Ελληνοτουρκικά: ποια πολιτική, ποια Ελλάδα

Απολύτως ελεγχόμενη πια από τη νεοφιλελεύθερη και παρασιτική ολιγαρχία της αφενός και από την πρεσβεία των ΗΠΑ –κυρίως- αφετέρου- με την τελευταία ανά περίπτωση επικουρούμενη από την πρεσβεία του Ισραήλ και της Γερμανίας- με έναν πνευματικό και μιντιακό κόσμο παπαγάλων, η Ελλάδα ηττάται διαρκώς, παρακμάζει και δορυφοριοποιείται αλλά ταυτοχρόνως εθίζεται στην ήττα που ενδύεται έναν ιδιότυπο, δήθεν κοσμοπολιτικό, ραγιαδισμό».
Άρθρο του ειδικού αναλυτή, Θέμη Τζήμα.
  Ο πόλεμος των σημαιών στα Ιμια, τότε που ο Κώστας Σημίτης ευχαρίστησε τους Αμερικάνους και πριν ο σημερινός ΥΠΕΘΑ τους τάξει ότι «θα ματώσουμε» δίπλα τους. 

  • Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, δηλαδή ο καπιταλισμός της διαρκούς κρίσης για τους πολλούς και της συσσώρευσης πλούτου για τους ολοένα λιγότερους, έχει ένα κομβικό χαρακτηριστικό -ανάμεσα σε άλλα: τρέφεται από τις αποτυχίες του. 
  • Κάθε πολιτική που αποτυγχάνει ως προς τους διακηρυγμένους στόχους του για τους πολλούς, μετατρέπεται σε σημείο περαιτέρω εγκλωβισμού των θυμάτων της ίδιας αυτής πολιτικής.
  • Όχι τυχαία, η ίδια τακτική μεταφέρεται και στη διεθνή πολιτική των κρατών που ελέγχονται από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ. 
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των ΗΠΑ και του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας. Η τακτική αυτή έχει δύο διαστάσεις: μία υλική, δεδομένου ότι κάθε ήττα αποτελεί πλήγμα για τα λαϊκά στρώματα, οπότε αυτά καλούνται να τοποθετηθούν σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον, με ακόμα πιο «δεμένα» τα χέρια τους και μια συναισθηματική, υπό την έννοια της επίτασης του αισθήματος αδυναμίας.
  • Έχουμε έτσι μια ομηρία των πολλών στην ήττα.
  • Αυτό συμβαίνει και με τις σχέσεις της πατρίδας μας με την Τουρκία. 
  • Απολύτως ελεγχόμενη πια από τη νεοφιλελεύθερη και παρασιτική ολιγαρχία της αφενός και από την πρεσβεία των ΗΠΑ –κυρίως– αφετέρου- με την τελευταία ανά περίπτωση επικουρούμενη από την πρεσβεία του Ισραήλ και της Γερμανίας– με έναν πνευματικό και μιντιακό κόσμο παπαγάλων, η Ελλάδα ηττάται διαρκώς, παρακμάζει και δορυφοριοποιείται αλλά ταυτοχρόνως εθίζεται στην ήττα που ενδύεται έναν ιδιότυπο, δήθεν κοσμοπολιτικό, ραγιαδισμό.
  • Από τα μέσα της δεκαετίας της ‘90, η ολιγαρχία της Ελλάδας θεώρησε πρώτον ότι θα γίνει ο τραπεζίτης των Βαλκανίων, δεύτερον ότι θα εξευμενίσει την Τουρκία δια της ΕΕ και ότι τρίτον ως το απόλυτα πιστό «παιδί» της Ουάσινγκτον θα πετύχαινε κάποια οφέλη από τα ψίχουλα που θα έριχνε από το τραπέζι της η –όπως αποδείχτηκε– βραχύβια, «pax Americana».
Η πρώτη επιδίωξη διαψεύστηκε μετά το άσχημο «ξύπνημα» από το «πάρτι», λόγω της κρίσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που διανύουμε. Ως προς τη δεύτερη επιδίωξη και πάλι η οικονομική κρίση, όπως και η ανάδειξη του ρόλου της ΝΑ Ασίας και άλλων περιοχών του κόσμου σε ανερχόμενες δυνάμεις παγκοσμίως, κατέστησαν την ΕΕ λιγότερο ικανά πιεστική και απαραίτητη για την Τουρκία, με αποτέλεσμα η τελευταία να μην εξευμενίζεται εύκολα και με υποσχέσεις- άνευ αντικρίσματος- περί ένταξης.
  • Τέλος, η διαχρονική πολιτική των ΗΠΑ, η οποία έχει μεγαλύτερη ανάγκη την Τουρκία, και επιπλέον η «σχετικοποίηση» της ισχύος τους κατέδειξαν ότι οι ΗΠΑ ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να συγκρουστούν με την Τουρκία για χάρη της Ελλάδας- συνθήκη διαχρονικά γνωστή, άλλωστε. Έχουμε λοιπόν τριπλή αποσύνθεση της πολιτικής της Ελλάδας προς την Τουρκία.
Η διάψευση ξεκίνησε στην πραγματικότητα από πολύ νωρίς, δηλαδή από την κρίση των Ιμίων, όταν η παρέμβαση των ΗΠΑ, ως αντάλλαγμα για τον μη- πόλεμο επέβαλε στην Ελλάδα το γκριζάρισμα του Αιγαίου. Μετά από αυτό, η ελληνική ολιγαρχία αντί να σχεδιάσει μια πολιτική για μια πιο αυτοδύναμη Ελλάδα- έστω αμυντικά- ρίχτηκε ακόμα πιο ολόθερμα στις αγκάλες της πατρωνίας και του παρασιτισμού.
Έκτοτε, όσο οι τουρκικές διεκδικήσεις ξεδιπλώνονται η ελληνική διεθνής πολιτική επενδύει ολοένα περισσότερο στις αποτυχίες της. Κάπως έτσι η Ελλάδα έκανε τις εξής ταυτόχρονες, καταστροφικές επιλογές για τη χώρα- αν και επικερδέστατες για τον εγχώριο παρασιτισμό: απαξίωση της εγχώριας αμυντικής παραγωγής και διευρυνόμενη ανισομετρία με εκείνη της Τουρκίας, απόλυτη πρόσδεση στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, χωρίς κανένα αντάλλαγμα μάλιστα, αποθέωση μιας διπλωματίας των ανούσιων ανακοινώσεων, δημοσιονομισμός που στερεί την εσωτερική δυναμική της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, εγκλωβισμός σε μια παγωμένη διπλωματικά πολιτική και διακύμανση μεταξύ υπέρ- δραματοποίησης και ραγιαδισμού.
Η επένδυση στις αποτυχίες της ελληνικής διεθνούς πολιτικής συνοδεύεται από μια συνακόλουθη αδυναμία κατανόησης των εξελίξεων που ώθησαν την Τουρκία να ξεδιπλώσει τον αναθεωρητισμό της, με ιδιαίτερη ένταση στη συγκεκριμένη συγκυρία. Η  αναθεωρητική τουρκική πολιτική έχει ρίζες ταυτόχρονα, στην ιστορική συγκρότηση του τουρκικού κράτους και στην απώλεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που συντηρεί αυτοκρατορικές μνήμες και άρα συναφείς επιδιώξεις λόγω της ιστορικό- κοινωνικής εγγύτητας, στον ατελή εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, στην καταπιεσμένη, πολύ- εθνοτική σύνθεσή της η οποία «καλύπτεται» με απόπειρες υπέρβασης δια της εθνικιστικής συγκρότησης- είτε με κοσμικό είτε με ισλαμικό πρόσημο– στη δυναμική των καπιταλιστικών ελίτ και δη των προερχομένων από την Ανατολία, που διεκδικούν ένα διευρυμένο περιφερειακό ρόλο, σε συνδυασμό με συνθήκες  που προκύπτουν από την ευρύτερη ιστορική συγκυρία: αλλαγή του χάρτη στη Μ. Ανατολή, ασυμμετρία ισχύος ή αίσθηση περί αυτής ως προς τις γειτονικές χώρες, ανασφάλεια ως προς ΗΠΑ αλλά και Ρωσία, «άνοιγμα» του μεγάλου παιχνιδιού των ενεργειακών πόρων στη ΝΑ Μεσόγειο. Επομένως πρόκειται για ένα δομικό και πολύ-παραγοντικό αναθεωρητισμό, ο οποίος διέρχεται φάσεις ύφεσης και όξυνσης βάσει της μεταβαλλόμενης συγκυρίας.   
  • Η παρούσα συγκυρία αποτελεί περίοδο ελεγχόμενης όξυνσης με εκδίπλωση σχεδόν όλων των πλευρών του τουρκικού αναθεωρητισμού, προς διάφορες χώρες- Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Ελλάδα, εν δυνάμει Αίγυπτο, Κύπρο. Τούτο, πρώτον διότι η Τουρκία πιστεύει πως μπορεί να εκμεταλλεύεται τις αντιθέσεις των παγκοσμίων δυνάμεων και δεύτερον διότι νιώθει αρκούντως ισχυρή. 
  • Φαίνεται ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει μια γενικευμένη σύρραξη αλλά την επιβολή τετελεσμένων, μέσα από διαδοχικά διπλωματικά και στρατιωτικά- ίσως– επεισόδια.
Πώς μπορεί να σταθεί η Ελλάδα απέναντι σε αυτήν την κατάσταση; Η ερώτηση που πρέπει να προηγείται είναι ποια Ελλάδα. Η Ελλάδα της παρασιτικής ολιγαρχίας, της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων που ομονοούν στα «μεγάλα», της ξένης πατρωνίας και της παγωμένης διπλωματίας δεν μπορεί να κάνει πολλά πέραν του να αποδεχτεί τελικά τα νέα τετελεσμένα, με ή χωρίς μεσολάβηση στρατιωτικού επεισοδίου.
Μια άλλη Ελλάδα όμως, μια Ελλάδα του λαού της μπορεί να κάνει πολλά. Πρώτον, πρέπει να εφαρμόσει λύσεις απολύτως υπαρκτές και εφικτές, σχετικά χαμηλού κόστους και υψηλής τεχνολογικής και στρατιωτικής επίδρασης, για την αμυντική της επάρκεια, προκειμένου ο ¨Έβρος, το Αιγαίο και η Κύπρος να θωρακιστούν απέναντι στις όποιες επιθετικές κινήσεις. Η αποκατάσταση της συμμετρίας της ισχύος δε συνιστά εθνικιστική πολιτική αλλά πολιτική αποτροπής και άρα προϋπόθεση ειρηνικής συνύπαρξης.
Δεύτερον, η Ελλάδα πρέπει να αναπροσανατολίσει τις συμμαχίες της, κοιτώντας και πέραν της Δύσης. Συρία, Ιράκ, Ιράν, Παλαιστίνη, μέρος της Λιβύης και Χεζμπολάχ αλλά και σύσφιξη σχέσεων με Ρωσία και με Κίνα σε βάση όχι επαιτείας και ευκαιριακή αλλά με στρατηγική μακρόπνοη, αφενός θα καταστήσουν τη χώρα μας μη δεδομένη για τις ΗΠΑ, απρόβλεπτη και αφετέρου θα οικοδομήσουν σταδιακά ένα κύκλο ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει λόγος να εγκαταλείψουμε τη συμμαχία με την Αίγυπτο αλλά υπάρχουν πολλοί λόγοι να αποστασιοποιηθούμε από το Ισραήλ που όχι μόνο δυσφημεί αλλά και απομονώνει την Ελλάδα.
Τρίτον, η Ελλάδα μπορεί να προτείνει στην Τουρκία ανακήρυξη και οριοθέτηση ΑΟΖ, με δέσμευση προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη. Η προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη είναι η λογική επιλογή για τις δύο χώρες, παρότι υπονομεύεται από διαρκώς επεκτεινόμενες τουρκικές διεκδικήσεις. Η Ελλάδα ωστόσο οφείλει και να την προτάσσει και να την επιδιώκει για λόγους ουσίας αλλά και επικοινωνίας.    
Τέταρτον, πρέπει να εγκαταλείψουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα –όπως και εν γένει το συνδυασμό δημοσιονομισμού και νεοφιλελευθερισμού– αλλά και να συρρικνώσουμε- το λιγότερο– τη συνεισφορά μας στο ΝΑΤΟ, επικαλούμενοι την έκτακτη ανάγκη και τα ζητήματα ασφάλειας του κράτους εξαιτίας της τουρκικής επιθετικότητας. Μέρος των ποσών αυτών πρέπει να κατευθυνθεί εν γένει στην ανάπτυξη της οικονομίας και ειδικότερα στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
  • Αυτή όμως η τελευταία επιλογή όπως και όλες οι παραπάνω προϋποθέτουν σχεδόν επαναστατική αλλαγή μοντέλου στην Ελλάδα και ανατροπή του συστήματος εξουσίας. 
  • Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχει καμία μαγική, στρατιωτική ή διπλωματική λύση, ούτε κάποια συμμαχία σε βάσεις «φιλελληνισμού». 
  • Η ασφάλεια του λαού χτίζεται από τα μέσα προς τα έξω.
  • Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η αμυντική δυνατότητα καθ’ εαυτή, κατά βάση. 
  • Η αμυντική τεχνολογία γίνεται ολοένα φθηνότερη και πιο εύκολα προσβάσιμη. 
  • Αυτό που λείπει είναι το σχέδιο και η βούληση για μια άλλη Ελλάδα. 
  • Το ερώτημα ποια πολιτική μπορεί να διασφαλίσει την ειρήνη προϋποθέτει την απάντηση στο ερώτημα, ποιά Ελλάδα.
ΠΗΓΗ
===================
 -------------------------------------------------

 Βlogger:

 https://www.facebook.com/olivenbaum.pankow/posts/2504913529748400
Από σχολιαστή Stirlitz σέ άρθρο τού Στούπα στό Capital
Η Ιστορία διδάσκει πως όποτε συγκρούστηκαν δύο χώρες από τις οποίες η μία βρισκόταν σε σταθερή τροχιά ηθικής, οικονομικής και στρατιωτικής ανόδου και ακμής ενώ η άλλη σε σταθερή τροχιά παρακμής, υπερίσχυσε η πρώτη. Από αυτόν τον ιστορικό κανόνα δυστυχώς δεν υπάρχει εξαίρεση. Και σήμερα, όσο κι αν μας ενοχλεί η αλήθεια ή δεν θέλουμε να τη βλέπουμε, η Τουρκία βρίσκεται σε σταθερή τροχιά ανόδου και ακμής, ενώ η Ελλάδα σε σταθερή τροχιά καθόδου και παρακμής. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται καθεμιά από τις δύο χώρες συντίθεται από μια πλειάδα παραμέτρων:
1) Η σύγχρονη Τουρκία έχει ξεκάθαρη στρατηγική και όραμα. Επιδιώκει την ανάδειξή της σε ηγεμονεύουσα περιφερειακή δύναμη του γεωπολιτικού υποσυστήματος της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή την ολική επαναφορά της στη γεωπολιτική λειτουργία που επιτελούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στον σκοπό αυτό είναι απολύτως προσηλωμένη, και τον υπηρετεί με όλο το δυναμικό της και χωρίς καμία ταλάντευση και παρέκκλιση, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κυβερνήσεων. Ούτε κρύβεται πίσω από τις πλάτες άλλων ούτε θέλει πραγματικά να ενταχθεί σε πολυεθνικά υπερσύνολα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση τα οποία θα στερήσουν μέρος της εθνικής της κυριαρχίας και θα ψαλιδίσουν τις φιλοδοξίες της. Αντιθέτως η Ελλάδα έχει πάψει προ πολλού να έχει οποιοδήποτε όραμα, έχει παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση και κάθε σκέψη εθνικής ολοκλήρωσης (το περίφημο ανιστόρητο και ηλίθιο δόγμα του «δεν διεκδικούμε τίποτα από κανέναν») και μεταβάλλεται ταχέως σε ένα σύνολο μεμονωμένων ατόμων που το καθένα τους κοιτάζει μόνο το προσωπικό του συμφέρον και αδιαφορεί παντελώς για το εθνικό συμφέρον.
2) Η Τουρκία διαθέτει αξιοσημείωτη δημογραφική ευρωστία και συνεπώς αστείρευτες δεξαμενές βιολογικής ενέργειας και γεωπολιτικού δυναμικού. Αν τύχει να επισκεφθεί κανείς ακόμη και μικρές πόλεις της Τουρκίας εντυπωσιάζεται από το πόσο πολυάνθρωπες είναι - οι πλατείες, οι δρόμοι, οι παιδικές χαρές σφύζουν από ζωή. Αντιθέτως η Ελλάδα, λόγω της χρόνιας υπογεννητικότητας αλλά και της μαζικής φυγής των νέων της στο εξωτερικό, θυμίζει πολλές φορές χώρα-φάντασμα με γειτονιές και περιοχές όπου επικρατεί απόλυτη ερημιά. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο τραγική για την πατρίδα μας διότι με την πολιτική ανοιχτών συνόρων που έχουμε υιοθετήσει αποδεχθήκαμε ουσιαστικά την αντικατάσταση του ελληνικού πληθυσμού με αλλοεθνείς και αλλόδοξους οι οποίοι όχι μόνο δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο με εμάς και δεν τους συνδέει τίποτα μαζί μας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις εχθρεύονται και μισούν την κουλτούρα μας και θέλουν να την υποκαταστήσουν με τη δική τους. Αλλά και η εισδοχή μεταναστών από όμορες χώρες παλαιότερα όχι μόνο δεν έλυσε το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας αλλά έβαλε ουσιαστικά μια «πέμπτη φάλαγγα» εντός των τειχών. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα απανωτά περιστατικά νεοσυλλέκτων αλβανικής καταγωγής οι οποίοι φωτογραφίζονται μέσα σε ελληνικά στρατόπεδα να σχηματίζουν με υπερηφάνεια τον «αλβανικό αετό».
3) Τις τελευταίες δύο δεκαετίες σχεδόν η Τουρκία έχει τη σπάνια τύχη να διαθέτει επικεφαλής τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έχει ήδη καταλάβει στα ιστορικά συγγράμματα μία θέση μεταξύ των σπουδαιότερων ηγετών της σύγχρονης Τουρκίας. Επί εποχής Ερντογάν η Τουρκία κατάφερε όχι μόνο να βγει από μια βαθιά οικονομική κρίση που την είχε οδηγήσει στο ΔΝΤ, αλλά και να σημειώσει αλματώδη οικονομική ανάπτυξη η οποία της επέτρεψε να καταστεί μέλος της ομάδας των 20 οικονομικά σπουδαιότερων χωρών του πλανήτη (G-20). Οι όποιες συγκυριακές δυσκολίες αντιμετωπίζει (πολλές από τις οποίες οφείλονται σε σκόπιμες και συντονισμένες επιθέσεις από εξωγενείς παράγοντες) δεν αποτελούν ανυπέρβλητο πρόβλημα για μία μεγάλη χώρα, η οποία διαθέτει τεράστια εσωτερική αγορά και βεβαίως νομισματική και οικονομική κυριαρχία. Αντιθέτως η Ελλάδα κυβερνάται από μικρόνοες, ανεπάγγελτους και κυνικούς ανθρώπους που κοιτάνε μόνο το στενό κομματικό και προσωπικό συμφέρον τους, και που δεν πονάνε πραγματικά τον τόπο τους. Γι' αυτό οδηγήθηκε στη χρεοκοπία και παραμένει βυθισμένη στην οικονομική κρίση η οποία της στοίχισε την απώλεια του 25% του ΑΕΠ της, τη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων μορφωμένων νέων της στο εξωτερικό και τη δραματική εξασθένηση των ενόπλων δυνάμεών της.
4) Η Τουρκία διαθέτει τον μεγαλύτερο στρατό στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, και τον δεύτερο ισχυρότερο μετά το Ισραήλ. Ο στρατός αυτός μάλιστα όχι μόνο έχει τεράστια συσσωρευμένη πολεμική πείρα που τον καθιστά τρομερά επικίνδυνο παρά το γενικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του κατώτερου προσωπικού του, αλλά και σημαντικές δυνατότητες προβολής ισχύος σε μεγάλη απόσταση από την πατρίδα του οι οποίες θα ενισχυθούν περαιτέρω με την ένταξη σε υπηρεσία των δύο μίνι αεροπλανοφόρων κλάσης «Αναντολού». Το βασικότερο όμως είναι πως η Τουρκία διαθέτει αποδεδειγμένη πολιτική βούληση και ικανότητα να χρησιμοποιεί τις ένοπλες δυνάμεις της ως εργαλείο πολιτικής υποστηρικτικό της διπλωματίας, ασκώντας με αξιοσημείωτη επιτυχία στρατηγικές εξαναγκασμού, εκβιασμού, προκλήσεων και τετελεσμένων. Στην Ελλάδα αντιθέτως διατηρούμε έναν διακοσμητικό στρατό παρελάσεων ο οποίος είναι εντελώς ανίκανος να πολεμήσει, έχει μείνει δεκαετίες πίσω σε νοοτροπία και επιχειρησιακό δόγμα, και χρησιμεύει μόνο ως οργανισμός ανούσιας υποαπασχόλησης μερικών δεκάδων χιλιάδων ενστόλων δημοσίων υπαλλήλων. Οι μονάδες εκστρατείας εμφανίζουν επανδρώσεις της τάξης του 20-30%, οι διαθεσιμότητες των μαχητικών μας αεροσκαφών έχουν καταβαραθρωθεί (φημολογείται ότι τα Mirage 2000 έχουν καθηλωθεί σχεδόν στο σύνολό τους), οι πιλότοι μας δεν πετούν ούτε τις μισές από τις ελάχιστες ώρες που προβλέπεται στους κανονισμούς του ΝΑΤΟ, και οι κληρωτοί στρατιώτες δεν ρίχνουν πάνω από 10 σφαίρες σε ολόκληρη τη διάρκεια της θητείας τους. Σαν να μην έφτανε αυτή η εγκληματική χαλαρότητα και οκνηρία που επικρατεί στο στράτευμα, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό θεωρεί εντελώς ξεπερασμένη την ιδέα της χρήσης της στρατιωτικής ισχύος για οποιονδήποτε λόγο, είναι παντελώς ανίδεο στον χειρισμό της μη γνωρίζοντας τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της, και ούτε θέλει να τους μάθει.
5) Τις τελευταίες δεκαετίες η Τουρκία εργάστηκε πολύ συστηματικά και επένδυσε τεράστια κεφάλαια στην ανάπτυξη εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας με αποτέλεσμα να σημειώσει εκπληκτική πρόοδο και να δρέπει τώρα τους καρπούς των προσπαθειών της. Σήμερα οι Τούρκοι κατασκευάζουν μόνοι τους το 70% των όπλων που χρειάζονται (φορητά όπλα, κορβέτες, φρεγάτες, άρματα μάχης, αυτοκινούμενα πυροβόλα, ρουκετοβόλα, ελικόπτερα, drones, πυραύλους βαλλιστικούς, επιφανείας-επιφανείας, αέρος-αέρος κ.λπ) και κάνουν και μεγάλες εξαγωγές. Κάθε χρόνο, η τουρκική πολεμική βιομηχανία προβαίνει σε απολογισμό, στον οποίο αναλύονται διεξοδικά τα αριθμητικά δεδομένα, οι στόχοι που επιτεύχθηκαν, οι νέοι στόχοι που καθορίζονται κ.λπ. Δεν περνάει ούτε ένα έτος που η τουρκική πολεμική βιομηχανία να μην παρουσιάσει έναν αριθμό νέων προϊόντων, διότι αυτό επιδιώκει η κεντρική πολιτική της κυβέρνησης. Αντιθέτως στη χώρα μας η πολεμική βιομηχανία έχει απαξιωθεί εντελώς, η διεύθυνσή της ανατίθεται σε άσχετα κομματικά στελέχη και η χρηματοδότηση είναι ανύπαρκτη. Το να συγκρίνει κανείς την τουρκική πολεμική βιομηχανία με την ελληνική είναι σαν να συγκρίνει ένα γιγαντιαίο mall με ένα περίπτερο. Ενώ η τουρκική πολεμική βιομηχανία χαρακτηρίζεται από κολοσσιαία μεγέθη, από σοβαρότητα, δυναμισμό, μακροπρόθεσμη σχεδίαση και καινοτομία, η ελληνική είναι μερικοί ταλαίπωροι 50άρηδες και 60άρηδες που μετράνε τις μέρες μέχρι να πάρουν σύνταξη.
6) Η Τουρκία διαθέτει άριστα καταρτισμένη και αφοσιωμένη στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος πολιτική, στρατιωτική, διπλωματική και εν γένει ιθύνουσα γραφειοκρατική ελίτ καθώς και κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς που λειτουργούν άρτια και είναι ταγμένοι στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος. Οι ιθύνουσες τουρκικές ελίτ εμφανίζονται να εμφορούνται από ιστορική συνείδηση, αυτοκρατορική μνήμη και πολύ ανεπτυγμένη εθνική αυτοπεποίθηση – στοιχεία τα οποία τους επέτρεψαν να συνδιαλέγονται, ως ίσος προς ίσον, με όλους τους μεγάλους γεωστρατηγικούς δρώντες του διεθνούς συστήματος όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Αντιθέτως στην Ελλάδα τα κρατικά στελέχη είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους για γέλια και για κλάματα. Ακόμα και η φυσική παρουσία τους και η συμπεριφορά τους εκπέμπουν το μήνυμα της ανικανότητας και της ανεπάρκειας. Επιλεγμένα και τοποθετημένα με κομματικά και απολύτως αναξιοκρατικά κριτήρια, συχνά αναλαμβάνουν ρόλο αυτόκλητων συνηγόρων των κάθε λογής αντιπάλων ή εχθρών της Ελλάδας (είναι χαρακτηριστική η στάση που τήρησαν πρόσφατα σχεδόν όλοι οι Έλληνες διπλωμάτες στο σκοπιανό πρόβλημα) και στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορούν για την ιστορική ευθύνη και συνέχεια του ελληνισμού ενώ στη χειρότερη περίπτωση την εχθρεύονται απροκάλυπτα.
7) Ο τουρκικός λαός, παρά την ύπαρξη μεγάλων εσωτερικών διαχωριστικών γραμμών που τον τέμνουν βαθειά (εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες, γκιουλενιστές κ.λπ) εμφορείται από πατριωτικό αίσθημα, σέβεται την ιστορία του και τα ήθη και έθιμά του, και δεν έχει υποκύψει στη διαβρωτική επίδραση του κομμουνισμού και των κάθε είδους αντεθνικών και προδοτικών ιδεοληψιών που τον συνοδεύουν. Δεν είναι καθόλου τυχαία τα πάμπολλα περιστατικά Τούρκων αθλητών που χαιρετούσαν στρατιωτικά σε διεθνείς αγώνες την εποχή που γινόταν η επέμβαση του τουρκικού στρατού στη βόρεια Συρία. Η στάση αυτή, είτε μας αρέσει είτε όχι, δείχνει υψηλό ηθικό, αυτοπεποίθηση και εθνική υπερηφάνεια. Αντιθέτως, στην Ελλάδα θεωρείται μόδα το να προσβάλλονται τα εθνικά σύμβολα, να παραχαράσσεται η Ιστορία από ημιμαθείς και άσχετους, να γελοιοποιείται οποιαδήποτε εκδήλωση τονώνει το εθνικό φρόνημα (θυμηθείτε την παρέμβαση που έκαναν κάποια ανεγκέφαλα άτομα στη μαθητική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου) και να αντικαθίστανται οι εθνικές εορτές με κομματικές οι οποίες έχουν ως ήρωες τυχάρπαστα πρόσωπα και τιμούνται κάθε χρόνο με καταστροφές και γενικό μπάχαλο.
8) Η Τουρκία πέτυχε να αναδειχθεί σε κόμβο των οδών υδρογονανθράκων του 21ου αιώνα, και δεν αντιμετωπίζει καμία άμεση και ορατή απειλή από ξένη Δύναμη. Η άρδην μεταβολή του διεθνούς γεωστρατηγικού περιβάλλοντος εξαιτίας της πτώσης της ΕΣΣΔ εξαφάνισε για την Τουρκία την από βορρά απειλή, γεγονός που αποτέλεσε εξέλιξη μείζονος σημασίας για την εθνική ασφάλεια του κράτους που ελέγχει τον τεράστιας γεωπολιτικής σημασίας άξονα Βόσπορος-Προποντίδα-Δαρδανέλλια χάρη στον οποίο το Βυζάντιο υπήρξε παγκόσμια υπερδύναμη επί 1.000 χρόνια. Στη μηδενική εκτίμηση απειλής από βορρά μετά το 1991, οφείλεται και η αληθινή αιτία της απόκλισης μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ η οποία εκδηλώθηκε για πρώτη φορά το 2003 με την άρνηση της κυβέρνησης Ερντογάν να επιτρέψει τη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων από το έδαφός της για την εισβολή στο Ιράκ. Η Τουρκία, απαλλαγμένη πλέον από την παραδοσιακή ρωσοφοβία της, μετατρέπεται σταδιακά σε αυτόνομο γεωπολιτικό παίκτη ο οποίος έχει συναίσθηση της ισχύος του και αρνείται να υπηρετεί πια ξένα συμφέροντα προτάσσοντας αποκλειστικά το δικό του. Αντιθέτως, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε κανονικό προτεκτοράτο και άβουλο εντολοδόχο των ΗΠΑ και της Γερμανίας, δεν έχει απολύτως καμία δική της βούληση, καμία δική της στρατηγική και καμία δική της άποψη για κανένα διεθνές ζήτημα. Έχει επιλέξει βλακωδώς να ταυτίζεται απόλυτα με τις επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική ασχέτως αν αυτές εξυπηρετούν το συμφέρον της ή όχι, θεωρώντας πως έτσι θα έχει το κεφάλι της ήσυχο. Ο ρόλος του «καλού παιδιού της Δύσης» όμως όχι μόνο δεν έχει αποδώσει μέχρι τώρα, αλλά μας έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη περίπτωση όπου η λιβυκή κυβέρνηση της Τρίπολης (την οποία αναγνωρίζει η Ελλάδα επειδή απλώς την αναγνωρίζει και η ΕΕ) έφτυσε κατάμουτρα τη χώρα μας υπογράφοντας συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Τουρκία, κι εμείς εξακολουθούμε να την αναγνωρίζουμε ως νόμιμη και δεν στηρίζουμε την πλευρά του στρατάρχη Χάφταρ η οποία ξεκάθαρα έχει πάρει θέση υπέρ των εθνικών μας συμφερόντων!
9) Η Τουρκία έχει εργαστεί συστηματικά για τη δημιουργία ενός πλέγματος συμμαχιών το οποίο καλύπτει πολύ μεγάλη γεωγραφική έκταση. Έτσι σήμερα διατηρεί στρατιωτικές βάσεις στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, στην Αλβανία, στο Κατάρ και στη Σομαλία, ενώ έχει εισβάλει και έχει εγκαταστήσει βάσεις στο ιρακινό Κουρδιστάν και στη βόρεια Συρία, και έχει αναμιχθεί επίσης ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης. Αντιθέτως, η Ελλάδα όχι μόνο δεν έχει καλλιεργήσει αξιόπιστες συμμαχίες με άλλες χώρες αλλά έχει εγκαταλείψει ακόμα και το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου με την Κύπρο, αφήνοντας ουσιαστικά τη Μεγαλόνησο στο έλεος των Τούρκων με την ελεεινή δικαιολογία ότι η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος και ασκεί τη δική του εξωτερική πολιτική.
Φυσικά όλα τα παραπάνω τα γνωρίζει το ελληνικό πολιτικό προσωπικό. Ξέρει πως η Ελλάδα έχει σαπίσει εσωτερικά σε όλους τους τομείς και πως η ήττα της είναι σίγουρη σε μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, γι' αυτό και δεν σκοπεύει σε καμία περίπτωση να συγκρουστεί με τη γείτονα για ΚΑΝΕΝΑ ΛΟΓΟ. Οι στομφώδεις διαβεβαιώσεις ότι είναι τάχα αποφασισμένο να υπερασπιστεί τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα είναι απλώς παραμύθια για αφελείς, για να κρύβουν την πικρή αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις μας είναι εκείνες που διαχρονικά με τον φιλοτομαρισμό, τη χαζομάρα, την ανικανότητα και την τεμπελιά τους έφεραν τη χώρα στο σημείο να μην μπορεί σήμερα να αντισταθεί στις τουρκικές προκλήσεις και να εξευτελίζεται διεθνώς. Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι το ελληνικό πολιτικό προσωπικό για να κρατήσει τα προνόμιά του και τη νομή της εξουσίας, είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμο να θυσιάσει κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας με το πρόσχημα της αποφυγής του πολέμου επειδή δήθεν εμφορείται από ανθρωπιστικά ιδεώδη και δεν θέλει να χαθούν ανθρώπινες ζωές.
Tο ότι η Τουρκία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά ενώ η Ελλάδα σε καθοδική, και το γεγονός ότι μία στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ τους πιθανώς θα καταλήξει σε ελληνική ήττα, δεν σημαίνει σε ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ότι θα πρέπει να παραδώσουμε αμαχητί στους Τούρκους αυτά που αξιώνουν. Οφείλουμε όχι μόνο να αντισταθούμε μέχρις εσχάτων στην τουρκική επιθετικότητα, αλλά και να μην συνθηκολογήσουμε ποτέ - δηλαδή να μην δεχτούμε να συρθούμε στο τράπεζι των διαπραγματεύσεων ή στη Χάγη όπου θα αναγκαστούμε να επικυρώσουμε με τη δική μας υπογραφή τις εξωφρενικές διεκδικήσεις της Τουρκίας. Μόνο η στρατιωτική μας αντίσταση (ακόμη κι αν αποδειχθεί ανεπιτυχής) θα κάνει τους Τούρκους να το σκεφτούν διπλά για να συνεχίσουν την επεκτατική πίεση σε βάρος μας. Αντιθέτως, αν συνθηκολογήσουμε χωρίς να ρίξουμε ούτε τουφεκιά, απλώς θα αποθρασύνουμε τους γείτονες οι οποίοι δεν θα αρκεστούν σε όσα πάρουν αλλά σύντομα θα εγείρουν και νέες διεκδικήσεις.
Φυσικά δεν τρέφω αυταπάτες ότι το σημερινό ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει το σθένος να αντισταθεί δυναμικά στην τουρκική επιθετικότητα. Οι πολιτικοί μας είναι τόσο ψοφοδεείς και τουρκολάγνοι ώστε δεν θα μπορούσαν να βάλουν την Τουρκία στη θέση της ούτε στην περίπτωση που θα τους προσφερόταν η ιδανική ευκαιρία στο πιάτο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον, μία Μεγάλη Δύναμη, για δικούς της λόγους, εξολόθρευε εντελώς τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και γονάτιζε κυριολεκτικά την Τουρκία θέτοντάς την κυριολεκτικά στο έλεός μας, είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι το ελληνικό πολιτικό προσωπικό όχι μόνο δεν θα άρπαζε την ευκαιρία να απαλλάξει άπαξ δια παντός τον ελληνισμό από τον προαιώνιο εχθρό του δίνοντάς του τη χαριστική βολή, αλλά απεναντίας θα βοηθούσε στο όνομα της «καλής γειτονίας» την ηττημένη Τουρκία να ορθοποδήσει, να συνέλθει και να ενισχυθεί για να μπορεί μετά από μερικά χρόνια να αρχίσει να μας απειλεί και πάλι στρατιωτικά όπως το κάνει επί 10 αιώνες τώρα. Κι αυτό επειδή οι πολιτικοί μας στερούνται οποιασδήποτε αντίληψης περί Ιστορίας ή στρατηγικής και αδυνατούν να δουν πέρα από τη μύτη τους.
==================

blogger:
Για να καταλάβετε για ποια Ελλάδα μιλάμε:

Επιστολή του Θέμου Στοφορόπουλου στον Διευθυντή της Καθημερινής

Το Νταβός, το κείμενο, ο «συντάκτης»
Κύριε διευθυντά
Τον Φεβρουάριο του 1988 ανακοινώθηκε, στο Νταβός, συμφωνία Παπανδρέου – Οζάλ, που προκάλεσε και τις παραιτήσεις, από τη διπλωματική υπηρεσία, των αειμνήστων πρέσβεων Δημήτρη Σέρμπου και Μιχάλη Δούντα, καθώς και τη δική μου, χωρίς μεταξύ μας προσυνεννόηση. Επί χρόνια δεν γνωρίζαμε ποιος είχε γράψει τη συμφωνία εκείνη. Τώρα, στο βιβλίο σας «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια», τόμος Β΄, σελ. 210, διαβάζουμε: «Εγώ [ο Μητσοτάκης] ρώτησα τον Γιλμάζ ποιος έγραψε αυτό το κείμενο και μου είπε: “Εγώ [ο Γιλμάζ] το έγραψα. Αλλά αφού αυτοί το δεχτήκανε, τι θες να κάνω εγώ; Να μην το δεχθώ; Αφού τους το ’δωσα και το δεχτήκανε”».
Αισθάνομαι ότι μιλώ και εκ μέρους των πρέσβεων Δούντα και Σέρμπου, εκφράζοντάς σας θερμότατες ευχαριστίες.
Θεμος Χ. Στοφοροπουλος, Πρώην πρεσβευτής
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/1055880/opinion/epikairothta/politikh/grammata-anagnwstwn
================================

Σχόλια