Δεν προερχόμουν από αριστερή οικογένεια για να κληρονομήσω την
ιδεολογία της, όπως συνέβαινε με μία αγαπημένη παιδική μου φίλη που ο
πατέρας της βασανίστηκε στη Μακρόνησο και μετά δυσκολευόταν -λόγω του
στίγματος- να βρει δουλειά για να συντηρήσει την οικογένειά του. Οι
δικοί μας γονείς ήταν τσακισμένοι από το ξερίζωμά μας από την Πόλη και
επειδή προσπαθούσαν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν μέσα σε ένα ξένο
στα ήθη τους περιβάλλον απέφευγαν να αναμιχθούν στα εντόπια πολιτικά
πράγματα που διαπίστωναν ότι ήταν δυσάρεστα και διχαστικά.
Στην Κωνσταντινούπολη, όπως σχεδόν όλοι οι Πολίτες, έβλεπαν θετικά ό,τι προερχόταν από την Ελλάδα και χρειάστηκαν μερικά τραυματικά χρόνια στην Αθήνα για να εξοικειωθούν με την ελληνική πραγματικότητα, να απομυθοποιήσουν τους ηγέτες της και να αποκτήσουν την ευχέρεια να διαχωρίζουν την ήρα από το στάρι. Ο πατέρας μας αγόραζε καθημερινά Τα Νέα που τα έβαζε διπλωμένα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού και ήταν πολύ προσεκτικός με ποιους μιλούσε γιατί οι ασφαλίτες επόπτευαν την αγορά και προσπαθούσαν με εκφοβισμό να αποσπάσουν πληροφορίες από τους καταστηματάρχες για τα φρονήματα των πελατών τους.
Στην εφηβεία, έπρεπε να βρούμε μόνοι μας το δρόμο και μας τον έδειξαν αυτοί που αγωνίζονταν για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ανεξαρτησία. Την ελευθερία από τον συντηρητισμό όπως εκφραζόταν μέσα από την ανατρεπτική ποπ κουλτούρα και τη ροκ μουσική∙ ελευθερία στην έκφραση και στις ανθρώπινες σχέσεις. Τη δικαιοσύνη μέσα από την ισότητα των φύλων και των φυλών, την πάλη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής ανισότητας και την αντίθεσή μας σε μορφές εξουσίας καταπιεστικές. Το ευρωπαϊκό κίνημα ειρήνης, η αμερικάνικη Αριστερά, τα παιδιά των λουλουδιών, οι μαύροι ενάντια στο ρατσισμό, τα ρεύματα διαλογισμού από την Ανατολή, η κουλτούρα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, οι νέοι που έρχονταν στην Ελλάδα με τα μακριά μαλλιά και τις κιθάρες στην πλάτη, ο Γαλλικός Μάης κ.λπ. μας πρόσφεραν άφθονο υλικό για σκέψη και επιλογή. Την ανεξαρτησία αποζητούσαμε μέσα από την αγάπη στην ιστορία μας και το θαυμασμό στους παιδικούς μας ήρωες, από τους μυθικούς μέχρι τους νεότερους του 1821 και του 1940, του Μικρού Ήρωα Γιώργου Θαλάσση συμπεριλαμβανομένου. Και επειδή η κυρίαρχη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, στη δεκαετία του 1960, δεν μπορούσε να εμπνεύσει κάθε έφηβο που έψαχνε για οράματα και ιδανικά, βρίσκαμε πρότυπα από τους αγώνες των άλλων λαών, στην Αφρική, την Ασία και την Αμερική. Προσωπικά, μπορεί να μην γινόμουν ποτέ ακτιβιστής εάν δεν υπήρχαν τα μαχητικά εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα στον Τρίτο Κόσμο και το ριζοσπαστικό αντιπολεμικό κίνημα στη Δύση την εποχή που ενηλικιωνόμουν και είχα προβληματισμούς για την αξία των ιδεών και για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Οι εντόπιοι αριστεροί είχαν μεγάλη παράδοση αγωνιστικότητας, αλλά αλληλοκατηγορούνταν και αλληλοακυρώνονταν απωθώντας μας σε άλλα μονοπάτια. Τα αριστερά κινήματα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη που έσφυζαν από ιδέες, νεανικότητα και μαχητικότητα, μας άνοιξαν τα μάτια και μας έδειξαν τι γίνεται στον έξω κόσμο και πώς οι άνθρωποι, σε μέρη μακρινά και άγνωστα, εξωτικά στα μυθιστορήματα και τα λαϊκά αναγνώσματα, αγωνίζονταν εναντίον των αποικιοκρατικών δυνάμεων με αξιοθαύμαστη γενναιότητα διεκδικώντας την ανεξαρτησία, την ελευθερία και το δίκιο τους. Ήταν μια εποχή κοσμογονική που μας πρόσφερε ελκυστικά πρότυπα και έριχνε πολύ έντονο φως ελπίδας στις διψασμένες για ομορφιά και ελευθερία ψυχές μας.
Παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα και με ενθουσιασμό τις επιτυχίες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που έδιωχναν τους αποικιοκράτες, Άγγλους, Γάλλους, Αμερικάνους, Βέλγους, Ολλανδούς και Αυστραλούς, από τα εδάφη τους.
Στην Αμερική και την Ευρώπη, στο Βερολίνο και το Μπέρκλεϊ, οι αριστεροί διαδηλωτές κατέβαιναν στις πορείες με αφίσες του Μάο, του Χο Τσι Μινχ, του Κάστρο, του Τσε, του Αμίλκαρ Καμπράλ, του Πατρίς Λουμούμπα, του Σαμόρα Μασέλ, του Αραφάτ, του Μάλκολμ Χ και άλλων ηγετών που ήταν επικεφαλής των αγώνων για ανεξαρτησία, ελευθερία, δικαιώματα και αξιοπρέπεια.
Μεγαλώναμε σε περίοδο μεγάλης αναστάτωσης που κυριαρχούσε η τάση των λαών για απελευθέρωση. Και δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη ήταν αντίθετος με τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Αντιθέτως, θεωρούσαμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς εθνική ανεξαρτησία, ούτε πραγματική ανεξαρτησία χωρίς σοσιαλισμό. Κι αυτοί οι αγώνες, ανεξάρτητα από την εξέλιξή τους, άλλαξαν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Εισήγαγαν στη συνείδηση της ανθρωπότητας, στις πολιτικές και ηθικές προτεραιότητες, την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και απελευθέρωσης, καθώς και την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, του σοσιαλισμού, ως αλληλένδετα μέρη και ως ιστορική αναγκαιότητα. Κι αυτή η νέα διάσταση, όσα πισωγυρίσματα κι αν συμβούν, δεν απαλείφεται, ρίζωσε και έχει καταγραφεί ανεξίτηλα στις κατακτήσεις του πολιτισμού.
Η καθυστέρηση της προεπαναστατικής Ρωσίας που την περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα ο Μαρξ και ο Τσέχοφ, αλλά και οι εξωτερικοί παράγοντες, δηλαδή οι επιθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης (τόσο στην αρχική φάση όσο και αργότερα με τη ναζιστική εισβολή) αποτελούν ενδεχομένως αξεπέραστα στοιχεία αποσταθεροποίησης και εκτροχιασμού της επανάστασης. Πιθανότατα, η σοσιαλιστική οικοδόμηση, όταν υποτάσσεται στην ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης των ιμπεριαλιστικών επιθέσεων, να υφίσταται επικίνδυνες παραμορφώσεις.
Στην Κίνα αντίστοιχα, η εισβολή των Γιαπωνέζων αναδιατάσσει το κέντρο βάρους του αγώνα που διεξάγει το ΚΚ Κίνας ανάμεσα στο αντιφεουδαρχικό-αντικαπιταλιστικό και το αντιιμπεριαλιστικό-εθνικό επηρεάζοντας τη συνείδηση και τις τακτικές των επαναστατών και του λαού, καθώς και το χαρακτήρα της επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο Βιετνάμ, η αποικιοκρατία, γαλλική και αμερικάνικη διαδοχικά, καθορίζει επίσης το χαρακτήρα της επανάστασης ως εθνικοαπελευθερωτικό. Και στην Κούβα, οι επαναστάτες κάτω από ασφυκτικό κλοιό, στριμωγμένοι αμυντικά στη γωνία, δυσκολεύονται να οικοδομήσουν ένα πλήρως δημοκρατικό σοσιαλιστικό σύστημα έχοντας ανοιχτά μέτωπα στο εθνικό-αντιιμπεριαλιστικό επίπεδο.
Μόνο στα χαρτιά οι επαναστάσεις μπορούν να είναι τέλειες. Οι λαοί ακόμα αγωνίζονται για την απόκτηση στοιχειώδους ανεξαρτησίας, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για το σοσιαλισμό. Το πώς ακριβώς θα συνδυάζονται αποτελεσματικά αυτά τα δύο σε κάθε περίπτωση κανένας δεν το ξέρει. Οι θεωρίες και οι κριτικές απόψεις είναι χρήσιμες για το μέλλον, αλλά τα προβλήματα θα λυθούν μόνο στην πράξη. Γι’ αυτό ο μηδενισμός των αγώνων και η απαξίωση των επιτευγμάτων των λαών που εξεγέρθηκαν επειδή δεν έφεραν ακόμα τον παράδεισο στη γη δεν συμβάλλουν στην κοινωνική απελευθέρωση. Και είναι βιαστικός όποιος νομίζει ότι έχει ολοκληρωθεί η περίοδος σύστασης και εδραίωσης των εθνικών κρατών και ότι οι σοσιαλιστές και οι επαναστάτες μπορούν να αγνοήσουν ή να υπερπηδήσουν αυτό τον παράγοντα.
Ο αγώνας συνεχίζεται. Έτσι συντελείται η πρόοδος, με αδιάκοπο μπρος πίσω, με νέα γνώση, με ποσοτική συσσώρευση και με ποιοτικά άλματα.
Συνήθως, οι καλοί ιστορικοί λαμβάνουν υπόψη τους όλα τα υπαρκτά και συχνά αξεδιάλυτα στοιχεία αποτιμώντας τις μαρτυρίες που έχουν στη διάθεσή τους. Εντούτοις, σπάνια οι ιστορικοί είναι πλήρως αποδεσμευμένοι από ιδεολογικές, πολιτικές ή επαγγελματικές χρεώσεις, με αποτέλεσμα οι γενικεύσεις στις οποίες αναγκαστικά καταφεύγει ένας ερευνητής, να εξουδετερώνουν τις αλήθειες εκείνων που συμμετείχαν αυτοπροσώπως στις φάσεις που εξιστορούνται.
Προσωπικά, στον τομέα της νεότερης ιστορίας, παράλληλα με τη μελέτη των γραπτών κειμένων, ακολουθώ εξίσου συστηματικά τη μέθοδο της διασταύρωσης-επαλήθευσης και κυρίως της αποσαφήνισης-συμπλήρωσης της επιζητούμενης αλήθειας μέσα από την άμεση επαφή και τις ατομικές μαρτυρίες των ανθρώπων που πήραν μέρος στα γεγονότα που αναφέρονται στα βιβλία. Αυτό βοηθάει αφάνταστα να κατανοήσει κανείς καλύτερα τα πιο επίμαχα σημεία της πολιτικής ιστορίας, όπως είναι η σχέση του εθνικού με το ταξικό.
Έχω γνωρίσει δεκάδες πολιτικούς πρόσφυγες και έχω καταγράψει αμέτρητες συζητήσεις, με αυτούς που γύρισαν στην Ελλάδα και μ’ αυτούς που παρέμειναν στις ανατολικές χώρες. Κοιμήθηκα στα σπίτια τους και έκανα πολλούς φίλους. Μεταξύ τους, οι πρόσφυγες διαφοροποιούνταν στην ερμηνεία των συμβάντων και την αποτίμηση των προσώπων, αλλά άπαντες συμφωνούσαν στο ότι θεωρούσαν την παραμονή τους στις σοσιαλιστικές χώρες ως προσωρινή. «Με τη βαλίτσα πίσω από την πόρτα» λένε –με έμφαση– ότι ζούσαν και με κυρίαρχη σε κάθε γιορτή την ευχή «και του χρόνου στην πατρίδα». Κι αυτό επιβεβαιώθηκε με την πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε να γυρίσουν πίσω. Παράτησαν τα πάντα και με μερικές βαλίτσες παλινόστησαν. Είναι πράγματι πολύ εντυπωσιακό, γιατί δεν παλινόστησαν από την υποσαχάρια Αφρική, αλλά από χώρες με υψηλό επίπεδο διαβίωσης, ευρωπαϊκές, από τις οποίες δεν είχαν κανένα παράπονο από τη γενναιόδωρη φιλοξενία τους. Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών προσφύγων αποτελείτο από αγρότες από τα πιο φτωχά μέρη της Ελλάδας, όπου δεν υπήρχαν ούτε ασφαλείς δρόμοι, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε κέντρα υγείας, με υψηλό βαθμό αναλφαβητισμού και πολύ σκληρές συνθήκες επιβίωσης. Στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Σοβιετική Ένωση κ.α., οι πολιτικοί πρόσφυγες απέκτησαν αμέσως σπίτια με θέρμανση, ηλεκτρικό και ζεστό νερό, όλα τα παιδιά τους πήγαν σχολείο και όσα ήθελαν συνέχισαν στα πανεπιστήμια, είχαν σταθερή εργασία με ωράριο και μισθό και ζούσαν σε ένα επίπεδο ασυγκρίτως καλύτερο από τους συγχωριανούς τους που υφίσταντο αφάνταστες ταλαιπωρίες και στερήσεις στην Ήπειρο, τη Μακεδονία κ.λπ. Ακόμα και χιλιάδες ανάπηροι απέκτησαν τεχνητά μέλη και με συνεχή φροντίδα και κατάλληλες θέσεις εργασίες δεν υπέστησαν κοινωνικό αποκλεισμό.
Παρ’ όλ’ αυτά, από την πρώτη στιγμή που εγκαταστάθηκαν στις χώρες αυτές ζούσαν με τον πόθο της επιστροφής στην πατρίδα. Και ο ίδιος πόθος διακατείχε τα παιδιά τους που γεννήθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες, έμαθαν την τοπική γλώσσα σαν μητρική, δεν είχαν κανένα πρόβλημα προσαρμογής και σπούδασαν στα πανεπιστήμια ισότιμα με τους ντόπιους. Κι όμως, αισθάνονταν την ίδια έντονη ανάγκη. Ήθελαν να ζήσουν στην Ελλάδα ακόμα κι αν αυτό είχε σαν συνέπεια να χάσουν τα σπίτια, τις δουλειές, τις παροχές και τους φίλους τους και να βρεθούν στην Ελλάδα χαρακτηρισμένοι σαν συμμορίτες και, σε πολλές περιπτώσεις, ανεπιθύμητοι από συγγενείς και συγχωριανούς που είχαν υφαρπάξει εντωμεταξύ τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Άφησαν το βόλεμά τους και τις χώρες που θεωρούσαν σοσιαλιστικές, συμβατές με τα ιδανικά για τα οποία είχαν αγωνιστεί και υποστεί τα πάνδεινα, προκειμένου να γυρίσουν στην πατρίδα και να αρχίσουν ξανά από το μηδέν έστω και ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Είναι γνωστή και πολυτραγουδισμένη η νοσταλγία που νιώθουν οι οικονομικοί μετανάστες για την πατρίδα τους, αλλά η νοσταλγία που ένιωθαν οι πολιτικοί πρόσφυγες έχει μία άλλη ποιότητα. Γιατί οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού γαλουχήθηκαν με τις αρχές του διεθνισμού, υπερασπίστηκαν τις οικουμενικές αξίες με τη θυσία τους και εισέπραξαν την ευεργετική προσφορά των σοσιαλιστικών χωρών ζώντας ισότιμα με τους αλλοεθνείς και όχι σαν γκασταρμπάιτερ, σαν ξένοι σε γκέτο.
Αυτή η σχέση των μαχητών του βουνού με την πατρίδα δεν θα έπρεπε να αγνοείται ή να απαξιώνεται από τους άκαπνους επαναστάτες που συγχέουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό.
Στέλιος Ελληνιάδης
ΠΗΓΗ
Στην Κωνσταντινούπολη, όπως σχεδόν όλοι οι Πολίτες, έβλεπαν θετικά ό,τι προερχόταν από την Ελλάδα και χρειάστηκαν μερικά τραυματικά χρόνια στην Αθήνα για να εξοικειωθούν με την ελληνική πραγματικότητα, να απομυθοποιήσουν τους ηγέτες της και να αποκτήσουν την ευχέρεια να διαχωρίζουν την ήρα από το στάρι. Ο πατέρας μας αγόραζε καθημερινά Τα Νέα που τα έβαζε διπλωμένα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού και ήταν πολύ προσεκτικός με ποιους μιλούσε γιατί οι ασφαλίτες επόπτευαν την αγορά και προσπαθούσαν με εκφοβισμό να αποσπάσουν πληροφορίες από τους καταστηματάρχες για τα φρονήματα των πελατών τους.
Στην εφηβεία, έπρεπε να βρούμε μόνοι μας το δρόμο και μας τον έδειξαν αυτοί που αγωνίζονταν για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ανεξαρτησία. Την ελευθερία από τον συντηρητισμό όπως εκφραζόταν μέσα από την ανατρεπτική ποπ κουλτούρα και τη ροκ μουσική∙ ελευθερία στην έκφραση και στις ανθρώπινες σχέσεις. Τη δικαιοσύνη μέσα από την ισότητα των φύλων και των φυλών, την πάλη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής ανισότητας και την αντίθεσή μας σε μορφές εξουσίας καταπιεστικές. Το ευρωπαϊκό κίνημα ειρήνης, η αμερικάνικη Αριστερά, τα παιδιά των λουλουδιών, οι μαύροι ενάντια στο ρατσισμό, τα ρεύματα διαλογισμού από την Ανατολή, η κουλτούρα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, οι νέοι που έρχονταν στην Ελλάδα με τα μακριά μαλλιά και τις κιθάρες στην πλάτη, ο Γαλλικός Μάης κ.λπ. μας πρόσφεραν άφθονο υλικό για σκέψη και επιλογή. Την ανεξαρτησία αποζητούσαμε μέσα από την αγάπη στην ιστορία μας και το θαυμασμό στους παιδικούς μας ήρωες, από τους μυθικούς μέχρι τους νεότερους του 1821 και του 1940, του Μικρού Ήρωα Γιώργου Θαλάσση συμπεριλαμβανομένου. Και επειδή η κυρίαρχη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, στη δεκαετία του 1960, δεν μπορούσε να εμπνεύσει κάθε έφηβο που έψαχνε για οράματα και ιδανικά, βρίσκαμε πρότυπα από τους αγώνες των άλλων λαών, στην Αφρική, την Ασία και την Αμερική. Προσωπικά, μπορεί να μην γινόμουν ποτέ ακτιβιστής εάν δεν υπήρχαν τα μαχητικά εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα στον Τρίτο Κόσμο και το ριζοσπαστικό αντιπολεμικό κίνημα στη Δύση την εποχή που ενηλικιωνόμουν και είχα προβληματισμούς για την αξία των ιδεών και για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Οι εντόπιοι αριστεροί είχαν μεγάλη παράδοση αγωνιστικότητας, αλλά αλληλοκατηγορούνταν και αλληλοακυρώνονταν απωθώντας μας σε άλλα μονοπάτια. Τα αριστερά κινήματα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη που έσφυζαν από ιδέες, νεανικότητα και μαχητικότητα, μας άνοιξαν τα μάτια και μας έδειξαν τι γίνεται στον έξω κόσμο και πώς οι άνθρωποι, σε μέρη μακρινά και άγνωστα, εξωτικά στα μυθιστορήματα και τα λαϊκά αναγνώσματα, αγωνίζονταν εναντίον των αποικιοκρατικών δυνάμεων με αξιοθαύμαστη γενναιότητα διεκδικώντας την ανεξαρτησία, την ελευθερία και το δίκιο τους. Ήταν μια εποχή κοσμογονική που μας πρόσφερε ελκυστικά πρότυπα και έριχνε πολύ έντονο φως ελπίδας στις διψασμένες για ομορφιά και ελευθερία ψυχές μας.
Εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα
Όλα τα κινήματα για την αποτίναξη της αποικιοκρατίας χαρακτηρίζονταν εθνικοαπελευθερωτικά από τους ίδιους τους επαναστάτες και καθοδηγούνταν από μαρξιστές-λενινιστές και κομμουνιστικά κόμματα. Με κορυφαίο τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Βιετναμέζων υπό την ηγεσία του ΚΚ Βιετνάμ, στην Κούβα, την Κορέα, την Αγκόλα, τη Ναμίμπια, τη Μοζαμβίκη, το Κονγκό, το Πράσινο Ακρωτήρι και τη Γουινέα-Μπισσάου, το Λάος, την Καμπότζη, την Παλαιστίνη, το Κουρδιστάν, τη Νικαράγουα, την Κολομβία, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Νότια Αφρική, τις Φιλιππίνες, τη Μαλαισία, την Ινδία, το Νεπάλ, σε όλα τα επαναστατικά κινήματα, οι κομμουνιστές διεξήγαγαν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Και όλα αυτά τα κινήματα, όπως και εκείνα που δεν είχαν κομμουνιστικά κόμματα επικεφαλής, όπως τα παλαιότερα του Σιμόν Μπολίβαρ, του Εμιλιάνο Ζαπάτα και των άλλων επαναστατών στο Μεξικό, τη Βενεζουέλα κ.λπ., ήταν προοδευτικά κινήματα που μας εμπνέανε, όπως μας εμπνέανε οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες που είχαν διεξαγάγει οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας και της Ελλάδας ενάντια στους Γερμανούς και τους Ιταλούς κατακτητές. Πολύ λίγα ήταν παγκοσμίως τα κινήματα που καθοδηγούνταν από ακροδεξιούς εθνικιστές, όπως στην Κύπρο με τον Γρίβα.Παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα και με ενθουσιασμό τις επιτυχίες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που έδιωχναν τους αποικιοκράτες, Άγγλους, Γάλλους, Αμερικάνους, Βέλγους, Ολλανδούς και Αυστραλούς, από τα εδάφη τους.
Στην Αμερική και την Ευρώπη, στο Βερολίνο και το Μπέρκλεϊ, οι αριστεροί διαδηλωτές κατέβαιναν στις πορείες με αφίσες του Μάο, του Χο Τσι Μινχ, του Κάστρο, του Τσε, του Αμίλκαρ Καμπράλ, του Πατρίς Λουμούμπα, του Σαμόρα Μασέλ, του Αραφάτ, του Μάλκολμ Χ και άλλων ηγετών που ήταν επικεφαλής των αγώνων για ανεξαρτησία, ελευθερία, δικαιώματα και αξιοπρέπεια.
Μεγαλώναμε σε περίοδο μεγάλης αναστάτωσης που κυριαρχούσε η τάση των λαών για απελευθέρωση. Και δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη ήταν αντίθετος με τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Αντιθέτως, θεωρούσαμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς εθνική ανεξαρτησία, ούτε πραγματική ανεξαρτησία χωρίς σοσιαλισμό. Κι αυτοί οι αγώνες, ανεξάρτητα από την εξέλιξή τους, άλλαξαν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Εισήγαγαν στη συνείδηση της ανθρωπότητας, στις πολιτικές και ηθικές προτεραιότητες, την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και απελευθέρωσης, καθώς και την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, του σοσιαλισμού, ως αλληλένδετα μέρη και ως ιστορική αναγκαιότητα. Κι αυτή η νέα διάσταση, όσα πισωγυρίσματα κι αν συμβούν, δεν απαλείφεται, ρίζωσε και έχει καταγραφεί ανεξίτηλα στις κατακτήσεις του πολιτισμού.
Το εθνικό στις επαναστάσεις
Είναι άλλο πράγμα τι θέλουμε και τι πιστεύουμε κι άλλο αυτό που τελικά πραγματώνεται κάτω ακόμα κι από τις ευνοϊκότερες συνθήκες. Δεν υπάρχει μαγικό ραβδί και η πολυπλοκότητα των φαινομένων ξεπερνάει και τους ικανότερους ανθρώπους. Ξενίζει τους αριστερούς η άποψη ότι ακόμα και οι μεγάλες επαναστάσεις των Ρώσων, Κινέζων, Κουβανών και Βιετναμέζων κομμουνιστών, είναι τελικά επαναστάσεις που ο τελικός τους χαρακτήρας καθορίστηκε από τη δυναμική της κοινωνικής εξέλιξης και λιγότερο από τις προβλέψεις, τις βουλήσεις και τις επιδιώξεις των πρωταγωνιστών τους. Και αστοχίες έγιναν και λάθη και υπαναχωρήσεις και παλινδρομήσεις, αλλά μια επανάσταση δεν είναι μια ευθεία γραμμή την οποία έχουν σχεδιάσει ορισμένοι σοφοί και στη συνέχεια το μόνο που έχουν να κάνουν οι επαναστάτες και η κοινωνία είναι να την ακολουθήσουν.Η καθυστέρηση της προεπαναστατικής Ρωσίας που την περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα ο Μαρξ και ο Τσέχοφ, αλλά και οι εξωτερικοί παράγοντες, δηλαδή οι επιθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης (τόσο στην αρχική φάση όσο και αργότερα με τη ναζιστική εισβολή) αποτελούν ενδεχομένως αξεπέραστα στοιχεία αποσταθεροποίησης και εκτροχιασμού της επανάστασης. Πιθανότατα, η σοσιαλιστική οικοδόμηση, όταν υποτάσσεται στην ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης των ιμπεριαλιστικών επιθέσεων, να υφίσταται επικίνδυνες παραμορφώσεις.
Στην Κίνα αντίστοιχα, η εισβολή των Γιαπωνέζων αναδιατάσσει το κέντρο βάρους του αγώνα που διεξάγει το ΚΚ Κίνας ανάμεσα στο αντιφεουδαρχικό-αντικαπιταλιστικό και το αντιιμπεριαλιστικό-εθνικό επηρεάζοντας τη συνείδηση και τις τακτικές των επαναστατών και του λαού, καθώς και το χαρακτήρα της επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο Βιετνάμ, η αποικιοκρατία, γαλλική και αμερικάνικη διαδοχικά, καθορίζει επίσης το χαρακτήρα της επανάστασης ως εθνικοαπελευθερωτικό. Και στην Κούβα, οι επαναστάτες κάτω από ασφυκτικό κλοιό, στριμωγμένοι αμυντικά στη γωνία, δυσκολεύονται να οικοδομήσουν ένα πλήρως δημοκρατικό σοσιαλιστικό σύστημα έχοντας ανοιχτά μέτωπα στο εθνικό-αντιιμπεριαλιστικό επίπεδο.
Μόνο στα χαρτιά οι επαναστάσεις μπορούν να είναι τέλειες. Οι λαοί ακόμα αγωνίζονται για την απόκτηση στοιχειώδους ανεξαρτησίας, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για το σοσιαλισμό. Το πώς ακριβώς θα συνδυάζονται αποτελεσματικά αυτά τα δύο σε κάθε περίπτωση κανένας δεν το ξέρει. Οι θεωρίες και οι κριτικές απόψεις είναι χρήσιμες για το μέλλον, αλλά τα προβλήματα θα λυθούν μόνο στην πράξη. Γι’ αυτό ο μηδενισμός των αγώνων και η απαξίωση των επιτευγμάτων των λαών που εξεγέρθηκαν επειδή δεν έφεραν ακόμα τον παράδεισο στη γη δεν συμβάλλουν στην κοινωνική απελευθέρωση. Και είναι βιαστικός όποιος νομίζει ότι έχει ολοκληρωθεί η περίοδος σύστασης και εδραίωσης των εθνικών κρατών και ότι οι σοσιαλιστές και οι επαναστάτες μπορούν να αγνοήσουν ή να υπερπηδήσουν αυτό τον παράγοντα.
Ο αγώνας συνεχίζεται. Έτσι συντελείται η πρόοδος, με αδιάκοπο μπρος πίσω, με νέα γνώση, με ποσοτική συσσώρευση και με ποιοτικά άλματα.
Στην πατρίδα
Από ενδιαφέρον για την ιστορία συναναστρέφομαι με ανθρώπους που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή της, σε μια προσπάθεια να αντλήσω πληροφορίες από πρώτο χέρι. Όχι μόνο γιατί ως βιωματικές είναι άμεσες και αυθεντικές, αλλά και γιατί μεταφέρουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα ανάμικτα συναισθήματα, την πολυπλοκότητα των σχέσεων και τη ρευστότητα των καταστάσεων και κυρίως το πώς προσλαμβάνει ο καθένας από τους συμμετέχοντες τα συμβάντα, τις επιλογές, τις δυνατότητες, τους εξαναγκασμούς, τους συμβιβασμούς, τα διλήμματα, τις αμφιβολίες, τα λάθη, τις αποτυχίες και τις νίκες, τις απογοητεύσεις, τους φόβους και τις ταλαντεύσεις.Συνήθως, οι καλοί ιστορικοί λαμβάνουν υπόψη τους όλα τα υπαρκτά και συχνά αξεδιάλυτα στοιχεία αποτιμώντας τις μαρτυρίες που έχουν στη διάθεσή τους. Εντούτοις, σπάνια οι ιστορικοί είναι πλήρως αποδεσμευμένοι από ιδεολογικές, πολιτικές ή επαγγελματικές χρεώσεις, με αποτέλεσμα οι γενικεύσεις στις οποίες αναγκαστικά καταφεύγει ένας ερευνητής, να εξουδετερώνουν τις αλήθειες εκείνων που συμμετείχαν αυτοπροσώπως στις φάσεις που εξιστορούνται.
Προσωπικά, στον τομέα της νεότερης ιστορίας, παράλληλα με τη μελέτη των γραπτών κειμένων, ακολουθώ εξίσου συστηματικά τη μέθοδο της διασταύρωσης-επαλήθευσης και κυρίως της αποσαφήνισης-συμπλήρωσης της επιζητούμενης αλήθειας μέσα από την άμεση επαφή και τις ατομικές μαρτυρίες των ανθρώπων που πήραν μέρος στα γεγονότα που αναφέρονται στα βιβλία. Αυτό βοηθάει αφάνταστα να κατανοήσει κανείς καλύτερα τα πιο επίμαχα σημεία της πολιτικής ιστορίας, όπως είναι η σχέση του εθνικού με το ταξικό.
Έχω γνωρίσει δεκάδες πολιτικούς πρόσφυγες και έχω καταγράψει αμέτρητες συζητήσεις, με αυτούς που γύρισαν στην Ελλάδα και μ’ αυτούς που παρέμειναν στις ανατολικές χώρες. Κοιμήθηκα στα σπίτια τους και έκανα πολλούς φίλους. Μεταξύ τους, οι πρόσφυγες διαφοροποιούνταν στην ερμηνεία των συμβάντων και την αποτίμηση των προσώπων, αλλά άπαντες συμφωνούσαν στο ότι θεωρούσαν την παραμονή τους στις σοσιαλιστικές χώρες ως προσωρινή. «Με τη βαλίτσα πίσω από την πόρτα» λένε –με έμφαση– ότι ζούσαν και με κυρίαρχη σε κάθε γιορτή την ευχή «και του χρόνου στην πατρίδα». Κι αυτό επιβεβαιώθηκε με την πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε να γυρίσουν πίσω. Παράτησαν τα πάντα και με μερικές βαλίτσες παλινόστησαν. Είναι πράγματι πολύ εντυπωσιακό, γιατί δεν παλινόστησαν από την υποσαχάρια Αφρική, αλλά από χώρες με υψηλό επίπεδο διαβίωσης, ευρωπαϊκές, από τις οποίες δεν είχαν κανένα παράπονο από τη γενναιόδωρη φιλοξενία τους. Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών προσφύγων αποτελείτο από αγρότες από τα πιο φτωχά μέρη της Ελλάδας, όπου δεν υπήρχαν ούτε ασφαλείς δρόμοι, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε κέντρα υγείας, με υψηλό βαθμό αναλφαβητισμού και πολύ σκληρές συνθήκες επιβίωσης. Στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Σοβιετική Ένωση κ.α., οι πολιτικοί πρόσφυγες απέκτησαν αμέσως σπίτια με θέρμανση, ηλεκτρικό και ζεστό νερό, όλα τα παιδιά τους πήγαν σχολείο και όσα ήθελαν συνέχισαν στα πανεπιστήμια, είχαν σταθερή εργασία με ωράριο και μισθό και ζούσαν σε ένα επίπεδο ασυγκρίτως καλύτερο από τους συγχωριανούς τους που υφίσταντο αφάνταστες ταλαιπωρίες και στερήσεις στην Ήπειρο, τη Μακεδονία κ.λπ. Ακόμα και χιλιάδες ανάπηροι απέκτησαν τεχνητά μέλη και με συνεχή φροντίδα και κατάλληλες θέσεις εργασίες δεν υπέστησαν κοινωνικό αποκλεισμό.
Παρ’ όλ’ αυτά, από την πρώτη στιγμή που εγκαταστάθηκαν στις χώρες αυτές ζούσαν με τον πόθο της επιστροφής στην πατρίδα. Και ο ίδιος πόθος διακατείχε τα παιδιά τους που γεννήθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες, έμαθαν την τοπική γλώσσα σαν μητρική, δεν είχαν κανένα πρόβλημα προσαρμογής και σπούδασαν στα πανεπιστήμια ισότιμα με τους ντόπιους. Κι όμως, αισθάνονταν την ίδια έντονη ανάγκη. Ήθελαν να ζήσουν στην Ελλάδα ακόμα κι αν αυτό είχε σαν συνέπεια να χάσουν τα σπίτια, τις δουλειές, τις παροχές και τους φίλους τους και να βρεθούν στην Ελλάδα χαρακτηρισμένοι σαν συμμορίτες και, σε πολλές περιπτώσεις, ανεπιθύμητοι από συγγενείς και συγχωριανούς που είχαν υφαρπάξει εντωμεταξύ τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Άφησαν το βόλεμά τους και τις χώρες που θεωρούσαν σοσιαλιστικές, συμβατές με τα ιδανικά για τα οποία είχαν αγωνιστεί και υποστεί τα πάνδεινα, προκειμένου να γυρίσουν στην πατρίδα και να αρχίσουν ξανά από το μηδέν έστω και ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Είναι γνωστή και πολυτραγουδισμένη η νοσταλγία που νιώθουν οι οικονομικοί μετανάστες για την πατρίδα τους, αλλά η νοσταλγία που ένιωθαν οι πολιτικοί πρόσφυγες έχει μία άλλη ποιότητα. Γιατί οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού γαλουχήθηκαν με τις αρχές του διεθνισμού, υπερασπίστηκαν τις οικουμενικές αξίες με τη θυσία τους και εισέπραξαν την ευεργετική προσφορά των σοσιαλιστικών χωρών ζώντας ισότιμα με τους αλλοεθνείς και όχι σαν γκασταρμπάιτερ, σαν ξένοι σε γκέτο.
Αυτή η σχέση των μαχητών του βουνού με την πατρίδα δεν θα έπρεπε να αγνοείται ή να απαξιώνεται από τους άκαπνους επαναστάτες που συγχέουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό.
Στέλιος Ελληνιάδης
ΠΗΓΗ
Σχόλια