Ιωσήφ Σηφάκης
Υπάρχουν δυο ειδών προσεγγίσεις στην διαχείριση του ρίσκου. Μια προσέγγιση στηρίζεται στην αρχή της προφύλαξης (precautionary principle), που «επιβάλλει την ταχεία αντίδραση ενόψει ενδεχομένου κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών, ή για την προστασία του περιβάλλοντος» όπως την περιγράφουν τα ευρωπαϊκά κοινοτικά κείμενα. Η προσέγγιση αυτή ενδείκνυται για κρίσιμες καταστάσεις. Σε περίπτωση κατά την οποία τα επιστημονικά δεδομένα δεν επιτρέπουν πλήρη αξιολόγηση του κινδύνου, επιβάλλεται η λήψη ριζικών μέτρων, θεωρώντας το χειρότερο σενάριο.
Η αρχή εφαρμόζεται σε περίπτωση θεομηνίας, επιδημίας και άλλων φυσικών καταστροφών. Επίσης, πρέπει να εφαρμόζεται στην αξιολόγηση του ρίσκου από την χρήση φαρμάκων, ιατρικών συσκευών και μέσων μεταφοράς, των οποίων η ανάπτυξη υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητων οργανισμών. Η αρχή της προφύλαξης στηρίζεται σε μια άλλη πιο θεμελιώδη που διέπει το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, ότι η ζωή είναι υπέρτατη αξία. Όταν μια ανθρώπινη ζωή κινδυνεύει, δεν λογαριάζουμε κόστος. Συχνά οι συνάνθρωποι εκτίθενται σε κίνδυνο για να την σώσουν.
Εάν π.χ. το ρίσκο (δηλαδή η πιθανότητα να συμβεί κάτι επιζήμιο) αυξάνεται με την ένταση μιας δραστηριότητας, τότε μπορώ να προσδιορίσω, εφ’ όσον διαθέτω το κατάλληλο μαθηματικό μοντέλο, το βέλτιστο επίπεδο δραστηριότητας. Αυτό αντιστοιχεί στο επίπεδο όπου τα οφέλη μεγιστοποιούνται σε σχέση με το συνεπαγόμενο κόστος, λόγω ρίσκου. Η εξεύρεση βέλτιστων σημείων λειτουργίας για την διαχείριση του ρίσκου του επιχειρείν είναι ένα από τα βασικά προβλήματα της οικονομικής επιστήμης.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι δυστυχώς οι ιθύνοντες των χωρών της Δύσης φέρθηκαν μάλλον ως μάνατζερ στην παρούσα κρίση, ακολουθώντας την δεύτερη προσέγγιση. Η ανθρώπινη ζωή ήταν απλώς η παράμετρος προσαρμογής μιας εξίσωσης όπου συμψηφίζονται χρηματιστηριακά, οικονομικά και πολιτικά κριτήρια.
Καταλαβαίνουμε ότι προείχε γι’ αυτόν η διατήρηση σε ικανοποιητικό επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, πάση θυσία. Χωρίς να θέλει καν να λάβει υπ’ όψη το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, όταν το 60% του πληθυσμού θα έχει νοσήσει. Οπότε και ένα πολύ μικρό ποσοστό των ασθενών, ας πούμε το 0,1% , εάν χάσει την ζωή του, αυτό μεταφράζεται σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες ζωές.
Παρόμοια ανεύθυνη στάση επέδειξαν και οι ΗΠΑ, όπου ένα μήνα πριν, ο πρόεδρος Τραμπ διαμήνυε ότι η απειλή για τον πληθυσμό και την οικονομία είναι ελαχίστη και μιλούσε για "κινέζικο ιό". Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι στις ΗΠΑ ο φόβος για τις επιπτώσεις στην οικονομία ήταν τουλάχιστον εξίσου σημαντικός με τον φόβο για ανθρώπινες ζωές.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Κουόμο, κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, στις 28 Μαρτίου. Ο Κουόμο τα έβαλε με τον Τραμπ, ισχυριζόμενος ότι ο πρόεδρος δεν έχει το δικαίωμα να θέσει τη Νέα Υόρκη σε καραντίνα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «New York is the financial sector. You geographically restrict a state, you would paralyze the financial sector».
Όμως και σε άλλες πιο κοντινές μας χώρες οι κυβερνήσεις έδειξαν ανεπίτρεπτη ελαφρότητα, ακολουθώντας μια στάση "βλέποντας και κάνοντας". Έτσι, η Γαλλία οργάνωσε τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών την Κυριακή 15 Απριλίου και αναγκάστηκε να ματαιώσει αμέσως την επομένη μέρα τον δεύτερο γύρο. Στις 2 Απριλίου το βράδυ, ενώ είχαμε πάνω από 600 νεκρούς το 24ωρο, άκουσα με έκπληξη τον Γάλλο πρωθυπουργό να μιλάει για σενάρια αποκλιμάκωσης, τα οποία συζητούνταν την επομένη σε όλα τα ΜΜΕ. Προφανώς, ήθελε να δώσει ένα μήνυμα στις αγορές ότι η χώρα του θέτει ως προτεραιότητα την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Με αυτές τις διαπιστώσεις δεν επιδιώκω ούτε να ηθικολογήσω, ούτε να δώσω μαθήματα.
Θέλω απλώς να επισημάνω μια επικίνδυνη αλλαγή στάσης στην διαχείριση κρισίμων καταστάσεων. Αυτή η αλλαγή στάση υιοθετήθηκε προοδευτικά από τα κέντρα εξουσίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Πρόκειται για μετάβαση από την αυστηρή τήρηση αρχών προφύλαξης, κατά τη δεκαετία 1970, σε μια προσαρμοστική διαχείριση όπου οι ανθρώπινη ζωή δεν είναι το υπέρτατο αγαθό, αλλά μια παράμετρος σε ένα παιχνίδι όπου κυριαρχούν χρηματοοικονομικά και πολιτικά κριτήρια. Από μια εποχή όπου τουλάχιστον οι μεγάλες δυτικές δημοκρατίες ήταν αρκετά ισχυρές και είχαν τα μέσα πραγμάτωσης της πολιτικής τους, περάσαμε δυστυχώς σε μια εποχή όπου η πολιτική και του πιο ισχυρού κράτους είναι δεμένη στο άρμα των αγορών.
Αυτή η αλλαγή πολιτικής κρίθηκε αναγκαία, διότι η αρχή της προφύλαξης καθιστά απαγορευτική οικονομικά την ευρεία χρήση νέων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα αυτόνομα συστήματα. Ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης του κορωνοϊού δείχνει την αναβίωση μιας συστημικής ιδεολογίας βαρβαρότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Αναδεικνύει τις αδυναμίες ενός συστήματος –ολοένα και πιο ορατές– στην διαχείριση κρίσεων, όπως της κλιματικής αλλαγής, αλλά και του ελέγχου της χρήσης των νέων τεχνολογιών.
Η αποκλειστική προτεραιότητα στον οικονομικό και τεχνολογικό παράγοντα θέτει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο τα θεμέλια του πολιτισμού μας, του οποίου ακρογωνιαίος λίθος είναι ο σεβασμός του ανθρώπου και της ζωής του. Θα ήθελα πολύ να κλείσω, ως είθισται, αυτήν την ζοφερή ανάλυση, με κάτι αισιόδοξο. Παραδείγματος χάρη, ότι αυτή η δοκιμασία που περνάμε είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού και αλλαγής για την ανθρωπότητα προς το καλύτερο. Όλα, δυστυχώς, δείχνουν ότι τέτοια προοπτική δεν υπάρχει. Το τίμημα της βαρβαρότητας προοιωνίζεται ακόμα πολύ βαρύτερο στο μέλλον.
Η ανθρωπότητα κρατά την ανάσα της, βλέποντας την προέλαση της πανδημίας από την Ασία σε όλες τις χώρες και ιδιαίτερα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που απειλούνται να πληρώσουν ένα βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές και οικονομικές ζημίες. Εύλογα τίθεται το ερώτημα: γιατί την εποχή μας με τόσες δυνατότητες για πρόβλεψη και πρόληψη, τα μέτρα προστασίας ήρθαν σε όλες σχεδόν τις χώρες πολύ αργά; ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩΓι’ αυτή την στάση προβάλλονται συχνά δικαιολογίες ότι οι κυβερνήσεις "ξαφνιάστηκαν", διότι o ιός είναι πρωτόγνωρος και "ύπουλος" και δεν ξέρουμε ακόμα πώς συμπεριφέρεται. Ορισμένοι μέμφονται τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, διότι δεν ειδοποίησε εγκαίρως για τους επικείμενους κινδύνους. Συγκρατημένα θα πω ότι όλα αυτά είναι λόγια του αέρα και με κανένα τρόπο δεν δικαιολογούν την ανεπάρκεια και ολιγωρία αυτών που διαφεντεύουν τη μοίρα μας. Είχαν τουλάχιστον δύο μήνες για να προετοιμαστούν και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας.
Υπάρχουν δυο ειδών προσεγγίσεις στην διαχείριση του ρίσκου. Μια προσέγγιση στηρίζεται στην αρχή της προφύλαξης (precautionary principle), που «επιβάλλει την ταχεία αντίδραση ενόψει ενδεχομένου κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών, ή για την προστασία του περιβάλλοντος» όπως την περιγράφουν τα ευρωπαϊκά κοινοτικά κείμενα. Η προσέγγιση αυτή ενδείκνυται για κρίσιμες καταστάσεις. Σε περίπτωση κατά την οποία τα επιστημονικά δεδομένα δεν επιτρέπουν πλήρη αξιολόγηση του κινδύνου, επιβάλλεται η λήψη ριζικών μέτρων, θεωρώντας το χειρότερο σενάριο.
Η αρχή εφαρμόζεται σε περίπτωση θεομηνίας, επιδημίας και άλλων φυσικών καταστροφών. Επίσης, πρέπει να εφαρμόζεται στην αξιολόγηση του ρίσκου από την χρήση φαρμάκων, ιατρικών συσκευών και μέσων μεταφοράς, των οποίων η ανάπτυξη υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητων οργανισμών. Η αρχή της προφύλαξης στηρίζεται σε μια άλλη πιο θεμελιώδη που διέπει το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, ότι η ζωή είναι υπέρτατη αξία. Όταν μια ανθρώπινη ζωή κινδυνεύει, δεν λογαριάζουμε κόστος. Συχνά οι συνάνθρωποι εκτίθενται σε κίνδυνο για να την σώσουν.
Η διαχείριση του ρίσκου
Η δεύτερη προσέγγιση για την διαχείριση του ρίσκου εφαρμόζεται εν γένει όταν η κρισιμότητα του διακυβεύματος είναι έλασσον, ή τουλάχιστον δεν αφορά ανθρώπινες ζωές, ή βαριές περιβαλλοντολογικές καταστροφές. Συνίσταται στην βελτιστοποίηση κριτηρίων, όπου υπεισέρχονται συγκρουόμενοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν μια δραστηριότητα.Εάν π.χ. το ρίσκο (δηλαδή η πιθανότητα να συμβεί κάτι επιζήμιο) αυξάνεται με την ένταση μιας δραστηριότητας, τότε μπορώ να προσδιορίσω, εφ’ όσον διαθέτω το κατάλληλο μαθηματικό μοντέλο, το βέλτιστο επίπεδο δραστηριότητας. Αυτό αντιστοιχεί στο επίπεδο όπου τα οφέλη μεγιστοποιούνται σε σχέση με το συνεπαγόμενο κόστος, λόγω ρίσκου. Η εξεύρεση βέλτιστων σημείων λειτουργίας για την διαχείριση του ρίσκου του επιχειρείν είναι ένα από τα βασικά προβλήματα της οικονομικής επιστήμης.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι δυστυχώς οι ιθύνοντες των χωρών της Δύσης φέρθηκαν μάλλον ως μάνατζερ στην παρούσα κρίση, ακολουθώντας την δεύτερη προσέγγιση. Η ανθρώπινη ζωή ήταν απλώς η παράμετρος προσαρμογής μιας εξίσωσης όπου συμψηφίζονται χρηματιστηριακά, οικονομικά και πολιτικά κριτήρια.
Η αρχή της προφύλαξης
Η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης θα επέβαλε άμεσα αυστηρά μέτρα αποσκοπούντα στον περιορισμό της διάδοσης του ιού για να σωθούν όσο γίνεται περισσότερες ζωές. Αυτό, όμως, έγινε σε πολύ λίγες χώρες. Έτσι, ενώ εκκολάπτετο η μόλυνση του πληθυσμού στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο πρωθυπουργός της χώρας μιλούσε ανερυθρίαστα για «ανοσία κοπαδιού».Καταλαβαίνουμε ότι προείχε γι’ αυτόν η διατήρηση σε ικανοποιητικό επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, πάση θυσία. Χωρίς να θέλει καν να λάβει υπ’ όψη το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, όταν το 60% του πληθυσμού θα έχει νοσήσει. Οπότε και ένα πολύ μικρό ποσοστό των ασθενών, ας πούμε το 0,1% , εάν χάσει την ζωή του, αυτό μεταφράζεται σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες ζωές.
Παρόμοια ανεύθυνη στάση επέδειξαν και οι ΗΠΑ, όπου ένα μήνα πριν, ο πρόεδρος Τραμπ διαμήνυε ότι η απειλή για τον πληθυσμό και την οικονομία είναι ελαχίστη και μιλούσε για "κινέζικο ιό". Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι στις ΗΠΑ ο φόβος για τις επιπτώσεις στην οικονομία ήταν τουλάχιστον εξίσου σημαντικός με τον φόβο για ανθρώπινες ζωές.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Κουόμο, κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, στις 28 Μαρτίου. Ο Κουόμο τα έβαλε με τον Τραμπ, ισχυριζόμενος ότι ο πρόεδρος δεν έχει το δικαίωμα να θέσει τη Νέα Υόρκη σε καραντίνα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «New York is the financial sector. You geographically restrict a state, you would paralyze the financial sector».
Όμως και σε άλλες πιο κοντινές μας χώρες οι κυβερνήσεις έδειξαν ανεπίτρεπτη ελαφρότητα, ακολουθώντας μια στάση "βλέποντας και κάνοντας". Έτσι, η Γαλλία οργάνωσε τον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών την Κυριακή 15 Απριλίου και αναγκάστηκε να ματαιώσει αμέσως την επομένη μέρα τον δεύτερο γύρο. Στις 2 Απριλίου το βράδυ, ενώ είχαμε πάνω από 600 νεκρούς το 24ωρο, άκουσα με έκπληξη τον Γάλλο πρωθυπουργό να μιλάει για σενάρια αποκλιμάκωσης, τα οποία συζητούνταν την επομένη σε όλα τα ΜΜΕ. Προφανώς, ήθελε να δώσει ένα μήνυμα στις αγορές ότι η χώρα του θέτει ως προτεραιότητα την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Με αυτές τις διαπιστώσεις δεν επιδιώκω ούτε να ηθικολογήσω, ούτε να δώσω μαθήματα.
Θέλω απλώς να επισημάνω μια επικίνδυνη αλλαγή στάσης στην διαχείριση κρισίμων καταστάσεων. Αυτή η αλλαγή στάση υιοθετήθηκε προοδευτικά από τα κέντρα εξουσίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Πρόκειται για μετάβαση από την αυστηρή τήρηση αρχών προφύλαξης, κατά τη δεκαετία 1970, σε μια προσαρμοστική διαχείριση όπου οι ανθρώπινη ζωή δεν είναι το υπέρτατο αγαθό, αλλά μια παράμετρος σε ένα παιχνίδι όπου κυριαρχούν χρηματοοικονομικά και πολιτικά κριτήρια. Από μια εποχή όπου τουλάχιστον οι μεγάλες δυτικές δημοκρατίες ήταν αρκετά ισχυρές και είχαν τα μέσα πραγμάτωσης της πολιτικής τους, περάσαμε δυστυχώς σε μια εποχή όπου η πολιτική και του πιο ισχυρού κράτους είναι δεμένη στο άρμα των αγορών.
Αυτο-πιστοποίηση και οικονομοτεχνική διαχείριση του ρίσκου
Σε θέματα ασφαλείας συστημάτων είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω αυτή την χαλάρωση και μετάβαση από την αρχή προφύλαξης σε μια οικονομοτεχνική διαχείριση του ρίσκου ακόμα και όταν διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές. Σήμερα, οι ΗΠΑ αποδέχονται την αυτο-πιστοποίηση για κρίσιμα συστήματα. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα όριο ασφαλείας πιστοποιημένο από μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη αρχή, αλλά ότι αυτό το όριο προσδορίζεται από τον ίδιο τον κατασκευαστή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Boeing 737-Max που είχαν αυτο-πιστοποιηθεί με ένα μόνο αισθητήρα μέτρησης της κλίσης του αεροσκάφους, ενώ –σύμφωνα με τους κανονισμούς – είναι απαραίτητοι τουλάχιστον δύο αισθητήρες.Αυτή η αλλαγή πολιτικής κρίθηκε αναγκαία, διότι η αρχή της προφύλαξης καθιστά απαγορευτική οικονομικά την ευρεία χρήση νέων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα αυτόνομα συστήματα. Ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης του κορωνοϊού δείχνει την αναβίωση μιας συστημικής ιδεολογίας βαρβαρότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Αναδεικνύει τις αδυναμίες ενός συστήματος –ολοένα και πιο ορατές– στην διαχείριση κρίσεων, όπως της κλιματικής αλλαγής, αλλά και του ελέγχου της χρήσης των νέων τεχνολογιών.
Η αποκλειστική προτεραιότητα στον οικονομικό και τεχνολογικό παράγοντα θέτει ανεπανόρθωτα σε κίνδυνο τα θεμέλια του πολιτισμού μας, του οποίου ακρογωνιαίος λίθος είναι ο σεβασμός του ανθρώπου και της ζωής του. Θα ήθελα πολύ να κλείσω, ως είθισται, αυτήν την ζοφερή ανάλυση, με κάτι αισιόδοξο. Παραδείγματος χάρη, ότι αυτή η δοκιμασία που περνάμε είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού και αλλαγής για την ανθρωπότητα προς το καλύτερο. Όλα, δυστυχώς, δείχνουν ότι τέτοια προοπτική δεν υπάρχει. Το τίμημα της βαρβαρότητας προοιωνίζεται ακόμα πολύ βαρύτερο στο μέλλον.
Σχόλια