Είμαστε
μία κοινωνία οφειλετών. Το κράτος χρωστάει, χρωστούν οι πολίτες σε αυτό κράτος και κυρίως στις τράπεζες. Οι τράπεζες
αποτελούν πλέον το μεγάλο αφεντικό. Η
ζωή ακριβαίνει διαρκώς λόγω του δημόσιου χρέους. Οι φόροι αυξάνονται και κατά
συνέπεια αυξάνονται και οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών ενώ οι μισθοί
μειώνονται διαρκώς. Ο κύκλος αυτός του θανάτου είναι πλέον η καθημερινότητά μας.
Ωστόσο, η κοινωνία οφειλετών με τα μεγάλα αφεντικά τις τράπεζες δεν ξεκίνησε από την Ελλάδα αλλά από την Αμερική. Στην Αμερική του υπερκαταναλωτισμού, του δανεισμού για τα πάντα (σπουδές, σπίτια, υγεία), στην Αμερική των υψηλών μισθών αλλά των χαμηλών αποταμιεύσεων. Το 62% των Αμερικάνων έχουν αποταμιεύσεις μικρότερες των $1.000 και οι λόγοι, πέραν του υπερκαταναλωτισμού τους που εν πολλοίς χρηματοδοτείται και από τις υπόλοιπες χώρες, είναι και το ότι έχουν να πληρώσουν σπουδαστικά δάνεια, στεγαστικά, ιατροφαρμακευτικές καλύψεις κτλ.
Αυτό που ζούμε πολλοί το έχουν αποκαλέσει καπιταλιστική υποανάπτυξη όπου το χρέος των πολιτών αποτελεί μηχανισμό σκλαβιάς. Ο μεγαλοεπενδυτής Γουώρεν Μπάφετ είχε πει ότι οι ΗΠΑ από κοινωνία ιδιοκτητών θα μετατραπoύν σε κοινωνία κολλήγων (η Ελλάδα, ακολουθώντας την μοίρα όλων των αποικιών, υπήρξε πάντα κοινωνία κολλήγων και πλέον δουλοπάροικων).
Οι πολίτες επιβαρύνονται με χρέη για τα πάντα, δεν θα μπορούν διαφορετικά να επιβιώσουν, η παραγωγική οικονομία σχεδόν δεν υφίσταται και ο δημόσιος τομέας, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και του εκσυγχρονισμού (!) στερείται πόρων τους οποίους διοχετεύει σε έναν ιδιωτικό κρατικοδίαιτο τομέα με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον πολίτη. Κοινωνικές παροχές όπως είναι η δωρεάν παιδεία και υγεία απλά δεν θα υπάρχουν.
Το βιώνουμε όλοι με την πτώση του επιπέδου εκπαίδευσης. Τα δημόσια σχολεία, στην πλειοψηφία τους , παράγουν στρατιές λειτουργικά αναλφάβητων ενώ η δημόσια υγεία απλά πνέει τα λοίσθια. Τα νοσοκομεία δεν έχουν γιατρούς οι οποίοι προτιμούν τη μετανάστευση ή τη μετάβαση στον ιδιωτικό τομέα και οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό και νοσοκομειακό υλικό είναι μεγάλες. Ο απλός πολίτης δεν μπορεί να πάει στα πανάκριβα ιδιωτικά νοσοκομεία ούτε να πληρώνει ιδιωτικές επισκέψεις σε γιατρούς. Η παιδεία και η υγεία θα είναι αποκλειστικά για τους έχοντες.
Το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα από 5,5% του ΑΕΠ το 1995 έφθασε το 2016 το 60% του ΑΕΠ. Όσον αφορά την αποταμίευση μόνο το 13,5% των ελληνικών νοικοκυριών έναντι 45,1% των νοικοκυριών της ευρωζώνης έχει τη δυνατότητα να αποταμιεύει σε συστηματική βάση (σύμφωνα με στοιχεία του 2014). Πέραν αυτού «Τον Ιούνιο 2016, τα υπόλοιπα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ανέρχονταν σε 67,2 δισ. ευρώκαι 27,6 δισ. ευρώ αντιστοίχως, με το 41,8% των στεγαστικών και το 55,3% τωνκαταναλωτικών να είναι μη εξυπηρετούμενα. Ένα ποσοστό 40% των στεγαστικών και 65% των καταναλωτικών δανείων είναι σε οριστική καθυστέρηση και οι συμβάσειςέχουν καταγγελθεί».
Η χρηματοδότηση της φτώχειας αποτελεί πλέον μία κερδοφόρα επιχείρηση. Βρίθουν οι τοκογλύφοι, οι υπεραναλήψεις σε χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες κτλ. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο τόκος ανέρχεται σε 300% ίσως και παραπάνω. Στην Αμερική μεγάλο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων, που στο παρελθόν θα ήταν παράνομες και θα ενέπιπταν στους νόμους περί τοκογλυφίας, συνδέονται με τις μεγάλες τράπεζες όπως είναι η Citibank, η American Express κτλ. Η Ευρώπη την ακολουθεί κατά πόδας.
Οι ηλικιωμένοι, οι νέοι, οι χαμηλόμισθοι δεν έχουν άλλο τρόπο επιβίωσης παρά μόνο τον δανεισμό. Η εργασιακή ανασφάλεια, η περικοπή των θέσεων εργασίας, η μείωση του κοινωνικού κράτους, η ανάπτυξη που όλο λέει να έρθει και δεν έρχεται, αναγκάζει τους ανθρώπους να προσφεύγουν στον δανεισμό που ελέγχεται από μεγάλα κέντρα όπως η Γουώλ Στρητ.
Το σύστημα πλέον δεν είναι καπιταλιστικό αλλά κανιβαλιστικό. Το χρέος αποτελεί το μέσο ελέγχου των ανθρώπων και μετατροπής κρατών από ανεπτυγμένα σε υπανάπτυκτα. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική.
Το απογοητευτικό είναι, εάν κρίνουμε στα καθ’ημάς, ότι η πολιτική αντίσταση στη δουλοπαροικία του ανθρώπου μέσω χρεών είναι πλέον σχεδόν ανύπαρκτη εάν και πριν λίγα χρόνια ήταν ορατή και αρκετά μαχητική. Οι πολίτες έχουν παραδοθεί στη μοίρα τους χωρίς καμία ελπίδα φωτός.
Θα υπάρξει ξανά πολιτική αντίσταση στον εφιάλτη και την υποτέλεια που δημιουργεί το χρέος ή είναι κάτι που πρέπει να ξεχάσουμε γιατί έχουμε συνηθίσει στο να ζούμε χειρότερα;
Φωτεινή Μαστρογιάννη
ΠΗΓΗ
=============
Δημοκρατία και αγορές συναποτελούν προφανώς το πλέον ουσιώδες στοιχείο στην οργάνωση της πολιτικής και οικονομικής ζωής στον Δυτικό Κόσμο. Η επιβίωση αμφοτέρων σχετίζεται με τους βαθμούς ελευθερίας (σε τάξη και αυτορρύθμιση), τους οποίους ενσωματώνουν. Η διατύπωση αυτή εμπεριέχει επίσης τη παραδοχή ότι το «προσδόκιμο επιβίωσης» των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων σχετίζεται με την εσωτερική ποικιλία τους και της (εξ αυτής) δυνατότητας αυτορρύθμισης.
Όπως έχει αποδειχθεί, η μονοδιάστατη σκέψη και πρακτική στον πολιτικό βίο και η μονοπωλιακή οργάνωση στην οικονομική ζωή αποτελούν την «πηγή του κακού», από την οποία εκπορεύονται οι περιορισμοί της δημοκρατίας και οι εκτροπές στις αγορές. Αναμφιβόλως, το πρόβλημα της δημοκρατίας είναι διαρκές και συνεχώς επαναπροσδιοριζόμενο.
Εκτείνεται στην περιοχή του δημοσίου χώρου, εντός του οποίου αναδύεται η αναγκαιότητα προστασίας των δικαιωμάτων των μειοψηφιών. Από την άλλη πλευρά, εκδηλώνεται η θέση υπεράσπισης (και αυτοάμυνας) έναντι ενδεχόμενης απόπειρας βίαιης «επιβολής» των (επίσης μειοψηφικών) εναλλακτικών εκδοχών προς τη κρατούσα τάξη πραγμάτων.
Η ευκταία απίσχναση της ισχύος της κεντρικής διοίκησης απαιτεί –πλην των άλλων– μεταφορά αυτής της ισχύος, δια της αποκέντρωσης στη λήψη αποφάσεων, ταυτοχρόνως με την ευρεία «διασπορά» των μηχανισμών ιδεολογικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Εν άλλοις λόγοις, απαιτεί την ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού από μια νέα διοίκηση των περιφερειών και της Αυτοδιοίκησης, καθώς και τη διασφάλιση εναλλακτικών πολιτικών στην παιδεία, την ενημέρωση και την πληροφόρηση των πολιτών.
Η αδρανοποίηση της μονοπωλιακής ισχύος του κράτους είναι ανάλογη της έντασης των διαδικασιών εκδημοκρατισμού, οι οποίες είναι αναγκαίο να ακολουθούνται και να διευρύνονται ως συστατικό στοιχείο της καθημερινής πολιτικής πρακτικής. Από την άλλη πλευρά, η διαχείριση των αγορών απαιτεί την ανάπτυξη ενός πεδίου συναλλαγών, το οποίο επιτρέπει να εκδηλώνεται η έκφραση των προτιμήσεων των καταναλωτών, ώστε να επιτυγχάνεται η διαμόρφωση συνθηκών κυριαρχίας τους.
Είναι αυτές οι προτιμήσεις που οφείλουν να προσδιορίζουν τη φύση και τον χαρακτήρα των αγορών. Βεβαίως, δεν είναι σε θέση να εκφρασθούν σε αγορές μονοπωλιακού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η διασφάλιση ενός πλαισίου, το οποίο έχει πλουραλιστικό και αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα, συνιστά μια sine qua non συνθήκη. Η οικονομική κρίση, η «μνημονιακή» αντιμετώπισή της και η προσπάθεια διαχείρισής της από την κυβερνώσα Αριστερά ανέδειξαν πλήρως και σε ένταση τα προβλήματα αυτά.
Κατά συνέπεια, η μονοδιάστατη συγκρότηση του κρατικού τομέα αφυδατώνει τη δημοκρατία και εμποδίζει την πλήρη και ισότιμη έκφραση των διαφορετικών πολιτικών θέσεων των πολιτών. Ταυτοχρόνως, η μονοπωλιακή οργάνωση των αγορών μειώνει τη δυνατότητα έκφρασης των προτιμήσεων των καταναλωτών και την επίτευξη κοινωνικής αποδοτικότητας. Εν άλλοις, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι πολίτες και οι καταναλωτές ευρίσκονται σε δυσμενή θέση, δεδομένου ότι οι διαφορετικές πολιτικές τάσεις ή/και οι ποικίλες καταναλωτικές προτιμήσεις δεν δύνανται να συναιρεθούν σε ένα ενιαίο κοινό τόπο, δια του οποίου μπορεί να εκφρασθεί το κοινωνικό σύνολο.
Η άποψη ότι τούτο μπορεί να δηλωθεί μέσω του κράτους απεδείχθη εσφαλμένη. Κι αυτό, επειδή η διαδικασία πολιτικής αναπαραγωγής τελείται με τη συγκεντροποίηση της εξουσίας και η επιβίωση των αγορών με τη (μονοπωλιακή) συγκέντρωση του κεφαλαίου. Όμως, η κατάσταση αυτή επιφέρει αδιέξοδα για τη δημοκρατία και μονοπωλιακό εκφυλισμό για τις αγορές.
Είναι ζωτικής σημασίας, λοιπόν, η διαπίστωση ότι για τη δημοκρατία και τις αγορές η μοίρα είναι κοινή και αλληλένδετη. Ως εκ τούτου, η περίφημη αναφορά «όλα τα λουλούδια ν’ ανθίζουν, όλες οι σχολές (σκέψης) να συναγωνίζονται» είναι επίκαιρη και επιτακτική. Η οποία αναφορά per se, αλλά και η παρούσα επίκλησή της εξακολουθεί να απαιτεί απαντήσεις ερμηνευτικού και επεξηγηματικού χαρακτήρα για τους «όρους και τα όρια» λειτουργίας της δημοκρατίας και της οικονομίας στην εποχή και το κόσμο μας.
Η εκ προθέσεως ή πλάνης σύγχυση ανάμεσα στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος και της «σύμπραξης» κρατικών και συλλογικών μονοπωλίων βλάπτει βαρέως αμφότερες (και τη δημοκρατία και τις αγορές). Η εκδοχή αυτή δεν αναστέλλει την ουσία των «ταξικών» και κοινωνικών συγκρούσεων. Αντιθέτως, πρόκειται να ωθήσει το πολιτικό σύστημα από τη στασιμότητα και την αδράνεια του παιγνίου «θέση-αντίθεση» στην «παραγωγική» σύνθεση. Ενδεχομένως η επισήμανση αυτή –μεταξύ άλλων– να αποτελεί την ένδειξη για την εκκίνηση ευρύτερων πολιτικών και θεσμικών διαδικασιών για την ανασυγκρότηση της χώρας.
Συμπερασματικά, η μεταρρύθμιση του κράτους (δια της ευρείας χωρικής αποκέντρωσης και της αποσυγκέντρωσης στη λήψη αποφάσεων) και η εγκαθίδρυση ισχυρού αντιμονοπωλιακού θεσμικού πλαισίου, οφείλουν να είναι τα πρώτιστα μελήματα της ευκταίας και αναγκαίας συνταγματικής αναπροσαρμογής.
Ωστόσο, η κοινωνία οφειλετών με τα μεγάλα αφεντικά τις τράπεζες δεν ξεκίνησε από την Ελλάδα αλλά από την Αμερική. Στην Αμερική του υπερκαταναλωτισμού, του δανεισμού για τα πάντα (σπουδές, σπίτια, υγεία), στην Αμερική των υψηλών μισθών αλλά των χαμηλών αποταμιεύσεων. Το 62% των Αμερικάνων έχουν αποταμιεύσεις μικρότερες των $1.000 και οι λόγοι, πέραν του υπερκαταναλωτισμού τους που εν πολλοίς χρηματοδοτείται και από τις υπόλοιπες χώρες, είναι και το ότι έχουν να πληρώσουν σπουδαστικά δάνεια, στεγαστικά, ιατροφαρμακευτικές καλύψεις κτλ.
Αυτό που ζούμε πολλοί το έχουν αποκαλέσει καπιταλιστική υποανάπτυξη όπου το χρέος των πολιτών αποτελεί μηχανισμό σκλαβιάς. Ο μεγαλοεπενδυτής Γουώρεν Μπάφετ είχε πει ότι οι ΗΠΑ από κοινωνία ιδιοκτητών θα μετατραπoύν σε κοινωνία κολλήγων (η Ελλάδα, ακολουθώντας την μοίρα όλων των αποικιών, υπήρξε πάντα κοινωνία κολλήγων και πλέον δουλοπάροικων).
Οι πολίτες επιβαρύνονται με χρέη για τα πάντα, δεν θα μπορούν διαφορετικά να επιβιώσουν, η παραγωγική οικονομία σχεδόν δεν υφίσταται και ο δημόσιος τομέας, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και του εκσυγχρονισμού (!) στερείται πόρων τους οποίους διοχετεύει σε έναν ιδιωτικό κρατικοδίαιτο τομέα με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον πολίτη. Κοινωνικές παροχές όπως είναι η δωρεάν παιδεία και υγεία απλά δεν θα υπάρχουν.
Το βιώνουμε όλοι με την πτώση του επιπέδου εκπαίδευσης. Τα δημόσια σχολεία, στην πλειοψηφία τους , παράγουν στρατιές λειτουργικά αναλφάβητων ενώ η δημόσια υγεία απλά πνέει τα λοίσθια. Τα νοσοκομεία δεν έχουν γιατρούς οι οποίοι προτιμούν τη μετανάστευση ή τη μετάβαση στον ιδιωτικό τομέα και οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό και νοσοκομειακό υλικό είναι μεγάλες. Ο απλός πολίτης δεν μπορεί να πάει στα πανάκριβα ιδιωτικά νοσοκομεία ούτε να πληρώνει ιδιωτικές επισκέψεις σε γιατρούς. Η παιδεία και η υγεία θα είναι αποκλειστικά για τους έχοντες.
Το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα από 5,5% του ΑΕΠ το 1995 έφθασε το 2016 το 60% του ΑΕΠ. Όσον αφορά την αποταμίευση μόνο το 13,5% των ελληνικών νοικοκυριών έναντι 45,1% των νοικοκυριών της ευρωζώνης έχει τη δυνατότητα να αποταμιεύει σε συστηματική βάση (σύμφωνα με στοιχεία του 2014). Πέραν αυτού «Τον Ιούνιο 2016, τα υπόλοιπα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ανέρχονταν σε 67,2 δισ. ευρώκαι 27,6 δισ. ευρώ αντιστοίχως, με το 41,8% των στεγαστικών και το 55,3% τωνκαταναλωτικών να είναι μη εξυπηρετούμενα. Ένα ποσοστό 40% των στεγαστικών και 65% των καταναλωτικών δανείων είναι σε οριστική καθυστέρηση και οι συμβάσειςέχουν καταγγελθεί».
Η χρηματοδότηση της φτώχειας αποτελεί πλέον μία κερδοφόρα επιχείρηση. Βρίθουν οι τοκογλύφοι, οι υπεραναλήψεις σε χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες κτλ. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο τόκος ανέρχεται σε 300% ίσως και παραπάνω. Στην Αμερική μεγάλο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων, που στο παρελθόν θα ήταν παράνομες και θα ενέπιπταν στους νόμους περί τοκογλυφίας, συνδέονται με τις μεγάλες τράπεζες όπως είναι η Citibank, η American Express κτλ. Η Ευρώπη την ακολουθεί κατά πόδας.
Οι ηλικιωμένοι, οι νέοι, οι χαμηλόμισθοι δεν έχουν άλλο τρόπο επιβίωσης παρά μόνο τον δανεισμό. Η εργασιακή ανασφάλεια, η περικοπή των θέσεων εργασίας, η μείωση του κοινωνικού κράτους, η ανάπτυξη που όλο λέει να έρθει και δεν έρχεται, αναγκάζει τους ανθρώπους να προσφεύγουν στον δανεισμό που ελέγχεται από μεγάλα κέντρα όπως η Γουώλ Στρητ.
Το σύστημα πλέον δεν είναι καπιταλιστικό αλλά κανιβαλιστικό. Το χρέος αποτελεί το μέσο ελέγχου των ανθρώπων και μετατροπής κρατών από ανεπτυγμένα σε υπανάπτυκτα. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική.
Το απογοητευτικό είναι, εάν κρίνουμε στα καθ’ημάς, ότι η πολιτική αντίσταση στη δουλοπαροικία του ανθρώπου μέσω χρεών είναι πλέον σχεδόν ανύπαρκτη εάν και πριν λίγα χρόνια ήταν ορατή και αρκετά μαχητική. Οι πολίτες έχουν παραδοθεί στη μοίρα τους χωρίς καμία ελπίδα φωτός.
Θα υπάρξει ξανά πολιτική αντίσταση στον εφιάλτη και την υποτέλεια που δημιουργεί το χρέος ή είναι κάτι που πρέπει να ξεχάσουμε γιατί έχουμε συνηθίσει στο να ζούμε χειρότερα;
Φωτεινή Μαστρογιάννη
ΠΗΓΗ
=============
Το ταγκό δημοκρατίας και αγορών
του Γιάννη Κυριόπουλου –
Οι αντιφάσεις αυτές είναι βέβαιο, σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες τεχνολογικές «εκρήξεις», ότι αποτελούν το κινούν αίτιο της ιλιγγιώδους προόδου, αλλά και των δισεπίλυτων κρίσεων της συγκυρίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι ατέλειες της δημοκρατίας και οι στρεβλώσεις των αγορών εμπεριέχουν ένα νοσογόνο στοιχείο, το οποίο οδηγεί στον εκφυλισμό και την αναίρεσή τους. Ταυτοχρόνως, όμως, στην προοδευτική εξέλιξή τους.Ο κόσμος στην εποχή μας συντίθεται κυρίως από τις συνιστώσες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ανοικτών αγορών. Προφανώς, με παρεκκλίσεις και στρεβλώσεις, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συγκροτούν τον «κανόνα» και ουδόλως την εξαίρεση στη διαδικασία της δημοκρατίας και στη λειτουργία των αγορών. Πρόκειται για μια ιστορική «δολιότητα», δια της οποίας η εξέλιξη των φαινομένων αυτών κινητοποιείται από την πυκνή συσσώρευση των αντιφάσεων και οδηγεί σε ευρείας κλίμακας διαρθρωτικές συνθέσεις αναβάθμισης.
Δημοκρατία και αγορές συναποτελούν προφανώς το πλέον ουσιώδες στοιχείο στην οργάνωση της πολιτικής και οικονομικής ζωής στον Δυτικό Κόσμο. Η επιβίωση αμφοτέρων σχετίζεται με τους βαθμούς ελευθερίας (σε τάξη και αυτορρύθμιση), τους οποίους ενσωματώνουν. Η διατύπωση αυτή εμπεριέχει επίσης τη παραδοχή ότι το «προσδόκιμο επιβίωσης» των πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων σχετίζεται με την εσωτερική ποικιλία τους και της (εξ αυτής) δυνατότητας αυτορρύθμισης.
Όπως έχει αποδειχθεί, η μονοδιάστατη σκέψη και πρακτική στον πολιτικό βίο και η μονοπωλιακή οργάνωση στην οικονομική ζωή αποτελούν την «πηγή του κακού», από την οποία εκπορεύονται οι περιορισμοί της δημοκρατίας και οι εκτροπές στις αγορές. Αναμφιβόλως, το πρόβλημα της δημοκρατίας είναι διαρκές και συνεχώς επαναπροσδιοριζόμενο.
Εκτείνεται στην περιοχή του δημοσίου χώρου, εντός του οποίου αναδύεται η αναγκαιότητα προστασίας των δικαιωμάτων των μειοψηφιών. Από την άλλη πλευρά, εκδηλώνεται η θέση υπεράσπισης (και αυτοάμυνας) έναντι ενδεχόμενης απόπειρας βίαιης «επιβολής» των (επίσης μειοψηφικών) εναλλακτικών εκδοχών προς τη κρατούσα τάξη πραγμάτων.
Η μονοπωλιακή συγκρότηση
Με άλλα λόγια, το ζήτημα της δημοκρατίας ευρίσκεται κυρίως στην πολιτική και κοινωνική διαχείριση των μειοψηφιών (και γενικά των «άλλων»), καθώς επίσης και στην ανάπτυξη μηχανισμών ενσωμάτωσής τους δια του αυτοκαθορισμού και της αυτοδιάθεσής τους. Ούτως ή άλλως, η μονοπωλιακή πολιτική και διοικητική λειτουργία του κράτους και η εκφορά μονοδιάστατης προσέγγισης στη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων αποτελεί «φραγμό» στη ανάπτυξη της δημοκρατίας.Η ευκταία απίσχναση της ισχύος της κεντρικής διοίκησης απαιτεί –πλην των άλλων– μεταφορά αυτής της ισχύος, δια της αποκέντρωσης στη λήψη αποφάσεων, ταυτοχρόνως με την ευρεία «διασπορά» των μηχανισμών ιδεολογικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Εν άλλοις λόγοις, απαιτεί την ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού από μια νέα διοίκηση των περιφερειών και της Αυτοδιοίκησης, καθώς και τη διασφάλιση εναλλακτικών πολιτικών στην παιδεία, την ενημέρωση και την πληροφόρηση των πολιτών.
Η αδρανοποίηση της μονοπωλιακής ισχύος του κράτους είναι ανάλογη της έντασης των διαδικασιών εκδημοκρατισμού, οι οποίες είναι αναγκαίο να ακολουθούνται και να διευρύνονται ως συστατικό στοιχείο της καθημερινής πολιτικής πρακτικής. Από την άλλη πλευρά, η διαχείριση των αγορών απαιτεί την ανάπτυξη ενός πεδίου συναλλαγών, το οποίο επιτρέπει να εκδηλώνεται η έκφραση των προτιμήσεων των καταναλωτών, ώστε να επιτυγχάνεται η διαμόρφωση συνθηκών κυριαρχίας τους.
Είναι αυτές οι προτιμήσεις που οφείλουν να προσδιορίζουν τη φύση και τον χαρακτήρα των αγορών. Βεβαίως, δεν είναι σε θέση να εκφρασθούν σε αγορές μονοπωλιακού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η διασφάλιση ενός πλαισίου, το οποίο έχει πλουραλιστικό και αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα, συνιστά μια sine qua non συνθήκη. Η οικονομική κρίση, η «μνημονιακή» αντιμετώπισή της και η προσπάθεια διαχείρισής της από την κυβερνώσα Αριστερά ανέδειξαν πλήρως και σε ένταση τα προβλήματα αυτά.
Πολίτες και καταναλωτές
Το ζήτημα διαχείρισης των εκάστοτε μειοψηφιών συγκροτεί επί της ουσίας το πραγματικό πρόβλημα της δημοκρατίας. Η διασφάλιση της έκφρασης των προτιμήσεων των καταναλωτών συνιστά το ουσιαστικό ζήτημα των αγορών. Αμφότερες, (δημοκρατία και αγορές) αναφέρονται κυρίως στα δικαιώματα των πολιτών και καταναλωτών και στην ανάγκη διασφάλισης των συνθηκών, εντός των οποίων μπορεί να εκφρασθούν με τους βέλτιστους δυνατούς τρόπους.Κατά συνέπεια, η μονοδιάστατη συγκρότηση του κρατικού τομέα αφυδατώνει τη δημοκρατία και εμποδίζει την πλήρη και ισότιμη έκφραση των διαφορετικών πολιτικών θέσεων των πολιτών. Ταυτοχρόνως, η μονοπωλιακή οργάνωση των αγορών μειώνει τη δυνατότητα έκφρασης των προτιμήσεων των καταναλωτών και την επίτευξη κοινωνικής αποδοτικότητας. Εν άλλοις, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι πολίτες και οι καταναλωτές ευρίσκονται σε δυσμενή θέση, δεδομένου ότι οι διαφορετικές πολιτικές τάσεις ή/και οι ποικίλες καταναλωτικές προτιμήσεις δεν δύνανται να συναιρεθούν σε ένα ενιαίο κοινό τόπο, δια του οποίου μπορεί να εκφρασθεί το κοινωνικό σύνολο.
Η άποψη ότι τούτο μπορεί να δηλωθεί μέσω του κράτους απεδείχθη εσφαλμένη. Κι αυτό, επειδή η διαδικασία πολιτικής αναπαραγωγής τελείται με τη συγκεντροποίηση της εξουσίας και η επιβίωση των αγορών με τη (μονοπωλιακή) συγκέντρωση του κεφαλαίου. Όμως, η κατάσταση αυτή επιφέρει αδιέξοδα για τη δημοκρατία και μονοπωλιακό εκφυλισμό για τις αγορές.
Είναι ζωτικής σημασίας, λοιπόν, η διαπίστωση ότι για τη δημοκρατία και τις αγορές η μοίρα είναι κοινή και αλληλένδετη. Ως εκ τούτου, η περίφημη αναφορά «όλα τα λουλούδια ν’ ανθίζουν, όλες οι σχολές (σκέψης) να συναγωνίζονται» είναι επίκαιρη και επιτακτική. Η οποία αναφορά per se, αλλά και η παρούσα επίκλησή της εξακολουθεί να απαιτεί απαντήσεις ερμηνευτικού και επεξηγηματικού χαρακτήρα για τους «όρους και τα όρια» λειτουργίας της δημοκρατίας και της οικονομίας στην εποχή και το κόσμο μας.
«Xαμηλή» ισορροπία
Η μονοπωλιακή συγκρότηση της δημοκρατίας και των αγορών, λοιπόν, οδηγεί στη μονοδιάστατη σκέψη και πρακτική, η οποία επιτείνει τις καταστροφικές επιπτώσεις και οδηγεί σε μια «χαμηλή» ισορροπία. Η απεμπλοκή από τον φαύλο κύκλο είναι ένα ζήτημα πολιτικής και κουλτούρας, το οποίο απαιτεί περισσότερη (πολιτική και κοινωνική) δημοκρατία στο κράτος και περισσότερη (ρυθμιζόμενη) ελευθερία στις (μονοπωλιακής ροπής) αγορές, ώστε να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του έθνους και του λαού.Η εκ προθέσεως ή πλάνης σύγχυση ανάμεσα στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος και της «σύμπραξης» κρατικών και συλλογικών μονοπωλίων βλάπτει βαρέως αμφότερες (και τη δημοκρατία και τις αγορές). Η εκδοχή αυτή δεν αναστέλλει την ουσία των «ταξικών» και κοινωνικών συγκρούσεων. Αντιθέτως, πρόκειται να ωθήσει το πολιτικό σύστημα από τη στασιμότητα και την αδράνεια του παιγνίου «θέση-αντίθεση» στην «παραγωγική» σύνθεση. Ενδεχομένως η επισήμανση αυτή –μεταξύ άλλων– να αποτελεί την ένδειξη για την εκκίνηση ευρύτερων πολιτικών και θεσμικών διαδικασιών για την ανασυγκρότηση της χώρας.
Συμπερασματικά, η μεταρρύθμιση του κράτους (δια της ευρείας χωρικής αποκέντρωσης και της αποσυγκέντρωσης στη λήψη αποφάσεων) και η εγκαθίδρυση ισχυρού αντιμονοπωλιακού θεσμικού πλαισίου, οφείλουν να είναι τα πρώτιστα μελήματα της ευκταίας και αναγκαίας συνταγματικής αναπροσαρμογής.
Σχόλια