η λογική «κόστους προς όφελος», τόσο για την επιτιθέμενη χώρα ως απρόσωπο γεωπολιτικό σχήμα όσο και για τους ενορχηστρωτές και τους εκτελεστές της επίθεσης, διαταράσσεται επικίνδυνα.
Έτσι, οι ομάδες της Εθνοφυλακής συμμετέχουν αποφασιστικά στην «αποτροπή δια τιμωρίας» (deterrence by punishment), η οποία επιδιώκει να καταστήσει το κόστος για τον επιτιθέμενο μεγαλύτερο από τα δυνητικά οφέλη, έτσι ώστε να καταστήσει μη ορθολογική την επιλογή της επίθεσης.
Ακόμη, ένοπλες ομάδες κατοίκων σε ακριτικές περιοχές αποτελούν κομβικό κομμάτι και των ικανοτήτων «αποτροπής δια της αρνήσεως» (deterrence by denial), δηλαδή του μηχανισμού άμυνας που αποσκοπεί να καταστήσει σαφές στον αντίπαλο ότι δεν θα μπορέσει να επιτύχει τους στόχους του, ακόμη και αν καταφέρει να «νικήσει» στρατιωτικά.
Συγκεκριμένα, μια ομάδα ντόπιων εθνοφυλάκων, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να αμυνθούν και να θέσουν τη ζωή τους εν κινδύνω, για παράδειγμα σε ένα μικρό νησί, περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα του αντιπάλου να επιτύχει αναίμακτο τετελεσμένο, προτάσσοντας εν συνεχεία επιχειρήματα περί «ειρηνικού συμβιβασμού» και κάνοντας εκκλήσεις για «να επικρατήσει η ψυχραιμία» ώστε «να μην χυθεί αίμα». Αν έχουν υπάρξει θύματα και μάλιστα μεταξύ πολιτών, τότε η αμυνόμενη χώρα «εγκλωβίζεται» σε μια αναγκαστική πολιτική βίαιης αντίδρασης, άρα οδηγούμεθα σε πολεμική αναμέτρηση. Άρα, το «ασφαλές σενάριο» καθίσταται άτοπο και ο αντίπαλος δεν μπαίνει στον πειρασμό να προχωρήσει σε παρόμοια επιλογή.
Πάνω σε μια σχετική στρατηγική, παρεμπιπτόντως, βασίστηκε μεγάλο κομμάτι της ειρηνικής συνύπαρξης ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας στην κρίσιμη περιοχή του Δυτικού Βερολίνου κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ως γνωστόν, το Δυτικό Βερολίνο ήταν ένας ΝΑΤΟϊκός θύλακας μέσα στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας, με ανύπαρκτες δυνατότητες άμυνας σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης. Όταν λοιπόν ρωτήθηκε ένας Αμερικανός Στρατηγός για το τι ακριβώς θα μπορούσαν να κάνουν οι επτά χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί σε περίπτωση πολέμου, απάντησε φυσικότατα «μα να πεθάνουν». Αυτή δεν ήταν μια απάνθρωπη, κυνική δήλωση. Απλώς, αποτελούσε την παραδοχή ότι η δύναμη αυτή ήταν ο πυροκροτητής που σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής στο Δυτικό Βερολίνο θα καθιστούσε δια της θυσίας της αδύνατη για την Ουάσιγκτον την επιλογή της «αποδοχής τετελεσμένου» και συνακόλουθα οι δύο γεωπολιτικοί σχηματισμοί θα οδηγούνταν σε πολεμική αναμέτρηση, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει ακόμη και σε θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα. Έτσι, η επιλογή της κατάληψης του Δυτικού Βερολίνου, ενώ ήταν πολύ εύκολη από τακτικής πλευράς, καθίστατο αδιανόητη από στρατηγικής.
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, οι δυνάμεις εθνοφυλακής μπορεί να αποτελέσουν σημαντικό μέρος ενός αόρατου ιστού που θα συνδέει ακόμη και το μικρότερο και πιο απομονωμένο κομμάτι της Ελλάδας σε μια ενιαία και αδιαίρετη γεωπολιτική ενότητα και θα καθιστά σαφές ότι η προσβολή και του πιο μικρού μέρους της ελληνικής επικράτειας αποτελεί προσβολή του όλου με αποτέλεσμα να υπάρξει βέβαιη αντίδραση. Άρα, περιορίζονται δραστικά τυχόν επιλογές επεισοδίων «κάτω από το κατώφλι του πολέμου» από πλευράς της αναθεωρητικής δύναμης.
Ωστόσο, η αποτροπή δια της αρνήσεως μπορεί να εφαρμοστεί και στο τακτικό επίπεδο. Δυνάμεις εθνοφυλακής σε ένα νησί μπορεί να προσφέρουν κρίσιμες δυνατότητες χρονικής επέκτασης της αντίστασης, ακόμη και σε περίπτωση που η υπάρχουσα εκεί στρατιωτική φρουρά έχει διαλυθεί μετά από σφοδρή εχθρική επίθεση. Συγκεκριμένα, ομάδες εθνοφυλάκων, οι οποίοι θα γνωρίζουν καλά την περιοχή, μπορούν να ενοποιηθούν με τους στρατιώτες που θα έχουν επιβιώσει και να αποσυρθούν στο εσωτερικό, λειτουργώντας στο πλαίσιο αποκεντρωτικών δομών και συνεχίζοντας τον αγώνα.
Παρενθετικά να πούμε ότι παρόμοια, σε γενικές γραμμές, μεθοδολογία εφαρμόζει και το Ιράν στο πλαίσιο του δόγματος «Άμυνας Ψηφιδωτού» (Mosaic Defense).
Έτσι, αν πράγματι μια πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διαρκέσει μερικά εικοσιτετράωρα, όπως εκτιμάται ότι θα συμβεί, τότε οι μεικτές δυνάμεις εθνοφυλάκων και στρατιωτών, ή μόνο εθνοφυλάκων, που θα συνεχίζουν τον αγώνα, δεν θα επιτρέψουν στον εισβολέα να επιτύχει καθαρή νίκη στο νησί και το αποτέλεσμα θα παραμένει «ισοπαλία».
Κατά συνέπεια, στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις ο αντίπαλος δεν θα μπορεί να διεκδικήσει κάτι με αντάλλαγμα την επιστροφή του νησιού γιατί δεν θα το έχει καταλάβει ώστε να το επιστρέψει. Θα κληθεί να αποσυρθεί από έναν χώρο όπου θα υπάρχουν ακόμη δυνάμεις αντίστασης και όχι από έναν χώρο στον οποίο θα κυριαρχεί. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ομάδες εθνοφυλακής δεν μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά και στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Όπως ο γράφων έχει επιχειρηματολογήσει σε άλλα του άρθρα, υπάρχει μια διεθνής τάση για ανάπτυξη "βληματοκεντρικών" (projectile centric) αντιλήψεων προβολής ισχύος, που αποτελούν παρακλάδια των γενικότερων μοντέλων πληροφοριοκεντρικού και δικτυοκεντρικού πολέμου (infocentric και network centric warfare αντιστοίχως).
Έτσι, ιδιαίτερα μέσα σε μια αρχιπελαγική δομή, ομάδες εθνοφυλάκων μπορούν να λειτουργήσουν ως στοιχεία της δικτυοκεντρικής πολεμικής διαδικασίας:
- Πλαισιώνοντας ομάδες ειδικών επιχειρήσεων (SOF) που θα αναλαμβάνουν τη διαδικασία της στοχοποίησης, λειτουργώντας σε γενικές γραμμές όπως οι μουτζαχεντίν της Βόρειας Συμμαχίας με τις ομάδες SOF των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια της κατάληψης του Αφγανιστάν το 2001.
- Ακόμη καλύτερα, συνεισφέροντας άμεσα στις αποστολές εντοπισμού εχθρικών στόχων, ιχνηλάτησης τους και καθοδήγησης βλημάτων εναντίον τους. Αυτό μπορούν να το κάνουν ακόμη και με τροποποιημένα απλά smartphone.
Με άλλα λόγια, μονάδες εθνοφυλάκων, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στο να καλυφθεί η αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου αλλά και όποιο άλλο σημείο της Ελλάδας χρειαστεί, με ένα δίχτυ επιτήρησης, αποτελούμενο από απειράριθμους αισθητήρες, το οποίο θα λειτουργεί στο πλαίσιο αποκεντρωτικών αρχιτεκτονικών «αραχνωτού» τύπου και θα τροφοδοτεί ενιαίες «δεξαμενές» πληροφοριών, όπου θα γίνεται συγκερασμός δεδομένων (data fusion) με τεχνολογίες Big Data και εν συνεχεία τις πληροφορίες αυτές θα εκμεταλλεύεται μια μεγάλη γκάμα βλημάτων, εξαπολυόμενα από χερσαίες, εναέριες ή θαλάσσιες πλατφόρμες.
Συνακόλουθα, με κάπως απλοϊκό τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα κύρια οπλικά συστήματα των εθνοφυλάκων θα είναι τα smartphone τους, ενώ τα λειόκανα όπλα θα αποτελούν απλώς δευτερεύοντα εξοπλισμό.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι τα λειόκανα όπλα στερούνται επιχειρησιακών αρετών και ικανοτήτων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Στρατός των ΗΠΑ και το Σώμα των Πεζοναυτών συνεχίζει να χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα λεικόκαννα όπλα στο πεδίο της μάχης. Μάλιστα, χάρη στη μεγάλη ποικιλία των πυρομαχικών που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα λειόκανο όπλο, είναι σε θέση να προσαρμοστεί σε ευρύτερη γκάμα πολεμικών σεναρίων σε σχέση με ένα στρατιωτικό τυφέκιο.
- Για παράδειγμα, λειόκανα όπλα μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικά από πολεμικά τυφέκια σε συγκρούσεις σε αστικό περιβάλλον.
- Επίσης, τα φυσίγγια με σκάγια των λειόκανων μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικά και για την αντιμετώπιση καινοφανών απειλών, όπως είναι μικρά drones.
- Μονόβολα δε φυσίγγια, ιδιαίτερα αν χρησιμοποιούν βλήματα από βολφράμιο, μπορούν να έχουν διατρητικές ικανότητες εναντίον τεθωρακισμένων οχημάτων που δεν επιτυγχάνουν στρατιωτικά τυφέκια, ιδιαίτερα στο διαμέτρημα 5,56 Χ 45.
Ακόμη και η άποψη ότι τα λειόκανα όπλα υστερούν δραματικά έναντι των στρατιωτικών τυφεκίων σε συγκρούσεις σε μεγάλες αποστάσεις, μάλλον υποτιμά τις αποστάσεις στις οποίες βλήματα από σύγχρονα λειόκανα όπλα είναι φονικά και μπορούν να βληθούν με ακρίβεια και ενδεχομένως υπερτιμά αντίστοιχες ικανότητες των στρατιωτικών τυφεκίων, τουλάχιστον όσον αφορά το διαμέτρημα 5,56 Χ 45. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απόφαση του Βρετανικού Στρατού να καταργήσει το πολυβόλο Minimi στο διαμέτρημα 5,56 ως όπλο υποστήριξης ομάδας, θεωρώντας ότι παύει να είναι αποτελεσματικό, τουλάχιστον όσον αφορά την ακρίβεια πυρών, σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 250 μέτρων.
Επιπροσθέτως, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, πολλές εμπλοκές θα διεξαχθούν σήμερα σε κοντινές έως πολύ κοντινές αποστάσεις σε αστικά πεδία μάχης, όπου ένα λειόκανο μάλλον πλεονεκτεί, χάρη στη μεγάλη γκάμα των πυρομαχικών που μπορεί να χρησιμοποιήσει.
Σε κάθε περίπτωση, με όλα τα παραπάνω δεν θέλουμε να εγκλωβιστούμε σε μια λογική «λειόκανο vs ραβδωτό», η οποία είναι άνευ νοήματος. Απλώς, θέλουμε να τονίσουμε ότι η αντίληψη ότι τα λειόκανα όπλα δεν έχουν καμιά θέση στο πεδίο της μάχης, είναι εσφαλμένη. Βέβαια, μια ομάδα εθνοφυλάκων οπλισμένη με λειόκανα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα μπαράζ πυροβολικού ή έναν αεροπορικό βομβαρδισμό. Το ίδιο όμως ισχύει και για μια ομάδα επαγγελματιών στρατιωτών Πεζικού εφοδιασμένων με τα πιο προηγμένα στρατιωτικά τυφέκια.
Αντιθέτως, μια δύναμη εθνοφυλάκων, που μπορεί να διασπαστεί σε μικρές ομάδες πιθανώς πιο εύκολα από μια συμβατική στρατιωτική δύναμη και γνωρίζοντας καλύτερα τα τοπικά γεωγραφικά δεδομένα από αυτήν, μάλλον θα έχει καλύτερες πιθανότητες να αποφύγει την στοχοποίηση από παρόμοιες απειλές.
Εν κατακλείδι, η λογική της δημιουργίας μιας «διευρυμένης» δύναμης Εθνοφυλακής, με πολίτες που θα είναι εφοδιασμένοι με λειόκανα όπλα και θα αποτελούν προέκταση της πιο «στρατιωτικοποιημένης» εθνοφυλακής όχι μόνο δεν είναι μια «γραφική» άποψη, αλλά αντιθέτως, μπορεί να έχει σοβαρές εφαρμογές στην ενίσχυση της αποτρεπτικής και της αμυντικής ικανότητας της χώρας για την αντιμετώπιση συμβατικής στρατιωτικής απειλής, με βάση τις νέες τάσεις στο διεθνές γεωστρατηγικό περιβάλλον.
(*) Ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σχόλια