Κώστας Γρίβας Όπως ακριβώς περίμενα, τα δύο προηγούμενα άρθρα μου στο SLpress, συγκέντρωσαν τα πυρά των καθ’ έξιν δουλοφρόνων, χαρακτηριζόμενα ως «βλακείες», «επικίνδυνες απόψεις» και διάφορα άλλα. Το ίδιο έχει συμβεί και με κάθε άλλο κείμενο, δικό μου ή άλλων, που επιχειρηματολογεί για ρεαλιστική δυνατότητα άσκησης εθνοκεντρικών στρατηγικών, για την αναγκαιότητα εθνικά ανεξάρτητης πολιτικής και για την απεξάρτηση από τα πάσης φύσεως «ανήκειν». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩΤον τελευταίο καιρό μάλιστα οι απαξιωτικές κρίσεις και οι υβριστικοί χαρακτηρισμοί έχουν επικεντρωθεί στις απόψεις που αμφισβητούν τη σοφία να τοποθετήσεις μια γεωπολιτική πυρηνική βόμβα στα θεμέλια της χώρας. Δηλαδή, στις απόψεις που αμφισβητούν τη Συμφωνία των Πρεσπών, όχι μόνο από εθνικής σκοπιάς, αλλά και ως εργαλείο ενίσχυσης της θέσης της Ελλάδας στη δυτική αρχιτεκτονική.
Αυτοί που με απασχολούν είναι όσοι προωθούν και επιβάλλουν μια μηδενιστική αντίληψη, η οποία συμπυκνώνεται στην ιδέα ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί». Δεν μπορεί να πει όχι στη Συμφωνία των Πρεσπών, γιατί «δεν είναι ανεξάρτητη». Και δεν είναι ανεξάρτητη, κατά την άποψή τους, γιατί δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη. Δεν μπορεί να λειτουργεί με βάση τις επιλογές και τα συμφέροντά της, δεν μπορεί, εν τέλει, να υπάρχει.
Αυτές οι απόψεις αποτελούν εκδήλωση μιας πολύ επικίνδυνης παθογένειας της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας άτυπος εθνομηδενισμός. Επίσημος και συγκεκαλυμμένος εθνομηδενισμός. Σε πολύ γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ελλάδα μαστίζεται από δύο είδη εθνομηδενισμού. Ο ένας είναι εμφανής, πιο ειλικρινής και πιο «επίσημος» θα λέγαμε.
Οι απόψεις αυτές αρνούνται την ίδια την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Συνακόλουθα, λοιπόν, κάθε αντίληψη περί εθνικής ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εθνοκεντρικής πολιτικής, καθίσταται εκτός νοήματος. Άρα και η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια εξαιρετική συμφωνία για τους ανθρώπους που πρεσβεύουν αυτές τις θεωρίες, αφού δεν δέχονται την ύπαρξη κάποιας αντικειμενικής ιστορίας, ούτε της εθνικής ταυτότητας.
Εκτός πραγματικότητας
Ωστόσο, εκτός από αυτή την εθνομηδενιστική λογική, υπάρχει και μια άλλη. Πιθανώς, πιο επικίνδυνη και σίγουρα πιο ύπουλη. Γιατί δεν έχει την ειλικρίνεια της πρώτης, δεν είναι εμφανής και γιατί ενδύεται τον μανδύα του «ρεαλισμού» και ενίοτε ακόμη και του καταγγελτικού «εθνικισμού» ή «πατριωτισμού».Έτσι, κάθε προσπάθεια άρθρωσης πολιτικών προτάσεων που στοχεύουν στην εθνική ανεξαρτησία, την εθνοκεντρική στρατηγική, την αυτόνομη γεωπολιτική λειτουργία της χώρας και την άρνηση της παντοδυναμίας της Δύσης, αντιμετωπίζονται με χλευασμό, οργή και περιφρόνηση από τους εκφραστές αυτού του «ρεαλιστικού» εθνομηδενισμού, γιατί υποτίθεται ότι είναι «εκτός πραγματικότητας».
Και αυτό με βάση «επιχειρήματα» του τύπου: «η Ελλάδα είναι πολύ μικρή και αδύναμη», «κάπου πρέπει να ανήκουμε», «πρέπει να είμαστε με τους ισχυρούς» και όλα τα συναφή. Άρα και για τη Συμφωνία των Πρεσπών καλώς κάναμε και την υπογράψαμε, αφού έτσι μας ζητήθηκε από τους ισχυρούς πάτρωνές μας και δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς.
Εν συνεχεία, έχουμε έναν μηδενιστικά ηττοπαθή εθνομηδενισμό, ο οποίος συμπυκνώνεται στην αντίληψη ότι φυσικά και δεν θα μπορούσαμε να πούμε όχι στη Συμφωνία των Πρεσπών, αφού «είμαστε κατακτημένοι». Για να τεκμηριωθεί δε ότι αυτή ήταν μια αναπόφευκτη επιλογή, προβάλλονται οι αντιλήψεις περί μνημονίων, εποπτείας, υπαγωγής σε γεωπολιτικές δομές της Δύσης κλπ.
Βέβαια, είναι γεγονός ότι η Ελλάδα απέχει πολύ από το να είναι πλήρως ανεξάρτητο κράτος και όντως τα τελευταία χρόνια υπέστη ακρωτηριασμό της -έτσι και αλλιώς- αναιμικής εθνικής της κυριαρχίας. Όμως, έχει υποστεί αυτό ακριβώς. Ακρωτηριασμό και όχι πλήρη απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας, όπως υποστηρίζει αυτή η άποψη. Και το χαμένο αυτό κομμάτι πρέπει να το να ξανακερδίσει και όχι να «βολευτεί» με την απώλειά του. Και αυτό μπορεί να γίνει βήμα-βήμα.
Γεωπολιτική του τάφου
Όμως, για τους θιασώτες αυτού του καταγγελτικού εθνομηδενισμού, από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει χάσει την εθνική της κυριαρχία δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την ξανακερδίσει. Αυτή είναι μια λογική που θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «γεωπολιτική του τάφου». Δηλαδή, έχω αποδεχθεί τόσο πολύ την υποδούλωση και τον γεωπολιτικό μου θάνατο που δεν θέλω να ενοχλούμαι με επιχειρήματα ότι μπορεί να μην είναι και έτσι.Ειδικά δε για τη Συμφωνία των Πρεσπών, φυσικά και η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να αντισταθεί στα όποια κελεύσματα του δυτικού παράγοντα. Και μάλιστα με τρόπο που θα ενίσχυε και την προσπάθειά της να επιτύχει ευρύτερη εθνική ανεξαρτησία και να χαράξει σταδιακά μια εθνοκεντρική στρατηγική.
Μια παραλλαγή της παραπάνω αντίληψης υποστηρίζει ότι θα μπορούσαμε, ίσως, να κερδίσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία και συνακόλουθα και την πολυτέλεια να λέμε όχι στους ισχυρούς για κρίσιμα εθνικά θέματα, όπως είναι το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Θα μπορούσαμε, αφού όμως θα έχουμε επιτύχει πλήρη οικονομική ανεξαρτησία, να έχουμε βγει από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ και μια σειρά από άλλα.
Αυτή η άποψη ουσιαστικά υποστηρίζει ότι μπορείς να αρχίσεις να λειτουργείς ως στοιχειωδώς εθνικά ανεξάρτητος, μόνον όταν θα έχεις γίνει πλήρως εθνικά ανεξάρτητος. Δηλαδή ή 100% ή 0. Και επειδή η απόλυτη ανεξαρτησία δεν θα έλθει από τη μία στιγμή στην άλλη, δεν ξεκινάς ποτέ να την διεκδικείς. Τόσο απλά.
«Προδοτικές ηγεσίες» και «ανάξιοι λαοί»
Μια ακόμη πιο επίμονη και δύσκολο να καταπολεμηθεί καταγγελτική εθνομηδενιστική αντίληψη είναι ότι «αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα γιατί οι ηγεσίες είναι προδοτικές». Βέβαια, οι ελληνικές ηγετικές ελίτ απέχουν πολύ από το να είναι εθνοκεντρικές, ενώ η πλειοψηφία των εκπροσώπων τους αντιμετωπίζουν με απέχθεια, ή και με τρόμο ακόμη, κάθε άποψη περί αυτόνομης γεωπολιτικής πορείας εκτός των κατευθυντήριων εντολών του δυτικού παράγοντα.Όμως, όσοι προβάλλουν τον παράγοντα «προδοτικές ηγεσίες» ως το αξεπέραστο εμπόδιο για μια εθνοκεντρική πολιτική δεν τις αντιμετωπίζουν ως κάτι που πρέπει να αλλάξει ή να υπερκεραστεί. Τις αντιμετωπίζουν ως ένα μόνιμο, πάγιο και διαρκές στοιχείο της ελληνικής γεωπολιτικής ταυτότητας, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Και φυσικά, θεωρούν ότι δεν μπορεί να το αλλάξει ο λαός. Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει αναλλοίωτο και πανίσχυρο.
Όσο όμως και αν οι ελίτ εξουσίας είναι απομακρυσμένες από τα πλατιά λαϊκά στρώματα, εντούτοις ούτε πανίσχυρες είναι, ούτε και ο λαός τόσο ανίσχυρος, όπως προσπαθεί να μας πείσει αυτή η άποψη. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της δουλοπρεπούς στάσης των πολιτικών ηγεσιών έναντι των κελευσμάτων του ξένου παράγοντα εδράζεται ακριβώς πάνω σε ηττοπαθείς, μοιρολατρικές, φαταλιστικές, αντιλήψεις που ταλανίζουν μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με αυτές η Ελλάδα είναι έρμαιο αλλότριων δυνάμεων και ο λαός δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα για να αλλάξει αυτό το δεδομένο. Άρα, η μόνη επιλογή της χώρας εμφανίζεται να είναι η υποταγή. Οποιαδήποτε άλλη αντίληψη αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση, χλευασμό ή και οργή, γιατί ακριβώς απειλεί να μας βγάλει από τη γαλήνη του γεωπολιτικού τάφου.
Αυτές οι απόψεις, λοιπόν, ανεξαρτήτως με το ένδυμα που φέρουν και με το πώς αυτοαποκαλούνται είναι εθνομηδενιστικές. Και είναι εθνομηδενιστικές γιατί αρνούνται την εθνική λειτουργία. Όχι κατ’ επιλογήν, όπως κάνουν οι επισήμως εθνομηδενιστικές, αλλά υποτίθεται κατ’ ανάγκην. Άρα, καταλήγουν στο ίδιο σημείο.
Θέλουν και προωθούν μια υποδουλωμένη Ελλάδα, μια Ελλάδα που δεν μπορεί να πει όχι, μια Ελλάδα που δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα και αυτόφωτα, μια νεκρή γεωπολιτικά Ελλάδα. Όμως, η ηττοπάθεια, η δουλοπρέπεια και η αποδοχή της υποδούλωσης ως «ρεαλιστική» και «αναπόφευκτη» επιλογή ποτέ δεν βγήκαν σε καλό για κανέναν. Σήμερα, η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει τους ίδιους της τους φόβους αν θέλει να επιβιώσει.
Σχόλια