Πριν από πολλά χρόνια συνήθιζα να παρακολουθώ ένα ετήσιο σεμινάριο, σε ευχάριστο περιβάλλον, στο οποίο οι συμμετέχοντες συζητούσαν για την πολιτική και την οικονομία δύο ευρωπαϊκών χωρών. Υπήρχαν συνήθως δύο ομάδες. Η μία μιλούσε για την εξωτερική πολιτική, κυρίως τις διατλαντικές σχέσεις. Η άλλη συζητούσε οικονομικά θέματα και κυρίως για το ευρώ. Στο τέλος, οι δύο ομάδες άκουγαν η μία τα συμπεράσματα της άλλης, με μια ευγενική βαρεμάρα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θα ήταν σε καλύτερη θέση αν όσοι ασχολούνταν με την εξωτερική πολιτική εντός και εκτός εκείνης της αίθουσας είχαν κάνει το ευρώ δικό τους σχέδιο. Το δολάριο, αντίθετα, υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για πολλά χρόνια. Ο ρόλος του ως παγκόσμιας άγκυρας επιτρέπει στις ΗΠΑ να αποκόψουν μια ολόκληρη χώρα από την πρόσβαση στο διεθνές εμπόριο και στη χρηματοδότηση, όπως στην περίπτωση του Ιράν. Ή μια ομάδα ιδιωτών, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας. Το ευρώ δεν σχεδιάστηκε ως γεωπολιτικό εργαλείο. Θυμάμαι τη συζήτηση στη Γερμανία τη δεκαετία του 1990. Η Bundesbank ηθελημένα απέρριψε την ιδέα ενός ισχυρού διεθνούς ρόλου για το ευρώ, φοβούμενη ότι ίσως ερχόταν σε αντίθεση με τον στόχο για σταθερότητα των τιμών. Θυμάμαι επίσης τις συζητήσεις μεταξύ διεθνών οικονομολόγων για το εάν το ευρώ θα μπορούσε να αμφισβητήσει το δολάριο ως παγκόσμιο αποθετικό νόμισμα. Η ευκαιρία ήταν εκεί. Σοβαρές ακαδημαϊκές μελέτες γράφτηκαν. Το γεγονός ότι δεν συνέβη ήταν αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής επιλογής. Η επιλογή είναι εν μέρει υπεύθυνη για τη δυσκολία της ΕΕ να βρει σήμερα μια αποτελεσματική αντίδραση στον Ντόναλντ Τραμπ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την απόφαση του Αμερικανού προέδρου να αποτραβηχτεί από τη συμφωνία με το Ιράν είναι οι εξωχώριες επιδράσεις. Ευρωπαϊκές εταιρείες που θα αγνοήσουν τις αμερικανικές κυρώσεις θα αποκοπούν από τις αμερικανικές αγορές χρήματος και προϊόντων. Το ίδιο και οι τράπεζες που θα τις χρηματοδοτήσουν. Πολυεθνικές εταιρείες και τράπεζες δεν μπορούν να το αντέξουν αυτό. Ο Ντ. Τραμπ μπορεί να συμπεριφέρεται έτσι γιατί εντέλει οι ΗΠΑ έχουν τον έλεγχο όλων των χρηματοοικονομικών ροών σε δολάριο, περιλαμβανομένων και αυτών που παράγονται εκτός ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να επιβάλει εξωχώριες κυρώσεις σε αμερικανικές εταιρείες που αγνοούν την ευρωπαϊκή πολιτική. Το ευρώ δεν είναι τόσο κρίσιμο για αυτές, όσο είναι το δολάριο για τους Ευρωπαίους. Μετά την εισαγωγή του ευρώ το 1999, έγινε γρήγορα το δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα του κόσμου, αλλά ακόμα βρίσκεται πολύ πίσω από το δολάριο στις περισσότερες μετρήσεις. Το μερίδιό του στα ξένα συναλλαγματικά αποθέματα ήταν κάτω του 20% στα τέλη του 2016, έναντι 64% του δολαρίου, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η διαφορά είναι αντίστοιχου μεγέθους στις κατηγορίες του διεθνούς χρέους και των δανείων. Το δολάριο ξεπερνά το ευρώ στον τζίρο ξένων συναλλαγών με αναλογία τρία προς ένα. Η μόνη κατηγορία που το ευρώ έχει σχεδόν φτάσει το αμερικανικό νόμισμα είναι αυτή του παγκόσμιου νομίσματος πληρωμών. Την προηγούμενη δεκαετία το κενό μειώθηκε, αλλά αυξήθηκε εκ νέου μετά τη χρηματοοικονομική κρίση. Ως αντίδραση στην απόφαση του Ντ. Τραμπ να ακυρώσει τη συμφωνία με το Ιράν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το μόνο που κατάφερε είναι να ξεθάψει το παλιό στάτους «μπλοκαρίσματος», μια απαγόρευση στις ευρωπαϊκές εταιρείες να συμμορφωθούν με τις κυρώσεις. Το πρόβλημα είναι ότι η ΕΕ δεν έχει χρηματοοικονομικά εργαλεία να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Πώς, για παράδειγμα, θα αποζημιώσει μια ευρωπαϊκή τράπεζα που δεν μπορεί πλέον να συναλλάσσεται σε δολάρια; Η αποτυχία να αναπτυχθεί το ευρώ ως αντίπαλος του δολαρίου κάνει την ΕΕ περισσότερο ευάλωτη σε εμπορικούς δασμούς. Αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα του εμπορικού πλεονάσματος. Αυτό, με τη σειρά του, είναι αποτέλεσμα των αποφάσεων της ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους: αναγκάζοντας τις χώρες σε κρίση να έχουν θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Μια συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι μια λαϊκιστική αντίδραση του είδους που βλέπουμε σήμερα στην Ιταλία. Ο προστατευτισμός των ΗΠΑ είναι μια άλλη. Πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση, η ευρωζώνη είχε ένα μικρό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Πέρυσι έφτασε το 3,5% του ΑΕΠ. Οσο μεγαλύτερο γίνεται το πλεόνασμα, τόσο περισσότερο εξαρτημένη είναι η ευρωζώνη από τον υπόλοιπο κόσμο. Αντί να ξεφυσούν με τον Ντ. Τραμπ, οι Ευρωπαίοι ίσως θα θέλουν να προβληματιστούν για το πώς βρέθηκαν σε τέτοιο μπλέξιμο. Η ΕΕ θα ήταν περισσότερο ανθεκτική σήμερα, αν δεν είχε διαχειριστεί την κρίση της ευρωζώνης όπως τη διαχειρίστηκε και αν οι ιδρυτές της είχαν κάνει από την αρχή το ευρώ περισσότερο ισχυρό. Τεχνικά, είναι ακόμα εφικτό για την ευρωζώνη να διορθώσει το πρόβλημα αλλά αυτό απαιτεί βαθμό πολιτικής ένωσης που πάει ακόμα πιο πέρα και από αυτό που ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Γάλλος πρόεδρος, έχει προτείνει. Απαιτεί στον πυρήνα του ένα αμοιβαιοποιημένο εργαλείο χρέους, ένα ευρωομόλογο, ως χρηματοοικονομικό εργαλείο που θα υποστηρίξει μια μεγάλη αγορά κρατικού χρέους. Απαιτεί επίσης ευρύτερη εντολή για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Γνωρίζω φυσικά ότι δεν υπάρχει πολιτική στήριξη γι’ αυτό στη Βόρεια Ευρώπη. Όμως απλά περιμένετε μέχρι ο Ντ. Τραμπ να αρχίσει να επιβάλλει δασμούς στην BMW, τη Mercedes και άλλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Τα γεγονότα αρχίζουν να εξελίσσονται. Copyright The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.

Ορατός ο κίνδυνος να οδηγηθεί η χώρα σε νέες κάλπες, με υπαρξιακά ερωτήματα. Η αμφιλεγόμενη κίνηση Ματαρέλα και η ενίσχυση των ακραίων. Γιατί μπαίνουν στο συρτάρι τα όποια μεγαλεπήβολα σχέδια για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης.
 Του Tony Barber

Τα τελευταία πέντε χρόνια, η ακατανίκητη δύναμη του ιταλικού λαϊκισμού βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με το αμετακίνητο πολιτικό, γραφειοκρατικό, οικονομικό και βιομηχανικό κατεστημένο της χώρας. Τώρα αυξάνουν οι πιθανότητες, ο επόμενος γύρος αυτής της πικρής διαμάχης να διεξαχθεί στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές, ίσως τον Οκτώβριο. Το πεδίο της αντιπαράθεσης αναμένεται να είναι η συμμετοχή της Ιταλίας στην ευρωζώνη.

Ανά την Ευρώπη, πολλοί φιλοευρωπαίοι πολιτικοί και τραπεζίτες υποπτεύονται ότι η ευρωζώνη των 19 μελών είναι μια ημιτελής νομισματική ένωση, η αδυναμία της οποίας θα αναδειχθεί ανελέητα σε μια επόμενη χρηματοοικονομική κρίση. Αυτοί βλέπουν το πολιτικό και συνταγματικό αδιέξοδο της Ιταλίας με τρόμο. Οι μεταρρυθμίσεις διαμερισμού του ρίσκου που πιστεύεται ότι είναι απαραίτητες για να προστατευθεί η ευρωζώνη έναντι μελλοντικών αναταραχών -αλλαγές του είδους που προτείνει ο Εμανουέλ Μακρόν- θα είναι εκτός ατζέντας για όσο το φάσμα ενός ριζοσπαστικού οικονομικού πειράματος καταδιώκει την Ιταλία.
Η Γερμανία και άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα αποτραβηχτούν από το να δώσουν περισσότερους πόρους και δύναμη λήψης αποφάσεων, σε μια ένωση, το τρίτο μεγαλύτερο μέλος της οποίας πέφτει στην επιρροή πολιτικών δυνάμεων που αντιτίθενται στις δημοσιονομικές και οικονομικές ορθοδοξίες.
Αναμφισβήτητα, οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα πρόθυμοι να μοιραστούν περισσότερο ρίσκο. Η ιταλική αναταραχή, όμως, τους δίνει ένα ατσάλινο επιχείρημα για να παραχωρήσουν όσο λιγότερο έδαφος γίνεται. Στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, ο κος Μακρόν είναι μια απομονωμένη φιγούρα.
Αν η Ιταλία επιστρέψει σύντομα στις κάλπες, κανείς δεν θα είναι πιο ευτυχής από το αντισυστημικό Κίνημα Πέντε Αστέρων και την ακροδεξιά, αντιμεταναστευτική Λίγκα. Αισθάνονται ότι είναι σε άνοδο. Κέρδισαν τις εκλογές της 4ης Μαρτίου και παραμένουν υψηλά στις δημοσκοπήσεις.
Επιπλέον, μετρήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των απλών Ιταλών -περιλαμβανομένων πολλών που δεν ψήφισαν τα Πέντε Αστέρια ή τη Λίγκα- πιστεύουν ότι αξίζει στα δύο κόμματα να έχουν την ευκαιρία να πάρουν την εξουσία. Στο τέλος τέλος, από κοινού ελέγχουν την πλειοψηφία των θέσεων στα δύο κοινοβούλια.
Ωστόσο, προσώρας, αρνήθηκαν την εξουσία στα δύο αντάρτικα κόμματα. Την Κυριακή ο Σέρτζιο Ματαρέλα, ο Ιταλός πρόεδρος, έβαλε βέτο στον Π. Σαβόνα, τον 81χρονο υποψήφιο των δύο κομμάτων για τη θέση του υπουργού Οικονομικών. Χθες ο επικεφαλής του κράτους έδωσε την εντολή στον τεχνοκράτη Κάρλο Κοταρέλι, πρώην διευθυντή του ΔΝΤ. Όπως μια πολιορκημένη μεσαιωνική ιταλική πόλη-κράτος, το κατεστημένο πυρετωδώς υψώνει τις άμυνες απέναντι στις εχθρικές δυνάμεις που μαζεύονται μπροστά στα τείχη της.
Ο κος Ματαρέλα υποστηρίζει ότι οι προεδρικές εξουσίες, αν και περιορισμένες με βάση το ιταλικό σύνταγμα, περιλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύσει τη θέση της χώρας στην ευρωζώνη. Αιτιολόγησε το βέτο στον κο Σαβόνα με το επιχείρημα ότι ο ογδοντάχρονος οικονομολόγος μπορεί να έκανε αντισυμβατικά βήματα που θα έθεταν σε κίνδυνο αυτή τη συμμετοχή.
Ανεξάρτητα από το εάν στέκεται σε στέρεο νομικό έδαφος, γεγονός παραμένει ότι κανείς προηγούμενος επικεφαλής του κράτους μετά το πέρασμα στη δημοκρατία το 1945 δεν χειρίστηκε τις εξουσίες του με τρόπο που να μπλοκάρει τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης. Αυτό κάνει τον κο Ματαρέλα ευάλωτο στην κατηγορία ότι εμποδίζει τη βούληση των κομμάτων που κέρδισαν σε ελεύθερες και δίκαιες εκλογές τον Μάρτιο. Αυτό αυξάνει την προοπτική τα Πέντε Αστέρια και η Λίγκα να επιλέξουν να μετατρέψουν τις νέες εκλογές σε υπαρξιακή επιλογή για την Ιταλία.
Από τη μια πλευρά, θα είναι η δημοφιλής εθνική κυριαρχία και αυτοδιάθεση, κυρίαρχες αρχές για τους Ιταλούς από το Risorgimento του 19ου αιώνα (σ.σ. το κίνημα που οδήγησε στην ένωση των διαφορετικών κρατών της ιταλικής χερσονήσου). Από την άλλη πλευρά, θα είναι οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο, η Φρανκφούρτη και οι υποτιθέμενοι υπηρέτες τους σε ένα ιταλικό κατεστημένο που κατηγορείται ότι προεδρεύει επί 25 χρόνια ανεπάρκειας και οικονομικής παρακμής.
Αν αυτό το σενάριο επρόκειτο να ξεδιπλωθεί, θα μπορούσε να αποδειχτεί, για τη μία ή την άλλη πλευρά, μάχη μέχρις εσχάτων.

Copyright The Financial Times Limited 2017. All rights reserved. 

Σχόλια