Η Αριστερά απέναντι στο Έθνος 2 – από τον Μαρξ και τον Μπακούνιν στον Γκράμσι και τον Μάο

Όλοι μας γνωρίζουμε την διατύπωση των Μαρξ-Ένγκελς στο Μανιφέστο ότι «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», την οποία όμως οι ά-χρονοι και ά-τοποι διεθνιστές αποκόβουν από την συνέχειά της που ρητά δηλώνει: «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ...

Ενώ σε άλλο σημείο σημειώνουν: «Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στην μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα με την δική του αστική τάξη» για να καταλήξουν στο τελευταίο κεφάλαιο που αφορά την στάση των κομμουνιστών να τάσσονται υπέρ των Ελβετών ριζοσπαστών «χωρίς να παραγνωρίζουν ότι αυτό το κόμμα αποτελείται από αντιφατικά στοιχεία, εν μέρει από δημοκράτες σοσιαλιστές με την γαλλική έννοια, εν μέρει από αστούς ριζοσπάστες», αλλά και όσον αφορά τους Πολωνούς «υποστηρίζουν το κόμμα που θεωρεί την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης».

Τελικά το «προλεταριάτο» έχει πατρίδα;

Ο καθείς σκεπτόμενος αντιλαμβάνεται ότι πέραν της αρχικής φράσης «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», τα δύσκολα και πραγματικά επίδικα κρύβονται στα «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να, να, να… είναι και το ίδιο επίσης εθνικό», και «η πάλη του προλεταριάτου… είναι στην αρχή εθνική», αλλά και «θεωρούν… την αγροτική επανάσταση σαν προϋπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης», ενώ «τάσσονται υπέρ των Ελβετών ριζοσπαστών, χωρίς να παραγνωρίζουν» κ.λπ., κ.λπ.
Είναι απόλυτα σαφές ότι οι θεμελιωτές της φιλοσοφίας της πράξης δεν ανέπτυξαν μια πλήρη, σφαιρική και ολοκληρωμένη αντίληψη για το Εθνικό Ζήτημα. Είναι, επίσης, σαφές ότι η διεθνιστική οπτική και κατεύθυνση αποτελούν σκληρό πυρήνα της όποιας οπτικής τους, είναι όμως επίσης, εξίσου σαφές, ότι η ανάλυση του συνολικού τους έργου αποδομεί πλήρως τις επιλεκτικού χαρακτήρα και με σαφή ιδεολογική χρήση υπέρ του ά-τοπου/ά-χρονου διεθνισμού αντιλήψεις των επιγόνων και δη στην σημερινή περίοδο των φανερών ή κρυφών εραστών της παγκοσμιοποίησης και του μεταμοντέρνου.

Οι Μάρξ και Ένγκελς απέναντι στα κινήματα του 19ου αιώνα

Ας δούμε, λοιπόν, στεκόμενοι με σεβασμό αλλά και κριτικό πνεύμα, τις θέσεις που διατυπώνουν οι ίδιοι όταν έρχονται σε επαφή όχι μόνο με το αφηρημένο θεωρητικό πεδίο, ενός αφηρημένου ά-τοπου και ά-χρονου διεθνισμού, αλλά με την ίδια την σκληρή πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στους υπαρκτούς εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες του 19ου αιώνα.
Αναφερόμενος στους αγώνες των Ούγγρων πατριωτών, ο Φρειδερίκος Ένγκελς σημειώνει το 1849 ότι «πρώτη φορά στο επαναστατικό κίνημα του 1848, ένα έθνος περικυκλωμένο από υπέρτερες αντεπαναστατικές δυνάμεις τολμά να αντιμετωπίσει την δειλή αντεπαναστατική μανία με επαναστατικό πάθος».
Λίγα χρόνια αργότερα μιλώντας για το Ιρλανδικό Ζήτημα θα διατυπώσουν στην αλληλογραφία τους.
«Ο τρόπος με τον οποίο οι Άγγλοι μεταχειρίζονται σήμερα στην Ιρλανδία τους πολιτικούς κρατουμένους ή ακόμα και εκείνους που είναι μόνο ύποπτοι ή εκείνους που καταδικάστηκαν μόνο σε φυλάκιση ξεπερνά πραγματικά ό,τι γίνεται στην Ευρώπη εκτός από την Ρωσία. Τα παλιόσκυλα!», γράφει ο Μαρξ και ο Ένγκελς του απαντά στις 24 Οκτωβρίου 1869, ότι: «Από την ιρλανδική ιστορία φαίνεται τι συμφορά είναι για ένα λαό να έχει υποτάξει έναν άλλο». Ο Μαρξ του ανταπαντά στις 10 Δεκεμβρίου 1869 ότι: «Μια βαθύτερη μελέτη με έπεισε όμως για το αντίθετο. Η αγγλική εργατική τάξη δεν θα κάνει ποτέ τίποτα προτού ελευθερωθεί η Ιρλανδία. Από την Ιρλανδία πρέπει να ξεκινήσουμε».
Για να σημειώσει έναν χρόνο αργότερα εμβαθύνοντας στο ζήτημα, το πολύ στυφό για όλους μας «… κάθε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο στην Αγγλία κατέχει μια εργατική τάξη μοιρασμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τους Άγγλους προλετάριους και τους Ιρλανδούς προλετάριους. Ο μέσος Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό εργάτη, αισθάνεται ένα μέλος του ηγεμονικού έθνους…».
Την ίδια στάση με το Ιρλανδικό, θα κρατήσουν και στο Πολωνικό Ζήτημα οι Μαρξ – Ένγκελς, τονίζοντας ότι: «Κανένας δεν μπορεί να σκλαβώνει ένα έθνος ατιμώρητα», ότι «Δεν αποτελεί αντίφαση ότι το Κόμμα της Διεθνούς των εργατών αγωνίζεται για την δημιουργία του Πολωνικού Έθνους» και τέλος προς επικύρωση των παραπάνω ότι «Μέχρι να λυθεί το εθνικό πρόβλημα της πατρίδας τους [οι Πολωνοί] έχουν όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να είναι πρώτα απ’ όλα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές», δίνοντας στον χειραφετητικό-απελευθερωτικό αγώνα το πιο βαθύ πατριωτικό και σοσιαλιστικό περιεχόμενο.
Αυτές είναι μερικές από τις προσεγγίσεις των Μαρξ-Ένγκελς. Δυστυχώς, λέω, μερικές.
Κι ας μη σπεύσουν οι ά-χρονοι και ά-τοποι διεθνιστές σε διεθνιστική πλειοδοσία διότι θα βρεθούν προ μεγάλων εκπλήξεων. Γιατί αποτελεί αδιάψευστο στοιχείο το γεγονός ότι η σωστή άποψη των Μαρξ-Ένγκελς γύρω από το Ιρλανδικό και Πολωνικό Ζήτημα δεν τους εμπόδισε, όμως, να αντιμετωπίζουν με έναν τελείως διαφορετικό και -ίσως- λανθάνοντα ρατσιστικό τρόπο τις σλαβικές εθνότητες, αλλά και τους Βρετόνους, Σκώτους ή Βάσκους.
Αυτό αντανακλάται έντονα σε πολλά κείμενά τους, όπου οι βαρύτατα υποτιμητικές φράσεις για τα «άθλια συντρίμμια των πρώην εθνών», «τα μελίσσια εθνοτήτων», τα «έθνη και εθνάκια», τα έθνη που δεν έχουν «ευρωπαϊκή σημασία», τα «εκ φύσεως αντεπαναστατικά έθνη», «τους αντιδραστικούς λαούς», τους «λαούς χωρίς ιστορία», τα «υπολείμματα λαών» το «ληστοσυρφετό» (Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες) και το «γουρουνολαό» (Βούλγαροι), δίνουν και παίρνουν.

Η «φωτεινή εξαίρεση» του Όττο Μπάουερ

Η σκοτεινή αυτή πλευρά, ιδιαίτερα του Ένγκελς, έτεινε και τείνει να αποσιωπάται ή και να δικαιολογείται από το σύνολο, σχεδόν, των επιγόνων. Δίνω, χωρίς περισσότερα σχόλια, δυο αποσπάσματα από ένα γράμμα (22-25/2/1882) του Ένγκελς στον Μπέρνσταϊν:
«Κατά τα άλλα ας τρέφετε όσες συμπάθειες θέλετε για τους κατά φύσιν λαΐσκους, έτσι κι αλλιώς έχουν μια κάποια ποιητική λάμψη και φτιάχνουν ακόμα λαϊκά τραγούδια… Κι αν από την εξέγερση αυτών των λεβέντηδων απειλεί να φουντώσει ένας παγκόσμιος πόλεμος, που θα μας καταστρέψει ολόκληρη την επαναστατική μας κατάσταση, τότε πρέπει και αυτοί οι ίδιοι και το δικαίωμά τους για ζωοκλοπή να θυσιαστούν ανελέητα στα συμφέροντα του ευρωπαϊκού προλεταριάτου… Οι Βούλγαροι έχουν οι ίδιοι περιγράψει τον εαυτό τους στα λαϊκά τους τραγούδια… Η φωτιά παίζει σ’ αυτά μεγάλο ρόλο. Ένα σπίτι πιάνει φωτιά κι η νεαρή γυναίκα καίγεται, επειδή ο άντρας της, αντί να σώσει αυτήν, προτιμά να σώσει την μαύρη του φοράδα… Πού αλλού στον κόσμο θα βρείτε τέτοιον γουρουνολαό;… Και μπροστά σ’ όλα αυτά θα θελήσουν πόλεμο; Σίγουρα όχι, έστω κι αν αφανίζονταν 200 ευγενείς ληστολαοί…».
Φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε ο επιφανής Αυστριακός μαρξιστής Όττο Μπάουερ, που στο σημαντικό έργο του Το Εθνικό Ζήτημα και η σοσιαλδημοκρατία, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Βιέννη το 1907, ασκεί μιαν αυστηρή κριτική στα ντετερμινιστικά ιδεολογήματα του Φρειδερίκου Ένγκελς. Αναδεικνύει μιαν άλλη οπτική, εχθρική στον οικουμενικό ομοιομορφισμό της κομμουνιστικής εσχατολογίας. Προβάλλει την αξία της πολιτιστικής αυτονομίας, υιοθετώντας τις άκρως ριζοσπαστικές και αιρετικές –τότε–, δικαιωμένες όμως ιστορικά, απόψεις, ότι: «καθήκον της Διεθνούς είναι και πρέπει να είναι όχι η κατάργηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά η προώθηση της διεθνούς ενότητας μέσα στην εθνική ποικιλομορφία της».

Ο εθνικισμός των καταπιεστών και ο εθνικισμός των καταπιεσμένων

Επανερχόμενοι στην ουσία του ζητήματος, ας δούμε –πέρα από τις υπερβολές– πώς προσεγγίζει την όλη οπτική Μαρξ-Ένγκελς για το Εθνικό Ζήτημα ένας από τους συνεπέστερους μαθητές τους, ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, που επισημαίνει ότι δεν χωράει αμφιβολία ότι σε σύγκριση με το «εργατικό», το «εθνικό ζήτημα» έχει δευτερεύουσα γι’ αυτούς σημασία, συμπληρώνοντας όμως ότι η θεωρία τους βρίσκεται τόσο μακριά από το να αγνοεί τα εθνικά κινήματα, όσο ο ουρανός από τη γη.
Αλλά δεν είναι μόνο η διαστρέβλωση της μαρξικής λογικής που μετατρέπει το έργο τους σε καρικατούρα. Η διαστρέβλωση αφορά και το έτερο μεγάλο ρεύμα το Αναρχικό, την οπτική του οποίου αγνοούν ή διαστρεβλώνουν οι υποτιθέμενοι συνεχιστές του.
Γιατί τι άλλο μπορεί να μαρτυρεί η πλήρης αποσιώπηση της πατριωτικής-διεθνιστικής δράσης του Μιχαήλ Μπακούνιν στο ιταλικό Risorgimento, στο πλευρό των Γκαριμπάλντι και Ματσίνι, ή η παθιασμένη συμμετοχή του στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα των Πολωνών πατριωτών και των άλλων καταπιεσμένων σλαβικών εθνοτήτων.
«Συναισθάνομαι ειλικρινά και πάντα τον πατριώτη κάθε καταπιεσμένης πατρίδας. Η πατρίδα αντιπροσωπεύει το ιερό και αδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών να αισθάνονται, να σκέπτονται, να θέλουν και να δρουν με τον δικό τους τρόπο… Ο λαός είναι από τη φύση του πατριώτης. Αγαπάει τη γη όπου γεννήθηκε, το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Αυτή η αγάπη, όπως γενικά όλες οι ανθρώπινες αγάπες, είναι στη βάση της ένα αίσθημα αρχικά εντελώς φυσιολογικό, ζωώδες. Δεν είναι καθόλου αρετή ούτε καθήκον ούτε θεωρία. Είναι φυσικό γεγονός, αρχικά πολύ περιορισμένο, που δεν ξεπερνά καθόλου τα στενά όρια της κοινότητας. Ο πραγματικός, ζωντανός, ισχυρός, φυσικός πατριωτισμός του λαού, δεν είναι καθόλου εθνικός πατριωτισμός, ούτε καν τοπικός, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του αποκλειστικά κοινοτικός. Αγαπά επίσης τη γλώσσα που μιλάει ή μάλλον δεν γνωρίζει άλλη και μόνο με τη δική του μπορεί να εκφράσει ό,τι σκέφτεται, ό,τι αισθάνεται και να ζήσει κοινωνικά, ανθρώπινα. Ταυτίζεται επίσης με τα έθιμα και τις αληθινές και λαθεμένες αντιλήψεις της χώρας του. Αν αυτά τα έθιμα, αυτές οι ιδέες και αυτή η γλώσσα καλύπτουν μια περιοχή, τότε αρχίζει να γίνεται πραγματικά ένας τοπικός πατριώτης. Αν καλύπτουν ένα ολόκληρο έθνος, τότε γίνεται ένας εθνικός πατριώτης. Με την έννοια αυτή, κανείς δεν είναι τόσο βαθιά ούτε τόσο ειλικρινά πατριώτης όσο ο λαός».
Δεν είναι στις προθέσεις της παρούσας η εξαντλητική αναφορά επί των διατυπωμένων απόψεων στάσεων και πρακτικών. Ωστόσο, κρίνω απόλυτα απαραίτητο να σταθώ στην κορυφαία παρέμβαση του Λένιν, κύριου αρχιτέκτονα της λογικής αποφυγής των άκαμπτων αιτιοκρατικών σχημάτων και κεντρικού εισηγητή της διάκρισης ανάμεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόμενα έθνη. Διανοητή που συνέβαλε στο να ξεκαθαρίσουμε την διαφορά ανάμεσα στον εθνικισμό των καταπιεστών και των εθνικισμό των καταπιεσμένων.

Η «σύνθεση» εθνικού-ταξικού κατά τον Γκράμσι και τον Μάο

Και στην ίδια λογική και κατεύθυνση κινήθηκε μετά την βαθιά μελέτη του ιταλικού Risorgimento, ο δάσκαλος αρκετών εξ ημών Αντόνιο Γκράμσι για να διατυπώσει με απαράμιλλη διορατικότητα ότι: «Ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι το «εθνικό» και από αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε, για να καταλήξει στην αναγκαιότητα δημιουργίας ενός νέου εθνικού-λαϊκού μπλοκ, που κινείται σε σαφώς αντιθετική τροχιά από τον κλασικό αριστερισμό των Τρότσκι-Μπορντίγκα».
Γνωρίζω, ότι ορισμένοι θα ισχυριστούν, ότι σε μια εποχή διεθνοποίησης-παγκοσμιοποίησης το να σκαλίζεις το παρελθόν για να βρεις ερείσματα στο έθνος και τα εθνικά κινήματα μπορεί και να αποτελεί μια μορφή σχολαστικισμού ή και οπισθοδρόμησης. Πέρα από την αφετηριακά λαθεμένη αντίληψη όλων αυτών που κατά Γκράμσι «αποδοκιμάζουν το παρελθόν για να μην αντιμετωπίσουν το καθήκον του παρόντος», θα επισημάνω το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όλες οι πραγματωθείσες και επικρατήσασες, ανεξαρτήτως συνέχειας, επαναστάσεις του 20ου αιώνα είχαν κατεξοχήν πατριωτικό-αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο (κινεζική, γιουγκοσλαβική, εαμική, αλγερινή, κουβανική και βιετναμέζικη).
Γι’ αυτό και είναι όχι μόνον ορθή, αλλά και επίκαιρη, η διατύπωση του Γκέοργκ Λούκατς:
«Ο σοσιαλιστής πολιτικός κινδυνεύει να περιπέσει σε καταστάσεις στις οποίες -από πίστη στις αρχές- θα δρούσε με αντιδραστικό τρόπο… Τα επαναστατικά κόμματα πρέπει απόλυτα να υποστηρίξουν (τις εξεγέρσεις αποικιακών ή μισοαποικιακών λαών)… Το άνοιγμα των (εθνικιστικών) ιδεολογιών προς τον αληθινό διεθνισμό δεν μπορεί να προκληθεί από μια διανοητική και ουτοπιστική προκαταβολή μελλοντικών συνθηκών του σοσιαλισμού, όπου δεν υπάρχει… εθνικό πρόβλημα, αλλά μόνο από την πρακτική απόδειξη ότι το νικηφόρο προλεταριάτο ενός καταπιεσμένου έθνους ξέκοψε από τις καταπιεστικές τάσεις του ιμπεριαλισμού μέχρι τις ακρότατες συνέπειες, μέχρι το πλήρες δικαίωμα της αυτοδιάθεσης».
Γιατί η πραγματικότητα είναι αυτή. Επανάσταση έγινε εκεί που το εθνικό ενώθηκε με το κοινωνικό χωρίς σωβινισμούς και επιθετική αντίληψη προς τα άλλα έθνη. Εκεί που το Πατρίδα ή Θάνατος αποτέλεσε το Κεντρικό Σύνθημα.
Έτσι οι Ισπανοί αντιφασίστες πολέμησαν τον Φράνκο με το σύνθημα αυτό και Πατρίδα ή Θάνατος. Θα νικήσουμε! (Patria o Muerte! Venceremos!) ήταν το σύνθημα του Κάστρο, του Γκεβάρα, αλλά και του Χο-Τσι Μινχ, που ήταν ο πατριωτισμός και όχι ο κομμουνισμός που τον ώθησαν να πιστέψει στον Λένιν και στην Τρίτη Διεθνή, επιβεβαιώνοντας την κλασική διατύπωση του Μάο Τσε Τουνγκ:
  • Τα κράτη θέλουν την ανεξαρτησία
  • Τα έθνη την απελευθέρωση
  • Οι λαοί την επανάσταση.

Η ΕΑΜική παράδοση

Αυτή την λογική υπηρέτησε με τον πιο συνεπή τρόπο και το δικό μας ΕΑΜ, όπως αποτυπώθηκε και στα δυο κορυφαία κείμενά του, το Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, που έγραψε ο Δημήτρης Γληνός και τον Λόγο του Άρη Βελουχιώτη στην Λαμία. Γιατί, πράγματι, το ΕΑΜ υπήρξε ένα υποδειγματικό πατριωτικό-διεθνιστικό κίνημα που στις σημαίες του είχε γραμμένο το:
«Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη την λευτεριά».
Και σε αυτή την στρατηγική κινήθηκε η μεγάλη μερίδα της μαχόμενης ελληνικής Αριστεράς από τους πρωτεργάτες, τον Γληνό και τον Άρη, μέχρι τον Μπελογιάννη και τον Πλουμπίδη, τον Πασαλίδη και τον Ηλιού, τον Νίκο Πουλαντζά και τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), τον Νίκο Ψυρούκη και τον Νίκο Σβορώνο, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο.
Και είναι αυτή η λογική που ενέπνευσε και εμπνέει παρ’ όλα τα πισωγυρίσματα, ασυνέχειες και αντιφάσεις την σημερινή πατριωτική-διεθνιστική πρωτοπορία στον πλανήτη, τα αριστερά μπολιβαριανά κινήματα της Λατινικής Αμερικής που εμβληματικά προτάσσουν στις σημαίες τους τον Δημοκρατικό Πατριωτισμό που ξεκινάει από τον Ρήγα και τον Μπολιβάρ για να καταλήξει στον Άρη, τον Γκεβάρα και τους μαθητές τους. Διότι δεν υπάρχει διεθνισμός χωρίς να υπάρχουν έθνη. Ο ίδιος ο όρος -άλλωστε- το προϋποθέτει.

Σχόλια