Να κατασταλεί η επιθυμία αντίστασης

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ



Να κατασταλεί ακόμα και η επιθυμία αντίστασης
Του Jean-Claude Paye* από το Άρδην τ. 101-102
Η διελκυστίνδα ανάμεσα στην ΕΕ και την Ελλάδα δεν περιορίζεται στην προγραμματισμένη εκπτώχευση της χώρας. Αφορά στο μέλλον της ίδιας της Ευρωπαΐκής Ένωσης, αλλά και στις συνθήκες διαβίωσης και τις ελευθερίες των λαών της.
Όπως έγραφε ένας ιδεολόγος της εθνικιστικής δεξιάςτο 1897: «βασική προϋπόθεση της κοινωνικής ειρήνης είναι οι φτωχοί να έχουν συναίσθηση της αδυναμίας τους» (1). Η φράση αυτή βοηθά να κατανοήσουμε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε ο Αλέξης Τσίπρας. Οι Ελληνες κλήθηκαν να αποφασίσουν αν συμφωνούν ή όχι με τις προτάσεις της ΕΕ. Μολονότι τις απέρριψαν με ποσοστό 61%, ο Τσίπρας δέχεται μια συμφωνία ακόμα πιο επαχθή για τον ελληνικό λαό. Κι ενώ υποτάσσεται στo τελεσίγραφο των Βρυξελλών, δηλώνει ότι «δεν πιστεύει στη συμφωνία». Ότι πρόκειται για μια κακή συμφωνία για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Και ότι υποχρεώθηκε να την υπογράψει για να αποφύγει την καταστροφή.
Ο Πάνος Καμμένος, πρόεδρος του εθνικιστικού κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων που συμμετέχει στην κυβέρνηση και υπουργός Άμυνας, δηλώνει και αυτός ότι η συμφωνία της 13ης Ιουλίου αποτελεί «συνθηκολόγηση, αποτέλεσμα εκβιασμού και πραγματικό πραξικόπημα». Μιλά για λαούς που «συνθηκολογούν αλλά δεν παραδίδονται», και ζητά από τους κυβερνητικούς βουλευτές να εγκρίνουν τη συμφωνία.
Διπλή σκέψη
Οι Τσίπρας και Καμμένος θέτουν σε κίνηση τη λεγόμενη διαδικασία διπλής σκέψης, δηλαδή ακυρώνουν κάτι που έχουν μόλις πει, διατηρώντας ταυτόχρονα το σκοπούμενο νόημα. Ετσι οι βουλευτές και οι πολίτες στους οποίους απευθύνουν τους λόγους τους πρέπει είναι σε θέση να αποδεχτούν αντικρουόμενα πράγματα –την αυτοδιαφημιζόμενη αντίσταση και την πλήρη συνθηκολόγηση– χωρίς να αντιληφθούν την αντίφαση. Πρέπει να αποδεχτούν συγχρόνως δύο μεταξύ τους ασύνδετες και ασυμβίβαστες θεωρήσεις.
Το να ισχυρίζεσαι, συγχρόνως, δύο αντίθετα πράγματα, αποδομεί τη συνείδηση. Η άρνηση της αντίθεσης μεταξύ δύο ισχυρισμών εμποδίζει την αντίληψη και την ανάλυση της πραγματικότητας. Ανίκανοι να σκεφτούμε χωρίς συναισθηματισμούς, το μόνο που απομένει είναι να υποστούμε την πραγματικότητα, δηλαδή την προγραμματισμένη καταστροφή της χώρας: να υποταχθούμε, αντί να αμυνθούμε.
Η άρνηση της αντίθεσης μεταξύ αντίστασης και συνθηκολόγησης καταργεί κάθε δυνατότητα σύγκρουσης, διότι βάζει δύο αλληλοαναιρούμενους ισχυρισμούς να συνυπάρχουν, χωρίς να αλληλοεπηρεάζονται. Στην ψυχανάλυση, αυτό ονομάζεται σχάση: η κριτική ικανότητα χάνεται και όλα τα στοιχεία της πραγματικότητας ισοπεδώνονται. Η αποδόμηση της ικανότητας συμβολισμού παρεμποδίζει τη διαμόρφωση της μνήμης και την ανάδυση του «εμείς». Ο λόγος αυτός μας μεταμορφώνει σε μονάδες και η παντοδυναμία των ευρωπαϊκών θεσμών μας αποσβολώνει και μας οδηγεί στην ψύχωση: κάνουμε σαν να μην υπάρχει εναλλακτική πολιτική.
Ο Όργουελ περιέγραψε στο «1984» τον μηχανισμό της «διπλής σκέψης» που συνίσταται στο «να έχουμε ταυτοχρόνως δύο αλληλοαντικρουόμενες απόψεις και να πιστεύουμε συγχρόνως και στις δύο, γνωρίζοντας ότι είναι αλληλοαντικρουόμενες». Ο Όργουελ είχε εντοπίσει τις αρχές της υποδούλωσης, που στερούν κάθε δυνατότητα αντίστασης στον άνθρωπο και καταλήγουν «να σβήνουν την παραμικρή ανάμνηση οποιασδήποτε τυχόν επιθυμίας αντίστασης». Χαρακτηριστικό δείγμα της πολιτικής που αποσκοπεί στην εξάλειψη ακόμα και της επιθυμίας αντίστασης είναι η διαβίβαση, στη Βουλή, των μηνυτήριων αναφορών από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη. Ποινικοποιείται έτσι η επεξεργασία ενός σχεδίου, που τελικά δεν εφαρμόστηκε, για ένα νόμισμα παράλληλο προς το ευρώ. Όπως γράφτηκε, «οι μύχιες σκέψεις του πρώην υπουργού θα μπορούσαν να του κοστίσουν πολύ». Η σκέψη να αντισταθείς θα μπορούσε έτσι να αποτελεί αδίκημα.
Ενισχυμένη συνεργασία με το Ισραήλ 
Η διπλή σκέψη δεν περιορίζεται στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, αλλά επεκτείνεται και στην εξωτερική της πολιτική. Ο πρώην ραβίνος της Θεσσαονίκης, Μορδεχάι Φριζής, είχε ανησυχήσει για την εκλογική νίκη του Σύριζα. Ο Σύριζα, είχε δηλώσει, είναι ένα αντισιωνιστικό κόμμα που εχθρεύεται το Ισραήλ. Ο υποτιθέμενος αντισιωνισμός του Σύριζα κατέληξε πρόσφατα στην υπογραφή ειδικής στρατιωτικής συμφωνίας με το Ισραήλ, η οποία είναι παρόμοια με την υφιστάμενη συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και ΗΠΑ. Δεν υπάρχει αντίστοιχη συμφωνία με άλλη χώρα. Εγγυάται νόμιμη ασυλία σε κάθε κατηγορία στρατιωτικού προσωπικού κατά την πραγματοποίηση ασκήσεων στο έδαφος της άλλης χώρας (2) και ορίζει ότι το ισραηλινό ναυτικό θα μπορεί να επεμβαίνει στα κυπριακά χωρικά ύδατα και στην Αν. Μεσόγειο για να εξουδετερώσει κάθε είδους επιθέσεις ισλαμιστών κατά ελληνικών και ισραηλινών συμφερόντων. Επίλεκτες μονάδες του ισραηλινού στρατού μπορούν, αν χρειαστεί, να αναπτυχθούν στις πλατφόρμες εξόρυξης υδρογονανθράκων της Κύπρου ή να εγκατασταθούν σε ελληνικές στρατιωτικές βάσεις (3).
Η στρατιωτική συμφωνία υπογράφηκε εξ ονόματος της ελληνικής κυβέρνησης από τον υπουργό Άμυνας, Πάνο Καμμένο. Δεν θα μπορούσε όμως να υπογραφεί χωρίς τη συγκατάθεση του Σύριζα. Η επιλογή αυτή φάνηκε από το ταξίδι του ΥΠΕΞ, Νίκου Κοτζιά, στην Ιερουσαλήμ, στις 6 Ιουλίου 2015. Εκεί ο Έλληνας υπουργός συζήτησε με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπένγιαμιν Νετανιάχου, τη σύσφιγξη των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Ο λόγος του Σύριζα παρουσιάζεται λοιπόν ως αποτέλεσμα της λαϊκής θέλησης να αντιταχθεί στον «ιμπεριαλισμό». Ταυτοχρόνως ακολουθείται πολιτική ακόμα μεγαλύτερης ενσωμάτωσης στη δομή της αυτοκρατορίας. Η κυβερνητική δράση πρέπει να ξεχάσει το πρόγραμμα του κόμματος, το δε πρόγραμμα να μείνει καθαρό από οποιαδήποτε συγκεκριμένη πράξη υλοποίησής του. Όπως και η «φαινομενολογική εποχή» του Χούσερλ (4), έτσι και η ελληνική κυβέρνηση βάζει τον πραγματικό κόσμο εντός παρενθέσεων και επικεντρώνεται στις προθέσεις. Το βλέμμα δεν πρέπει να στρέφεται προς τον εξωτερικό κόσμο, προς τα αντικείμενα, αλλά προς τον εσωτερικό αποκλειστικά. Το μόνο που μετράει είναι η πρόθεση του Τσίπρα. Ο αντιιμπεριαλισμός του υφίσταται αυτομάτως –αρκεί να τον διακηρύξει– μπορεί δε άνετα να συνυπάρχει με την ενίσχυση της συνεργασίας εντός του ΝΑΤΟ, δηλαδή με μία πολιτική που αντιβαίνει σε αυτόν. Βρισκόμαστε εκτός της γλώσσας, ο λόγος και η πραγματικότητα συνυπάρχουν ανεξάρτητα ο μεν από τη δε. Ο μεν ως λιτανεία, άρα ως κάτι το επιθυμητό, η δε ως κάτι το ακατονόμαστο, το οποίο δεν μπορούμε να συλλάβουμε με τη σκέψη και, συνεπώς, είναι αδύνατον να το αντιμετωπίσουμε. Οι διακηρύξεις συγχέονται με την πραγματικότητα: δεν είναι πλέον δυνατόν να αποστασιοποιηθείς από τον λόγο της εξουσίας.
Πρωτείο της εικόνας, η λιτότητα ως μόνη δυνατή επιλογή 
Η συνθηκολόγηση δεν ανατρέπει την εικόνα του πρωθυπουργού. Ο ίδιος τόνισε στη συνέντευξή ότι αγωνίστηκε, ότι «το πάλεψε όσο κανείς» (5). Βγαίνει έτσι από μία πολιτική αντιπαράθεσης και καταλαμβάνει τη θέση του θύματος. Η θυματοποίηση έχει δύο όψεις: την εικόνα του ήρωα που πολέμησε όσο κανείς άλλος και, συγχρόνως, την εικόνα του θύματος. Η μητέρα του Αρίστη δηλώνει στη σκανδαλοθηρική εφημερίδα Παραπολιτικά, ότι «ο Αλέξης τον τελευταίο καιρό δεν τρώει, δεν κοιμάται αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Έχει χρέος στον κόσμο που τον εμπιστεύτηκε». Και προσθέτει: «Από το αεροπλάνο πάει κατευθείαν στη Βουλή. Εδώ δεν προλαβαίνει να δει τα παιδάκια του, εμένα θα δει;» Ολα δηλαδή ανάγονται στα βάσανα ενός ιδεαλιστή πολιτικού, ο οποίος έχει πληγωθεί από την απονιά του κόσμου.
Το πεδίο της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται, από την αντικειμενική αντίθεση μεταξύ κοινωνικών δυνάμεων, στην εσωτερική σύγκρουση που βιώνει ο πρωθυπουργός. Ο λαός στερείται τη δυνατότητα αντίστασης, προκειμένου να μη λαβωθεί η εικόνα του Τσίπρα. Πάντα εξάλλου το φαίνεσθαι ήταν σημαντικό για την ελληνική κυβέρνηση: η μετονομασία της «τρόικας» σε «θεσμούς» είχε παρουσιαστεί ως επιτυχία στον ελληνικό λαό.
Βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση ενέδωσε πλήρως στις απαιτήσεις των δανειστών και με το παραπάνω. Οι απαιτήσεις, εξάλλου, της τρόικας, δεν έχουν τελειωμό. Η νέα οικονομική υποβάθμιση της χώρας επιτρέπει στους «θεσμούς» να απαιτούν επιπλέον ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες, λόγω του επείγοντος, θα γίνουν με εξευτελιστικά τιμήματα. Η κυβέρνηση αναγκαστικά θα περάσει από τη συνθηκολόγηση στη συνεργασία (6), για τη διανομή των ιματίων της χώρας.
Η πολιτική λιτότητας που έχει επιβληθεί στη χώρα οδήγησε, εντός πενταετίας, στη μείωση του ΑΕΠ κατά 25 – 30% και σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση του επιπέδου διαβίωσης της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού: τα υψηλά εισοδήματα δεν επλήγησαν ιδιαίτερα από τα μέτρα. Το πλάνο που επιβάλλεται τώρα δεν μπορεί παρά να επιδεινώσει την κατάσταση: μεγαλύτερη λιτότητα και αύξηση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ. Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της, με αποτέλεσμα να χρειαστεί νέα εξωτερική παρέμβαση. Η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη απλώς φαίνεται να αναβάλεται. Επιπλέον η Ελλάδα χάνει ουσιαστικά τα υπολείμματα εθνικής κυριαρχίας, διότι οφείλει να συμμορφωθεί προς τους μηχανισμούς αυτόματης περικοπής των δαπανών της και να υποβάλει τις μεταρρυθμίσεις της στην έγκριση των ευρωπαϊκών οργάνων. Ποια είναι η «καταστροφή»; Η νέα ταχεία και προγραμματισμένη αποδυνάμωση της χώρας ή μια έξοδος από το ευρώ, που θα επιτρέπει τη χρεοκοπία και συνεπώς τη δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης;
Καλλιέργεια αισθήματος ανημπόριας 
Η επίθεση κατά της επιθυμίας αντίστασης του πληθυσμού δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και το σύνολο της ΕΕ. Ο Τσίπρας ήθελε να πιστέψει ότι αυτό που θεωρούσε ταμπού, δηλαδή το Grexit ως κίνδυνο διάλυσης της ευρωζώνης, αποτελούσε ταμπού και για τους συνομιλητές του. Οι ιθύνοντες όμως της ΕΕ, και ιδίως η Γερμανία, εκτιμούν ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προορίζεται να διαχυθεί στο ευρύτερο πλαίσιο μίας μεγάλης διατλαντικής αγοράς. Η Γερμανία, τόσο στο επίπεδο καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, όσο και με τις επανειλημμένες υπεκφυγές της κατά τις επιθέσεις εναντίον του ευρώ, ευνοεί τα αμερικάνικα hedge funds. Η θέληση αυτή να υπονομευθεί η ευρωζώνη επιβεβαιώνεται από την επανειλημμένη άρνηση να δεχτεί κανείς το αναπόφευκτο, δηλαδή την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (7). Αποτέλεσμα της άρνησης αυτής είναι να δημιουργείται μόνιμη αστάθεια στην πλειονότητα των χωρών της ευρωζώνης, ώστε να επικρέμαται πάνω τους η απειλή των αγορών. Η στάση αυτή είναι συνεπής με τη γερμανική προτίμηση οικονομικής ένωσης με τις ΗΠΑ.
Το πλάνο του υπουργού Οικονομικών, Βόλφανγκ Σόιμπλε, δεν είχε ως κύριο στόχο την Ελλάδα, αλλά, μέσω αυτής, τις χώρες με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα (Γαλλία, Ιταλία), ούτως ώστε να μεταφερθούν στα ευρωπαϊκά όργανα, δηλαδή στη Γερμανία, ό,τι απομένει από τις δημοσιονομικές τους αρμοδιότητες (8). Εάν η διάλυση της ευρωζώνης μέσα σε ένα νέο διατλαντικό σύνολο αποτελεί επιδίωξη των ευρωπαϊκών οργάνων, αυτό πρέπει να γίνει συντεταγμένα, δηλαδή με όρους γερμανικής λιτότητας, εφόσον η Γερμανία είμαι η δεσπόζουσα ευρωπαϊκή δύναμη, γύρω από την οποία οι ΗΠΑ έστησαν την ΕΕ και με τη βοήθεια της οποίας προσπαθούν να την αποδομήσουν. Οι εκπτωχευμένοι πληθυσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα μπορούν πλέον να αποτελούν προνομιακό στόχο των γερμανικών εξαγωγών, οι οποίες θα στραφούν προς τις ΗΠΑ.
Η διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα σε αυτή την πολιτική και οικονομική ζώνη μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με μια σημαντική υποχώρηση του επιπέδου διαβίωσης και των ελευθεριών στην Ευρώπη. Οι λαοί της ΕΕ θα πρέπει να συναινέσουν στην αποξήλωση των κεκτημένων τους. Η ελληνική εμπειρία συντελεί στην καλλιέργεια αισθήματος ανημπόριας έναντι της καταστρεπτικής αυτής πολιτικής, αποκαλύπτοντας έτσι τι διακυβεύεται συνολικά.
  1.  Maurice Barrès. Τη φράση επισημαίνει ο ιστορικός Henry Guillemin.
  2.  ΣτΜ: Οι συμφωνίες status of forces agreement (SOFA) όπως αυτή που υπέγραψε η Ελλάδα με το Ισραήλ, είναι συμφωνίες που συνάπτουν μεγάλες ή μεσαίες δυνάμεις με πιο αδύναμες ή υποτελείς τους χώρες για τη στάθμευση των στρατιωτικών τους δυνάμεων σε αυτές. Οπως έχει γραφτεί πολύ χαρακτηριστικά (https://en.wikipedia.org/wiki/Status_of_forces_agreement), οι εν λόγω συμφωνίες είναι κάτι το διαφορετικό από τη στρατιωτική κατοχή.
  3.  ΣτΜ: Παρουσίαση της συμφωνίας στο http://alencontre.org/europe/grece/grece-israel-un-type-daccord-militaire-sans-precedent.html#more-29847, με παραπομπές σε αγγλόφωνες ισραηλινές πηγές.
  4.  ΣτΜ: Βλ. σύντομη εξήγηση της έννοιας (στα ελληνικά) εδώ: http://hegel-platon.blogspot.be/2011/08/e-husserl.html
  5.  Βλ. συνέντευξη Τσίπρα, 14.07.2015, https://left.gr/news/synenteyxi-toy-prothypoyrgoy-al-tsipras-stin-ert
  6.  στο πρωτότυπο: collaboration.
  7.  Βλ. Jean-Claude Paye, La crise de l’euro bégaie http://www.voltairenet.org/article167903.html (όπου ήδη από τον Δεκέμβριο του 2010 ο συγγραφέας προβλέπει τη διάσωση των τραπεζών εις βάρος των  Ευρωπαίων μισθωτών και καταθετών, ΣτΜ)
  8.  Jacques Sapir, «Varoufakis et le plan B, 3 Αυγούστου 2015, http://russeurope.hypotheses.org/4177
* Ο Jean-Claude Paye είναι Βέλγος κοινωνιολόγος. Ασχολείται με θέματα όπως το κράτος δικαίου και η μαζική χειραγώγηση. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 21 (Σεπτέμβριος 2015) του βελγικού περιοδικού Kairos.
Μετάφραση: Στράτος Μεϊντανόπουλος.
Οι υποσημειώσεις έχουν προσαρμοστεί για τον Έλληνα αναγνώστη.
Πηγή
 =================
  • Μνημόνιο = Εθισμός + Ύπνωση

    ====================

    Τα ζόμπι δεν είναι νοικοκυραίοι 

    Άρης Χατζηστεφάνου


    Η νέα ταινία με ζωντανούς νεκρούς του Τζιμ Τζάρμους εισάγει ψήγματα κοινωνικής κριτικής σε ένα πολιτικά αδιάφορο κινηματογραφικό είδος της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος. Στην πραγματικότητα όμως τα ζόμπι ήταν πάντοτε βαθύτατα πολιτικά.

    Αμερικανοί πολιτικοί που θυσιάζουν τον πλανήτη στο όνομα του κέρδους, ένα καπέλο σαν αυτά που φορούσαν οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ, τρεις χίπστερ και μερικά ζόμπι που κοιτούν υπνωτισμένα τα κινητά τους είναι τα σημαντικότερα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα που κατάφερε να συμπεριλάβει ο Τζιμ Τζάρμους στη νέα του ταινία «Dead don't lie», με την οποία άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ των Κανών. «Αθλος», θα αναφωνήσουν οι περισσότεροι γνωρίζοντας ότι οι ταινίες με ζόμπι, που κυκλοφορούν κατά εκατοντάδες την τελευταία δεκαετία, είναι πολιτικά ανούσιες τσιχλόφουσκες για τα μάτια νεαρών θεατών.

    Η ιστορία των ζόμπι όμως είναι βαθύτατα πολιτική.

    Αν και οι μύθοι της επιστροφής των νεκρών εμφανίζονται ήδη από τα χρόνια της αρχαίας Μεσοποταμίας, τα ζόμπι, όπως τα φανταζόμαστε σήμερα, σχετίζονται πολύ περισσότερο με τους θρύλους της Αϊτής. Οι μαύροι σκλάβοι, που έφτασαν εκεί από τα βάθη της Αφρικής, μετέφεραν δεισιδαιμονίες οι οποίες άρχισαν να λαμβάνουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά με την επικράτηση της δουλείας.


    Οπως εξηγούσε παλαιότερα η Αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Εϊμι Γουίλεντζ, οι οδηγοί των σκλάβων της Αϊτής χρησιμοποιούσαν τους μύθους των ζωντανών νεκρών για να αποτρέπουν τους κατοίκους του νησιού από την αυτοκτονία – τη μόνη διέξοδο που είχαν από τα δεινά που τους επέβαλαν οι λευκοί δουλέμποροι ήδη από τα χρόνια του Χριστόφορου Κολόμβου.

    Τα ζόμπι της Αϊτής θα εισέλθουν στον αμερικανικό κινηματογράφο με την ταινία «White Zombie» με τον Μπέλα Λουγκόσι. Θα πρέπει να περιμένουν όμως μέχρι το 1968 ώστε ο Τζορτζ Ρομέρο να σκηνοθετήσει τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών», στην οποία αποκτούν την εμφάνιση και το χαρακτηριστικό αργό περπάτημα με το οποίο τα γνωρίζουμε μέχρι και σήμερα.

    Καθώς η κυκλοφορία της ταινίας συμπίπτει με την κορύφωση του ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του '60, αρκετοί θα επιχειρήσουν να ερμηνεύσουν με πολιτικά και οικονομικά κριτήρια την «αποκάλυψη των ζόμπι». Μεταξύ άλλων οι ορδές των ζωντανών νεκρών παρουσιάζονται σαν μια κριτική στον αμερικανικό καταναλωτισμό. Παράλληλα ο μαύρος πρωταγωνιστής Ντουέιν Τζόουνς, ο οποίος μάχεται ηρωικά αλλά τελικά δολοφονείται από ομάδες λευκών ενόπλων, ταυτίζεται σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τον Μάλκολμ Χ.

    Ισως η πιο ενδιαφέρουσα ανάλυση της ταινίας, όμως, παρουσιάζεται στο ντοκιμαντέρ «Nightmares in red, white and blue» («Εφιάλτες σε κόκκινο, λευκό και μπλε») όπου τα ζόμπι παρουσιάζονται σαν μια αλληγορία για την περίφημη «σιωπηρή πλειοψηφία» των ΗΠΑ – αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε νοικοκυραίους.

    Αν και ο όρος χρησιμοποιούνταν από τους Αγγλοσάξονες τον 18ο και τον 19ο αιώνα για να περιγράψει τους νεκρούς (οι οποίοι αθροιστικά είναι περισσότεροι από τους ζωντανούς), έλαβε νέα ερμηνεία ύστερα από μια ομιλία του προέδρου Νίξον, ο οποίος αποκάλεσε «σιωπηρή πλειοψηφία» όσους δεν συμμετείχαν στο αντιπολεμικό κίνημα. Τα ζόμπι, λοιπόν, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ ήταν οι άβουλοι Αμερικανοί πολίτες, που δεν καταδίκασαν ποτέ τον πόλεμο αλλά θα έφταναν σε σημεία κανιβαλισμού για να εξασφαλίσουν την αυτοσυντήρησή τους.

    Εκτοτε εκατοντάδες κριτικοί κινηματογράφου και πανεπιστημιακοί επιχειρούν να ερμηνεύσουν τι εκπροσωπούν σε κάθε εποχή οι κινηματογραφικές ορδές των ζόμπι, ουσιαστικά δηλαδή πώς αντιλαμβάνεται κάθε κοινωνία τον κίνδυνο του ανεξέλεγκτου όχλου.

    Από τη δεκαετία του '70 και ύστερα, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των συγκεκριμένων ταινιών ξεκινά με την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να διαχειριστεί την κρίση και συνεχίζει με την προσπάθεια μεμονωμένων ατόμων να επιβιώσουν – αφήγηση που ταιριάζει απόλυτα με το φιλελεύθερο πνεύμα που επικράτησε από τη δεκαετία του '80.

    Εξαίρεση αποτέλεσε η απαράδεκτη (από όλες τις απόψεις) ταινία «World War Z» με τον Μπραντ Πιτ, όπου την τελική λύση στο πρόβλημα των ζόμπι επιχειρεί να δώσει ο αμερικανικός στρατός, σε συνεργασία με την ισραηλινή Μοσάντ και τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες.

    Σε μια από τις πιο χυδαίες μορφές ισλαμοφοβίας στην παγκόσμια ιστορία του κινηματογράφου, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει το Ισραήλ περικυκλωμένο από ζόμπι να προσπαθεί να επιβιώσει χτίζοντας ένα ψηλό τείχος και εναποθέτοντας τις ελπίδες ολόκληρης της ανθρωπότητας στους Ισραηλινούς στρατιώτες που πολυβολούν τους «εισβολείς». Περίπου δηλαδή ό,τι συμβαίνει κάθε Παρασκευή με τις εκτελέσεις Παλαιστινίων που επιχειρούν να επιστρέψουν στα κατεχόμενα εδάφη.

    Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η τελευταία ταινία του Τζιμ Τζάρμους επαναφέρει μια πιο υγιή ματιά σχετικά με το τι αντιπροσωπεύουν τα ζόμπι - ίσως επειδή αποτελεί και ένα homage στη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» και το ριζοσπαστικό πνεύμα της εποχής της.

    Δείχνοντας τα ζόμπι εξαρτημένα από τα κινητά τους τηλέφωνα να αναζητούν εναγωνίως σήμα wi-fi και να εισβάλλουν σε καταστήματα για να βρουν τα καταναλωτικά προϊόντα που αγόραζαν όταν ήταν ζωντανοί, ο Τζάρμους φαίνεται να επαναφέρει την ταύτιση των ζόμπι με την κουλτούρα της υπερκατανάλωσης.

    Ισως πάλι η ταινία να μη σηκώνει και τόση πολιτική ανάλυση. Θα ήταν ίσως καλύτερο να αρκεστούμε στις λίγες απολαυστικές σκηνές, όπως αυτή με τον Ιγκι Ποπ σαν ζωντανό νεκρό να αναζητά εναγωνίως… λίγο καφέ.
    Πηγή: efsyn.gr

Σχόλια