Τσογλάνια ή πολίτες;

Να με συμπαθάνε οι πολιτικοί αρχηγοί που συγκρούονται σε επίπεδα οικονομικά και λειτουργικά όσον αφορά στο τώρα και στην επόμενη μέρα, αλλά η σύγκρουση δεν βρίσκεται εκεί. Οι Έλληνες έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε τσογλάνια και σε πολίτες. Ανάμεσα σε δημοκράτες και σε φασίστες. Ανάμεσα σε απατεώνες και σε πολιτικούς.
Η κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία δεν είναι οικονομική. Είναι ηθική. Δεν τη γέννησε η ανερμάτιστη σπατάλη και η κακοδιαχείριση του μόχθου των πολιτών επί τουλάχιστον 20 χρόνια. Τη γέννησε η αλητεία των πολιτικών. Η ανηθικότητά τους στη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και η αδιαφορία τους για τον τόπο.

Τη γέννησε η καλλιέργεια των πιο χυδαίων νοοτροπιών στο λαό. Από πολιτικούς που μοίραζαν λεφτά που δεν υπήρχαν και από πολιτικούς που καλλιεργούσαν δικαιώματα που δεν άντεχαν στο χρόνο. Από πολιτικούς που αποθράσυναν τον τραμπουκισμό και την παρανομία σε κάθε έκφραση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, καλλιεργώντας την ψευδεπίγραφη μαγκιά σε κάθε λαμογιά και σε κάθε αρπαχτή του δημόσιου πλούτου.

  • Την αλητεία και την τσογλαναρία που κυριαρχεί σήμερα στην πολιτική ζωή τη γέννησε η αμορφωσιά που έσπειρε ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα σε έναν λαό, προκειμένου να χαϊδέψει συνδικαλιστές και μωροφιλόδοξους καθηγητάδες, παρέα με αγράμματους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν μη και κοπιάσουν οι κανακαραίοι τους. Χώρια από τη μωροφιλοδοξία εξουσίας αυτών των αγράμματων επί της παιδείας.
  • Δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας κοινωνικής και πολιτικής ζωής που να μην εκβαρβαρίστηκε από το 1985 μέχρι σήμερα. Κανένας. Και δεν υπάρχει πτυχή της ελληνικής ιστορίας που να μη διαστρεβλώθηκε για να υπηρετήσει τον έναν ή τον άλλον φανατικό ή ψυχρό αμοραλιστή, που ήθελε και θέλει να δημιουργήσει στρατό οπαδών.
Όσο πιο αμόρφωτος γίνεται ο λαός τόσο πιο πρόθυμος είναι να αναπαραγάγει τραμπουκισμούς, αντιδημοκρατικές συμπεριφορές, αγριότητες και τσογλαναρία. Τόσο πιο ανιδεολογικός γίνεται και τόσο πιο λίγο ενδιαφέρεται για την πολιτική διαμάχη και για τον πολιτικό πόλεμο. Ρίχνεται σ έναν πόλεμο συμμοριών, όπου από τη μια είναι «οι δικοί μας» και από την άλλη «οι άλλοι». Αλλά, οι δικοί μας και οι άλλοι δεν έχουν ιδεολογικό πρόσημο! Τα κριτήρια είναι χαμερπή. Χυδαία.
Τα κριτήρια είναι τα ρουσφέτια και οι διορισμοί. Τα επιδόματα και οι χάρες. Η λιγότερη δουλειά και η ευκολία σε κάθε έκφραση της ζωής. Ο πλάγιος δρόμος και οι υπόγειες διαδρομές για ένα ξεροκόμματο (οι πιο ανίδεοι) ή για μια καλή (ή και περισσότερες) αρπαχτή, για μια πάγια φοροδιαφυγή, για μια «μαύρη» μπίζνα, για ένα νόμο- σκλαβοπάζαρο (για φιλόδοξους επιχειρηματίες). Για χαρισμένα χρέη κακοπληρωτών.
  • Όλη η παραπάνω αλητεία είναι η μισή ελληνική κοινωνική και οικονομική ζωή της Ελλάδας. Στην οποία μετέχουν άλλοι συνειδητά και πρωτοπόρα, σαν τους συνδικαλιστές (που είναι οι ίδιοι εδώ και 20 χρόνια!) και τους πολιτικούς καθοδηγητές, τους κουτοπόνηρους και απατεώνες από τους πολίτες, αλλά και ένας σκασμός ελεύθεροι επαγγελματίες και «επιχειρηματίες», μαζί με ένα μέρος τους μεγάλου κεφαλαίου. 
  • Και άλλοι (οι λιγότερο προνομιούχοι) μετέχουν ετσιθελικά, από αυτοσυντήρηση και ανάγκη επιβίωσης, εξαγριωνόμενοι σε ένα βάρβαρο και άγριο κράτος γιατί αλλιώς θα χαθούν κι αυτοί και τα παιδιά τους.
Όλος αυτός ο βόθρος, που λέγεται ελληνική πολιτική ζωή, έρχεται με διάφορα ιδεολογικά φωτοστέφανα να εξαγιάσει τη βρωμιά που συνοδεύει η μοναδική του επιθυμία: Να κυβερνήσει. Αυτό και μόνο. Και προκειμένου να κυβερνήσει μοιράζει ρόλους στον εαυτό του και στο λαό για να κρύψει τη μπόχα. Δεξιά, αριστερά, αντιδεξιά, κεντροαριστερά και φούμαρα.
Στην ελληνική ιστορία δεν υπήρξε ποτέ καθαρή δεξιά κυβέρνηση, με την ιδεολογική οικονομική έννοια του όρου. Δεν υπήρξε ποτέ σοσιαλιστική με τα ίδια κριτήρια. Και, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ αριστερή, με οποιαδήποτε κριτήρια. Η οικονομική πολιτική που ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν πάντα μπάσταρδη. Γιατί;
Δεν υπάρχει δεξιά διακυβέρνηση με κρατικοδίαιτη δομή! Ούτε υπάρχει σοσιαλιστική με ευεργετούμενο το μεγάλο κεφάλαιο και τη διαπλοκή στο ζενίθ. Φυσικά, δεν υπάρχει αριστερή κυβέρνηση με νεοφιλελεύθερη και ταυτόχρονα κρατικοδίαιτη πολιτική, που αμομυζά το λαό!
Σ' αυτό το ανιδεολογικά μπερδεμένο τοπίο, έχει προστεθεί από το 2010 και μετά η κατάρρευση ακόμα και των εικονικών ιδεολογικών διαφορών! Το πολιτικό ερώτημα ήταν και είναι πλέον «ζω- δε ζω». Αλλά, για τα καταρρέοντα κόμματα και για τα νεοεμφανιζόμενα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, ο πολιτικός αγώνας είναι «ταυτόσημος» με του λαού: Είναι αγώνας επιβίωσής τους. Με τη διαφορά ότι ο λαός παλεύει για τη δίκαιη επιβίωσή του. Ενώ τα κόμματα παλεύουν για την επιβίωσή τους στην πλάτη του λαού. Κυρίως αυτά, σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, που μόλις γεννήθηκαν.
Σ αυτές τις συνθήκες, το τοπίο είναι ζοφερό. Και, με τις ιδεολογίες καταπατημένες από τα κόμματα εξουσίας στη συνείδηση της συντριπτικής πλειονότητας του λαού, το διακύβευμα πλέον είναι τσογλαναρία ή πολιτισμός; 
  • Αλητεία ή πολίτες; 
  • Εξαπάτηση ή καθαρότητα; 
  • Λαμόγια ή παραγωγοί; 
  • Κουτοπονηριά ή ευθύτητα; 
  • Φασισμός ή δημοκρατία;
Επειδή, τα πρώτα από τα διπλά ερωτήματα είναι πια η κυρίαρχη ζωή και τα δεύτερα το ζητούμενο. Το αυτονόητο. Τα πρώτα μας πάνε στην αλληλοσφαγή και στον τοίχο, ενώ τα δεύτερα σε δημοκρατική συμβίωση.
Αυτά είναι τα ερωτήματα όχι μόνο των εκλογών που έρχονται. Αλλά της κάθε μέρας. Τσογλάνια και αλήτες και απατεώνες και φασίστες και λαμόγια υπάρχουν σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο. Σ αυτή την κυβέρνηση, πολύ περισσότερο.
Εναπόκειται, λοιπόν στον καθένα να αποφασίσει τι σόι ανθρώπους θα προτιμήσει για εκπροσώπους και κυβερνήτες. Από κάθε χώρο. Επειδή, όσοι λιγότεροι αλήτες και τσογλάνια εκλέγονται στη Βουλή των αντιπροσώπων, τόσο περισσότερο προς τη δημοκρατία, τον πολιτισμό και την ευημερία πηγαίνουμε.
Ο λαός έχει δικαίωμα να αυταπατάται, όπως και οι κυβερνήτες του. Αν του γίνει συνήθεια χάνει το δικαίωμα να παραπονιέται μετά για τα δεινά του. Γίνεται άξιος της μοίρας του. Γιατί δεν υπάρχει πληροφορία στην οποία δεν έχει πλέον πρόσβαση. Η αμορφωσιά που τον έχουν βυθίσει οι κυβερνήσεις του είναι άλλοθι μέχρι ένα σημείο: Εκεί που θέλει να είναι και να αντιμετωπίζεται σαν υπεύθυνος και κυρίαρχος. Κι εκεί, δεν χωράνε τσογλάνια.
Γ. Παπαδόπουλος- Τετράδης
ΠΗΓΗ 
  • ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

  • Η Ελλάδα τσιφλίκι του πολιτικού συστήματος και κατεστημένου: Οι υπαίτιοι για την καταστροφή

    • Καταστέλοντας και γελοιοποιώντας τα συλλαλητήρια

      Η Ομολογία Της Γιαγιάς Μου17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2018Του Νίκου Ι. Καραβέλου

      Η γιαγιά μου ήταν καλός άνθρωπος! Όπως όλες οι γιαγιάδες του κόσμου!

      Όμως εγώ θα σας μιλήσω για τη δική μου γιαγιά.

      Την έλεγαν Σοφία και στο χωριό τη φώναζαν Σοφιά ή Σοφούλα, εκεί στο Μοναστηράκι των Μυκηνών.

      Εκεί βίωσε τη δύσκολη ζωή μέχρι το τέλος. Εκτός από πέντε σχεδόν χρόνια, που ήρθε στην Αθήνα, με χίλια βάσανα για να βοηθήσει τους δικούς μου. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο της ζωής της ταξίδι, αν εξαιρέσουμε το μεγάλο ταξίδι της για τον χρόνο, λίγο αργότερα.

      Με τον παππού μου τον Νικολή έκανε πέντε παιδιά, το μικρότερο ήταν ο πατέρας μου. Έφυγε ο άντρας της για τον πόλεμο κληρωτός, έτσι τους έπαιρναν τότε. Πολέμησε τους Τούρκους και τους Βουλγάρους, μεγάλωσε την πατρίδα του απελευθερώνοντας την Μακεδονία και την Ήπειρο. Στρατιώτης στη «Σιδηρά Μεραρχία Ναυπλίου».

      Τον παππού μου τον γνώρισε όταν γύρισε από τις μάχες. Δεν ήξερε γράμματα. Ψηλός με παχύ μουστάκι, τον προόριζαν για υπαξιωματικό.

      «Ξέρεις τίποτα γράμματα στρατιώτη;» τον ρώτησαν.

      «Όχι» απάντησε.

      «Τότε πανάθεμα τον πατέρα σου, τράβα πίσω στη γραμμή».

      Αυτό το ανάθεμα ποτέ δεν το συγχώρεσε. Έμαθε γράμματα μέσα στον πόλεμο, από έναν δάσκαλο.

      Όταν επέστρεψε, διάβαζε τις εφημερίδες στους συγχωριανούς του. «Γραμματιζούμενος» πλέον είχε τα προσόντα να λύνει τις διαφορές στο χωριό. Κάτι σαν δικαστής, να πούμε.

      Κανείς δεν παραπονέθηκε ποτέ για τις αποφάσεις του!

      Δούλεψε εργάτης στις ανασκαφές επάνω στις Μυκήνες, κοντά σε μεγάλους αρχαιολόγους, όπως ο Χρήστος Τσούντας, ο Άλαν Γουέις (Alan Wace), ο Καρλ Μπλέγκεν (Carl Blegen) και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κρυώνει το κρασί του στην υγρασία του τάφου.

      Όσο έλειπε ο παππούς, η γιαγιά Σοφιά κρατούσε το σπίτι. Ταυτόχρονα παρείχε υπηρεσίες γιατρού, νοσοκόμας, μαίας και μοδίστρας. Αγαπούσε τον κόσμο, αγαπούσε τα παιδιά, είχε πάντα τον καλό λόγο για όλους και για όλα. Και στα φαρμάκια που έπινε ο κόσμος από τη φτώχεια και την άγνοια, στεκόταν αρωγός.

      Ξέθαψα τελευταία ένα παλιό συμβόλαιο με το οποίο η γιαγιά μου δώρισε στον πατέρα μου έναν μικρό ελαιοαγρό στις Μυκήνες. Μέσα του οι ελιές φυτρώνουν δίπλα σε αρχαίους μυκηναϊκούς τάφους!

      Στο τέλος του εγγράφου, λίγο πάνω από τις υπογραφές, αναφέρονται τα ακόλουθα, σε εκείνη την παλιά καθαρεύουσα που τόσο άδικα κυνηγήσαμε, ενώ κι αυτή θα αποτελούσε έναν πλούσιο παραπόταμο του μεγάλου αιώνιου ποταμού της ελληνικής γλώσσας:

      «Ταύτα συνομολογησάντων και αποδεξαμένων ευχαρίστως των συμβαλλομένων, προς τους οποίους υπέμνησα (υπενθύμισα) και τας διατάξεις τού περί μεταγραφής νόμου, συνετάγη τη αιτήσει των το παρόν (συντάχθηκε το παρόν με αίτησή τους) όπερ (το οποίο) αναγνωσθέν ευκρινώς και εντόνως εις επήκοον πάντων (και το άκουσαν όλοι) και βεβαιωθέν, υπογράφεται νομίμως παρά πάντων και εμού (από όλους και από τον συμβολαιογράφο) – πλην της δωρητρίας, (δηλαδή της γιαγιάς μου της Σοφιάς), ήτις (η οποία) κληθείσα να υπογράψει ωμολόγησεν άγνοιαν γραμμάτων».

      Προσέξτε το φοβερό ρήμα «ωμολόγησεν»!

      Δεν λέει «εδήλωσεν»!

      Ομολογώ σημαίνει αναγνωρίζω, παραδέχομαι, εκφράζω την αδυναμία μου, παραδέχομαι το σφάλμα μου, συνομολογώ την ενοχή μου.

      Σήμερα, με το θράσος της ανοησίας θα χρησιμοποιείτο το ρήμα «δηλώνω», παρά το γεγονός πως η λέξη έχει και φορτίο υπερηφάνειας.

      Ενώ το «ομολογώ» ακόμα και σε νομικό επίπεδο έχει μέσα του την συντριβή, τη βαθιά στενοχώρια, την απελπισία. Μόνο ευαίσθητοι ομολογούν την αδυναμία τους, ακόμα κι αν δεν φταίνε, ακόμα κι αν το λάθος δεν είναι δικό τους. Ακόμα κι αν γι’ αυτό που βιώνουν ευθύνονται άλλοι.

      Όμως ομολογούν γιατί πονούν, γιατί μόνο οι ευαίσθητοι πονούν. Όπως η γιαγιά που έκανε «το πρώτο της ζωής της ταξίδιον», καλύπτοντας την τεράστια για τα δεδομένα της απόσταση, από το Άργος ως την Αθήνα, μόνο και μόνο για να δει το αγαπημένο παιδί του αγαπημένου της παιδιού και να το αναστήσει λιγάκι.

      Αυτός ο άνθρωπος που τόσα ήξερε και τόσα έδωσε «ωμολόγησε άγνοιαν γραμμάτων»!

      Ο άλλοι, οι πνευματικά και ψυχικά αγράμματοι που δεν δίνουν τίποτα κι όμως τολμούν να μας κυβερνούν και να μας διδάσκουν, θα είχαν ποτέ το θάρρος και την ευαισθησία να ομολογήσουν δημόσια την αγραμματοσύνη τους;


      Ο Νίκος Ι. Καραβέλος είναι Δικηγόρος-Συγγραφέας

Σχόλια