Πως οι οικονομικές ανισότητες ροκανίζουν την δημοκρατία

Νεγρεπόντη-Δελιβάνη Μαρία
Η δημιουργία των ανεξέλεγκτων ανισοτήτων κατανομής εισοδήματος και πλούτου αναγνωρίζεται, γενικώς πια, ως η δυσμενέστερη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, μέχρι πριν από λίγο, ο προβληματισμός, γύρω από τις ανισότητες αυτές, περιορίζονταν σχεδόν ολοκληρωτικά στο πεδίο κοινωνικών και όχι οικονομικών, ή και θεσμικών συνεπειών. Στο άρθρο αυτό θα φέρω στο προσκήνιο ορισμένες πτυχές του προβλήματος των ανισοτήτων κατανομής. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Αυτές γίνονται ήδη ευρύτερα γνωστές, παρότι ήταν ανέκαθεν καταλυτικής σημασίας και υψηλού βαθμού επικινδυνότητας για την ποιότητα ζωής, τις επιλογές και το μέλλον των σύγχρονων κρατών. Ειδικότερα, οι ανισότητες κατανομής εισοδήματος και πλούτου, πέρα από ένα κριτικό σημείο, που έχει προ πολλού ξεπεραστεί στο εσωτερικό των σύγχρονων προηγμένων οικονομιών, θέτουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη, τη δημοκρατία, αλλά και την ίδια την επιβίωση των φτωχότερων στρωμάτων.


Οι συχνές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών στις σύγχρονες οικονομίες (που συνυπάρχουν τελευταίως με υπερβολικά χαμηλά επίπεδα επιτοκίου και σε αρκετές περιπτώσεις αρνητικά), μπορεί να εξηγηθούν μέσα από τις επίμονες ανισορροπίες της αποταμίευσης που υπερβαίνει την κατανάλωση και της συνολικής δαπάνης που υπολείπεται της παραγωγής.

Οι ανισορροπίες αυτές, που συνδέονται με τις, χωρίς προηγούμενο, ανισότητες κατανομής εισοδήματος και πλούτου, αναζωπυρώνουν τους φόβους για την έλευση του σταδίου μόνιμης οικονομικής στασιμότητας, όπως αυτό αναπτύχθηκε από τον Άλβιν Χάνσεν και επικαιροποιήθηκε από τον Λώρενς Σάμερς. Οι δικαιολογημένοι φόβοι για την ύπαρξη θετικής συνάρτησης, ανάμεσα στις ανισότητες κατανομής και στον περιορισμό του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, απασχόλησαν εδώ και καιρό τους οικονομολόγους. Όμως μόνο πρόσφατα επιβεβαιώθηκαν από αποτελέσματα σχετικών ερευνών.

Ανάπτυξη και ανισότητες
Συγκεκριμένα, έρευνα του ΔΝΤ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση που το εισόδημα των 20% πλουσιότερων αυξάνει κατά 1%, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνεται κατά 0,08% στα προσεχή πέντε χρόνια. Αντιθέτως, σε περίπτωση που αυξάνει το εισόδημα των 20% φτωχότερων κατά 1%, ο ρυθμός ανάπτυξης ανέρχεται κατά 0,38% τα επόμενα πέντε χρόνια.


Στα ίδια περίπου αποτελέσματα καταλήγει και σχετική έρευνα του ΟΟΣΑ, η οποία διαπιστώνει ότι η άνοδος των ανισοτήτων, κατά την περίοδο 1990- 2010 είχε ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ανάπτυξης των κρατών-μελών του κατά 4,7%. Τα δυσμενή αυτά αποτελέσματα αποδίδονται στη σημαντική υποχώρηση του μεριδίου των μισθών, στο ΑΕΠ, προς όφελος του μεριδίου του κεφαλαίου.

Όπως προκύπτει από παράλληλες έρευνες, που αφορούν 73 οικονομίες, στις 51 από αυτές διαπιστώθηκε μείωση του μεριδίου των μισθών, επί 20 χρόνια. Και πιο συγκεκριμένα, το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ των 7 πιο προηγμένων κρατών της υφηλίου κατέγραψε πτώση ίση με 5,8%, προς όφελος του κεφαλαίου, κατά την περίοδο 1983-2006.

Η μείωση αυτή των μισθών, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ανέρχεται σε 100 με 200 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το τεράστιο αυτό ποσό, ωστόσο, δεν κατευθύνθηκε προς κατανάλωση και ακόμη λιγότερο προς επένδυση, αλλά προς τα χρηματιστήρια και την αποθησαύριση.

Καθήλωση των μισθολογικών απολαβών
Η μείωση, εξάλλου, αυτή του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ των υπό εξέταση χωρών υλοποιήθηκε χάρη στην πορεία αντίστροφης εξέλιξης ανάμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και στην αύξηση των πραγματικών μισθών αντίστοιχα. Πράγματι, σύμφωνα με ευρήματα σχετικών ερευνών, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 30% σε παγκόσμιο επίπεδο (για την περίοδο 1999-2007), ο πραγματικός μισθός των εργαζομένων αυξήθηκε μόνο κατά 18% την ίδια περίοδο.

Αυτή η κάθετη μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ των προηγμένων οικονομιών συνοδεύτηκε από ένα κύμα μεταρρυθμίσεων, που περιόρισε στο ελάχιστο το πλέγμα προστασίας των εργαζομένων. Η αποθάρρυνση ουσιαστικής κρατικής παρέμβασης, εξαιτίας του συνδυασμού της παγκοσμιοποίησης και της εφαρμογής ενός άκρατου νεοφιλελευθερισμού, επιδείνωσε σημαντικά τους όρους λειτουργίας της αγοράς εργασίας.

Οι ακραίες αυτές ανισότητες κατανομής εισοδήματος σε βάρος των μισθών και προς όφελος των κερδών δημιουργεί υπεραφθονία αποταμίευσης, σε παγκόσμιο επίπεδο, που δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί από την επένδυση. Η γενική αυτή ανισορροπία περιορίζει στο ελάχιστο το επίπεδο των επιτοκίων, που συχνά αποκτούν αρνητική τιμή και φαίνεται να επαληθεύει τη θεωρία της έλευσης του σταδίου της αέναης στασιμότητας.

Κίνδυνος για τη δημοκρατία
Οι ανισότητες κατανομής εισοδήματος και πλούτου βλάπτουν και τη δημοκρατία, όταν ξεπερνούν ένα θεωρούμενο, εκάστοτε, ως ανεκτό όριο. Αυτό διαπίστωσαν από πολύ νωρίς οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που δημιούργησαν την έννοια και το περιεχόμενο της δημοκρατίας: «Μια τέλεια δημοκρατία είναι αυτή που δεν έχει ούτε υπερβολικά πλούσιους ούτε υπερβολικά φτωχούς πολίτες» (Θαλής ο Μιλήσιος, 643-548 Π.Χ). Πολλοί επιστήμονες αποδίδουν την υποχώρηση της δημοκρατίας, τις τελευταίες αυτές δεκαετίες, στις σύγχρονες οικονομίες και στην παγκοσμιοποίηση (που οδήγησε σε πάγωμα των μισθών και σε έξαρση των ανισοτήτων).

Πράγματι, έρευνα της Pew του 2014 διαπιστώνει ότι το 50% των πολιτών, που ζουν σε προηγμένες οικονομίες και που ερωτήθηκαν σχετικά, πιστεύουν ότι οι ανισότητες κατανομής εισοδήματος δημιουργούν και ανισότητες δημοκρατικών δικαιωμάτων. Τα συμπεράσματα αυτά δικαιολογούνται από την πεποίθηση των ερωτηθέντων ότι οι πλούσιοι είναι σε θέση να πιέζουν κυβερνήσεις, κυρίως, σε εκλογικές περιόδους, ψηφίζοντας ενδεχομένως αυτούς που υπόσχονται μείωση των φόρων.

Με αυτόν τον τρόπο περιορίζουν τη διενέργεια δημόσιων επενδύσεων, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν έργα υποδομής, την παιδεία την υγεία και το κράτος πρόνοιας. Το γεγονός ότι οι ανισότητες αυτές, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται από τις σύγχρονες κυβερνήσεις, αλλά αντιθέτως, συνεχώς διευρύνονται, δημιουργούν ένα δυσμενές ψυχολογικό κλίμα. Κλίμα που αποθαρρύνει την ανάπτυξη και περιορίζει τη δημοκρατία.

Οι ανισότητες σκοτώνουν τους φτωχούς
Η δραματικότερη, όμως, συνέπεια των ανεξέλεγκτων ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου είναι η διαπίστωση ότι αυτές δεν επιδεινώνουν μόνο την ποιότητα ζωής των πιο φτωχών, αλλά επιπλέον περιορίζουν και τη διάρκεια ζωής τους. Ο αριθμός των χαμένων χρόνων ζωής των φτωχότερων αποτελεί συνάρτηση του βαθμού των ανισοτήτων.

Έτσι, για όσους γεννήθηκαν το 1920, η διαφορά της διάρκειας ζωής μεταξύ του 10% των φτωχότερων και του 10% των πλουσιότερων, εκτιμάται σε 6 χρόνια. Η διαφορά αυτή διπλασιάζεται για όσους γεννιούνται το 1950. Συγκεκριμένα, οι πλουσιότεροι ζουν 87,2 χρόνια ενώ οι φτωχότεροι μόνο 73,6 αντίστοιχα. Οι διαφορές αυτές μεταφράζονται στη διαπίστωση ότι οι μεγάλες ανισότητες σκοτώνουν τους φτωχότερους.

Η συνειδητοποίηση των κινδύνων που περικλείουν οι εξελίξεις που προαναφέραμε οδήγησαν σε έντονο προβληματισμό τους αρμόδιους των καπιταλιστικών οικονομιών, οι οποίοι, ανάμεσα και σε άλλα, αποδίδουν την γενικευμένη έξαρση του λαϊκισμού στις ακρότητες του τρόπου κατανομής εισοδήματος και πλούτου. Στα πλαίσια αυτά άρχισαν να μπαίνουν κάτω από μικροσκόπιο οι τρόποι πλουτισμού των πολύ πλουσίων (που σημαντικό τους τμήμα γίνεται με ανορθόδοξους τρόπους) και εξετάζονται πολύ σοβαρότερα από όσο στο παρελθόν, οι δυνατότητες μετριασμού των ανισοτήτων.

Κερδίζει έδαφος η φορολόγηση του πλούτου
Την προσοχή συγκεντρώνει μια, σχετικά, νέα διάσταση του προβλήματος που διαπιστώνει σημαντική διεύρυνση του ποσοστού των πλουσίων, από κληρονομιά. Αυτή η μορφή πλουτισμού αναγνωρίζεται ως κατεξοχήν περιοριστικός παράγοντας ανάπτυξης. Ο κύριοι λόγοι είναι ότι η μεταφορά του πλούτου στους κληρονόμους γίνεται σε μεγάλη ηλικία των 60-80 ετών, ότι το μερίδιο των κληρονομιών στη συνολική περιουσία των νοικοκυριών ανέρχεται σημαντικά (πχ στη Γαλλία αυτό το ποσοστό ήταν το 1970 44% και το 2010 έχει ανέλθει στο 63%), αλλά και επειδή ο πλουτισμός των κληρονόμων δεν δικαιολογείται από την εργασία τους.

Έτσι, για πρώτη φορά στην οικονομική ιστορία, η δημιουργία τόσο πολλών υπέρ-πλουσίων (με συχνά ανορθόδοξους τρόπους), έχει δημιουργήσει διαρκή αντίδραση εναντίον τους μέσα στην κοινωνία, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας διαμαρτύρεται επειδή δεν εισακούεται η φωνή της. Το αποτέλεσμα είναι η επεξεργασία προτάσεων που στοχεύουν στον περιορισμό του υπερβολικού πλούτου, χωρίς ωστόσο προς το παρόν να έχουν υλοποιηθεί.

Πρόκειται για προτάσεις που αναφέρονται στην επιβολή διαφόρων μορφών φορολογίας στην περιουσία και ειδικότερα στην κληρονομιά. Και ενώ στην Ευρώπη, ακόμη και στις σκανδιναβικές χώρες, η ιδέα φορολόγησης της περιουσίας έχει εγκαταλειφθεί, κυρίως εξαιτίας των δυσχερειών επιβολής της, είναι αξιοσημείωτο να υπογραμμισθεί ότι ο προβληματισμός αυτός αναβιώνει στις ΗΠΑ.

Η προσπάθεια εξεύρεσης ικανοποιητικού τρόπου φορολόγησης της κληρονομιάς ενθαρρύνεται και από το γεγονός της συνεχούς μείωσης της συμμετοχής της μεσαίας τάξης στο συνολικό πληθυσμό. Η πολύ επικίνδυνη, αλλά και αναπόφευκτη αυτή εξέλιξη εξαιτίας του άκρως άνισου τρόπου κατανομής του πλούτου, καταλήγει στις ΗΠΑ, να εξασφαλίζει το 46% της αύξησης του ΑΕΠ στο 1% των πλουσιότερων.

Σχόλια