Γράφει ο Κώστας Μελάς –
Με βάση τα προσωρινά στοιχεία, το 2017 η μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ είναι της τάξης του 1,4% (ίσως καταλήξει λίγο παραπάνω), όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 2,3%. Άρα η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αποκλίνει, παραμένοντας σε «αναπτυξιακή στασιμότητα». Το πρώτο θετικό στοιχείο που καθόρισε την αύξηση του ΑΕΠ είναι οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου που για πρώτη φορά αυξήθηκαν περίπου 28%. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η αιτία είναι ότι το διαθέσιμο εισόδημα εξακολουθεί να μειώνεται, λόγω και της υψηλής φορολογίας. Καταγράφεται, πάντως, συγκράτηση της δαπάνης από τα νοικοκυριά είτε διότι έχουν εξαντλήσει τις αποταμιεύσεις τους, είτε διότι υπάρχουν ακόμη αβεβαιότητες. Είναι αξιοσημείωτο ότι η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης συνέβη παρά την αισθητή μείωση της ανεργίας.
Η εκτίμηση είναι ότι η τάση του 2017 θα συνεχιστεί και το 2018. Σημαντικό ρόλο θα παίξει η έγκαιρη ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης, οπωσδήποτε το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές για το καθεστώς που θα ισχύσει μετά το τέλος του 3ου μνημονίου και βεβαίως το τι θα αποφασιστεί για την ελάφρυνση του χρέους. Αυτά θα επηρεάσουν και τις επενδύσεις αλλά και την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη. Η αίσθηση ότι βγαίνουμε από τα μνημόνια θα έχει ψυχολογική επίπτωση, με την έννοια ότι θα απελευθερώσει συμπεριφορές.
Αναπτυξιακή στασιμότητα
Το ζητούμενο, πάντως, είναι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Δεν είναι καθόλου σίγουρο, όμως, ότι θα συμβεί. Αντίθετα, είναι πιθανόν να συνεχίσει να συμπιέζεται. Κι αυτό, επειδή δεν διακρίνονται στοιχεία που να ωθούν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% λειτουργεί αρνητικά. Οι παράγοντες, λοιπόν, που θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα το 2018 είναι και θετικοί και αρνητικοί. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι κρίσιμο, με την έννοια πως θα δείξει την τάση.
Είναι ορατός ο κίνδυνος να εγκλωβιστεί η ελληνική οικονομία σε μία αναπτυξιακή στασιμότητα, η οποία θα διευρύνει το χάσμα με την ΕΕ. Όσο η κυβέρνηση εφαρμόζει το μνημόνιο τόσο ενισχύεται η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων και των αγορών. Κατ’ επέκταση αυξάνεται και η πιθανότητα να υπάρξει μια καλύτερη αντιμετώπιση και από τους επενδυτές.
Κρίσιμη σημασία είναι να προχωρήσουν οι συμφωνημένες ιδιωτικοποιήσεις και να σταθεροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα. Η διαδικασία, πάντως, θα είναι αργή. Και βεβαίως υπάρχει ζήτημα με το εάν αυτός ο δρόμος είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμος. Επ’ αυτού υπάρχουν βάσιμες αντιρρήσεις που δεν επιτρέπουν αισιοδοξία.
Είναι δεδομένο ότι οι δανειστές θα απαιτήσουν από την Ελλάδα αυξημένη επιτήρηση σε σύγκριση με τις άλλες χώρες που εξήλθαν από μνημόνια. Η Ελλάδα είναι πιο βεβαρυμένη περίπτωση, λόγω του μεγάλου χρέους, των μεγαλύτερων προβλημάτων στο τραπεζικό σύστημα και βεβαίως επειδή το 2019 και το 2020 θα συνεχιστεί η δημοσιονομική προσαρμογή με τη μείωση του αφορολόγητου και της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Το μόνο που συζητείται είναι η μείωση της φορολογίας. Αυτή θα εξαρτηθεί από την πορεία των δημοσίων οικονομικών και θα φανεί στο νέο Μεσοπρόθεσμο.
Η «κακή τράπεζα»
Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα όλα δείχνουν ότι δεν θα απαιτηθεί νέα ανακεφαλαιοποίηση. Οι στόχοι που έχουν τεθεί για μείωση των κόκκινων δανείων μέσω πλειστηριασμών έως το τέλος του 2019, όμως, δεν είναι εύκολο να επιτευχθούν. Γι’ αυτό και ο κ. Στουρνάρας, στην Έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, ανέφερε για πρώτη φορά ότι το 2019 θα χρειαστεί, ίσως, η δημιουργία μιας «κακής τράπεζας», Bad Βank.
Τί σηματοδοτεί μία τέτοια δήλωση του κεντρικού τραπεζίτη; Σηματοδοτεί ότι το ιδιωτικό χρέος που υπάρχει στις τράπεζες δεν είναι δυνατό να μειωθεί ουσιαστικά με τον τρόπο που έχουν σχεδιάσει. Γι’ αυτό και προσανατολίζονται σε μια λύση, η οποία έπρεπε να είχε εφαρμοστεί από την αρχή. Έπρεπε να είχε γίνει το 2012, παράλληλα με τη μείωση του δημόσιου χρέους. Η λύση της «κακής τράπεζας» εφαρμόστηκε σε άλλες χώρες και λειτούργησε θετικά.
Θα απορροφούσε ένα μέρος των κόκκινων δανείων, ελαφρύνοντας από το βάρος και τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις που πραγματικά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις.Αν και η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει, με αποτέλεσμα να έχει συσσωρευτεί κόστος, η λύση αυτή πρέπει να προχωρήσει. Οι τράπεζες γνωρίζουν, ποιος δανειολήπτης μπορεί να πληρώσει και ποιος όχι. Πρέπει, λοιπόν, να σβήσουν όσα δάνεια δεν μπορούν να αποπληρωθούν και να διεκδικήσουν από αυτούς που μπορούν να πληρώσουν. Όπως φάνηκε και από τους πλειστηριασμούς, ένα 30-35% μπορεί να πληρώσει και δεν πληρώνει.
============
Σχόλια