Δημογραφικό: Η ωρολογιακή βόμβα που τα κόμματα βάζουν κάτω από το χαλί

Δημογραφικό: Η ωρολογιακή βόμβα που τα κόμματα βάζουν κάτω από το χαλί Γιάννης Κυριόπουλος
Γιάννης Κυριόπουλος Η πολιτική είναι μια δύσκολη υπόθεση. Συχνά η δυσκολία της βρίσκεται στο γεγονός ότι εμπλέκεται με τα "πολιτικά" και την "πολιτικολογία" ως αποτέλεσμα μιας προγραμματικής στειρότητας ,ή εκτεταμένης σύγχυσης ανάμεσα στους σκοπούς και τα μέσα. Όμως, το μείζον ζήτημα με τη πολιτική είναι ο χρόνος, επειδή το ενδιαφέρον της εστιάζεται στην ανάγκη για άμεσες απαντήσεις στα κοινωνικά θέματα που τίθενται, αλλά υπό την οπτική της βελτίωσης των συνθηκών αναπαραγωγής της. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Συνήθως, τα φαινόμενα αυτά αποκτούν τα χαρακτηριστικά μιας κλασικής προχειρότητας και πολιτικής κερδοσκοπίας. Επίσης, επειδή η αντίληψη του χρόνου είναι διαφορετική, οι αποφάσεις της δεν μπορούν να ελεγχθούν παρά μόνον εκ των υστέρων. Συνήθως αργά, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η θεραπευτική ανάταξή τους. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι προφανές ότι το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί θύμα αυτών των ιδιαιτεροτήτων. Ειδικότερα της χρονικής διάστασης ανάμεσα στη λήψη αποφάσεων και την αποτίμηση των αποτελεσμάτων.
Για τούτο δεν συμπεριλαμβάνεται στην πολιτική ατζέντα τα τελευταία χρόνια. Ιδίως στη μνημονιακή περίοδο, κατά την οποία το ζήτημα αυτό απέκτησε εκρηκτικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, δεν συνιστά έκπληξη το γεγονός ότι οι διεθνείς οργανισμοί, καθώς και οι οίκοι αξιολόγησης καταγράφουν αρνητικά τις δημογραφικές τάσεις και τις εξελίξεις στη χώρα μας. Τις καταγράφουν ως μιας συνιστώσας που εμποδίζει --υπό τις υφιστάμενες συνθήκες-- την κοινωνική και αναπτυξιακή ανασυγκρότησή της.
Στην παρούσα συγκυρία τα σχετικά μεγέθη καταμαρτυρούν την αλήθεια των ανησυχητικών τάσεων που διαγράφονται. Ο πληθυσμός της χώρας εκτιμάται ότι είναι 10,8 εκατομμύρια με ισχυρή ροπή μείωσης, επειδή τα τελευταία χρόνια οι γεννήσεις υπολείπονται σημαντικά των θανάτων. Το συνολικό έλλειμμα, σε αριθμούς εκτιμάται ότι υπερβαίνει τις 25.000 ετησίως.
Ταυτόχρονα, ο δείκτης ολικής γονιμότητας κυμαίνεται στο 1,35 περίπου, αντί να υπερβαίνει εμφανώς το 2,10 που είναι το όριο αναπλήρωσης. Ως εκ τούτου, η πληθυσμιακή ισορροπία είναι και πρόκειται να παραμείνει αρνητική, αν δεν ληφθούν δραστικά πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Η κατάσταση αυτή επιβαρύνεται ακόμη αν ληφθεί υπόψη ότι το 30% από τις πυρηνικές οικογένειες του πληθυσμού είναι χωρίς παιδιά. Ενώ η μέση ηλικία των μητέρων είναι σχετικά υψηλή και κυμαίνεται στα 31,7 έτη.

Ελάχιστη η επίδραση των μεταναστών

Υπό το πρίσμα αυτό, η "εναλλακτική" προσέγγιση ότι το κύμα μετανάστευσης μπορεί να αναστρέψει τις αρνητικές συνέπειες απεδείχθη ανεπαρκής. Δεδομένου ότι η επίδραση του πληθυσμού των μεταναστών στη βελτίωση της γονιμότητας υπήρξε ελάχιστη. Η συμβολή των αλλοδαπών γυναικών στην γονιμότητα κατά την περίοδο 2009-2017 ήταν μικρότερη από 0,1 παιδιά ανά γυναίκα, όπως έδειξε πρόσφατα ο καθηγητής δημογραφίας Βύρων Κοτζαμάνης.
Οι εξελίξεις αυτές επιταχύνουν τις τάσεις γήρανσης του πληθυσμού, δεδομένου ότι η χώρα έχει ήδη εισέλθει στην ομάδα των πλέον "ηλικιωμένων" χωρών της ευρωπαϊκής περιοχής, ενώ το 1980 ήταν εκτός της πρώτης δεκάδας. Το 2017 ο πληθυσμός άνω των 60 ετών κυμάνθηκε στο 26,5% του συνόλου, ενώ προβλέπεται ότι το 2050 θα ανέλθει στο 41,6%.
Παρά το γεγονός ότι η δημογραφική κατάσταση στη χώρα είναι ευθέως απειλητική για την οικονομία και την ασφάλιση και μακροπρόθεσμα υπονομευτική υπό την οπτική των εθνικών ζητημάτων, δεν έχει αναδειχθεί σε πολιτική προτεραιότητα στη παρούσα συγκυρία. Αν και γενικά η συζήτηση για τη δημογραφική πολιτική είναι υποτυπώδης, εντούτοις διακινείται σε μια λανθάνουσα πόλωση, ανάμεσα σε μια "δεξιά" ρητορική στο όνομα υπεράσπισης των εθνικών διαστάσεων του ζητήματος και μια "αριστερή" επιχειρηματολογία που υποστηρίζει μια διεθνιστική μεταναστευτική προσέγγιση. Είναι προφανές ότι αμφότερες έχουν ιδεολογικό και φορμαλιστικό χαρακτήρα και πάσχουν ως προς την τεκμηρίωση.
Η μείζων δημογραφική ανισορροπία στη φυσική κίνηση του πληθυσμού και ως εκ τούτου η μείωση του πληθυσμού δεν θεραπεύεται με τις υπάρχουσες ροές μετανάστευσης. Σε κάθε περίπτωση μια προσπάθεια για την ανάκτηση της δημογραφικής ισορροπίας δεν μπορεί να βασισθεί σε αυτή τη διάσταση. Κυρίως μπορεί να βασισθεί στην αύξηση της γεννητικότητας του πληθυσμού. Με μια τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη πολιτική ενθάρρυνσης και ώθησης με κίνητρα στην οικογένεια.
Δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς η αιτιολογία της υποβάθμισης του δημογραφικού ζητήματος στον προγραμματικό λόγο των πολιτικών κομμάτων. Η στάση αυτή οδηγεί στην υποβάθμιση της πληθυσμιακής πολιτικής και των πολιτικών για την οικογένεια. Συνεπώς υπολείπεται και η επένδυση στο ανθρώπινο και διανοητικό κεφάλαιο της χώρας με έμφαση στα προγράμματα υγείας και εκπαίδευσης της οικογένειας.

Είναι μετρήσιμη η ευεξία;

Αν και η πρόοδος με την μέτρηση των δεικτών οικονομίας και ανάπτυξης είναι μια υπόθεση του παρελθόντος, η μεθοδολογία εκτίμησης της ανθρώπινης ευημερίας εμπεριέχει, πλην του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, διαστάσεις όπως είναι η εκπαίδευση και το προσδόκιμο επιβίωσης.
  • Πρόσφατα η Νέα Ζηλανδία εισήγαγε τη μέτρηση της "ευεξίας" ως συνιστώσας της προόδου, ενώ πολλοί συζητούν τις έννοιες της "ευημερίας" και της "ευτυχίας". Η προοπτική είναι ότι στο μέλλον πρέπει να μετράται --συνδυαστικά με τους κλασικούς δείκτες-- ως μια υπόθεση της κοινωνίας και της οικογένειας, επειδή ως τέτοια έχει μεγάλη ανθρώπινη προστιθέμενη αξία.
  • Οι παρατηρήσεις αυτές συνδέονται με την δημογραφική πολιτική, δεδομένου ότι η υψηλή γαμηλιότητα και η οικογένεια προάγουν την "ευεξία" και την "ευτυχία". 
  • Η δημογραφική πολιτική είναι επίσης μια υπόθεση της πατρίδας σε μια εποχή που η ευκταία πολυπολιτισμικότητα εκφυλίζεται σε μια υπόθεση κινητικότητας του κεφαλαίου και της εργασίας στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Αυτή οδηγεί σε μια προϊούσα καταστροφή της πολλαπλότητας και της ποικιλίας των εθνών, των γλωσσών και των πολιτισμών.
Εν κατακλείδι το δημογραφικό ζήτημα και οι πολιτικές για τον πληθυσμό, την κοινωνία και την οικογένεια δεν είναι ένα πρόβλημα περιστασιακής επιδοματικής πολιτικής ή ακόμη και ευκαιριακών κρατικών παρεμβάσεων. Τα εργαλεία αυτά πρέπει να αποκτήσουν συνοχή και σταθερότητα και να ολοκληρωθούν σε μια πολιτική για τον πληθυσμό και την οικογένεια. Μια πολιτική που υπερβαίνει τον προνοιακό χαρακτήρα και ανάγεται σε μια επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Είναι πρωτίστως ένα ζήτημα κουλτούρας και πολιτικής διατομεακής προσέγγισης με επίκεντρο την οικογένεια που εξακολουθεί να παραμένει διαχρονικά ισχυρός πυρήνας της κοινωνικής συνοχής.
================================
  Υπογεννητικότητα και οικονομική ανάπτυξη
Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος, Καθηγήτρια ΜΒΑ, συγγραφέας

Η υπογεννητικότητα απασχολεί τόσο τους δημογράφους όσο και τους οικονομολόγους. Στη χώρα μας αντιμετωπίζεται κυρίως με σλόγκαν και αφορισμούς αποφεύγοντας τη βαθύτερη ανάλυση του φαινομένου και το συσχετισμό του με την πολυακουσθείσα οικονομική ανάπτυξη παρά το γεγονός ότι η ηλικιακή δομή του πληθυσμού επιδρά στην οικονομία.

Ως υπογεννητικότητα ορίζεται η γέννηση λιγότερων των 2,1 παιδιών ανά οικογένεια. Σημειωτέον ότι ένα, τουλάχιστον, από τα παραπάνω παιδιά θα πρέπει να είναι κορίτσι έτσι ώστε να αναπληρώνει την αναπαραγωγική ικανότητα της μητέρας.
Παρά το γεγονός ότι πολλοί τονίζουν ότι η υπογεννητικότητα στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα έντονη την περίοδο της κρίσης, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ήδη από το 1950 υπήρξε πτωτική πορεία στις γεννήσεις (2,3 παιδιά ανά οικογένεια), το 1981 έφτασε ακριβώς τα όρια της αναπαραγωγής (2,1 παιδιά ανά οικογένεια) και έκτοτε βαίνει μειούμενο με μικρές περιόδους αύξησης λόγω της επιστροφής των Ελλήνων μεταναστών και της εισόδου οικονομικών μεταναστών και παλλινοστούντων.
Σημαντικός παράγοντας για την υπογεννητικότητα υπήρξε η εσωτερική μετανάστευση από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές και της μετάβασης της κοινωνίας από αγροτική σε μεταβιομηχανική. Στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες, η χαμηλή κοινωνική κατάσταση (status) των γονέων, η έλλειψη εκπαίδευσης, το κλειστό κοινωνικό περιβάλλον, ο μεγαλύτερος οικιστικός χώρος (σπίτια με αυλή) προκαλεί υψηλά επίπεδα γεννητικότητας ενώ αντίθετα στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες η βελτίωση της θέσης της γυναίκας και του μορφωτικού της επιπέδου, η συχνότερη συμμετοχή της στα κοινωνικά και οικονομικά δρώμενα και οι μέθοδοι αντισύλληψης, η βελτίωση του εισοδήματος,  η έμφαση στην εργασία αντί της δημιουργίας οικογένειας μειώνουν τη γεννητικότητα. Στα αστικά δε περιβάλλοντα, η έλλειψη ζωτικού χώρου (βλ. διαμερίσματα) επιδρά αρνητικά στη δημιουργία οικογένειας.
Σύμφωνα με τον Schultz (1973), όσο το γονεϊκό εισόδημα αυξάνει  τόσο μειώνεται η ζήτηση για περισσότερα παιδιά άρα η άνοδος του εισοδηματικού επιπέδου των Ελλήνων ήταν λογικό να οδηγήσει σε υπογεννητικότητα.
Παράλληλα, με τη μετάβαση στη μεταβιομηχανική κοινωνία είχαμε και μείωση της θνησιμότητας και κατ’επέκταση της γήρανσης του πληθυσμού αλλά και της αλλαγής των κοινωνικών τάσεων.Η απόκτηση απογόνων για λόγους κοινωνικής αναγνώρισης και αυτοεκτίμησης δεν υφίστανται πλέον ενώ παράλληλα αυξάνονται οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι εργένηδες και μειώνονται οι πολύτεκνες οικογένειες.
Σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα για την υπογεννητικότητα διαδραματίζει και η ελάχιστη έως μηδενική υποστήριξη από το κράτος πρόνοιας. Η πλήρης κατάρρευσή του στα χρόνια της κρίσης επιδείνωσε την κατάσταση. Οι νέοι δεν υποστηρίζονται από το κράτος για τη δημιουργία οικογένειας γιατί δεν υπάρχουν μέτρα που θα τους βοηθούσαν να συνδυάσουν την εκπαίδευση ή την επαγγελματική τους ζωή με την οικογένεια. Η οικογένεια του νέου έχει αναλάβει αυτό που θα έπρεπε να είναι κρατική μέριμνα και ενισχύει οικονομικά, όταν μπορεί γιατί στη μεγάλη κρίση που διανύουμε δεν μπορεί πλέον, το νέο ζευγάρι. Ενώ οι Έλληνες αγαπούν την οικογένεια, η ανεπάρκεια του κράτους πρόνοιας συνετέλεσε με στην υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Έλληνες επιθυμούν το καλύτερο για τα παιδιά τους (εκπαίδευση, υλικές παροχές κτλ.) κάτι που εμποδίζει την ύπαρξη πολλών παιδιών.
Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση  αλλά συνέπλευσε με τους χαμηλό επίπεδο γεννητικότητας της Δυτικής Ευρώπης.
Ο υψηλός βαθμός γεννητικότητας σύμφωνα με σχετικές μελέτες (Li & Zhang 2007, Li 2015) επιδρά αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας και ιδιαίτερα στις φτωχές χώρες σε σχέση με τις πλούσιες. Από την άλλη υποστηρίζεται ότι όταν μία χώρα έχει μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία τότε, ο μεγαλύτερος βαθμός παραγωγικότητας θα προκαλέσει οικονομική ανάπτυξη. Εάν ο πληθυσμός είναι ηλικιωμένος τότε γίνεται χρησιμοποίηση των υφιστάμενων πόρων με λιγότερο παραγωγικό τρόπο και ως αποτέλεσμα επιβραδύνεται η οικονομική ανάπτυξη. Αυτό που μεταβάλλει την οικονομική ανάπτυξη είναι η διαφορετική συμπεριφορά των ηλικιακών τμημάτων του πληθυσμού δηλαδή οι νέοι επενδύουν περισσότερο στην εκπαίδευση και στην καλή φυσική κατάσταση ενώ οι ηλικιωμένοι αποταμιεύουν και ενδιαφέρονται για την καλύτερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ο πληθυσμός που βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία διαφέρει και από τους νέους και από τους ηλικιωμένους υπό την έννοια ότι καταναλώνουν περισσότερο από ότι παράγουν  (Bloom et al., 2001).
Στα πλαίσια όλων των παραπάνω διαπιστώνεται για άλλη μία φορά η έλλειψη στρατηγικής των ελληνικών κυβερνήσεων στο θέμα, εν πολλοίς σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ. Από τη μία ενώ υπάρχει υπογεννητικότητα και έλλειψη πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία, τον ήδη υφιστάμενο τον ωθούν σε μετανάστευση προκειμένου να τροφοδοτήσει με την υψηλή παραγωγικότητά του άλλες οικονομίες όπως είναι η γερμανική και από την άλλη εισάγει αθρόες μάζες μεταναστών νεαρής ηλικίας (κυρίως άρρενες) προκειμένου να καλύψει το κενό που άφησαν οι Έλληνες που μετανάστευσαν. Έρχεται σε πλήρη αντίφαση λοιπόν με την οικονομική θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης εισάγοντας μεγάλους αριθμούς ατόμων που σίγουρα δεν βοηθούν την οικονομική ανάπτυξη ενώ τον εγχώριο παραγωγικό πληθυσμό που θα βοηθούσε σε αυτή τον ωθεί σε μετανάστευση. Η πολιτική αυτή εάν δεν είναι αλλοπρόσαλλη τότε έχει άλλο σκοπό που σίγουρα δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη.
Το ελληνικό κράτος δεν λάμβανε ούτε λαμβάνει μέτρα που να συνδυάζουν την οικογενειακή και εργασιακή ζωή. Δεν παρέχει κανένα κίνητρο στις Ελληνίδες να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν χωρίς όμως να εγκαταλείψουν την επαγγελματική τους καριέρα, κίνητρα όπως είναι το ευέλικτο ωράριο εργασίας, η αύξηση των κρατικών νηπιακών σταθμών, η ενίσχυση για την απόκτηση μεγαλύτερων σπιτιών και γρήγορης απόκτησης δεύτερου παιδιού όπως συμβαίνει στις Σκανδιναβικές χώρες, δεν καλλιεργεί ιδέες υπέρ της γονιμότητας στα σχολεία κτλ.
Η προχειρότητα και η κατά συνέπεια επικινδυνότητα στην αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού θέματος που πολύ πιθανόν στοχεύει  στην αντικατάσταση του γηγενούς πληθυσμού ,σίγουρα δεν θα οδηγήσει στην περιβόητη οικονομική ανάπτυξη που εάν και πολλοί υποσχέθηκαν, ακόμα δεν την βλέπουμε να έρχεται. Από την άλλη, η ευθύνη για την αντιμετώπιση του θέματος δεν αφορά μόνο τις κυβερνήσεις  αλλά απαιτείται δυναμική αντιμετώπιση και από τους ίδιους τους πολίτες.




Βιβλιογραφικές αναφορές

David E. Bloom, David Canning, Jaypee Sevilla.2001. ECONOMIC GROWTH AND THE DEMOGRAPHIC TRANSITION. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό:
<  http://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.203.1634&rep=rep1&type=pdf>

Schultz, P. 1973. ECONOMIC FACTORS AFFECTING POPULATION GROWTH: A PRELIMINARY SURVEY OF ECONOMIC ANALYSES OF FERTILITY. Διαθέσιμο από τον Παγκόσμιο Ιστό:
< http://www.econ.umn.edu/library/mnpapers/1973-29.pdf>


http://epapanis.blogspot.gr/2010/08/blog-post.html

http://www.diva-portal.org/smash/get/diva2:439319/fulltext01.pdf

http://nefeli.lib.teicrete.gr/browse/seyp/ker/2007/LykakiOurania,MpernakouMagdalini,SkiadaMaria/attached-document/Lykaki.2007.pdf

http://www.demography-lab.prd.uth.gr/ddaog/edu/tutor/3-5.pdf

http://okeanis.lib.teipir.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/2411/log_201400095.pdf?sequence=1

http://www.somaomotimon.uoa.gr/fileadmin/somaomotimon.uoa.gr/uploads/doc/papadakis/papadakis.pdf

http://home.wlu.edu/~caseyj/spring07devseminar/growthregressions.pdf

http://lup.lub.lu.se/luur/download?func=downloadFile&recordOId=8727479&fileOId=8768892



Σχόλια