Ο φίλος είχε διαβάσει το χτεσινό κείμενο και προσπάθησε να με στριμώξει.
"Η πραγματικότητα σε διαψεύδει", μου είπε κατηγορηματικά. "Με τα
capital control αποφεύχθηκε η μαζική ανάληψη καταθέσεων, με τις
ανακεφαλαιοποιήσεις και τις πάσης μορφής ενισχύσεις οι τράπεζες
κατάφεραν να ελέγξουν τα προβλήματα ρευστότητάς τους και, σε γενικές
γραμμές, δεν υπάρχει πανικός. Άρα το κλίμα δεν είναι τόσο άσχημο όσο
νομίζεις, οπότε υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για επιστροφή στην
ανάπτυξη".
Κατ' αρχήν, αμφισβητώ έντονα ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει ξεπεράσει τα προβλήματά του. Από την μια, η συνεχιζόμενη απαξίωση του συντελεστή παραγωγής που λέγεται "εργασία" σημαίνει ότι δεν έχει τελειώσει η καταστροφή κεφαλαίων, η οποία συνιστά απαραίτητο συστατικό τής εξόδου από την κρίση. Από την άλλη, εκτιμώ πως η όποια βελτίωση στην εικόνα τού κλάδου οφείλεται εν πολλοίς στην αλλαγή των λογιστικών προτύπων και όχι σε κάποια ριζική διόρθωση των διαφόρων στρεβλώσεων: η εκτύπωση χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες μεγάλων χωρών καλά κρατεί, η αγορά παραγώγων ζη και βασιλεύει, ο αποπληθωρισμός και ο στασιμοπληθωρισμός εξακολουθούν να απαιτούν εργώδη προσπάθεια για να τιθασσευτούν κλπ.
Κοντά σε όλα τούτα, τα οποία μπορούν να αμφισβητηθούν ως προσωπικές εκτιμήσεις, υπάρχει και κάτι άλλο, αναμφισβήτητο: η ραγδαία επέκταση του φαινομένου, το οποίο στην οικονομική γλώσσα αποκαλείται ηθικός κίνδυνος (moral hazard). Ο όρος θα μπορούσε να αποδοθεί ως κίνδυνος αλλαγής της οικονομικής συμπεριφοράς λόγω της μεταβολής του πλαισίου προστασίας έναντι ενός κινδύνου. Με απλά λόγια, ηθικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος να αρχίσει κάποιος (άτομο, επιχείρηση, κράτος κλπ) να συμπεριφέρεται απρόσεκτα όταν γνωρίζει πως δεν θα πληρώσει τις ζημιές αν κάτι πάει στραβά.
Ας θυμηθούμε λίγο πώς εξελίχθηκε η τρέχουσα καπιταλιστική κρίση. Όλα άρχισαν με τα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, που χορηγούσαν οι τράπεζες των ΗΠΑ. Οι δανειολήπτες έπαιρναν δάνεια ίσα ή και μεγαλύτερα από την αξία του ακινήτου που θα αγόραζαν, με περίοδο χάριτος και με μόνη εξασφάλιση το ίδιο το ακίνητο. Η ιδέα ήταν απλή: αν η αξία του ακινήτου ανεβεί μέχρι να τελειώσει η περίοδος χάριτος, το πουλάω και καρπώνομαι την διαφορά και, αν πέσει, το αφήνω στην τράπεζα και καθαρίζω. Προφανώς, οι τράπεζες αξιολόγησαν εντελώς λανθασμένα τον ηθικό κίνδυνο αυτής της διαδικασίας.
Από την πλευρά τους, τα στελέχη των τραπεζών είχαν κάθε συμφέρον να προωθούν όσο πιο πολλά τέτοια δάνεια μπορούσαν, αφού έτσι εξασφάλιζαν υψηλότερα μπόνους ενώ δεν είχαν την παραμικρή ευθύνη σε περίπτωση που αυτά τα δάνεια δεν θα εξυπηρετούνταν. Φαίνεται πως ούτε αυτόν τον ηθικό κίνδυνο, που προερχόταν από τα ίδια τα στελέχη τους, αξιολόγησαν σωστά οι τράπεζες.
Κατά μία έννοια, οι τράπεζες δεν πολυνοιάζονταν για τους ηθικούς κινδύνους επειδή είχαν βρει τρόπο να ξεφορτώνονται οποιονδήποτε κίνδυνο. Πακεττάριζαν αυτά τα δάνεια και δημιουργούσαν ένα όμορφα δομημένο προϊόν, το οποίο το πωλούσαν στα διάφορα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία δελεάζονταν από την υψηλή απόδοση και δεν λογάριαζαν τον καταφανή ηθικό κίνδυνο. Και γιατί να το κάνουν άλλωστε; Αν έχεις στα χέρια σου ένα προϊόν υψηλού κέρδους, τα υπόλοιπα βρίσκεις τρόπο και τα κανονίζεις. Ρυθμίζεις, ας πούμε, τον όποιο κίνδυνο μέσω CDS, βάζεις και μια εταιρεία αξιολόγησης να το βαθμολογήσει με ΑΑΑ και μετά το μοσχοπουλάς. Όλο και κάποιος πρόθυμος θα βρεθεί (ένα ασφαλιστικό ταμείο, ας πούμε) να του το κάνεις πάσα.
Το πράγμα στράβωσε όταν το σύστημα μπούκωσε, όταν η φούσκα δεν γινόταν να φουσκώσει άλλο. Η συρρίκνωση άρχισε και το μάζεμα του κουβαριού έφτασε ως τις τράπεζες, οι οποίες ξύπνησαν από τον λήθαργό τους βλέποντας τους δανειολήπτες να τους γυρνούν την πλάτη. Οι προβλέψεις άρχισαν να πέφτουν σύννεφο και οι τραπεζίτες στράφηκαν για βοήθεια στο κράτος, μεταβιβάζοντας ουσιαστικά το κόστος των εγκληματικά λανθασμένων επιλογών τους στους φορολογούμενους πολίτες, οι οποίοι, όντας στην βάση τής πυραμίδας, δεν έχουν την δυνατότητα να φορτώσουν τα βάρη τους σε άλλους.
Ό,τι περιγράψαμε παραπάνω, συνιστά την μεγαλύτερη βόμβα στα θεμέλια του καπιταλιστικού οικοδομήματος. Από την στιγμή που τα κράτη αποδέχθηκαν το κόστος τού ηθικού κινδύνου των τραπεζών, το φαινόμενο άρχισε να εξαπλώνεται επιδημικά. Υπό το πρίσμα τού κυνικού "γιατί να μη τζογάρω, αφού άλλος θα πληρώσει αν χάσω;", η άκριτη ανάληψη ηθικού κινδύνου επεκτάθηκε και στις επιχειρήσεις. Το παράδειγμα των αυτοκινητοβιομηχανιών τού Ντητρόιτ είναι χαρακτηριστικό ενώ και οι κραυγές τού Mega περί ευθυνών τής κυβέρνησης βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος.
Το χειρότερο είναι ότι αυτό το μικρόβιο έχει πλήξει και τα κράτη, τα ισχυρότερα των οποίων ανζητούν τρόπους να μεταβιβάσουν το κόστος τού ηθικού κινδύνου των επιλογών τους σε τρίτους. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ τυπώνουν συνεχώς χρήμα, υποτιμώντας έτσι συνεχώς το νόμισμά τους, προκειμένου να μειώσουν τεχνητά το δημόσιο χρέος τους εις βάρος των δανειστών τους.
Είπαμε πολλά και είναι ώρα να κλείσουμε. Σε έναν κόσμο με πλήθος φορολογικών παραδείσων και με αναρίθμητες επιχειρήσεις να ανοίγουν και να κλείνουν στην πρώτη ευκαιρία αλλά και σε πείσμα των εξωραϊσμένων αριθμών, εξακολουθώ να μη τρέφω υψηλές προσδοκίες για σύντομη επιστροφή στην πραγματική ανάπτυξη. Τουλάχιστον, ώσπου να πάρω μια σοβαρή απάντηση στην λογική απορία μου: γιατί να δουλέψω όταν μπορώ να κονομήσω τζογάροντας, δίχως να με προβληματίζει το πώς θα πληρώσω αν χάσω;
ΠΗΓΗ
Κατ' αρχήν, αμφισβητώ έντονα ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει ξεπεράσει τα προβλήματά του. Από την μια, η συνεχιζόμενη απαξίωση του συντελεστή παραγωγής που λέγεται "εργασία" σημαίνει ότι δεν έχει τελειώσει η καταστροφή κεφαλαίων, η οποία συνιστά απαραίτητο συστατικό τής εξόδου από την κρίση. Από την άλλη, εκτιμώ πως η όποια βελτίωση στην εικόνα τού κλάδου οφείλεται εν πολλοίς στην αλλαγή των λογιστικών προτύπων και όχι σε κάποια ριζική διόρθωση των διαφόρων στρεβλώσεων: η εκτύπωση χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες μεγάλων χωρών καλά κρατεί, η αγορά παραγώγων ζη και βασιλεύει, ο αποπληθωρισμός και ο στασιμοπληθωρισμός εξακολουθούν να απαιτούν εργώδη προσπάθεια για να τιθασσευτούν κλπ.
Κοντά σε όλα τούτα, τα οποία μπορούν να αμφισβητηθούν ως προσωπικές εκτιμήσεις, υπάρχει και κάτι άλλο, αναμφισβήτητο: η ραγδαία επέκταση του φαινομένου, το οποίο στην οικονομική γλώσσα αποκαλείται ηθικός κίνδυνος (moral hazard). Ο όρος θα μπορούσε να αποδοθεί ως κίνδυνος αλλαγής της οικονομικής συμπεριφοράς λόγω της μεταβολής του πλαισίου προστασίας έναντι ενός κινδύνου. Με απλά λόγια, ηθικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος να αρχίσει κάποιος (άτομο, επιχείρηση, κράτος κλπ) να συμπεριφέρεται απρόσεκτα όταν γνωρίζει πως δεν θα πληρώσει τις ζημιές αν κάτι πάει στραβά.
Ας θυμηθούμε λίγο πώς εξελίχθηκε η τρέχουσα καπιταλιστική κρίση. Όλα άρχισαν με τα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, που χορηγούσαν οι τράπεζες των ΗΠΑ. Οι δανειολήπτες έπαιρναν δάνεια ίσα ή και μεγαλύτερα από την αξία του ακινήτου που θα αγόραζαν, με περίοδο χάριτος και με μόνη εξασφάλιση το ίδιο το ακίνητο. Η ιδέα ήταν απλή: αν η αξία του ακινήτου ανεβεί μέχρι να τελειώσει η περίοδος χάριτος, το πουλάω και καρπώνομαι την διαφορά και, αν πέσει, το αφήνω στην τράπεζα και καθαρίζω. Προφανώς, οι τράπεζες αξιολόγησαν εντελώς λανθασμένα τον ηθικό κίνδυνο αυτής της διαδικασίας.
Από την πλευρά τους, τα στελέχη των τραπεζών είχαν κάθε συμφέρον να προωθούν όσο πιο πολλά τέτοια δάνεια μπορούσαν, αφού έτσι εξασφάλιζαν υψηλότερα μπόνους ενώ δεν είχαν την παραμικρή ευθύνη σε περίπτωση που αυτά τα δάνεια δεν θα εξυπηρετούνταν. Φαίνεται πως ούτε αυτόν τον ηθικό κίνδυνο, που προερχόταν από τα ίδια τα στελέχη τους, αξιολόγησαν σωστά οι τράπεζες.
Κατά μία έννοια, οι τράπεζες δεν πολυνοιάζονταν για τους ηθικούς κινδύνους επειδή είχαν βρει τρόπο να ξεφορτώνονται οποιονδήποτε κίνδυνο. Πακεττάριζαν αυτά τα δάνεια και δημιουργούσαν ένα όμορφα δομημένο προϊόν, το οποίο το πωλούσαν στα διάφορα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία δελεάζονταν από την υψηλή απόδοση και δεν λογάριαζαν τον καταφανή ηθικό κίνδυνο. Και γιατί να το κάνουν άλλωστε; Αν έχεις στα χέρια σου ένα προϊόν υψηλού κέρδους, τα υπόλοιπα βρίσκεις τρόπο και τα κανονίζεις. Ρυθμίζεις, ας πούμε, τον όποιο κίνδυνο μέσω CDS, βάζεις και μια εταιρεία αξιολόγησης να το βαθμολογήσει με ΑΑΑ και μετά το μοσχοπουλάς. Όλο και κάποιος πρόθυμος θα βρεθεί (ένα ασφαλιστικό ταμείο, ας πούμε) να του το κάνεις πάσα.
Το πράγμα στράβωσε όταν το σύστημα μπούκωσε, όταν η φούσκα δεν γινόταν να φουσκώσει άλλο. Η συρρίκνωση άρχισε και το μάζεμα του κουβαριού έφτασε ως τις τράπεζες, οι οποίες ξύπνησαν από τον λήθαργό τους βλέποντας τους δανειολήπτες να τους γυρνούν την πλάτη. Οι προβλέψεις άρχισαν να πέφτουν σύννεφο και οι τραπεζίτες στράφηκαν για βοήθεια στο κράτος, μεταβιβάζοντας ουσιαστικά το κόστος των εγκληματικά λανθασμένων επιλογών τους στους φορολογούμενους πολίτες, οι οποίοι, όντας στην βάση τής πυραμίδας, δεν έχουν την δυνατότητα να φορτώσουν τα βάρη τους σε άλλους.
Ό,τι περιγράψαμε παραπάνω, συνιστά την μεγαλύτερη βόμβα στα θεμέλια του καπιταλιστικού οικοδομήματος. Από την στιγμή που τα κράτη αποδέχθηκαν το κόστος τού ηθικού κινδύνου των τραπεζών, το φαινόμενο άρχισε να εξαπλώνεται επιδημικά. Υπό το πρίσμα τού κυνικού "γιατί να μη τζογάρω, αφού άλλος θα πληρώσει αν χάσω;", η άκριτη ανάληψη ηθικού κινδύνου επεκτάθηκε και στις επιχειρήσεις. Το παράδειγμα των αυτοκινητοβιομηχανιών τού Ντητρόιτ είναι χαρακτηριστικό ενώ και οι κραυγές τού Mega περί ευθυνών τής κυβέρνησης βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος.
Το χειρότερο είναι ότι αυτό το μικρόβιο έχει πλήξει και τα κράτη, τα ισχυρότερα των οποίων ανζητούν τρόπους να μεταβιβάσουν το κόστος τού ηθικού κινδύνου των επιλογών τους σε τρίτους. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ τυπώνουν συνεχώς χρήμα, υποτιμώντας έτσι συνεχώς το νόμισμά τους, προκειμένου να μειώσουν τεχνητά το δημόσιο χρέος τους εις βάρος των δανειστών τους.
Είπαμε πολλά και είναι ώρα να κλείσουμε. Σε έναν κόσμο με πλήθος φορολογικών παραδείσων και με αναρίθμητες επιχειρήσεις να ανοίγουν και να κλείνουν στην πρώτη ευκαιρία αλλά και σε πείσμα των εξωραϊσμένων αριθμών, εξακολουθώ να μη τρέφω υψηλές προσδοκίες για σύντομη επιστροφή στην πραγματική ανάπτυξη. Τουλάχιστον, ώσπου να πάρω μια σοβαρή απάντηση στην λογική απορία μου: γιατί να δουλέψω όταν μπορώ να κονομήσω τζογάροντας, δίχως να με προβληματίζει το πώς θα πληρώσω αν χάσω;
ΠΗΓΗ
Σχόλια