Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, που ολοκλήρωσε, και με την πρόθεση να έρθει σε συμφωνία με την «ταραχώδη» και διπλωματικά αναξιόπιστη Αλβανία, που άφησε πίσω του απερχόμενος, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Κοτζιάς επιχείρησε επιστροφή στη βαλκανική ενδοχώρα. Με τον τρόπο αυτό, όμως, μάλλον δημιούργησε σύγχυση ως προς του στόχους και τις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩΠολύ περισσότερο θόλωσε την εικόνα που είχε αποκτήσει η Ελλάδα και όφειλε να την επικυρώσει -σε συντονισμό με την Κύπρο- μέσα από την «Μεσογειακή Συμμαχία» με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, την συζήτηση με τον Λίβανο και την επέκταση προς την Σαουδική Αραβία. Οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών, με πολιτικούς όρους, κάτι εύλογο με δεδομένη την προεκλογική περίοδο στην Ελλάδα που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη.
Το πλέον προβληματικό, όμως, είναι ότι η Ελλάδα όχι μόνον επέστρεψε στη Βαλκανική, αλλά και σε μια ανούσια συζήτηση, περί μιας δύναμης σταθερότητας στην βόρεια περιοχή και μάλιστα ως αναπτυξιακή διέξοδο για την χειμαζόμενη εθνική οικονομία της. Η στρατηγική αυτή έχει δοκιμασθεί οδηγώντας σε πλήρη αποτυχία την δεκαετία 1998-2008, πριν δηλαδή την διεθνή οικονομική κρίση χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα που οδήγησε την Ελλάδα σε κατάσταση ελεγχομένης χρεοκοπίας.
Η διεθνής πολιτική της χώρας που υπηρετήθηκε με συνέπεια ειδικά μετά το 2015-2016, έστω και εάν ως αντίληψη είχε διατυπωθεί από το 2011-2012 ακόμη, με κύριο άξονα και πεδίο ανάπτυξης την Ανατολική Μεσόγειο έχει επιφέρει πολύ θετικά αποτελέσματα. Έθεσε την Ελλάδα στον πυρήνα τους ενεργειακού Ελντοράντο, αλλά το κυριότερο την κατέστησε συμμέτοχη δύναμη αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού και σταθερότητας σε μία ευρεία θαλάσσια περιοχή.
Η «Μεσογειακή Συμμαχία»
Αυτή ξεκινά από τα στενά του Βοσπόρου -την είσοδο στον Εύξεινο Πόντο- διαπερνά το Αιγαίο, απλώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω των ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου και τελικά καταλήγει στην διώρυγα του Σουέζ. Η Ελλάδα είναι κυρίαρχη ναυτική δύναμη σ’ αυτή τη «Μεσογειακή Συμμαχία» στο πεδίο του Πολεμικού Ναυτικού. Όχι μόνον στη βάση της παράδοσης, αλλά λόγω και του εξοπλισμού σε πλοία και μέσα, καθώς και της ικανότητας των πληρωμάτων της που δοκιμάζονται σε ασκήσεις και δύσκολα σενάρια πολέμου με τις σύμμαχες χώρες.Αυτή η αναγνωρισμένη πραγματικότητα την φέρει σε θέση επαρκούς ισορροπίας ισχύος σε σχέση τόσο με το Ισραήλ όσο και την Αίγυπτο. Ταυτόχρονα, ο μέχρι πρόσφατα δυσθεώρητος από πλευράς οικονομικής βιωσιμότητας EastMed δημιουργεί πολύ συγκεκριμένο άξονα και διαδρομή από την Μεσόγειο προς την Ευρώπη που συντάσσει περαιτέρω την συμμαχία. Δημιουργεί, επίσης, δυναμική για την συμπλήρωση της με την συμμετοχή των ΗΠΑ στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και της Γαλλίας στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος.
Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα και η ελεύθερη Κύπρος αποκτούν θωράκιση σε ομόκεντρους κύκλους σύμπτωσης συμφερόντων και προτεραιοτήτων τόσο σε περιφερειακό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο κεντρικών μεγάλων δυνάμεων. Θωρακίζουν έτσι τον «ζωτικό χώρο» τους που δεν είναι στην Βαλκανική και στα ηπειρωτικά εδάφη στην Κεντρική Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή, αλλά επί της θάλασσας στην συγκεκριμένη γεωπολιτική και γεωοικονομική ενότητα.
Η στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ
Η ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια περιθωριοποίησε τους δογματισμούς και τις διπλωματικές υπεκφυγές περί πολυμερούς διπλωματίας και ανούσιου ευρωατλαντισμού. Αυτή ήταν η κυρίαρχη θεώρηση πραγμάτων την τριακονταετία 1980-2010 που σήμερα είναι χωρίς περιεχόμενο. Τα τελευταία χρόνια η ελληνική εξωτερική πολιτική τοποθετήθηκε τόσο στον περιφερειακό άξονα μέσω Μεσογείου, όσο και σε κεντρικό άξονα μέσω της σύναψης στρατηγικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ, η οποία επί του παρόντος, όμως, δεν έχει αποκτήσει το σύνολο των παραμέτρων της.Οι συγκρούσεις του Ισραήλ (Νετανιάχου), της Αιγύπτου (Αλ Σίσι) και των ΗΠΑ (Τράμπ) με την Τουρκία (Ερντογάν) ειδικά μετά το 2016 βοήθησαν στην εμπέδωση του νέου αυτού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα, παραμένοντας στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, εξαιτίας του χρέους της και των εξαρτήσεων από τη νομισματική ζώνη, μπορεί να προσβλέπει ότι θα αποτελέσει αυτή τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης. Κι αυτό, επειδή η λανθασμένη θεωρία για τα εθνικά συμφέροντα περί ένταξης της Τουρκίας στην Ευρώπη έχει καταπέσει και η μεταπολεμική δυτική θεώρηση για γεωπολιτική ενότητα Τουρκίας-Ελλάδας δεν έχει πλέον ρεαλιστική βάση.
Το κρίσιμο είναι η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος –και ως μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών του Ηνωμένου Βασιλείου ειδικά μετά το Brexit– να παραμείνουν επικεντρωμένες από κοινού στην ίδια μεσογειακή στρατηγική του «ζωτικού χώρου». Ειδικά η Ελλάδα οφείλει να εμπεδώσει τα κυριαρχικά δικαιώματα και τις οικονομικές της ζώνες στη θάλασσα απέναντι στην προπαγάνδα και τον ψηφιακό (υβριδικό) πόλεμο που δέχεται από την Τουρκία, όπως και ολόκληρη η «Μεσογειακή Συμμαχία» με τις θεωρίες περί «Γαλάζιας Πατρίδας». Αυτό μεταξύ των άλλων σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποφύγει τις εμπλοκές στα σενάρια περί ευρωστρατού και να βγει κερδισμένη από την επερχόμενη αναταραχή και τις τυχόν διορθώσεις συνόρων στην Βαλκανική.
Σχόλια