Την ώρα που στην Ελλάδα ο Κοτζιάς άνοιγε μέτωπο με τη Μόσχα, καλλιεργώντας –προς μεγάλη ικανοποίηση του Στέητ Ντηπάρτμεντ– αντιρωσικό κλίμα, οι πρόεδροι Τραμπ και Πούτιν έβρισκαν στο Ελσίνκι έδαφος συνεννόησης, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή στις σχέσεις των δύο στρατιωτικών υπερδυνάμεων. Πρόκειται για ενδιαφέρουσα σύμπτωση, η οποία καταδεικνύει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα εισέρχεται στο νεοψυχροπολεμικό μονοπάτι σε μία χρονική στιγμή που οι δύο ηγέτες αναζητούν τρόπο να γυρίσουν σελίδα. Ακολουθώντας, λοιπόν, τη ρητορική Κοτζιά ότι τερμάτισε τη «διπλωματία της κότας» αυτό που ισχύει για την πολιτική του είναι το «αλλού τα κακαρίσματα, αλλού γεννάνε οι κότες». Συνέχεια εδώ
Όταν αρχίζει να διαμορφώνεται ένα τέτοιο πλαίσιο συνεννόησης μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, πώς εξυπηρετούνται τα δικά μας εθνικά συμφέροντα από τη είσοδο των ελληνορωσικών σχέσεων σε κατάσταση κρίσης, εάν όχι ρήξης; Οι διμερείς σχέσεις δεν ήταν σε τόσο χαμηλό σημείο ούτε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Το επιχείρημα του Κοτζιά ότι έχει τελειώσει η «διπλωματία της κότας» είναι καλό στο προπαγανδιστικό επίπεδο, αλλά δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.
Δεν έχουμε κανένα λόγο να μην πιστέψουμε τις αιτιάσεις της κυβέρνησης Τσίπρα για τις εκτός ορίων δραστηριότητες των Ρώσων διπλωματών που απελάθηκαν, αν και προς το παρόν δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα στοιχεία, μόνο γενικόλογες διαρροές. Αυτό, ωστόσο, δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την ευκολία, με την οποία προχώρησε στην απέλαση και ανέτρεψε το άτυπο δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για μία ετεροβαρή ισορροπία στις σχέσεις με τη Δύση και τη Ρωσία.
Ας δεχθούμε ότι η ρωσική πλευρά δεν έλαβε υπόψη της τις προειδοποιήσεις της Αθήνας και ως εκ τούτου η απέλαση κατέστη αναπόφευκτη. Για πoιο λόγο ο Κοτζιάς επέλεξε να απαντήσει στις δηλώσεις της εκπροσώπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Ζαχάροβα, κατά τρόπο που ουσιαστικά ακύρωσε τη δυνατότητα αποκλιμάκωσης της έντασης και σε εύλογο χρόνο γεφύρωσης του χάσματος; Προς το παρόν, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών δεν έχει δώσει πειστική απάντηση.
Η πολιτική του έναντι της Ρωσίας από το φθινόπωρο του 2017 διολισθαίνει σε νεοψυχροπολεμικά μονοπάτια. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ουσιαστικά έρχεται σε αντίθεση με την τάση στην μεγάλη διεθνή σκηνή, έτσι όπως είχε διαφανεί και έτσι όπως αρχίζει να διαμορφώνεται μετά τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στο Ελσίνκι. Θα ήταν λάθος να υποτιμηθεί η ισχύς του αντιρωσικού στερεότυπου στο αμερικανικό «βαθύ κράτος», αλλά η πολιτική του Αμερικανού προέδρου δεν είναι επιλογή ενός προσώπου. Αντανακλά και τον προσανατολισμό ενός τμήματος των αρχουσών ελίτ στις ΗΠΑ.
Η Ελλάδα δεν εξασφάλισε κανένα αντάλλαγμα για να βάλει όλα τα αυγά της στο αμερικανικό καλάθι. Η έστω και έτσι ταύτιση με τα αντιρωσικά στερεότυπα που ακόμα κυριαρχούν στο αμερικανικό “βαθύ κράτος” δεν είναι ούτε στρατηγικά φρόνιμη, ούτε τουλάχιστον τακτικά επωφελής. Στην πραγματικότητα, όλα δείχνουν πως πρόκειται για μία νέα εκδοχή του συνδρόμου της εξάρτησης που έχει μετατραπεί σε δεύτερη φύση όχι μόνο των παραδοσιακών αρχουσών ελίτ στην Ελλάδα, αλλά και πολιτικών που έλκουν την προέλευσή τους από την παραδοσιακή Αριστερά.
===============
Το δόγμα του Κοτζιά ήταν από τότε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Αθήνας-Τιράνων και Αθήνας-Σκοπίων δεν απειλούν την εθνική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ελληνοτουρκική διένεξη έχει γεωστρατηγικό χαρακτήρα και την απειλεί. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί το κλείσιμο των βαλκανικών μετώπων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τουρκικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο που η αποτυχία της επίσκεψης Ερντογάν κατέστησε ακόμα πιο επείγουσα αυτή την αντιμετώπιση.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Κοτζιά με τον Σλαβομακεδόνα ομόλογό του είναι πλέον αποτυπωμένο στη Συμφωνία των Πρεσπών και μπορεί με ακρίβεια να αποτιμηθεί. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τον Αλβανό ομόλογό του θα το δούμε προσεχώς, εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πως βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία. Όλη αυτή η διπλωματική κινητικότητα, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματική. Εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς πηγάζει και από μία αυθεντική ροπή του Κοτζιά, αλλά και από δυτικές συστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλωστε, οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ομόρροποι κι όχι αντίρροποι.
Το γεγονός, όμως, ότι το Μακεδονικό έκλεισε με τον τρόπο που έκλεισε αποδυναμώνει, αντί να ενδυναμώνει την ελληνική διπλωματία γενικώς και ειδικώς έναντι της Τουρκίας. Τα καλά λόγια από την πλευρά της Δύσης οφείλονται στο γεγονός ότι υπήρξε συμφωνία και ως εκ τούτου άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και προοπτικά στην ΕΕ.
Οι Δυτικοί δεν ενδιαφέρονταν ποτέ για το περιεχόμενο της συμφωνίας. Ακόμα και εάν η Αθήνα συμφωνούσε το γειτονικό κράτος να ονομάζεται Μακεδονία και όλα τα συναφή και πάλι θα χειροκροτούσαν και θα επαινούσαν την ελληνική κυβέρνηση που θα έβαζε την υπογραφή για την πολιτική τόλμη της και τη συμβολή της στη σταθερότητα!
Το γεγονός, όμως, ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αποδέχεται πράγματα που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα της περιοχής και πλήττουν το εθνικό συμφέρον της είναι ένα σημάδι πολιτικής-διπλωματικής αδυναμίας. Το μήνυμα που παίρνει η Άγκυρα είναι ότι αφού η Αθήνα υποχώρησε στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, πολύ περισσότερο θα υποχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα.
Κι αυτό, επειδή η ΠΔΓΜ είναι πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά σε παντελώς μειονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας, ενώ αντιστοίχως η Τουρκία είναι σαφώς σε πλεονεκτική. Με άλλα λόγια, το επικίνδυνο μήνυμα που παίρνει ο Ερντογάν είναι ότι εάν κλιμακώσει την πίεσή του στην Αθήνα θα αυξηθούν οι πιθανότητες να επιτύχει τους επεκτατικούς στόχους του. Η επίπτωση, λοιπόν της Συμφωνίας των Πρεσπών στα ελληνοτουρκικά είναι αντίστροφη από αυτή που πουλάει στην πολιτική αγορά ο Κοτζιάς.
Η καμπύλη της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία δύο χρόνια έχει τις γνωστές διακυμάνσεις, αλλά όχι δραματικές αλλαγές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει, βεβαίως, η ομηρία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά αυτή συνδέεται με την μη παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στο πραξικόπημα.
Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός που διοχέτευσε ο Κοτζιάς είναι μία προσπάθεια να χρησιμοποιήσει την έντονη ανησυχία της ελληνικής κοινής γνώμης για την τουρκική επιθετικότητα για να δικαιολογήσει τους χειρισμούς του που οδήγησαν στην ανατροπή του άτυπου δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά.
Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, η Αθήνα πρέπει να τηρεί μία ετεροβαρή, αλλά υπαρκτή ισορροπία στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Δύση και τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ναι μεν ανήκει στη Δύση, αλλά πάντα φρόντιζε να κρατάει αποστάσεις από ψυχροπολεμικές κινήσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων σε βάρος της Μόσχας. Και έτσι έπρατταν οι Τσίπρας και Κοτζιάς μέχρι πρότινος.
Ο Ερντογάν δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς. Είναι πεπεισμένος ότι αυτοί βρίσκονται πίσω από το πραξικόπημα του 2016 κι ότι επιδιώκουν να τον εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό και έχει εναγκαλιστεί τον Πούτιν. Προσπαθεί να χρησιμοποιεί τη Ρωσία ως αντίβαρο στη δυτική πίεση. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο άδραξε την ευκαιρία και ανταποκρίθηκε, επειδή αυτό εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα.
Παίζει με την Άγκυρα όχι απλώς για να βαθύνει το ρήγμα στη δυτική στρατηγική αλυσίδα, αλλά και επειδή έτσι σπάει τη γεωπολιτική περικύκλωση της Ρωσίας που επιδιώκει η Δύση. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, πως παρά την προσέγγιση με τον Ερντογάν, η Μόσχα παραμένει στην παραδοσιακή θέση της στο Κυπριακό. Αλλά και στα ελληνοτουρκικά δεν παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή στην πολιτική της.
Γιατί ο Κοτζιάς πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες
Μπορεί ο Κοτζιάς να είχε εδώ και πολλά χρόνια κάνει σύνθημά του την «ενεργητική εξωτερική πολιτική», αλλά το ταξίδι στην Ουάσιγκτον με τον Τσίπρα και οι συνομιλίες με την αμερικανική ηγεσία προσέδωσαν συγκεκριμένο σχήμα σ’ αυτόν τον όρο. Κάπως έτσι, λοιπόν, προέκυψε το πρόσω ολοταχώς για να κλείσει χρόνια ανοικτά μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, με δεδηλωμένο σκοπό αυτή να αφιερωθεί στην ανάσχεση της τουρκικής επεκτατικής πίεσης.Λίγο μετά, όμως, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε την Τουρκία και ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για την επίσκεψη Ερντογάν, η οποία είχε τη γνωστή κατάληξη. Όχι μόνο δεν δικαίωσε την προσδοκία του Κοτζιά για διαμόρφωση κλίματος «ήρεμων υδάτων» με την Άγκυρα, αλλά ουσιαστικά έριξε περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις στη ζώνη της έντασης.
Το δόγμα του Κοτζιά ήταν από τότε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Αθήνας-Τιράνων και Αθήνας-Σκοπίων δεν απειλούν την εθνική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ελληνοτουρκική διένεξη έχει γεωστρατηγικό χαρακτήρα και την απειλεί. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί το κλείσιμο των βαλκανικών μετώπων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τουρκικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο που η αποτυχία της επίσκεψης Ερντογάν κατέστησε ακόμα πιο επείγουσα αυτή την αντιμετώπιση.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Κοτζιά με τον Σλαβομακεδόνα ομόλογό του είναι πλέον αποτυπωμένο στη Συμφωνία των Πρεσπών και μπορεί με ακρίβεια να αποτιμηθεί. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τον Αλβανό ομόλογό του θα το δούμε προσεχώς, εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πως βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία. Όλη αυτή η διπλωματική κινητικότητα, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματική. Εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς πηγάζει και από μία αυθεντική ροπή του Κοτζιά, αλλά και από δυτικές συστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλωστε, οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ομόρροποι κι όχι αντίρροποι.
Τα μέτωπα στα Βαλκάνια
Το επιχείρημα του Κοτζιά ότι πρέπει να κλείσουν τα μέτωπα στα Βαλκάνια για να αντιμετωπισθεί η τουρκική επιθετικότητα είναι η μισή αλήθεια. Προφανώς, εάν το Μακεδονικό και τα ελληνοαλβανικά έκλειναν με έναν τρόπο που να σέβεται την πραγματικότητα της περιοχής και τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα, θα ήταν μία πολύ θετική εξέλιξη ακόμα και εάν δεν υπήρχε η πίεση της Άγκυρας. Πολύ περισσότερο που υπάρχει.Το γεγονός, όμως, ότι το Μακεδονικό έκλεισε με τον τρόπο που έκλεισε αποδυναμώνει, αντί να ενδυναμώνει την ελληνική διπλωματία γενικώς και ειδικώς έναντι της Τουρκίας. Τα καλά λόγια από την πλευρά της Δύσης οφείλονται στο γεγονός ότι υπήρξε συμφωνία και ως εκ τούτου άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και προοπτικά στην ΕΕ.
Οι Δυτικοί δεν ενδιαφέρονταν ποτέ για το περιεχόμενο της συμφωνίας. Ακόμα και εάν η Αθήνα συμφωνούσε το γειτονικό κράτος να ονομάζεται Μακεδονία και όλα τα συναφή και πάλι θα χειροκροτούσαν και θα επαινούσαν την ελληνική κυβέρνηση που θα έβαζε την υπογραφή για την πολιτική τόλμη της και τη συμβολή της στη σταθερότητα!
Το γεγονός, όμως, ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αποδέχεται πράγματα που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα της περιοχής και πλήττουν το εθνικό συμφέρον της είναι ένα σημάδι πολιτικής-διπλωματικής αδυναμίας. Το μήνυμα που παίρνει η Άγκυρα είναι ότι αφού η Αθήνα υποχώρησε στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, πολύ περισσότερο θα υποχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα.
Κι αυτό, επειδή η ΠΔΓΜ είναι πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά σε παντελώς μειονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας, ενώ αντιστοίχως η Τουρκία είναι σαφώς σε πλεονεκτική. Με άλλα λόγια, το επικίνδυνο μήνυμα που παίρνει ο Ερντογάν είναι ότι εάν κλιμακώσει την πίεσή του στην Αθήνα θα αυξηθούν οι πιθανότητες να επιτύχει τους επεκτατικούς στόχους του. Η επίπτωση, λοιπόν της Συμφωνίας των Πρεσπών στα ελληνοτουρκικά είναι αντίστροφη από αυτή που πουλάει στην πολιτική αγορά ο Κοτζιάς.
Δικαιολογία για την ελληνορωσική κρίση
Αντίστοιχου προπαγανδιστικού χαρακτήρα είναι και η δικαιολογία που ο Κοτζιάς διοχέτευσε για την κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις. Διοχέτευσε ότι αυτή οφείλεται και στο ότι η προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν επέτρεψε την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Ελλάδας. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα.Η καμπύλη της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία δύο χρόνια έχει τις γνωστές διακυμάνσεις, αλλά όχι δραματικές αλλαγές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει, βεβαίως, η ομηρία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά αυτή συνδέεται με την μη παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών που κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στο πραξικόπημα.
Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός που διοχέτευσε ο Κοτζιάς είναι μία προσπάθεια να χρησιμοποιήσει την έντονη ανησυχία της ελληνικής κοινής γνώμης για την τουρκική επιθετικότητα για να δικαιολογήσει τους χειρισμούς του που οδήγησαν στην ανατροπή του άτυπου δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά.
Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, η Αθήνα πρέπει να τηρεί μία ετεροβαρή, αλλά υπαρκτή ισορροπία στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Δύση και τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ναι μεν ανήκει στη Δύση, αλλά πάντα φρόντιζε να κρατάει αποστάσεις από ψυχροπολεμικές κινήσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων σε βάρος της Μόσχας. Και έτσι έπρατταν οι Τσίπρας και Κοτζιάς μέχρι πρότινος.
Ο εναγκαλισμός Πούτιν-Ερντογάν
Κατά τα άλλα, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχει δρομολογήσει μία τάση αναθεώρησης ή τουλάχιστον προσαρμογής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και αυτό το διάστημα οι δύο πλευρές καταβάλλουν προσπάθειες να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χωρίζει, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό εκτιμώ πως είναι περιορισμένες.Ο Ερντογάν δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς. Είναι πεπεισμένος ότι αυτοί βρίσκονται πίσω από το πραξικόπημα του 2016 κι ότι επιδιώκουν να τον εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό και έχει εναγκαλιστεί τον Πούτιν. Προσπαθεί να χρησιμοποιεί τη Ρωσία ως αντίβαρο στη δυτική πίεση. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο άδραξε την ευκαιρία και ανταποκρίθηκε, επειδή αυτό εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα.
Παίζει με την Άγκυρα όχι απλώς για να βαθύνει το ρήγμα στη δυτική στρατηγική αλυσίδα, αλλά και επειδή έτσι σπάει τη γεωπολιτική περικύκλωση της Ρωσίας που επιδιώκει η Δύση. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, πως παρά την προσέγγιση με τον Ερντογάν, η Μόσχα παραμένει στην παραδοσιακή θέση της στο Κυπριακό. Αλλά και στα ελληνοτουρκικά δεν παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή στην πολιτική της.
Σχόλια