Σήμερα πέθανε ο Περικλής Κοροβέσης. Ένα πραγματικά Ωραίος Άνθρωπος. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά, να εισπράξω την αύρα ενός γλυκύτατου ανθρώπου.
Δεν θα ξεχασθεί.
Υπήρξε ένας πραγματικά τίμιος άνθρωπος, πολίτης.
Δεν ενέδωσε στην γοητεία της "καθεστωτικής αριστεράς", αλλά αντίθετα την αποκάλυψε ως όφειλε σαν έντιμος διανοούμενος. Θα ΖΕΙ για πάντα!
-----------------------
Να λοιπόν η καθεστωτική αριστερά, δεν πέρασαν ούτε ώρες κι' έρχεται να κάνει αυτό που κάνει κατά κόρον χρόνια τώρα. Να λεηλατήσει, να οικοιοποιηθεί ανθρώπους που δεν θα ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί τους! Να οικοιοποιθεί αγώνες και ιδέες τις οποίες εξευτέλισε.
Δείτε τα με τη σειρά
...και μετά παρακάτω, απάντηση στην ασχήμια του ΣΥΡΙΖΑ.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΟΡΟΒΕΣΗ
Κάμποσα τσίπουρα αργότερα, δεν είχαμε προλάβει παρά να χαρτογραφήσουμε ένα πολύ μικρό μέρος, μόλις, από την ταραχώδη ζωή του. Δεν θα μπορούσε να συμβεί και διαφορετικά, άλλωστε, όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή, έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Εμφύλιο, βίωσε μια φρικτή φυσική καταστροφή, βασανίστηκε επί Χούντας, έγραψε ένα από τα πιο επιδραστικά βιβλία κατά του φασισμού, τους θρυλικούς Ανθρωποφύλακες (εκδ. Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων), συμμετείχε σε πλήθος κοινωνικών κινημάτων, μπήκε στην ελληνική Βουλή πραγματοποιώντας προεκλογική εκστρατεία ύψους τριών 50 ευρώ (!), κατηγορήθηκε ως εγκέφαλος τρομοκρατικών οργανώσεων, ως «έμπορος ναρκωτικών» (αφού ήδη από τη δεκαετία του ’80, μιλούσε για αποποινικοποίηση της κάνναβης και συμμετείχε σε αντιαπαγορευτικά κινήματα), υπηρέτησε -χωρίς να το κάνει θέμα- την ιδιότητα του συγγραφέα, του κοινωνικού ακτιβιστή, του δημοσιογράφου, του ποιητή. Σήμερα, στα 77 του χρόνια πλέον, για το μόνο που μετανιώνει ο Περικλής Κοροβέσης είναι που δεν πρόλαβε να μάθει κιθάρα. Αλλά όπως του ‘χει υποσχεθεί ο φίλος του, Δημήτρης Πουλικάκος, μια μέρα θα του δείξει.
VICE: Γεννηθήκατε στο Αργοστόλι το ’41. Πώς είναι για ένα μικρό παιδί να περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στον πόλεμο, την απώλεια και την καταστροφή;
Περικλής Κοροβέσης: Αναπτύσσεις αντισώματα – και να σου πω κάτι και κάτι άλλο; Υπερισχύει η φαντασία. Μπορεί να τρέχαμε και να παίζαμε μέσα στα ερείπια, αλλά τα μισογκρεμισμένα σπίτια ήταν τα δικά μας κουκλόσπιτα. Το τι ακούγαμε, βέβαια, από τις μανάδες μας (γέλια)… Παρόλο που κυριαρχούσε η φτώχεια και η δυστυχία, η κοινωνία παρέμενε συμπαγής, από την άποψη πως δεν υπήρχαν διακρίσεις στη γειτονιά. Ήμασταν όλοι φτωχοί. Τα παιχνίδια μας ήταν σκουριασμένες σφαίρες και πεταμένα κράνη, ό,τι βρίσκαμε δεξιά και αριστερά. Αλωνίζαμε σαν αγέλες και όταν απομακρυνόμασταν πέρα από τα επιτρεπτά όρια, όλο και κάποιος έβαζε καμιά φωνή, «κυρά Μαρίκα, εδώ είναι ο Περικλάκης» και μας μαζεύανε. Ήμασταν μια γενιά παιδιών που μεγαλώσαμε μέσα στη βουή του πολέμου. Έχω αναμνήσεις από τον βομβαρδισμό, από το καταφύγιο στο υπόγειο, αλλά και από τον σεισμό που κατέστρεψε το Αργοστόλι το ’53, μια φυσική καταστροφή που σε ηλικία 12 ετών με έφερε αντιμέτωπο με την απώλεια της μισής μου γειτονιάς – αυτό ήταν, ομολογουμένως, πολύ σκληρό. Η πιο ζωντανή ανάμνηση, όμως, που φέρω, είναι τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών στην πλατεία και οι πυροβολισμοί που άκουγες, κάθε τόσο, μεταξύ εκείνων και της χωροφυλακής, πάνω στη ράχη. Όμως ακόμη και σε αυτό το βαρύ, το τόσο δυσμενές περιβάλλον, ενός παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου στη συνέχεια, προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε κάτι από τη χαρά της παιδικότητά μας.
Κομμένα κεφάλια ανταρτών, βομβαρδισμοί, πόλεμος, σφαίρες για παιδικά παιχνίδια, φυσικές καταστροφές – πώς καταφέρνει ένα ανήλικο παιδί και βρίσκει τη χαρά μέσα σε όλη αυτήν τη δυστυχία;
Μετράει η διάθεση. Μπορεί να περπατούσαμε σε δρόμους που ήταν εγκλωβισμένοι από πέτρες και χαλάσματα, όμως δεν βλέπαμε τους εγκλωβισμένους δρόμους, αλλά ένα λούνα-παρκ που μας είχε χαρίσει η φύση. Σιγά-σιγά, με τα χρόνια, έμαθα μια νέα γλώσσα, για να κατανοώ τη συμφορά του κόσμου, έμαθα τι θα πει βομβαρδισμός, τι θα πει εμφύλιος, τι θα πει φυσική καταστροφή – οπότε, προσαρμόζεις και την προσωπικότητά σου. Σαν να έχεις κάνει ένα τάμα στην παιδική σου ηλικία να βοηθήσεις και εσύ, όταν έρθει η σειρά σου.
Τα κατανοεί όλα αυτά, όμως, ένα παιδί;
Όχι, έρχονται στην επιφάνεια στην πορεία. Σε εμένα, για παράδειγμα, εμφανίστηκαν περίπου στα 16-17, όταν είχαμε έρθει πια στον Πειραιά και πήγαινα στο Γυμνάσιο. Εκεί, όλα αυτά τα βιώματα συνδέθηκαν με την κοινωνική ζωή, σαν ένα είδος φοίτησης σε κάποιο ειδικό πανεπιστήμιο.
Γιατί φύγατε από το Αργοστόλι;
Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής Γαλλικών και πήρε μετάθεση στον Πειραιά.
Η μητέρα σας εργαζόταν;
Όχι, η μητέρα μου καταγόταν από μια παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Αιγύπτου που έχασε την περιουσία της και ξέπεσε.
Υπήρξε κάποιο περιστατικό από την παιδική σας ηλικία που σας σημάδεψε και σας βασανίζει έως σήμερα;
Ναι, υπάρχει μια πολύ επώδυνη ανάμνηση από το νησί: η περιφορά του πτώματος ενός νεαρού αντάρτη. Τον είχαν δέσει από τους αστραγάλους και τον περιέφεραν άγρια στην πλατεία, στο Αργοστόλι. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, φρικτή σκηνή, έχει χαραχθεί βαθιά στο μυαλό μου αυτή η εικόνα. Με στοιχειώνει ακόμη και κάποια στιγμή πρέπει να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο βίωμα. Ήμουν επτά ετών και κατά κάποιο τρόπο η αντίδρασή μου σε όλο αυτό, οδήγησε, στην πορεία, στην πολιτικοποίησή μου. Ήθελα να κάνω κάτι, για να σταματήσει αυτό το πράγμα, γι’ αυτό και εντάχθηκα -πάντα με σκέψη βέβαια- στα κοινωνικά κινήματα. Ποτέ δεν πίστεψα στη ζωή μου ότι δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.
Πιστεύετε πως η αδράνεια ροκανίζει το μέλλον ενός ανθρώπου;
Αναμφίβολα και αισθάνομαι πολύ ευτυχισμένος που δεν υπήρξα ποτέ ένας αριστερός της πολυθρόνας, έστω και αν με πετυχαίνεις σε πολυθρόνα τώρα – είναι καθαρά συμπτωματικό. Παραμένω άνθρωπος της δράσης και χαίρομαι που στη ζωή μου ήμουν ανέκαθεν σε ρήξη με όσους μου έλεγαν ότι «δεν γίνεται τίποτα» και πως «τρως τον καιρό σου» και «ποιος θα νοιαστεί για εσένα αύριο;». Αισθάνομαι δικαιωμένος, από την άποψη ότι αν καθόμουν στα αυγά μου, τι θα ήμουν σήμερα; Πιθανότατα ένας συνταξιούχος τραπεζοϋπάλληλος.
Εργαζόσασταν σε τράπεζα; Δεν το γνώριζα αυτό.
Ναι, πέρασα για ένα φεγγάρι, ως κλητήρας.
Μια που έφερε η κουβέντα την εργασία σε τράπεζα απ’ όπου είχε περάσει και ο προσφάτως εκλιπών, Τζίμης Πανούσης, ευκαιρία να ρωτήσω αν είχατε γνωριστεί…
Ναι, γνωριζόμασταν με τον Τζίμη και υπήρχε μια αμοιβαία εκτίμηση, αν και δεν συνδεθήκαμε ποτέ με φιλία. Ένα διάστημα απλώς με είχε χρειαστεί, τότε με τον Νταλάρα, για τη δικαστική διαμάχη που είχαν, αλλά εν τέλει είχε πάρει αναβολή η δίκη.
Ποια είναι η γνώμη σας για εκείνον;
Ήταν από τα ταλαντούχα παιδιά, με ιδιαίτερα σαρκαστικό χιούμορ και ήξερε να διαβάζει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Δεν θεωρώ ότι ήταν ούτε μεγάλος συνθέτης, ούτε μεγάλος στιχουργός. Όμως ήταν μεγάλος performer, που είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Μπορούσε, δηλαδή, να τα κάνει όλα – είναι ειδικό ταλέντο αυτό! Κατάφερνε μόνος του να κρατήσει μια αίθουσα με 1.000 άτομα. Κοίταξε, είμαι της αγγλικής σχολής των επικήδειων, δεν μου αρέσουν οι αγιογραφίες σε όποιον πεθαίνει. Να λέμε και τα καλά, να λέμε και τα αρνητικά. Πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια, ο Τζίμης είχε κάτσει και είχε κάνει εμπορικό το θέμα, έπαψε να έχει τη σπιρτάδα που είχε παλαιότερα, όπως το ίδιο έκανε και ο Σαββόπουλος, κατά κάποιον τρόπο. Αυτό είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο. Φτάνουν σε ένα σημείο και μετά εντάσσονται στο σύστημα.
Ο Πανούσης, πάντως, σε παλαιότερη συνέντευξη στο VICE, είχε δηλώσει πως θεωρεί τον εαυτό του κομμάτι του συστήματος.
Μπράβο του, είχε συνείδηση εφόσον το παραδέχθηκε. Όπως και ο Σαββόπουλος έγινε μέρος του συστήματος. Όταν ένας Σαββόπουλος συνθέτει ύμνο για τον Μητσοτάκη, δεν έχει καμία σχέση με το Σαββόπουλο του «Δημοσθένους Λέξις» ούτε του «Η Θείας Μάρω» και φυσικά, με τα πρώτα τραγούδια του.
Τι συμβαίνει και βλέπουμε πολλοί καλλιτέχνες να αλλάζουν μεγαλώνοντας – συνήθως να συντηρητικοποιούνται; Έχετε καταλήξει;
Νομίζω πως έχω καταλάβει, ναι. Όταν, για παράδειγμα, ο Σαββόπουλος κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη και έκανε αυτήν τη συμβίωση με τη Μάρω Λοΐζου και τον Μάνο, εκεί τότε δεν είχαν να φάνε – τα ξέρω από πρώτο χέρι, επειδή ήμουν πολύ συνδεδεμένος με τη Μάρω, είχαμε στενή φιλία μέχρι που πέθανε. Ξέρω λεπτομέρειες. Δεν είχαν ψωμί στο σπίτι, πεινούσαν τα παιδιά. Επομένως, πιστεύω ότι η έννοια του πλούτου που έρχεται μετά, αλλάζει τον άνθρωπο. Όταν είσαι σε ένα επίπεδο τέτοιο και μετά έχεις οδηγό, έχεις σωματοφύλακα, έχεις υπηρέτρια, περνάς σε άλλη τάξη. Αυτό το είδα ξεκάθαρα και την περίοδο που ήμουν βουλευτής. Πολλοί άλλαξαν. Υπήρχαν πολιτικοί που ξαφνικά έστελναν τον μπάτσο για τσιγάρα. Έλεγα, «Ρε ‘σεις, δεν είναι για να σας παίρνουν τσιγάρα, είναι για να σας φυλάνε» και πήγαινα και έκανα κήρυγμα στους αστυνομικούς.
Εσείς κάνατε κήρυγμα στους αστυνομικούς; Φαντάζει ελαφρώς ειρωνικό.
Ε, είναι λίγο. Υπήρχαν, βέβαια και χειρότερα. Άλλοι τους έστελναν για ψώνια, για τα παιδιά τους – κανονικοί υπηρέτες, ξεφτίλα.
Πάμε λίγο πίσω, στο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια της Χούντας, είχατε χαρακτηριστεί ως ένας από τους 50 πιο επικίνδυνους ανθρώπους για το καθεστώς, υπήρξατε θύμα βασανιστηρίων και στην πορεία γράψατε ένα εξόχως επιδραστικό βιβλίο για πολλές γενιές, παλαιότερων και νεότερων, αριστερών και αντιφασιστών, τους Ανθρωποφύλακες, μια πολιτική καταγγελία σχετικά με τα όσα έζησαν οι αντιστασιακοί στα μπουντρούμια της ΕΣΑ. Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για την ιστορία του συγκεκριμένου βιβλίου.
Η αλήθεια είναι πως οι Ανθρωποφύλακες θα μπορούσαν να μην έχουν γραφτεί ποτέ, αν δεν με είχε πείσει ο «Πάμπλο», κατά κόσμον Μιχάλης Ράπτης. Εγώ δεν πίστευα πως έχω κάτι παραπάνω να πω. Όπως είχαν βασανιστεί τόσοι και τόσοι, έτσι είχα βασανιστεί και εγώ. Μου έβγαλαν κάποια στιγμή ένα πλαστό διαβατήριο, για να το «σκάσω» στη Γενεύη. Δεν ήξερα τότε ποιος μου είχε φτιάξει το διαβατήριο. Όταν έφτασα στην Ελβετία, έρχεται ο Πάμπλο και μου δίνει μια καινούρια ταυτότητα και μου λέει την επόμενη μέρα να συναντηθούμε σε ένα μουσείο. Πράγματι, πήγα και με περίμενε μπροστά σε έναν πίνακα. Παριστάναμε τους επισκέπτες και μιλούσαμε συνωμοτικά. Μου είπε: «Πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο για τα όσα έζησες στα κρατητήρια. Πρέπει να μάθει ο κόσμος τι συμβαίνει στην Ελλάδα». Εγώ δεν ήμουν σίγουρος, είχα δεύτερες σκέψεις, από την άποψη πως τόσες χιλιάδες είχαν περάσει από την ΕΣΑ, τι διαφορετικό θα είχε η δική μου μαρτυρία; Εκείνος επέμενε: «Δεν έχει σημασία, ακόμη και η παραμικρή λεπτομέρεια που βγαίνει μέσα από τα κρατητήρια είναι σημαντική για τον υπόλοιπο κόσμο, έστω και δύο χαστούκια να έχεις φάει, πρέπει να γραφτεί. Να μάθουν όλοι για τα βασανιστήρια της Χούντας». Πείστηκα και του είπα, «Εντάξει, θα το κάνω».
Πόσο καιρό σας πήρε να γράψετε τους Ανθρωποφύλακες;
Τέσσερις μήνες συνολικά – μου προσέφεραν ένα κατάλυμα σε ένα ίδρυμα, το John Knox, στη Γενεύη, όπου φιλοξενούσε διωκόμενους αριστερούς φοιτητές από όλον τον κόσμο, κυρίως από την Αφρική, αλλά και από άλλες χώρες, όπως την Αργεντινή. Ήταν ένα διεθνές περιβάλλον όπου όλοι ενδιαφέρονταν για την Ελλάδα. Έγραφα από το πρωί έως το βράδυ. Όταν το ολοκλήρωσα, το χτύπησα στον πολύγραφο μαζί με τον φίλο μου, τον Πέτρο Βλάσση – είχαμε στόχο να βγάλουμε 30 αντίτυπα, αλλά τελικά δεν ξεπεράσαμε τα 25. Τα έστειλα σε διάφορους γνωστούς μας Έλληνες στη Γαλλία και την Αγγλία, ανάμεσα τους και στον Δημήτρη Ραυτόπουλο.
Περιμένατε καθόλου αυτό που ακολούθησε;
Σε καμία περίπτωση, ούτε που το φανταζόμουν. Με το που έστειλα τα πρώτα 25 αντίτυπα, πίστεψα ότι τελείωσε και η όποια σχέση μου με το βιβλίο. Άλλωστε, δεν έγινε αποδεκτό από την επίσημη Αριστερά, εξ ου και δεν το τύπωσαν. Μου ζήτησαν να κάνω αλλαγές, για να φανεί ο ρόλος του κόμματος, τις οποίες δεν έκανα, αρνήθηκα, γι’ αυτό και δεν το τύπωσαν. Αυτός που έγραψε μια σημαντική κριτική ήταν ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, μετά ακολούθησε ο διεθνής Τύπος, η Le Monde, ο Guardian, υπάρχουν πάνω από 200-300 δημοσιεύματα. Όλα αυτά, με έναν πολύγραφο και 25 αντίτυπα, την ώρα που η Χούντα πλήρωνε εκατομμύρια σε ξένες εταιρείες, για να της φτιάξουν το προφίλ και δεν μπορούσε να περάσει ούτε μια γραμμή στον διεθνή Τύπο. Το λέω αυτό για όσους λένε, «Τι παλεύεις με τα θηρία, δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουν τα πράγματα».
Πώς αντέδρασαν οι χουντικοί στη διεθνή διάσταση του βιβλίου;
Προσπάθησαν να με διαβάλλουν, όπως μπορούσαν. Βγήκε ο Παπαδόπουλος και ξεκίνησε να λέει πως είμαι ψυχοπαθής με πιστοποιητικό και «τοιούτος» και διάφορα τέτοια. Μετά, με καλούσε να επιστρέψω στην Ελλάδα και να του πω ποιοι με βασάνισαν, υποστηρίζοντας πως θα τους κρεμούσε με τα ίδια του τα χέρια στην Πλατεία Συντάγματος – και του απαντούσαν οι ξένοι δημοσιογράφοι, «Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, αλλά θα προτιμούσαμε απλώς να τους στείλει στη δικαιοσύνη» (γέλια).
Χωρίς να θέλω να επαναφέρω δυσάρεστες μνήμες από εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, τις φάλαγγες και τα ηλεκτροσόκ, τι είναι αυτό που δίνει δύναμη σε έναν άνθρωπο να ξεπεράσει τα βασανιστήρια, χωρίς να σπάσει;
Δεν ξέρω τι δίνει δύναμη στον καθέναν, προσωπικά ήμασταν μια μικρή κοινότητα φίλων, σαν οικογένεια. Μια ομάδα ηθοποιών, επειδή τότε εγώ ήμουν ηθοποιός και ετοιμαζόμασταν να ανεβάσουμε τον Μανδραγόρα του Machiavelli, όταν μας συνέλαβαν οι ασφαλίτες. Μετά, ακολούθησε η κλασική διαδρομή – Μπουμπουλίνας, Αβέρωφ, Αίγινα και ξεκίνησαν τα βασανιστήρια. Κοίτα, δεν με κράτησε κάποια πίστη σε ιδεολογίες εκείνη την ώρα, δεν θα πω παραμύθια, στ’ αρχίδια μου ο μαρξισμός. Ο Κώστας, η Ζωή, ο Παύλος με ένοιαζαν, που ήταν στο διπλανό μπουντρούμι. Για αυτούς άντεξα, αυτούς σκεφτόμουν, τους συντρόφους και φίλους. Έπειτα από τόσα χρόνια, στα 77 μου πλέον, είμαι περήφανος που έμεινα πιστός στη φιλία, όπως έμειναν και αυτοί πιστοί σε εμένα. Άθελά μου, υπηρέτησα ένα μεγάλο ιδανικό που τότε δεν το ήξερα, είναι η φιλότης και σημαίνει μια σειρά από σχέσεις που είναι έντιμες, δημιουργικές, μη ανταγωνιστικές, σχέσεις που σε εμπλουτίζουν ως άνθρωπο, σε ολοκληρώνουν, σε προχωράνε, σε πάνε παρακάτω. Διάβαζα πως η φιλότης στην αρχαία Ελλάδα ήταν θεσμός, εξ ου και ο πολίτης-οπλίτης είχε την ασπίδα και δεν υπερασπιζόταν τον εαυτό του, αλλά τον διπλανό του, ήταν δηλαδή πιο σημαντική η ζωή του διπλανού του από του ίδιου. Σε αυτού του είδους την αγάπη βασίζεται στην ουσία και ο χριστιανισμός, άσε τώρα τι λένε οι φασίστες παπάδες, όπως οι Καλαβρύτων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, άκου τον Αναστάσιο της Αλβανίας. Ο Θεός είναι αγάπη και ειρήνη, δεν είναι δύο κενές λέξεις αυτές. Η αγάπη είναι ένα στατικό σημείο όλων των θρησκειών, όπως και η αλληλεγγύη που ακολουθεί. Κατά κάποιον τρόπο, υπήρξα ανέκαθεν πολίτης μιας κοινότητας που γνώριζε αυτή την πρακτική εφαρμογή, άλλα όχι το θεωρητικό της βάθος.
Δεν περίμενα πως θα μιλήσουμε για την οργανωμένη θρησκεία. Πιστεύετε;
Εντάξει, δεν ανήκω σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα, είμαι άθρησκος, αλλά όχι άθεος. Έχω κάνει και λίγη θρησκειολογία στο Παρίσι. Ο Χαΐνης Αποστολάκης, που έχει κάνει σπουδές φυσικής, μου έχει πει πως γνωρίζουμε μόλις το 5% για το σύμπαν. Το υπόλοιπο είναι μυστήριο. Αυτό το μυστήριο, λοιπόν, εγώ δεν το απορρίπτω, αυτό που απορρίπτω είναι να μπαίνει η θρησκεία στη ζωή μου και να με διατάζει.
Να φανταστώ, λοιπόν, πως ενδώσατε σε πάθη και πειραματισμούς στη ζωή, χωρίς να βαρύνεστε από άνωθεν ενοχές;
Είχα μια παράδοση στο σπίτι, από τον παππού και τον πατέρα μου, να πίνουμε ένα ποτήρι κρασί, για να γλεντήσουμε, οπότε αυτή η παράδοση με έβαλε σε μια πορεία θα έλεγα «αλκοολισμού», ο οποίος χρησιμοποιείται ως ενέργεια για γλέντι. Από ναρκωτικά, έχω καπνίσει διάφορα χασίσια, αλλά δεν τα εμπιστεύτηκα ποτέ, επειδή δεν πιστεύω στα θαύματα, έτσι δεν πιστεύω και στις ουσίες. Το δικό μου ποτό είναι το κρασί. Παρόλο που φίλοι μου πέρασαν από κόκες, ηρωίνες, χάπια, απ’ ό,τι θέλεις, εγώ δεν μπήκα μέσα και με θεωρούσαν συντηρητικό. Αλλά γιατί να πάρω LSD, για να γράψω καλύτερα;
Κάποιοι, παλαιότεροι συγγραφείς, πίστευαν πως βοηθάει.
Εγώ θεωρώ ότι το ουσιαστικό είναι η καύλα. Πρέπει να έρθει από μέσα μας, χωρίς εξωτερική βοήθεια. Τι να πάρω Viagra, προς ανάμνηση του παλιού γαμησιού; Όλα φτάνουν σε ένα τέλος. Σου έπεσε; Κάνε έναν εξάψαλμο. Να το θάψεις κανονικά. Έχεις μια απώλεια, τι να κάνουμε;
Με την Αριστερά, πώς τα βλέπετε τα πράγματα; Θέλει εξάψαλμο;
Τα βλέπω άσχημα, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πως η Αριστερά δεν ότι είναι πέντε κόμματα που διαλύονται. Η Αριστερά είναι η ανάγκη της κοινωνίας να επιζήσει. Οπότε η Αριστερά, ως εξέγερση, ως ζωή, δεν μπορεί να πεθάνει. Περνάει διάφορες φάσεις. Αυτό που ζούμε τώρα είναι το τέλος των παλαιών σχημάτων, τα οποία ενσωματώθηκαν απλώς στο σύστημα.
Πηγή: www.vice.com
Δεν θα ξεχασθεί.
Υπήρξε ένας πραγματικά τίμιος άνθρωπος, πολίτης.
Δεν ενέδωσε στην γοητεία της "καθεστωτικής αριστεράς", αλλά αντίθετα την αποκάλυψε ως όφειλε σαν έντιμος διανοούμενος. Θα ΖΕΙ για πάντα!
-----------------------
Να λοιπόν η καθεστωτική αριστερά, δεν πέρασαν ούτε ώρες κι' έρχεται να κάνει αυτό που κάνει κατά κόρον χρόνια τώρα. Να λεηλατήσει, να οικοιοποιηθεί ανθρώπους που δεν θα ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί τους! Να οικοιοποιθεί αγώνες και ιδέες τις οποίες εξευτέλισε.
Δείτε τα με τη σειρά
...και μετά παρακάτω, απάντηση στην ασχήμια του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αξιοπρέπεια ως επανάσταση
Περικλής Κοροβέσης: Η ομάδα του Τσίπρα κατόρθωσε να εξαφανίσει την Aριστερά
Περικλής Κοροβέσης | Ενδιαφέροντες Καιροί
Ο Περικλής Κοροβέσης επιστρέφει στο κελί των βασανιστηρίων...
Ο νεκροθάφτης της Αριστεράς…
Οι χρήσιμοι ηλίθιοι του «προλεταριακού ανεθνισμού»
"ΑΝΘΡΩΠΟΦΥΛΑΚΕΣ"...
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΟΡΟΒΕΣΗ
Δωρεάν "ΑΝΘΡΩΠΟΦΥΛΑΚΕΣ" σε pdf !!!
Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι ''Ανθρωποφάγοι'' ή ''Ανθρωποειδή'',
αλλά & στις 2 αυτές επιλογές δυσφημούνται οι πρωτόγονοι & τα
ζώα.
Στον 20ό αιώνα βλέπεις, οι αναλογίες, οι προσομοιώσεις μας αποδείχνονται ανεπαρκείς.
Πάντως ο άνθρωπος ως πρώτο συνθετικό είναι νομίζω απαραίτητος.
Μόνο άνθρωποι θα μπορούσαν να τα κάνουν αυτά''.
Περικλής Κοροβέσης
Το βιβλίο: ΕΔΩ
================
Έφυγε ο Περικλής Κοροβέσης
Η Ζωή του Όπως την Είχε Διηγηθεί στο VICE
30 Ιανουαρίου 2018
Η ξύλινη πόρτα στον έκτο όροφο χάσκει
μισάνοιχτη, προσφέροντας ένα ρίγος αμφιβολίας στη ράχη μας. «Καλά πάμε
ρε συ ή θα μπούμε σε κάνα ξένο σπίτι;», ρωτάμε ο ένας τον άλλον. Την
έχουμε πατήσει ξανά στο παρελθόν και άντε βγάλε άκρη μετά στο κέντρο της
Αθήνας. «Κύριε Περικλή;», ρωτάμε κομματάκι αμήχανα, για να αποφύγουμε
τυχόν παρεξηγήσεις. Μια βραχνή φωνή μας υποδέχεται. Καθισμένος σε μια
λευκή πολυθρόνα, περιτριγυρισμένος από βιβλία και πίνακες, πίνει ένα
ουίσκι και καπνίζει. «Καλώς τους. Να με συγχωράτε που δεν μπορώ να
σηκωθώ, αλλά έχω χτυπήσει τα πλευρά μου», λέει με την πρώτη κουβέντα.
«Βολευτείτε όπου βρείτε, παιδιά». Λιπόσαρκος, με ζωηρό βλέμμα που δεν
προδίδει την ηλικία του, ένας άνθρωπος που δεν μαράθηκε από τον πολύ
στοχασμό και τη διανόηση.
«Τι θα πιείτε;», ρωτά, ενώ ετοιμαζόμαστε για τις φωτογραφίες. «Έχω
ωραίο τσιπουράκι από τον Τύρναβο, που το ’φερε πρόσφατα ένα φίλος». Ο
Πάνος ξεκινάει τα πορτραίτα και αρνείται ευγενικά. «Ευχαριστώ πολύ, αλλά
πίνω καφέ». Ο οικοδεσπότης πνίγει ένα γελάκι και του πετά: «Τι έγινε,
ρε σύντροφε, είναι δυνατόν να πίνεις καφέ; Ρεφορμιστής είσαι;». Γυρίζει
στο μέρος μου. «Εσύ;», ρωτά. Φέρνω ένα ποτήρι.Κάμποσα τσίπουρα αργότερα, δεν είχαμε προλάβει παρά να χαρτογραφήσουμε ένα πολύ μικρό μέρος, μόλις, από την ταραχώδη ζωή του. Δεν θα μπορούσε να συμβεί και διαφορετικά, άλλωστε, όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή, έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Εμφύλιο, βίωσε μια φρικτή φυσική καταστροφή, βασανίστηκε επί Χούντας, έγραψε ένα από τα πιο επιδραστικά βιβλία κατά του φασισμού, τους θρυλικούς Ανθρωποφύλακες (εκδ. Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων), συμμετείχε σε πλήθος κοινωνικών κινημάτων, μπήκε στην ελληνική Βουλή πραγματοποιώντας προεκλογική εκστρατεία ύψους τριών 50 ευρώ (!), κατηγορήθηκε ως εγκέφαλος τρομοκρατικών οργανώσεων, ως «έμπορος ναρκωτικών» (αφού ήδη από τη δεκαετία του ’80, μιλούσε για αποποινικοποίηση της κάνναβης και συμμετείχε σε αντιαπαγορευτικά κινήματα), υπηρέτησε -χωρίς να το κάνει θέμα- την ιδιότητα του συγγραφέα, του κοινωνικού ακτιβιστή, του δημοσιογράφου, του ποιητή. Σήμερα, στα 77 του χρόνια πλέον, για το μόνο που μετανιώνει ο Περικλής Κοροβέσης είναι που δεν πρόλαβε να μάθει κιθάρα. Αλλά όπως του ‘χει υποσχεθεί ο φίλος του, Δημήτρης Πουλικάκος, μια μέρα θα του δείξει.
VICE: Γεννηθήκατε στο Αργοστόλι το ’41. Πώς είναι για ένα μικρό παιδί να περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στον πόλεμο, την απώλεια και την καταστροφή;
Περικλής Κοροβέσης: Αναπτύσσεις αντισώματα – και να σου πω κάτι και κάτι άλλο; Υπερισχύει η φαντασία. Μπορεί να τρέχαμε και να παίζαμε μέσα στα ερείπια, αλλά τα μισογκρεμισμένα σπίτια ήταν τα δικά μας κουκλόσπιτα. Το τι ακούγαμε, βέβαια, από τις μανάδες μας (γέλια)… Παρόλο που κυριαρχούσε η φτώχεια και η δυστυχία, η κοινωνία παρέμενε συμπαγής, από την άποψη πως δεν υπήρχαν διακρίσεις στη γειτονιά. Ήμασταν όλοι φτωχοί. Τα παιχνίδια μας ήταν σκουριασμένες σφαίρες και πεταμένα κράνη, ό,τι βρίσκαμε δεξιά και αριστερά. Αλωνίζαμε σαν αγέλες και όταν απομακρυνόμασταν πέρα από τα επιτρεπτά όρια, όλο και κάποιος έβαζε καμιά φωνή, «κυρά Μαρίκα, εδώ είναι ο Περικλάκης» και μας μαζεύανε. Ήμασταν μια γενιά παιδιών που μεγαλώσαμε μέσα στη βουή του πολέμου. Έχω αναμνήσεις από τον βομβαρδισμό, από το καταφύγιο στο υπόγειο, αλλά και από τον σεισμό που κατέστρεψε το Αργοστόλι το ’53, μια φυσική καταστροφή που σε ηλικία 12 ετών με έφερε αντιμέτωπο με την απώλεια της μισής μου γειτονιάς – αυτό ήταν, ομολογουμένως, πολύ σκληρό. Η πιο ζωντανή ανάμνηση, όμως, που φέρω, είναι τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών στην πλατεία και οι πυροβολισμοί που άκουγες, κάθε τόσο, μεταξύ εκείνων και της χωροφυλακής, πάνω στη ράχη. Όμως ακόμη και σε αυτό το βαρύ, το τόσο δυσμενές περιβάλλον, ενός παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου στη συνέχεια, προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε κάτι από τη χαρά της παιδικότητά μας.
Κομμένα κεφάλια ανταρτών, βομβαρδισμοί, πόλεμος, σφαίρες για παιδικά παιχνίδια, φυσικές καταστροφές – πώς καταφέρνει ένα ανήλικο παιδί και βρίσκει τη χαρά μέσα σε όλη αυτήν τη δυστυχία;
Μετράει η διάθεση. Μπορεί να περπατούσαμε σε δρόμους που ήταν εγκλωβισμένοι από πέτρες και χαλάσματα, όμως δεν βλέπαμε τους εγκλωβισμένους δρόμους, αλλά ένα λούνα-παρκ που μας είχε χαρίσει η φύση. Σιγά-σιγά, με τα χρόνια, έμαθα μια νέα γλώσσα, για να κατανοώ τη συμφορά του κόσμου, έμαθα τι θα πει βομβαρδισμός, τι θα πει εμφύλιος, τι θα πει φυσική καταστροφή – οπότε, προσαρμόζεις και την προσωπικότητά σου. Σαν να έχεις κάνει ένα τάμα στην παιδική σου ηλικία να βοηθήσεις και εσύ, όταν έρθει η σειρά σου.
Τα κατανοεί όλα αυτά, όμως, ένα παιδί;
Όχι, έρχονται στην επιφάνεια στην πορεία. Σε εμένα, για παράδειγμα, εμφανίστηκαν περίπου στα 16-17, όταν είχαμε έρθει πια στον Πειραιά και πήγαινα στο Γυμνάσιο. Εκεί, όλα αυτά τα βιώματα συνδέθηκαν με την κοινωνική ζωή, σαν ένα είδος φοίτησης σε κάποιο ειδικό πανεπιστήμιο.
Γιατί φύγατε από το Αργοστόλι;
Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής Γαλλικών και πήρε μετάθεση στον Πειραιά.
Η μητέρα σας εργαζόταν;
Όχι, η μητέρα μου καταγόταν από μια παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Αιγύπτου που έχασε την περιουσία της και ξέπεσε.
Υπήρξε κάποιο περιστατικό από την παιδική σας ηλικία που σας σημάδεψε και σας βασανίζει έως σήμερα;
Ναι, υπάρχει μια πολύ επώδυνη ανάμνηση από το νησί: η περιφορά του πτώματος ενός νεαρού αντάρτη. Τον είχαν δέσει από τους αστραγάλους και τον περιέφεραν άγρια στην πλατεία, στο Αργοστόλι. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ, φρικτή σκηνή, έχει χαραχθεί βαθιά στο μυαλό μου αυτή η εικόνα. Με στοιχειώνει ακόμη και κάποια στιγμή πρέπει να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο βίωμα. Ήμουν επτά ετών και κατά κάποιο τρόπο η αντίδρασή μου σε όλο αυτό, οδήγησε, στην πορεία, στην πολιτικοποίησή μου. Ήθελα να κάνω κάτι, για να σταματήσει αυτό το πράγμα, γι’ αυτό και εντάχθηκα -πάντα με σκέψη βέβαια- στα κοινωνικά κινήματα. Ποτέ δεν πίστεψα στη ζωή μου ότι δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.
Πιστεύετε πως η αδράνεια ροκανίζει το μέλλον ενός ανθρώπου;
Αναμφίβολα και αισθάνομαι πολύ ευτυχισμένος που δεν υπήρξα ποτέ ένας αριστερός της πολυθρόνας, έστω και αν με πετυχαίνεις σε πολυθρόνα τώρα – είναι καθαρά συμπτωματικό. Παραμένω άνθρωπος της δράσης και χαίρομαι που στη ζωή μου ήμουν ανέκαθεν σε ρήξη με όσους μου έλεγαν ότι «δεν γίνεται τίποτα» και πως «τρως τον καιρό σου» και «ποιος θα νοιαστεί για εσένα αύριο;». Αισθάνομαι δικαιωμένος, από την άποψη ότι αν καθόμουν στα αυγά μου, τι θα ήμουν σήμερα; Πιθανότατα ένας συνταξιούχος τραπεζοϋπάλληλος.
Εργαζόσασταν σε τράπεζα; Δεν το γνώριζα αυτό.
Ναι, πέρασα για ένα φεγγάρι, ως κλητήρας.
Μια που έφερε η κουβέντα την εργασία σε τράπεζα απ’ όπου είχε περάσει και ο προσφάτως εκλιπών, Τζίμης Πανούσης, ευκαιρία να ρωτήσω αν είχατε γνωριστεί…
Ναι, γνωριζόμασταν με τον Τζίμη και υπήρχε μια αμοιβαία εκτίμηση, αν και δεν συνδεθήκαμε ποτέ με φιλία. Ένα διάστημα απλώς με είχε χρειαστεί, τότε με τον Νταλάρα, για τη δικαστική διαμάχη που είχαν, αλλά εν τέλει είχε πάρει αναβολή η δίκη.
Ποια είναι η γνώμη σας για εκείνον;
Ήταν από τα ταλαντούχα παιδιά, με ιδιαίτερα σαρκαστικό χιούμορ και ήξερε να διαβάζει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Δεν θεωρώ ότι ήταν ούτε μεγάλος συνθέτης, ούτε μεγάλος στιχουργός. Όμως ήταν μεγάλος performer, που είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Μπορούσε, δηλαδή, να τα κάνει όλα – είναι ειδικό ταλέντο αυτό! Κατάφερνε μόνος του να κρατήσει μια αίθουσα με 1.000 άτομα. Κοίταξε, είμαι της αγγλικής σχολής των επικήδειων, δεν μου αρέσουν οι αγιογραφίες σε όποιον πεθαίνει. Να λέμε και τα καλά, να λέμε και τα αρνητικά. Πιστεύω ότι τα τελευταία χρόνια, ο Τζίμης είχε κάτσει και είχε κάνει εμπορικό το θέμα, έπαψε να έχει τη σπιρτάδα που είχε παλαιότερα, όπως το ίδιο έκανε και ο Σαββόπουλος, κατά κάποιον τρόπο. Αυτό είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο. Φτάνουν σε ένα σημείο και μετά εντάσσονται στο σύστημα.
Ο Πανούσης, πάντως, σε παλαιότερη συνέντευξη στο VICE, είχε δηλώσει πως θεωρεί τον εαυτό του κομμάτι του συστήματος.
Μπράβο του, είχε συνείδηση εφόσον το παραδέχθηκε. Όπως και ο Σαββόπουλος έγινε μέρος του συστήματος. Όταν ένας Σαββόπουλος συνθέτει ύμνο για τον Μητσοτάκη, δεν έχει καμία σχέση με το Σαββόπουλο του «Δημοσθένους Λέξις» ούτε του «Η Θείας Μάρω» και φυσικά, με τα πρώτα τραγούδια του.
Τι συμβαίνει και βλέπουμε πολλοί καλλιτέχνες να αλλάζουν μεγαλώνοντας – συνήθως να συντηρητικοποιούνται; Έχετε καταλήξει;
Νομίζω πως έχω καταλάβει, ναι. Όταν, για παράδειγμα, ο Σαββόπουλος κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη και έκανε αυτήν τη συμβίωση με τη Μάρω Λοΐζου και τον Μάνο, εκεί τότε δεν είχαν να φάνε – τα ξέρω από πρώτο χέρι, επειδή ήμουν πολύ συνδεδεμένος με τη Μάρω, είχαμε στενή φιλία μέχρι που πέθανε. Ξέρω λεπτομέρειες. Δεν είχαν ψωμί στο σπίτι, πεινούσαν τα παιδιά. Επομένως, πιστεύω ότι η έννοια του πλούτου που έρχεται μετά, αλλάζει τον άνθρωπο. Όταν είσαι σε ένα επίπεδο τέτοιο και μετά έχεις οδηγό, έχεις σωματοφύλακα, έχεις υπηρέτρια, περνάς σε άλλη τάξη. Αυτό το είδα ξεκάθαρα και την περίοδο που ήμουν βουλευτής. Πολλοί άλλαξαν. Υπήρχαν πολιτικοί που ξαφνικά έστελναν τον μπάτσο για τσιγάρα. Έλεγα, «Ρε ‘σεις, δεν είναι για να σας παίρνουν τσιγάρα, είναι για να σας φυλάνε» και πήγαινα και έκανα κήρυγμα στους αστυνομικούς.
Εσείς κάνατε κήρυγμα στους αστυνομικούς; Φαντάζει ελαφρώς ειρωνικό.
Ε, είναι λίγο. Υπήρχαν, βέβαια και χειρότερα. Άλλοι τους έστελναν για ψώνια, για τα παιδιά τους – κανονικοί υπηρέτες, ξεφτίλα.
Πάμε λίγο πίσω, στο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια της Χούντας, είχατε χαρακτηριστεί ως ένας από τους 50 πιο επικίνδυνους ανθρώπους για το καθεστώς, υπήρξατε θύμα βασανιστηρίων και στην πορεία γράψατε ένα εξόχως επιδραστικό βιβλίο για πολλές γενιές, παλαιότερων και νεότερων, αριστερών και αντιφασιστών, τους Ανθρωποφύλακες, μια πολιτική καταγγελία σχετικά με τα όσα έζησαν οι αντιστασιακοί στα μπουντρούμια της ΕΣΑ. Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για την ιστορία του συγκεκριμένου βιβλίου.
Η αλήθεια είναι πως οι Ανθρωποφύλακες θα μπορούσαν να μην έχουν γραφτεί ποτέ, αν δεν με είχε πείσει ο «Πάμπλο», κατά κόσμον Μιχάλης Ράπτης. Εγώ δεν πίστευα πως έχω κάτι παραπάνω να πω. Όπως είχαν βασανιστεί τόσοι και τόσοι, έτσι είχα βασανιστεί και εγώ. Μου έβγαλαν κάποια στιγμή ένα πλαστό διαβατήριο, για να το «σκάσω» στη Γενεύη. Δεν ήξερα τότε ποιος μου είχε φτιάξει το διαβατήριο. Όταν έφτασα στην Ελβετία, έρχεται ο Πάμπλο και μου δίνει μια καινούρια ταυτότητα και μου λέει την επόμενη μέρα να συναντηθούμε σε ένα μουσείο. Πράγματι, πήγα και με περίμενε μπροστά σε έναν πίνακα. Παριστάναμε τους επισκέπτες και μιλούσαμε συνωμοτικά. Μου είπε: «Πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο για τα όσα έζησες στα κρατητήρια. Πρέπει να μάθει ο κόσμος τι συμβαίνει στην Ελλάδα». Εγώ δεν ήμουν σίγουρος, είχα δεύτερες σκέψεις, από την άποψη πως τόσες χιλιάδες είχαν περάσει από την ΕΣΑ, τι διαφορετικό θα είχε η δική μου μαρτυρία; Εκείνος επέμενε: «Δεν έχει σημασία, ακόμη και η παραμικρή λεπτομέρεια που βγαίνει μέσα από τα κρατητήρια είναι σημαντική για τον υπόλοιπο κόσμο, έστω και δύο χαστούκια να έχεις φάει, πρέπει να γραφτεί. Να μάθουν όλοι για τα βασανιστήρια της Χούντας». Πείστηκα και του είπα, «Εντάξει, θα το κάνω».
Πόσο καιρό σας πήρε να γράψετε τους Ανθρωποφύλακες;
Τέσσερις μήνες συνολικά – μου προσέφεραν ένα κατάλυμα σε ένα ίδρυμα, το John Knox, στη Γενεύη, όπου φιλοξενούσε διωκόμενους αριστερούς φοιτητές από όλον τον κόσμο, κυρίως από την Αφρική, αλλά και από άλλες χώρες, όπως την Αργεντινή. Ήταν ένα διεθνές περιβάλλον όπου όλοι ενδιαφέρονταν για την Ελλάδα. Έγραφα από το πρωί έως το βράδυ. Όταν το ολοκλήρωσα, το χτύπησα στον πολύγραφο μαζί με τον φίλο μου, τον Πέτρο Βλάσση – είχαμε στόχο να βγάλουμε 30 αντίτυπα, αλλά τελικά δεν ξεπεράσαμε τα 25. Τα έστειλα σε διάφορους γνωστούς μας Έλληνες στη Γαλλία και την Αγγλία, ανάμεσα τους και στον Δημήτρη Ραυτόπουλο.
Περιμένατε καθόλου αυτό που ακολούθησε;
Σε καμία περίπτωση, ούτε που το φανταζόμουν. Με το που έστειλα τα πρώτα 25 αντίτυπα, πίστεψα ότι τελείωσε και η όποια σχέση μου με το βιβλίο. Άλλωστε, δεν έγινε αποδεκτό από την επίσημη Αριστερά, εξ ου και δεν το τύπωσαν. Μου ζήτησαν να κάνω αλλαγές, για να φανεί ο ρόλος του κόμματος, τις οποίες δεν έκανα, αρνήθηκα, γι’ αυτό και δεν το τύπωσαν. Αυτός που έγραψε μια σημαντική κριτική ήταν ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, μετά ακολούθησε ο διεθνής Τύπος, η Le Monde, ο Guardian, υπάρχουν πάνω από 200-300 δημοσιεύματα. Όλα αυτά, με έναν πολύγραφο και 25 αντίτυπα, την ώρα που η Χούντα πλήρωνε εκατομμύρια σε ξένες εταιρείες, για να της φτιάξουν το προφίλ και δεν μπορούσε να περάσει ούτε μια γραμμή στον διεθνή Τύπο. Το λέω αυτό για όσους λένε, «Τι παλεύεις με τα θηρία, δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουν τα πράγματα».
Πώς αντέδρασαν οι χουντικοί στη διεθνή διάσταση του βιβλίου;
Προσπάθησαν να με διαβάλλουν, όπως μπορούσαν. Βγήκε ο Παπαδόπουλος και ξεκίνησε να λέει πως είμαι ψυχοπαθής με πιστοποιητικό και «τοιούτος» και διάφορα τέτοια. Μετά, με καλούσε να επιστρέψω στην Ελλάδα και να του πω ποιοι με βασάνισαν, υποστηρίζοντας πως θα τους κρεμούσε με τα ίδια του τα χέρια στην Πλατεία Συντάγματος – και του απαντούσαν οι ξένοι δημοσιογράφοι, «Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, αλλά θα προτιμούσαμε απλώς να τους στείλει στη δικαιοσύνη» (γέλια).
Χωρίς να θέλω να επαναφέρω δυσάρεστες μνήμες από εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, τις φάλαγγες και τα ηλεκτροσόκ, τι είναι αυτό που δίνει δύναμη σε έναν άνθρωπο να ξεπεράσει τα βασανιστήρια, χωρίς να σπάσει;
Δεν ξέρω τι δίνει δύναμη στον καθέναν, προσωπικά ήμασταν μια μικρή κοινότητα φίλων, σαν οικογένεια. Μια ομάδα ηθοποιών, επειδή τότε εγώ ήμουν ηθοποιός και ετοιμαζόμασταν να ανεβάσουμε τον Μανδραγόρα του Machiavelli, όταν μας συνέλαβαν οι ασφαλίτες. Μετά, ακολούθησε η κλασική διαδρομή – Μπουμπουλίνας, Αβέρωφ, Αίγινα και ξεκίνησαν τα βασανιστήρια. Κοίτα, δεν με κράτησε κάποια πίστη σε ιδεολογίες εκείνη την ώρα, δεν θα πω παραμύθια, στ’ αρχίδια μου ο μαρξισμός. Ο Κώστας, η Ζωή, ο Παύλος με ένοιαζαν, που ήταν στο διπλανό μπουντρούμι. Για αυτούς άντεξα, αυτούς σκεφτόμουν, τους συντρόφους και φίλους. Έπειτα από τόσα χρόνια, στα 77 μου πλέον, είμαι περήφανος που έμεινα πιστός στη φιλία, όπως έμειναν και αυτοί πιστοί σε εμένα. Άθελά μου, υπηρέτησα ένα μεγάλο ιδανικό που τότε δεν το ήξερα, είναι η φιλότης και σημαίνει μια σειρά από σχέσεις που είναι έντιμες, δημιουργικές, μη ανταγωνιστικές, σχέσεις που σε εμπλουτίζουν ως άνθρωπο, σε ολοκληρώνουν, σε προχωράνε, σε πάνε παρακάτω. Διάβαζα πως η φιλότης στην αρχαία Ελλάδα ήταν θεσμός, εξ ου και ο πολίτης-οπλίτης είχε την ασπίδα και δεν υπερασπιζόταν τον εαυτό του, αλλά τον διπλανό του, ήταν δηλαδή πιο σημαντική η ζωή του διπλανού του από του ίδιου. Σε αυτού του είδους την αγάπη βασίζεται στην ουσία και ο χριστιανισμός, άσε τώρα τι λένε οι φασίστες παπάδες, όπως οι Καλαβρύτων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, άκου τον Αναστάσιο της Αλβανίας. Ο Θεός είναι αγάπη και ειρήνη, δεν είναι δύο κενές λέξεις αυτές. Η αγάπη είναι ένα στατικό σημείο όλων των θρησκειών, όπως και η αλληλεγγύη που ακολουθεί. Κατά κάποιον τρόπο, υπήρξα ανέκαθεν πολίτης μιας κοινότητας που γνώριζε αυτή την πρακτική εφαρμογή, άλλα όχι το θεωρητικό της βάθος.
Δεν περίμενα πως θα μιλήσουμε για την οργανωμένη θρησκεία. Πιστεύετε;
Εντάξει, δεν ανήκω σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα, είμαι άθρησκος, αλλά όχι άθεος. Έχω κάνει και λίγη θρησκειολογία στο Παρίσι. Ο Χαΐνης Αποστολάκης, που έχει κάνει σπουδές φυσικής, μου έχει πει πως γνωρίζουμε μόλις το 5% για το σύμπαν. Το υπόλοιπο είναι μυστήριο. Αυτό το μυστήριο, λοιπόν, εγώ δεν το απορρίπτω, αυτό που απορρίπτω είναι να μπαίνει η θρησκεία στη ζωή μου και να με διατάζει.
Να φανταστώ, λοιπόν, πως ενδώσατε σε πάθη και πειραματισμούς στη ζωή, χωρίς να βαρύνεστε από άνωθεν ενοχές;
Είχα μια παράδοση στο σπίτι, από τον παππού και τον πατέρα μου, να πίνουμε ένα ποτήρι κρασί, για να γλεντήσουμε, οπότε αυτή η παράδοση με έβαλε σε μια πορεία θα έλεγα «αλκοολισμού», ο οποίος χρησιμοποιείται ως ενέργεια για γλέντι. Από ναρκωτικά, έχω καπνίσει διάφορα χασίσια, αλλά δεν τα εμπιστεύτηκα ποτέ, επειδή δεν πιστεύω στα θαύματα, έτσι δεν πιστεύω και στις ουσίες. Το δικό μου ποτό είναι το κρασί. Παρόλο που φίλοι μου πέρασαν από κόκες, ηρωίνες, χάπια, απ’ ό,τι θέλεις, εγώ δεν μπήκα μέσα και με θεωρούσαν συντηρητικό. Αλλά γιατί να πάρω LSD, για να γράψω καλύτερα;
Κάποιοι, παλαιότεροι συγγραφείς, πίστευαν πως βοηθάει.
Εγώ θεωρώ ότι το ουσιαστικό είναι η καύλα. Πρέπει να έρθει από μέσα μας, χωρίς εξωτερική βοήθεια. Τι να πάρω Viagra, προς ανάμνηση του παλιού γαμησιού; Όλα φτάνουν σε ένα τέλος. Σου έπεσε; Κάνε έναν εξάψαλμο. Να το θάψεις κανονικά. Έχεις μια απώλεια, τι να κάνουμε;
Με την Αριστερά, πώς τα βλέπετε τα πράγματα; Θέλει εξάψαλμο;
Τα βλέπω άσχημα, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πως η Αριστερά δεν ότι είναι πέντε κόμματα που διαλύονται. Η Αριστερά είναι η ανάγκη της κοινωνίας να επιζήσει. Οπότε η Αριστερά, ως εξέγερση, ως ζωή, δεν μπορεί να πεθάνει. Περνάει διάφορες φάσεις. Αυτό που ζούμε τώρα είναι το τέλος των παλαιών σχημάτων, τα οποία ενσωματώθηκαν απλώς στο σύστημα.
Πηγή: www.vice.com
===============================
Μνήμη Περικλή Κοροβέση
Ο Περικλής δεν θα είχε γράψει ποτέ τους “Ανθρωποφύλακες”
αν «οι φιλήσυχοι άνθρωποι αυτής της γης δεν βοηθούσαν με την αδιαφορία
τους και τη σιωπή τους στην επέκταση και στην συνέχιση των
βασανιστηρίων». Εμείς δεν θα συνεχίζαμε ακόμα να διαβάζουμε αυτό το
συγκλονιστικό ντοκουμέντο κτηνωδίας αλλά και παλικαρίσιας αξιοπρέπειας,
αν οι “Ανθρωποφύλακες” δεν συνέχιζαν ακόμα να ορίζουν τη μοίρα αυτού του
πλανήτη. Αν από το Άμπου Γκράιμπ στο Ιράκ, την Cobalt στην Καμπούλ, το
“Bright Light” στο Ρουμανία, την “Quartz” στην Πολωνία, το Γκουναντάναμο
στην Κούβα, τις μυστικές φυλακές του Ελληνικού κράτους στον Έβρο ως το
Α.Τ. Ομονοίας, ο χάρτης των σύγχρονων Νταχάου δεν συνέχιζε το έργο των
καθαρμάτων στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας, αυτού του “πιο γνωστού
πλυσταριού του κόσμου”. Ο Σπανός, ο Κραββαρίτης, ο Μπάμπαλης κι ο
Μάλλιος θα πρέπει να νιώθουν σήμερα δικαιωμένοι, αφού τα αμούστακα
αγόρια που τους είχαν κάποτε για ινδάλματα σήμερα είναι υπουργοί,
βουλευτές, στρατηγοί και βιομήχανοι.
Ο Περικλής υπήρξε, από την πρώτη του ανάσα στο Αργοστόλι, έως την τελευταία του σήμερα στην Αθήνα, ένας ανυπότακτος.
Φλογισμένος με ένα οργασμικό πάθος για την ζωή και την ελευθερία που
τον χαρακτήριζε ως το τέλος. Έγραφε με την ματιά ενός εφήβου σαλταδόρου
της κατοχής, κι ας είχε περάσει τα 70. Πίστευε πως η αντίθεση του έρωτα με την εξουσία, της ελευθερίας με το κράτος, θα μένουν πάντα αγεφύρωτες.
Πίστευε πως κάθε πλάσμα σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να έχει τη δυνατότητα
να ζήσει ελεύθερα, πίστευε πως ο καπιταλισμός είναι η γάγγραινα της
ανθρωπότητα και πως το μέλλον της ανθρωπότητας είναι “στην αυτοοργάνωση”, σε μια κοινωνία δίχως κυβερνώντες και κυβερνωμένους.
- Ποτέ δεν στρογγύλεψε τα λόγια του, κι ας προσπάθησαν πολλές φορές να τον “συνετίσουν” τα κομματικά μαντριά.
- Τον θυμάμαι να λέει μπροστά στο μαζικό ακροατήριο μιας εκδήλωση που τον είχαμε καλέσει “Το τρίπτυχο Πατρίδα – Θρησκεία – Οικογένεια είναι ο μεγαλύτερο εχθρός του ανθρώπου”.
- Ο Περικλής έμπαινε με πάθος σε κάθε αγώνα χωρίς να νοιάζεται για την έκβαση.
- Κατέβαινε σε κάθε διαδήλωση που έβρισκε στο δρόμο του, υμνούσε όλες τις γυναίκες που τον σαγήνευαν, διάβαζε μανιωδώς συγγραφείς απ’ όλον τον κόσμο, έγραφε ακατάπαυστα σαν τον Χέμινγουεϊ, έπινε ακούραστα συζητώντας και γελώντας με φίλους ως το πρωί. Στεκόταν στο πλευρό κάθε απόκληρου, πάλευε για τους φυλακισμένους, τις κακοποιημένες γυναίκες, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, τις τρανς, τους τοξικοεξαρτημένους.
Ο Περικλής σε κοιτούσε πάντα στα μάτια.
Και η φλόγα τους ήταν σαν να σου έλεγε: “μην είσαι μαλάκας, μην
πεθάνεις μαλάκας, έχεις ένα κορμί και ένα πάθος, τα δυο ισχυρότερα όπλα
στον πλανήτη, κατέβα στους δρόμους και πολέμα για την ελευθερία και τη
ζωή, μην σταματάς ποτέ να φωνάζει, να αγωνίζεσαι, να πολεμάς”.
Καλή αντάμωση Περικλή. Θα ξαναβρεθούμε
στους ποταμούς της φωτιάς ή στην “αργυραία ομίχλη” στα σύννεφα της
Βαλχάλα, εκεί που χορεύουν οι φωνές και τα σώματα των δικαίων.
(φωτογραφία: τροποποίηση από andro.gr)
=====================
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΕΡΙΚΛΗ
Σήμερα έμαθα ότι έφυγε ο Περικλής Κοροβέσης. Είχα την τύχη να το γνωρίζω και να βρεθώ μαζί του 5-6 φορές τα τελευταία χρόνια. Ήταν πάντα μοναδικός. Δεν "χόρταινα" να τον ακούω. Και ενώ μιλούσε αρκετά (ευτυχώς), μου έκανε πάντα εντύπωση πόσο προσεκτικά άκουγε. Μια ευγενική ψυχή, ένας μεγάλος άνθρωπος και πολύ μεγάλος δημοκράτης.
=====================
Σήμερα έμαθα ότι έφυγε ο Περικλής Κοροβέσης. Είχα την τύχη να το γνωρίζω και να βρεθώ μαζί του 5-6 φορές τα τελευταία χρόνια. Ήταν πάντα μοναδικός. Δεν "χόρταινα" να τον ακούω. Και ενώ μιλούσε αρκετά (ευτυχώς), μου έκανε πάντα εντύπωση πόσο προσεκτικά άκουγε. Μια ευγενική ψυχή, ένας μεγάλος άνθρωπος και πολύ μεγάλος δημοκράτης.
"Μέσα στον κόσμο αυτό
ποτέ δεν ψάχνω γι' αρχηγό
Με τους άλλους συνεργάζομαι
να ζήσουνε εκείνοι, να ζήσω και εγώ."
Από το μουσικό παραμύθι "Η συνέλευση των ζώων" των Κοροβέση, Κουρουπού, Γκίκα και Σακκά.
===================ποτέ δεν ψάχνω γι' αρχηγό
Με τους άλλους συνεργάζομαι
να ζήσουνε εκείνοι, να ζήσω και εγώ."
Από το μουσικό παραμύθι "Η συνέλευση των ζώων" των Κοροβέση, Κουρουπού, Γκίκα και Σακκά.
Σχόλια