Ούτε
ο Τσίπρας, ούτε ο Στουρνάρας, ούτε ο Γιούνκερ, ούτε η Λαγκάρντ θα είναι
εκείνοι που θα αποφασίσουν το εάν η Ελλάδα θα έχει μια «καθαρή έξοδο»
από το πρόγραμμα τον Αύγουστο ή θα λάβει μια προληπτική γραμμή στήριξης.
Την απόφαση αυτή θα την επιβάλουν οι συνθήκες που θα επικρατήσουν στις
αγορές και θα την καθορίσει η δυνατότητα της Ελλάδος να υλοποιήσει τους
φιλόδοξους δημοσιονομικούς της στόχους και τις μεταρρυθμίσεις σε βάθος
χρόνου.
Στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών αναπτύχθηκαν δύο
διαφορετικές θεωρίες που ξεπερνούν τη δημόσια αντιπαράθεση για το εάν το «μαξιλάρι ασφαλείας» των 14 δισ. ευρώ (6 δισ. ευρώ από την Ελλάδα και 8 δισ. ευρώ από τον ESM) επαρκεί για την Ελλάδα ή θα απαιτηθεί μια προληπτική γραμμή στήριξης για να διασφαλιστεί μεταμνημονιακά η χώρα.
Από τη μία πλευρά Ευρωπαϊκές πηγές ανέφεραν πως για όσο η Ελλάδα θα εφαρμόζει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις μεταρρυθμίσεις θα έχει πολύ μικρές ανάγκες χρηματοδότησης από τις αγορές. Η θέση αυτή, την οποία εξέπεμψε με ηχηρό τρόπο στις τοποθετήσεις του ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ και μάλλον ευνοεί την κυβερνητική επιχειρηματολογία για την επάρκεια του ταμειακού μαξιλαριού, στηρίζεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα θα έχει έως το 2040 χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες και πως ως εκ τούτου η έξοδος στις αγορές θα πρέπει να είναι περιορισμένη.
Ενδεικτικά ο Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής Φραγκίσκος Κουτεντάκης αποκάλυψε χθες πως η Ελλάδα έχει ήδη καλυμμένες τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες της έως το 2020. Όπως ανέφερε σχετικά, έως το 2020 οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας διαμορφώνονται σε 44 – 45 δισ. ευρώ, ωστόσο μέσω των πρωτογενών πλασμάτων της τριετίας (αθροιστικά περί τα 20 δισ. ευρώ ) και των χρημάτων που θα αντλήσει η χώρα από τον ESM και από τις αγορές θα σχηματιστεί ένα απόθεμα 48 δισ. ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες.
Αυτό ωστόσο συνεπάγεται πως η Ελλάδα θα είναι στην «εντατική» έως το 2022 καθώς όλη την επομένη τριετία θα πρέπει να μην παρεκκλίνει κατ΄ελάχιστον από το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, καθώς τα πλεονάσματα θα καλύπτουν τις χρηματοδοτικές της ανάγκες.
Πέραν των χρηματοδοτικών αναγκών οι Ευρωπαίοι θέλουν να υπάρχει όριο και στις μελλοντικές εξόδους της Ελλάδος στις αγορές διότι θεωρούν πως τα χρήματα που αντλούνται από αυτές είναι ακριβά και αυξάνουν τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας. Είναι ενδεικτικό πως για το ταμειακό μαξιλάρι των 14 δισ. ευρώ η Ελλάδα θα πληρώνει ετησίως τόκους 120 εκατ. ευρώ στον ESM για δάνεια αξίας 8 δισ. ευρώ, όταν στις αγορές θα καταβάλει ετησίως 250 εκατ. ευρώ για δάνεια ονομαστικής αξίας 6 δισ. ευρώ!
Ο επιτοκιακός κίνδυνος
Αλλά πέραν της ευρωπαϊκής θεώρησης, στους Δελφούς αναπτύχθηκε και μια άλλη θέση για την μεταμνημονιακή πορεία της Ελλάδος. Αυτή η θέση υποστηρίζει πως οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές και ειδικά ο επιτοκιακός κίνδυνος θα προσδιορίσουν τις εγχώριες εξελίξεις.
Όπως σχηματικά τόνισε χθες ο αρχισυντάκτης των Financial Times Πίτερ Σπίγκελ από το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών «οι 27χρονοι επενδυτικοί τραπεζίτες της Wall Street είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν την επομένη ημέρα για την Ελλάδα» και είναι εκείνοι που θα κρίνουν το εάν οι δεσμεύσεις της Ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος και τη μεταμνημονιακή εποχή είναι αξιόπιστες.
Σχολιάζοντας αναφορά του καθηγητή Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργου Ζανιά ότι υπάρχουν εκτιμήσεις -όπως του πρώην υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς -που μιλούν για αύξηση των διεθνών επιτοκίων έως και κατά 500 μονάδες βάσης, ο Σπίγκελ με σχηματικό τρόπο έθεσε το ερώτημα των αγορών: «Εάν μπορώ να πάρω επιτόκιο 3% από το δεκαετές ομόλογο των ΗΠΑ ποσό θα πρέπει να ζητήσω από την Ελλάδα;».
Πατώντας σε αυτό το επιχείρημα οι θιασώτες της προληπτικής πιστωτικής γραμμής ξεκαθαρίζουν πως αν και η ενεργοποίηση της γραμμής δεν είναι απαραίτητη θα ήταν καλό να ξέρουν όλοι πως αυτή είναι διαθέσιμη, δεδομένου ότι ο δανεισμός του ESM είναι εξαιρετικά φθηνός και θα μπορούσε να κρατήσει χαμηλά το κόστος δανεισμού της Ελλάδος, των τραπεζών και των επιχειρήσεων της σε περιόδους κρίσης.
Σε αυτό το ζήτημα ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ ήταν σαφής: Ο ESM κατέχει το 50% του ελληνικού χρέους και έχει παράσχει δάνεια διάρκειας 41 ετών και δεν έχει κανένα συμφέρον να αφήσει την Ελλάδα να διολισθήσει.
Πάντως, πέραν από τη «θεολογική συζήτηση» για το μαξιλάρι ασφαλείας και την προληπτική γραμμή, οι περισσότεροι μετέχοντες στο συνέδριο συμφώνησαν πως η διατηρήσιμη ανάπτυξη, η καταγραφή πρωτογενών πλεονασμάτων και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να κρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα τα spreads των ελληνικών ομολόγων (η διαφορά του κόστους δανεισμού έναντι της Γερμανίας). Με τη σειρά τους τα χαμηλά spreads -τα οποία αποτυπώνουν το ρίσκο χώρας- θα είναι αυτά που θα καθορίσουν το κόστος χρήματος στην πραγματική οικονομία και το κατά ποσόν οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούν να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητες τους με ανταγωνιστικά επιτόκια.
Στη βάση αυτή ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος διευθύνων σύμβουλος της Chipita ανέφερε πως όσα ταμειακά μαξιλάρια και προληπτικές γραμμές να λάβουμε εάν δεν υπάρξει μεταρρυθμιστική βούληση η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να ανακάμψει με διατηρήσιμο τρόπο.
Στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών αναπτύχθηκαν δύο
διαφορετικές θεωρίες που ξεπερνούν τη δημόσια αντιπαράθεση για το εάν το «μαξιλάρι ασφαλείας» των 14 δισ. ευρώ (6 δισ. ευρώ από την Ελλάδα και 8 δισ. ευρώ από τον ESM) επαρκεί για την Ελλάδα ή θα απαιτηθεί μια προληπτική γραμμή στήριξης για να διασφαλιστεί μεταμνημονιακά η χώρα.
Από τη μία πλευρά Ευρωπαϊκές πηγές ανέφεραν πως για όσο η Ελλάδα θα εφαρμόζει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις μεταρρυθμίσεις θα έχει πολύ μικρές ανάγκες χρηματοδότησης από τις αγορές. Η θέση αυτή, την οποία εξέπεμψε με ηχηρό τρόπο στις τοποθετήσεις του ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ και μάλλον ευνοεί την κυβερνητική επιχειρηματολογία για την επάρκεια του ταμειακού μαξιλαριού, στηρίζεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα θα έχει έως το 2040 χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες και πως ως εκ τούτου η έξοδος στις αγορές θα πρέπει να είναι περιορισμένη.
Ενδεικτικά ο Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής Φραγκίσκος Κουτεντάκης αποκάλυψε χθες πως η Ελλάδα έχει ήδη καλυμμένες τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες της έως το 2020. Όπως ανέφερε σχετικά, έως το 2020 οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας διαμορφώνονται σε 44 – 45 δισ. ευρώ, ωστόσο μέσω των πρωτογενών πλασμάτων της τριετίας (αθροιστικά περί τα 20 δισ. ευρώ ) και των χρημάτων που θα αντλήσει η χώρα από τον ESM και από τις αγορές θα σχηματιστεί ένα απόθεμα 48 δισ. ευρώ, ποσό που υπερκαλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες.
Αυτό ωστόσο συνεπάγεται πως η Ελλάδα θα είναι στην «εντατική» έως το 2022 καθώς όλη την επομένη τριετία θα πρέπει να μην παρεκκλίνει κατ΄ελάχιστον από το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, καθώς τα πλεονάσματα θα καλύπτουν τις χρηματοδοτικές της ανάγκες.
Πέραν των χρηματοδοτικών αναγκών οι Ευρωπαίοι θέλουν να υπάρχει όριο και στις μελλοντικές εξόδους της Ελλάδος στις αγορές διότι θεωρούν πως τα χρήματα που αντλούνται από αυτές είναι ακριβά και αυξάνουν τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας. Είναι ενδεικτικό πως για το ταμειακό μαξιλάρι των 14 δισ. ευρώ η Ελλάδα θα πληρώνει ετησίως τόκους 120 εκατ. ευρώ στον ESM για δάνεια αξίας 8 δισ. ευρώ, όταν στις αγορές θα καταβάλει ετησίως 250 εκατ. ευρώ για δάνεια ονομαστικής αξίας 6 δισ. ευρώ!
Ο επιτοκιακός κίνδυνος
Αλλά πέραν της ευρωπαϊκής θεώρησης, στους Δελφούς αναπτύχθηκε και μια άλλη θέση για την μεταμνημονιακή πορεία της Ελλάδος. Αυτή η θέση υποστηρίζει πως οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές και ειδικά ο επιτοκιακός κίνδυνος θα προσδιορίσουν τις εγχώριες εξελίξεις.
Όπως σχηματικά τόνισε χθες ο αρχισυντάκτης των Financial Times Πίτερ Σπίγκελ από το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών «οι 27χρονοι επενδυτικοί τραπεζίτες της Wall Street είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν την επομένη ημέρα για την Ελλάδα» και είναι εκείνοι που θα κρίνουν το εάν οι δεσμεύσεις της Ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος και τη μεταμνημονιακή εποχή είναι αξιόπιστες.
Σχολιάζοντας αναφορά του καθηγητή Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργου Ζανιά ότι υπάρχουν εκτιμήσεις -όπως του πρώην υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς -που μιλούν για αύξηση των διεθνών επιτοκίων έως και κατά 500 μονάδες βάσης, ο Σπίγκελ με σχηματικό τρόπο έθεσε το ερώτημα των αγορών: «Εάν μπορώ να πάρω επιτόκιο 3% από το δεκαετές ομόλογο των ΗΠΑ ποσό θα πρέπει να ζητήσω από την Ελλάδα;».
Πατώντας σε αυτό το επιχείρημα οι θιασώτες της προληπτικής πιστωτικής γραμμής ξεκαθαρίζουν πως αν και η ενεργοποίηση της γραμμής δεν είναι απαραίτητη θα ήταν καλό να ξέρουν όλοι πως αυτή είναι διαθέσιμη, δεδομένου ότι ο δανεισμός του ESM είναι εξαιρετικά φθηνός και θα μπορούσε να κρατήσει χαμηλά το κόστος δανεισμού της Ελλάδος, των τραπεζών και των επιχειρήσεων της σε περιόδους κρίσης.
Σε αυτό το ζήτημα ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ ήταν σαφής: Ο ESM κατέχει το 50% του ελληνικού χρέους και έχει παράσχει δάνεια διάρκειας 41 ετών και δεν έχει κανένα συμφέρον να αφήσει την Ελλάδα να διολισθήσει.
Πάντως, πέραν από τη «θεολογική συζήτηση» για το μαξιλάρι ασφαλείας και την προληπτική γραμμή, οι περισσότεροι μετέχοντες στο συνέδριο συμφώνησαν πως η διατηρήσιμη ανάπτυξη, η καταγραφή πρωτογενών πλεονασμάτων και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να κρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα τα spreads των ελληνικών ομολόγων (η διαφορά του κόστους δανεισμού έναντι της Γερμανίας). Με τη σειρά τους τα χαμηλά spreads -τα οποία αποτυπώνουν το ρίσκο χώρας- θα είναι αυτά που θα καθορίσουν το κόστος χρήματος στην πραγματική οικονομία και το κατά ποσόν οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούν να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητες τους με ανταγωνιστικά επιτόκια.
Στη βάση αυτή ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος διευθύνων σύμβουλος της Chipita ανέφερε πως όσα ταμειακά μαξιλάρια και προληπτικές γραμμές να λάβουμε εάν δεν υπάρξει μεταρρυθμιστική βούληση η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να ανακάμψει με διατηρήσιμο τρόπο.
Πηγή: CNN.gr
Σχόλια