Η ιδιοποίηση του κράτους από το κομματικό σύστημα

Η ιδιοποίηση του κράτους από το κομματικό σύστημα, Σωτήρης Αμάραντος
Βασική προϋπόθεση για την άσκηση πολιτικής φιλελεύθερου ή αριστερού προσανατολισμού είναι η «ύπαρξη» κράτους. Οι κλασικοί στοχαστές και των δυο ηγεμονικών, κατά τη νεωτερικότητα, πολιτικών προσεγγίσεων, ακόμη κι αν έθεταν ως κεντρική επιδίωξή τους τη σταδιακή συρρίκνωση, ή ακόμη και εξάλειψη της κρατικής οντότητας, δεν υποτίμησαν την κρισιμότητα του ρόλου του. Ειδικώς κατά την περίοδο που προετοιμάζεται η πραγμάτωση των κοινωνικών τους ουτοπιών (κοινωνία αρμονίας ιδιωτικών συμφερόντων για τους μεν, κομμουνιστική κοινωνία για τους δε). ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Στη χώρα μας, εξαιτίας των ιστορικών της ιδιαιτεροτήτων, οι οποίες αφορούν την εκ των άνω επιβολή της πολιτικής οργάνωσης, αρχικώς της βασιλείας και στη συνέχεια του κοινοβουλευτισμού, οι κομματικοί συνασπισμοί ιδιοποιούνται πλήρως το κράτος. Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεμελιώδη αντινομία: Η εγχώρια πολιτική ελίτ, δεν μπορεί να εξασφαλίσει το ταξικό της συμφέρον, εάν δεν κινητοποιήσει διαδικασίες που αποδομούν τους κρατικούς θεσμούς, τους οποίους όμως παράλληλα, τους έχει ανάγκη, ώστε να εξασφαλίζει την ηγεμονία της.

Σε αυτό ακριβώς το αρνητικό γεγονός έγκειται, κατά τη γνώμη μας, η ουσιώδης συγγένεια όλων των ελληνικών κομμάτων, τα οποία στον βαθμό που εγείρουν αξιώσεις κυριαρχίας, εντός του υπάρχοντος πολιτικού τοπίου, θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως μια ειδική κοινωνική τάξη.
  • Περισσότερο αναλυτικά, θα λέγαμε πως η εγχώρια πολιτική ελίτ συνιστά μια παρασιτική κοινωνική τάξη, που ασκεί εκμετάλλευση στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
  • Οι όποιοι τριγμοί και συγκρούσεις που αναδύονται μεταξύ των κομμάτων δεν προσδιορίζονται από ιδεολογικές αντιθέσεις. Αντίθετα, θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως προσπάθειες ανακατανομής της ισχύος στο εσωτερικό της τάξης αυτής, που δεν αναιρούν όμως τον τελικό σκοπό, ο οποίος αφορά τη διαιώνιση και ενδυνάμωση της κυριαρχίας της επί του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού.

Ο διεθνής παράγοντας

Σε αυτή την επισήμανση θα πρέπει να προστεθεί και ο διεθνής παράγοντας. Από τη στιγμή που η διαχείριση του κράτους από τις πολιτικές ελίτ ουσιαστικά υπονομεύει τους θεσμούς και προωθεί την οικονομική εξαθλίωση της κοινωνίας, ο διεθνής παράγοντας αποκτά κρίσιμο ρόλο για τον τρόπο διεξαγωγής των εγχώριων πολιτικών διευθετήσεων, καθώς αποτελεί τον βασικό χρηματοδότη του ελληνικού δημοσίου.
  • Όσα ως εδώ έχουν εκτεθεί, μας δίνουν τη δυνατότητα να εντοπίσουμε το φαινόμενο της πλήρους ρήξης μεταξύ των συμφερόντων των κομματικών οργανώσεων και της πολιτικής βούλησης της κοινωνίας. Η έλλειψη οργανικής σύνδεσης μεταξύ των κομματικών μορφωμάτων και των διαφόρων στρωμάτων που συγκροτούν την ελληνική κοινωνία, αναπληρώνεται από τα φαινόμενα του προπολιτικού ατομοκεντρισμού, των πελατειακών σχέσεων, της διαφθοράς, της αναξιοκρατίας.
Οι κομματικές δυνάμεις, αφού καταδίκασαν την ελληνική κοινωνία σε πλήρη πολιτική περιθωριοποίηση και μετέτρεψαν το δημόσιο πεδίο σε όργανο διασφάλισης των προνομίων τους, εξανάγκασαν τους πολίτες να αναζητήσουν διεξόδους επιβίωσης κάτω από την προστατευτική και ταυτόχρονα τυραννική αγκάλη των δυνάμεων εκείνων που ελέγχουν το κράτος. 
Η διέξοδος αυτή αφορούσε την κομματική ένταξη, δηλαδή την εξαναγκαστική αποδοχή από τον πολίτη των όρων καταδυνάστευσης του δημοσίου συμφέροντος, με αντάλλαγμα την ατομική ή οικογενειακή επιβίωση και ευμάρεια.

Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, πως, κατά κανόνα, η άρχουσα τάξη αδυνατεί να διαμορφώσει μια ατζέντα διακυβέρνησης, η οποία να συνθέτει με συστηματικό τρόπο τις θεμελιώδεις μεταβλητές: ιδεολογία, κράτος, κοινωνία.
  • Η παρατήρηση αυτή μπορεί να εξηγήσει την ανυπαρξία, τουλάχιστον για τα κόμματα που διεκδικούν ή ασκούν την εξουσία, σχεδίου εθνικής ανασυγκρότησης, που να δίνει απαντήσεις σε δυο κομβικής σημασίας ερωτήματα: τι είδους κοινωνία και τι είδους πολίτες επιθυμούμε;

Προϋποθέσεις

Ένα τέτοιο σχέδιο, προϋποθέτει:
  • Πρώτον, την καταγραφή των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και δυνατοτήτων της κοινωνίας.
  • Δεύτερον, την αποτίμηση της επάρκειας των υλικών και πνευματικών διαθέσιμων μέσων.
  • Τρίτον, την αποκωδικοποίηση της διεθνούς συγκυρίας.
  • Τέταρτον, τη σύνθεση όλων αυτών των παραμέτρων επί τη βάσει μιας καινοτόμας και ταυτόχρονα ρεαλιστικής στόχευσης, που θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις τρέχουσες ανάγκες, καθώς και τις οραματικές επιδιώξεις.
Τότε μόνο, θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί το παρόν μας, υπό την προοπτική ενός επιθυμητού μέλλοντος. Τότε μόνο, η λειτουργία των θεσμών θα κατόρθωνε να γίνει υπηρετική προς τους πολίτες και τις συλλογικές ανάγκες. Τότε μόνο, η πολιτική θα ήταν σε θέση να απαρνηθεί τον καιροσκοπικό, ανεύθυνο και φαύλο χαρακτήρα της. Τότε μόνο, οι δημόσιες πολιτικές, θα έπαυαν να σχετίζονται με ευκαιριακές και επιφανειακές παρεμβάσεις και να ορίζονται από τις προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες των διαχειριστών του κράτους.
Μια τέτοια στροφή προφανώς προϋποθέτει τον ριζικό μετασχηματισμό των κομμάτων, έτσι ώστε να αρθεί ο ολιγαρχικός χαρακτήρας των δομών και των αντιλήψεων που τα διέπει. Η πρόοδος της ελληνικής κοινωνίας και η υπέρβαση της κρίσης, πέρνα μέσα από τον δύσκολο δρόμο της αποσάθρωσης του κομματικού συστήματος και της ανάπτυξης ελεύθερων πρωτοβουλιών για τη θεσμική είσοδο των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Σχόλια