Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, τον Νοέμβριο του 1989, πανηγυρίστηκε στη Δύση ως θρίαμβος της ελευθερίας και αρχή «μετάβασης στην δημοκρατία, την αγορά και την ευημερία», οδηγώντας εν τέλει και στην ένταξη έντεκα χωρών της Αν. Ευρώπης στην ΕΕ.
Βεβαίως δεν έλειψαν οι επικριτικές φωνές των διαφωνούντων, που μίλησαν για «προσάρτηση» της Αν. Γερμανίας από τη Δυτική, ή για ένα «νέο τείχος του χρήματος» που χωρίζει τώρα την ανατολή και τη δύση της ηπείρου, κατά την έκφραση του Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, ιστορικής μορφής του γαλλικού σοσιαλισμού. Ο μαρξιστής «οικονομολόγος της ανάπτυξης» Σαμίρ Αμίν μίλησε για τη δημιουργία μιας υπανάπτυκτης και εκμεταλλευόμενης ευρωπαϊκής περιφέρειας, το αντίστοιχο της Λατινικής Αμερικής για τις ΗΠΑ.
Οι φωνές αυτές όμως καλύφθηκαν τότε και αργότερα από τον άνευ προηγουμένου ορυμαγδό των οπαδών του «τέλους της Ιστορίας» και της «ευτυχούς παγκοσμιοποίησης». Μόνο με την κρίση της ΕΕ το 2009, μια κρίση στην οποία πολλοί θεωρούν ότι συνέβαλε αποφασιστικά, εκτός του κραχ του 2008 και η μεγάλη διεύρυνση του 2004, άρχισαν να ακούγονται κάπως περισσότερο οι πιο κριτικές φωνές, τροφοδοτώντας ένα κύμα ριζοσπαστισμού, που κατευθύνθηκε είτε στην αριστερά, είτε στη δεξιά, στη Νότιο Ευρώπη περισσότερο προς τα αριστερά, στη Βόρειο περισσότερο προς τα δεξιά.
Ο καθένας μπορεί να έχει βέβαια όποια γνώμη θέλει για αυτά τα μεγάλα, συγκλονιστικά γεγονότα που μεταμόρφωσαν την Ευρώπη και θα ήταν απίθανο να συμφωνήσουν όλοι στη σημασία τους. Αυτό αντίθετα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι οι συχνά ανελέητοι αριθμοί των στατιστικών.
Και οι δημογραφικές στατιστικές, τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, αντανακλούν ανάγλυφα το βαρύ οικονομικό και κοινωνικό κόστος που υπέστησαν οι λαοί και τα έθνη της Αν. Ευρωπης ως αποτέλεσμα της μετάβασης στον καπιταλισμό, συνέπεια του οποίου ήταν η απώλεια σημαντικού μέρους του πληθυσμού τους.
Η δημογραφική κατάρρευση δεν έγινε κατά τρόπο ομοιόμορφο. Η Βουλγαρία, η Λετονία και η Λιθουανία, έχασαν το ένα πέμπτο του πληθυσμού τους, ενώ η Εσθονία και η Ρουμανία το 16%. Μόνο η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Τσεχία γλύτωσαν τη μείωση, σημειώνοντας μια αναιμική έστω, αλλά υπαρκτή αύξηση του πληθυσμού τους από 2 έως 4%.
Με την ένταξη των νέων μελών στην ΕΕ, η μετανάστευση προς δυσμάς αυξήθηκε πέντε φορές, ξεπερνώντας τα 8 εκατομμύρια ανθρώπους. Παίρνοντας υπόψιν και όσους επέστρεψαν στις πατρίδες τους, 6,5 εκατομμύρια έφυγαν τελικά από την Αν. Ευρώπη, με πρώτες στον κατάλογο της «Εξόδου» τη Ρουμανία με 3,1 εκατομμύρια και την Πολωνία με 2,5 εκατομμύρια.
Αρχικά, το μεταναστευτικό κύμα κινήθηκε προς τη Γερμανία και την Αυστρία, σύντομα όμως έφτασε και στα 17 δυτικο-ευρωπαϊκά κράτη – μέλη της ΕΕ.
Πρωταγωνιστές της εξόδου ήταν ευλόγως οι νέοι, οι ηλικίες δηλαδή 20 έως 34 ετών, που φυσιολογικά θα αποτελούσαν μια βασική παραγωγική δύναμη των νέων χωρών.
Οι κύριοι παράγοντες που προκάλεσαν την δραματική πτώση των γεννήσεων ήταν η λιτότητα, η αύξηση των ανισοτήτων στο εισόδημα, η απορύθμιση της αγοράς εργασίας, η αυξημένη ανεργία, η χειροτέρευση των κρατικών πολιτικών για την οικογένεια, με την κατάργηση των δωρεάν βρεφονηπιακών σταθμών κλπ.
Ορισμένες χώρες αντελήφθησαν, αν και με μεγάλη καθυστέρηση, το πρόβλημα και έχουν αρχίσει πολιτικές ενθάρρυνσης της επιστροφής. Η απήχησή τους όμως φαίνεται πολύ περιορισμένη. Αυτοί που έχουν φτιάξει μια νέα ζωή στο εξωτερικό δεν είναι διατεθειμένοι εύκολα να επιστρέψουν. Κυρίως όμως η επιμονή σε πολιτικές λιτότητας και αύξησης των ανισοτήτων, είναι αυτή που συντηρεί τους θεμελιώδεις μηχανισμούς που κάνουν, χώρες όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία, οι Βαλτικές να «αδειάζουν» κυριολεκτικά από τον πληθυσμό τους και ιδίως το πιο ζωτικό τμήμα της νεολαίας του.
Τα αυτά συμβαίνουν άλλωστε και σε άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης, όπως η Μολδαβία, το ένα τρίτο του πληθυσμού της οποίας έχει μεταναστεύσει και η Ουκρανία που έχει χάσει περί τα δέκα εκατομμύρια.
ΠΗΓΗ
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, τον Νοέμβριο του 1989, πανηγυρίστηκε στη Δύση ως θρίαμβος της ελευθερίας και αρχή «μετάβασης στην δημοκρατία, την αγορά και την ευημερία», οδηγώντας εν τέλει και στην ένταξη έντεκα χωρών της Αν. Ευρώπης στην ΕΕ.
Βεβαίως δεν έλειψαν οι επικριτικές φωνές των διαφωνούντων, που μίλησαν για «προσάρτηση» της Αν. Γερμανίας από τη Δυτική, ή για ένα «νέο τείχος του χρήματος» που χωρίζει τώρα την ανατολή και τη δύση της ηπείρου, κατά την έκφραση του Ζαν Πιερ Σεβενεμάν, ιστορικής μορφής του γαλλικού σοσιαλισμού. Ο μαρξιστής «οικονομολόγος της ανάπτυξης» Σαμίρ Αμίν μίλησε για τη δημιουργία μιας υπανάπτυκτης και εκμεταλλευόμενης ευρωπαϊκής περιφέρειας, το αντίστοιχο της Λατινικής Αμερικής για τις ΗΠΑ.
Οι φωνές αυτές όμως καλύφθηκαν τότε και αργότερα από τον άνευ προηγουμένου ορυμαγδό των οπαδών του «τέλους της Ιστορίας» και της «ευτυχούς παγκοσμιοποίησης». Μόνο με την κρίση της ΕΕ το 2009, μια κρίση στην οποία πολλοί θεωρούν ότι συνέβαλε αποφασιστικά, εκτός του κραχ του 2008 και η μεγάλη διεύρυνση του 2004, άρχισαν να ακούγονται κάπως περισσότερο οι πιο κριτικές φωνές, τροφοδοτώντας ένα κύμα ριζοσπαστισμού, που κατευθύνθηκε είτε στην αριστερά, είτε στη δεξιά, στη Νότιο Ευρώπη περισσότερο προς τα αριστερά, στη Βόρειο περισσότερο προς τα δεξιά.
Ο καθένας μπορεί να έχει βέβαια όποια γνώμη θέλει για αυτά τα μεγάλα, συγκλονιστικά γεγονότα που μεταμόρφωσαν την Ευρώπη και θα ήταν απίθανο να συμφωνήσουν όλοι στη σημασία τους. Αυτό αντίθετα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι οι συχνά ανελέητοι αριθμοί των στατιστικών.
Και οι δημογραφικές στατιστικές, τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, αντανακλούν ανάγλυφα το βαρύ οικονομικό και κοινωνικό κόστος που υπέστησαν οι λαοί και τα έθνη της Αν. Ευρωπης ως αποτέλεσμα της μετάβασης στον καπιταλισμό, συνέπεια του οποίου ήταν η απώλεια σημαντικού μέρους του πληθυσμού τους.
Μειώνεται ο πληθυσμός της Αν. Ευρώπης
Σύμφωνα με μια μελέτη των ερευνητών Agnieska Fihel, του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας και του Γαλλικού Ινστιτούτου Μεταναστεύσεων και Marek Okolski του Πανεπιστημίου Lazarski της Βαρσοβίας, που δημοσιεύεται στο τεύχος Ιουνίου της επιθεώρησης «Πληθυσμός και Κοινωνίες», του γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου Δημογραφικών Μελετών (INED), μέσα σε τριάντα χρόνια η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Κροατία, η Λεττονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Τσεχία έχασαν το 7% του πληθυσμού τους, περνώντας από 111 σε 103 εκατομμύρια κατοίκων και χάνοντας τη νεολαία τους! Ενώ αυτά συνέβαιναν στην Ανατολική Ευρώπη, στη Δύση της ηπείρου ο πληθυσμός αυξανόταν κατά 13%.Η δημογραφική κατάρρευση δεν έγινε κατά τρόπο ομοιόμορφο. Η Βουλγαρία, η Λετονία και η Λιθουανία, έχασαν το ένα πέμπτο του πληθυσμού τους, ενώ η Εσθονία και η Ρουμανία το 16%. Μόνο η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Τσεχία γλύτωσαν τη μείωση, σημειώνοντας μια αναιμική έστω, αλλά υπαρκτή αύξηση του πληθυσμού τους από 2 έως 4%.
Οι κύριες αιτίες
Σε μερικές περιπτώσεις, είχαμε μετανάστευση μειονοτήτων που προτίμησαν να φύγουν από τις χώρες που κατοικούσαν. Ούγγροι της Ρουμανίας μετανάστευσαν στην Ουγγαρία, πολλοί πολίτες της Σλοβακίας πήγαν στην Τσεχία, Ρώσοι και Ουκρανοί μετακινήθηκαν από τις βαλτικές χώρες στη Ρωσία και στην Ουκρανία. Ωστόσο, ο βασικός παράγων που προκάλεσε τη δημογραφική συρρίκνωση είναι άλλος: η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση στη Δύση για την ανεύρεση καλύτερων όρων εργασίας.Με την ένταξη των νέων μελών στην ΕΕ, η μετανάστευση προς δυσμάς αυξήθηκε πέντε φορές, ξεπερνώντας τα 8 εκατομμύρια ανθρώπους. Παίρνοντας υπόψιν και όσους επέστρεψαν στις πατρίδες τους, 6,5 εκατομμύρια έφυγαν τελικά από την Αν. Ευρώπη, με πρώτες στον κατάλογο της «Εξόδου» τη Ρουμανία με 3,1 εκατομμύρια και την Πολωνία με 2,5 εκατομμύρια.
Αρχικά, το μεταναστευτικό κύμα κινήθηκε προς τη Γερμανία και την Αυστρία, σύντομα όμως έφτασε και στα 17 δυτικο-ευρωπαϊκά κράτη – μέλη της ΕΕ.
Πρωταγωνιστές της εξόδου ήταν ευλόγως οι νέοι, οι ηλικίες δηλαδή 20 έως 34 ετών, που φυσιολογικά θα αποτελούσαν μια βασική παραγωγική δύναμη των νέων χωρών.
Δεν κάνουν παιδιά!
Ταυτόχρονα σημειώθηκε όμως και μια καθαρή πτώση των γεννήσεων στην ανατολή. Ο δείκτης γονιμότητας, που ήταν ανώτερος από τη Δυτική Ευρώπη το 1989 (μεταξύ 1,9 και 2,2 παιδιά ανά γυναίκα) κατέρρευσε μέσα σε δέκα χρόνια φτάνοντας 1,1 παιδιά ανά γυναίκα στη Βουλγαρία, τη Λεττονία και την Τσεχία. Στη διάρκεια 25 χρόνων, οι γεννήσεις μειώθηκαν περισσότερο από ένα τρίτο στο σύνολο των ένδεκα χωρών!Οι κύριοι παράγοντες που προκάλεσαν την δραματική πτώση των γεννήσεων ήταν η λιτότητα, η αύξηση των ανισοτήτων στο εισόδημα, η απορύθμιση της αγοράς εργασίας, η αυξημένη ανεργία, η χειροτέρευση των κρατικών πολιτικών για την οικογένεια, με την κατάργηση των δωρεάν βρεφονηπιακών σταθμών κλπ.
Ορισμένες χώρες αντελήφθησαν, αν και με μεγάλη καθυστέρηση, το πρόβλημα και έχουν αρχίσει πολιτικές ενθάρρυνσης της επιστροφής. Η απήχησή τους όμως φαίνεται πολύ περιορισμένη. Αυτοί που έχουν φτιάξει μια νέα ζωή στο εξωτερικό δεν είναι διατεθειμένοι εύκολα να επιστρέψουν. Κυρίως όμως η επιμονή σε πολιτικές λιτότητας και αύξησης των ανισοτήτων, είναι αυτή που συντηρεί τους θεμελιώδεις μηχανισμούς που κάνουν, χώρες όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία, οι Βαλτικές να «αδειάζουν» κυριολεκτικά από τον πληθυσμό τους και ιδίως το πιο ζωτικό τμήμα της νεολαίας του.
Τα αυτά συμβαίνουν άλλωστε και σε άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης, όπως η Μολδαβία, το ένα τρίτο του πληθυσμού της οποίας έχει μεταναστεύσει και η Ουκρανία που έχει χάσει περί τα δέκα εκατομμύρια.
ΠΗΓΗ
Σχόλια