Συναισθηματική πολιτική

Ας φανταστούμε έναν άνθρωπο που εργάζεται στην δουλειά του πατέρα του, αν και ποτέ δεν ήταν αυτή η επιθυμία του. Εργάζεται σε μια δουλειά αν και δεν τον ικανοποιεί. Έχει δυό παιδιά στα οποία δυσκολεύεται πολύ να θέσει τους αναγκαίους, για την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, περιορισμούς. Προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί για να ευχαριστήσει τη σύζυγο του, που εντούτοις, παραμένει ανικανοποίητη και εξαιρετικά απαιτητική. Κάθε φορά που επιχειρεί να «σπάσει» αυτό το πάτερν, νιώθει ενοχές και προκειμένου να τις ανακουφίσει υποχωρεί, παραχωρώντας τον έλεγχο της ζωής του στους Άλλους. Ο άνθρωπος της ιστορίας αυτής είναι εγκλωβισμένος στην ίδια του τη ζωή. Είναι παγιδευμένος στη ζωή του.
Ας φανταστούμε, ακόμη, έναν άλλο άνθρωπο, μια γυναίκα αυτή τη φορά, που νιώθει πως η ζωή με τον σύντροφο της είναι αφόρητη. Συχνά συμπεριφέρεται με μια επίφαση ευδιαθεσίας, αλλά μια πιο προσεκτική ματιά μπορεί να δει την υποβόσκουσα δυσαρέσκειά της. Η γυναίκα αυτή παντρεύτηκε για να ξεφύγει από την πατριαρχική καταπιεστική οικογένεια της, αλλά το μόνο που πέτυχε είναι απλά ότι αντικατέστησε τον τυραννικό πατέρα της με μια νεότερη εκδοχή του. Η ιδέα της απελευθέρωσής της φαίνεται στα μάτια της τρομαχτική.
Ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν την πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί, καθώς νιώθουν πως κάποιοι άλλοι ελέγχουν τη ζωή τους, τους οδηγεί στην παθητικότητα, κάνοντας τους απλούς θεατές της ίδιας της ζωής τους. Αυτή η αίσθηση του εγκλωβισμού είναι ένα τεράστιο ψυχικό βάρος που εξουθενώνει, καθώς η ζωή χάνει την όποια ανεμελιά και ελευθερία. Αλλά, κυρίως, η παγίδευση αυτή εμποδίζει τους ανθρώπους να αναπτύξουν μια ξεκάθαρη αίσθηση του τι θέλουν και τι πραγματικά έχουν ανάγκη και νιώθουν πως το μόνο που μπορούν να αποκτήσουν είναι το ξεροκόμματο που καταδέχονται να τους «πετάξουν» οι άλλοι. Πρόκειται για την αίσθηση ότι δεν μπορεί κανείς να διαμορφώσει τη ζωή του, αφού είναι παγιδευμένος στις περιστάσεις και στην «μαύρη μοίρα» του.
Αυτός είναι ο γνωστικός μηχανισμός μέσω του οποίου οι άνθρωποι, αντί να γίνονται οι πρωταγωνιστές της ζωής τους, αφήνουν τους άλλους να τους ελέγχουν και μετατρέπονται σε αόρατους παρατηρητές, που «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουν τάχα κάποιο θαύμα».
Αλλά όταν οι άλλοι ελέγχουν τις ανάγκες μας υπάρχει ακόμη μία συνέπεια: η ραγδαία μείωση της αυτοεκτίμησης, που στον επόμενο τόνο έρχεται να επιβεβαιώσει την «ανάγκη» ακόμη μεγαλύτερης υποταγής. Και κάθε φορά που κάποια αδιόρατη «εσωτερική αξιοπρέπεια» απαιτεί μια κάποια «επανάσταση» ενάντια στον δυνάστη, οι παλιές εμπειρίες του φόβου, της πιθανής απόρριψης και της σύγκρουσης με τον άλλο ή της ενοχής επιστρέφουν με δριμύτητα βάζοντας φρένο στην προοπτική της απελευθέρωσης.
Η υποταγή, δηλαδή, μηδενίζει την ανθρώπινη αγωνιστικότητα και ισοπεδώνει το αίσθημα του Εαυτού, καθώς ο άνθρωπος συγχωνεύεται με τους εξουσιαστές του, τα όρια του διαλύονται και το σύνορο ανάμεσα στον Εαυτό και στον Άλλο γίνεται «λάστιχο». Με άλλα λόγια, ο Εαυτός χάνεται μέσα στον Άλλο και η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εσύ» εξαφανίζεται, καθώς υιοθετούνται τα «θέλω», οι αξίες, οι πεποιθήσεις, ακόμη και τα γούστα των Άλλων που ελέγχουν.
Αλλά όταν οι ανάγκες του ατόμου υποτάσσονται στις ανάγκες του ελεγκτικού Άλλου, το ανεκπλήρωτο τους ουρλιάζει. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα οι υπαρξιακές ανάγκες της αυτονομίας και της αυτοέκφρασης ζητούν το «μερτικό τους από την χαρά» και το συναίσθημα αυτό της ματαίωσης ακολουθείται από το συναίσθημα του θυμού, που βέβαια σπάνια στρέφεται ενάντια στον πραγματικό υπεύθυνο-δυνάστη. Αυτή η χρόνια αγανάκτηση είναι για τους υποταγμένους ανθρώπους η μόνη ορατή κορυφή του παγόβουνου της ακρωτηριασμένης τους ατομικότητας

ΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΤΩΡΑ, ακόμη έναν άνθρωπο. Τον μεταπολιτευτικό Νεοέλληνα που εναλλάσσει επί δεκαετίες στην εξουσία τους καταπιεστές του, πιστεύοντας ότι τιμωρεί μία τον έναν και μία τον άλλο, ενώ τον μόνο που τιμωρεί, στην πραγματικότητα, είναι τον ίδιο τον ενοχικό εαυτό του. Η ανακούφιση από τις ενοχές της μίας μαλακίας προετοιμάζει για την επόμενη και πάει λέγοντας. Έτσι, ενώ η ζωή, ιδιαίτερα μετά την μνημονιακή λεηλασία, έγινε αφόρητη, ο Νεοέλληνας συχνά συμπεριφέρεται με ένα χαλαρό προσωπείο ευδιαθεσίας, κυρίως γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να συνειδητοποιηθεί η πραγματικότητα ότι η εν-αλλαγή του «ελεγκτή» της ζωής δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο Ελευθερία. Όπως και η γυναίκα της ιστορίας μας η αντικατάσταση του ενός καταπιεστή με κάποιον άλλο, υποκρύπτει τη δυσκολία να αναλάβουμε προσωπικά και αδιαμεσολάβητα την υπόθεση της ελευθερίας μας. Όπως και ο άντρας της ιστορίας μας, κάθε φορά που επιχειρούμε να «σπάσουμε» το πάτερν της υποταγής, το κυρίαρχο σύστημα γνωρίζει τον τρόπο για να μας πλημμυρίσει με δυσβάστακτες ενοχές. Ενοχές, ακριβώς, τις οποίες προκειμένου να ανακουφίσουμε, υποχωρούμε, παραχωρώντας τον έλεγχο της ζωής μας σε κάποιους Άλλους κάθε φορά. Ο Νεοέλληνας άνθρωπος είναι παγιδευμένος στη ζωή του, καθώς, είτε αποφασίσει είτε δεν αποφασίσει κάτι, νιώθει πως δεν έχει καν το δικαίωμα να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Γι’ αυτό είναι σχεδόν πάντα θυμωμένος, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον θυμό του. Γιατί το γεγονός και μόνο ότι πρέπει να προσαρμόσει τις ανάγκες του στις ανάγκες που του ορίζουν οι ελεγκτές, όσο κι αν «βολεύει», γεννά το αναπόφευκτο συναίσθημα του θυμού. Οι κυρίαρχοι άλλοι μας χρησιμοποιούν, μας ελέγχουν και μας εκμεταλλεύονται, έτσι που οι ανάγκες μας να μην φαίνονται καν αληθινές στα μάτια τους, κι’ όμως δεν επιτρέπεται ούτε καν να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή είναι μια χρόνια κατάσταση που μας θυμώνει. Ίσως μόνο όταν αντιδρούμε σε ένα ασήμαντο γεγονός με δυσανάλογο και υπερβολικό τρόπο, να περνάει κάπως από το νου μας ότι είμαστε πραγματικά πολύ θυμωμένοι. Αλλά, τότε, κάποιος αδύναμος οικείος ή άγνωστος στο δρόμο ή στο Facebook θα πληρώσει την νύφη της εκτόνωσης. Αν είχε εφευρεθεί το θυμό-μετρο είναι βέβαιο ότι το νεοαλληνικό άτομο θα έσπαγε τα κοντέρ.
Ο συναισθηματικός ακρωτηριασμός όχι μόνο αφήνει την ύπαρξη κολοβή αλλά την καθιστά και ευάλωτη στους κυρίαρχους μηχανισμούς της ενοχοποίησης και του φόβου της απόρριψης που είναι οι βάσεις της υποταγής. Χρειαζόμαστε, για το σκοπό αυτό, μια συναισθηματική επανεκπαίδευση, σαν να μαθαίνουμε την αλφαβήτα από την αρχή
Μιλώντας για ενοχές, θυμό και γενικώς συναισθήματα, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι είμαστε «λειτουργικά-συστατικά μέρη» ενός συστήματος που οργανωμένα αποφεύγει την συναισθηματική ανάπτυξη. Μόνο το γεγονός ότι τα παιδιά μας μαθαίνουν ακόμη στο σχολειό πως να «σκέφτομαι και γράφω» ή πως να γυμνάζουν το σώμα τους, αλλά όχι πως να «νιώθω και γράφω», αναδεικνύει την θλιβερή αναπηρία του πολιτισμού μας. Στην τριαδική αναπτυξιακή μας εξέλιξη «μετράει» κυρίως η γνωστική και, δευτερευόντως, η σωματική-βιολογική ανάπτυξη, ενώ η συναισθηματική επαφίεται στην ατομική ευχέρεια ενός εκάστου και αν. Μεγαλώνουμε με μια συναισθηματική αναπηρία που δεν μας αφήνει ούτε καν να αναγνωρίσουμε πως νιώθουμε κάθε στιγμή. Γι’ αυτό αν ρωτήσετε κάποιον καλοπροαίρετο άνθρωπο «τι σκέφτεται» μπορεί να απαντήσει, συνήθως και άμεσα, δεκάδες φλυαρίες, ενώ αντίθετα αν τον ρωτήσετε «τι νιώθει» μένει, μάλλον, …παγωτό.
ΑΥΤΟΣ Ο ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ όχι μόνο αφήνει την ύπαρξη κολοβή αλλά την καθιστά και ευάλωτη στους κυρίαρχους μηχανισμούς της ενοχοποίησης και του φόβου της απόρριψης που είναι οι βάσεις της υποταγής. Χρειαζόμαστε, για το σκοπό αυτό, μια συναισθηματική επανεκπαίδευση, σαν να μαθαίνουμε την αλφαβήτα από την αρχή.
Κι έτσι, την επόμενη φορά που θα εκφράσεις τον θυμό σου σε κάποιο μέλος της οικογένειας σου ή σε κάποιον άγνωστο στο δρόμο, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί, σαν το κόκκινο φωτάκι στο ταμπλό του αυτοκινήτου σου, για να σου δείξει πως πάει πολύς καιρός που τα όρια σου έχουν γίνει σουρωτήρι από τους συστημικούς μηχανισμούς, αλλά ταυτόχρονα και το πάθος σου να αλλάξεις τα πράγματα.
Την επόμενη φορά, που κάπως θα νιώσεις πικρία για τον τόπο σου, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σου δείξει πως είναι λάθος να κρατάς ακόμη μια επίκριση για τον εαυτό σου και τους συμπολίτες σου.
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις φθόνο για τον λαό, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σου δείξει πως είναι λάθος να ζεις μόνιμα στο παρελθόν και στις τραυματικές μνήμες σου που εν τέλει δεν επιτρέπουν στο παρόν να έρθει.
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις απογοήτευση ή ματαίωση, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σου δείξει πως προσπάθησες για αυτόν τον τόπο και τον Λαό και πως, στο πρόσφατο παρελθόν, δεν παραδόθηκες στην αδράνεια και στην αδιαφορία.
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις δυσφορία, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σου δείξει πως χρειάζεται να δώσεις προσοχή στο τι συμβαίνει πραγματικά και πως τώρα είναι η ευκαιρία να λειτουργήσεις με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ότι συνήθως.
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις ενοχή, προσπάθησε να θυμηθείς πως δεν χρειάζεται να ζεις ακόμη και τώρα τη ζωή σου με βάση τις απαιτήσεις των ελεγκτών σου, που σε ενοχοποιούν για να πετύχουν την παθητική σου στάση.
Την επόμενη φορά, που κάπως θα νιώσεις ντροπή για τον τόπο σου, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό που έχει συμβεί είναι ότι οι «κυρίαρχοι» σού έχουν εμφυσήσει τις δικές τους πεποιθήσεις για το ποιός είσαι και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να συναντήσεις ξανά τον αληθινό εαυτό σου.
Την επόμενη φορά, που θα νιώσεις άγχος για τη ζωή σου ή για τη ζωή των αγαπημένων σου, προσπάθησε να θυμηθείς πως αυτό το συναίσθημα είναι εκεί για να σου δείξει πως είναι πιεστική ανάγκη να αφυπνιστείς αμέσως τώρα και να απαλλαχθείς από κολλήματα του παρελθόντος και τους φόβους του μέλλοντος.
Κι αν διαβάζοντας όλα ετούτα νιώσεις θλίψη, θυμήσου πως αυτό το συναίσθημα είναι εδώ για να σου δείξει το βάθος των συναισθημάτων σου, το βάθος του νοιαξίματός σου για τους άλλους, τον τόπο και τον κόσμο ολόκληρο.
Στο τέλος-τέλος μην ξεχνάς, πως θα ‘ρθει μια ζόρικη στιγμή, μάρτυς μου η κβαντική φυσική, που θα μας ρωτήσουν όχι τι σκεφτήκαμε, τι διαβάσαμε, τι είπαμε ή τι γράψαμε, αλλά τι νιώσαμε και τι ως εκ τούτου πράξαμε.
ΠΗΓΗ

Σχόλια