του Βαγγέλη Γεωργίου –
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος σε ένα άρθρο του στο ΒΗΜΑ το 1961, ανέφερε ένα περιστατικό από το μεσοπολεμικό Βερολίνο. Όταν το 1936, ο Κώστας Κοτζιάς, Δήμαρχος Αθηνών τότε, επισκέφθηκε το Βερολίνο είχε την «τύχη» να συναντηθεί με τον Γερμανό ηγέτη, Αδόλφο Χίτλερ. Τότε λοιπόν, ο τελευταίος, στη συζήτηση που είχανε, του είπε ότι η Ελλάδα «Μπορεί άριστα να ευημερήσει αν καλλιεργήσει σε μεγάλη έκταση… την αγριόμεντα και τα άλλα μυρωδικά βότανα που είναι απαραίτητα την ευρωπαϊκή βιομηχανία φαρμάκων και αρωμάτων. Και αν οργανωθεί και τουριστικά για να έρχονται εδώ οι περιηγητές να βλέπουν τις αρχαιότητες». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Πράγματι, μεταπολεμικά και κυρίως μεταπολιτευτικά η ανάπτυξη του τουρισμού αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής οικονομίας. Ο αυθαίρετος νεολογισμός «τουριστική βιομηχανία» έδινε την εντύπωση ότι η εισροή όσο περισσότερων επισκεπτών σε αναρίθμητα μέρη της Ελλάδας θα ωφελούσε τον τόπο. Όλα αυτά θα συντελούνταν εις βάρος του πρωτογενούς και δευτερογενούς. Τα «γκαρσόνια» της Ευρώπης θα έπιαναν δουλειά με το σκεπτικό «πολλοί τουρίστες, πολλά λεφτά».
Φαίνεται όμως ότι η πρόσφατη έκθεση που δημοσίευσε ο κολοσσός McKinsey & Company και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδιών και Τουρισμού επιβάλλει σκεπτικισμό γύρω από την «τουριστολαγνεία» των Ελλήνων. Τα διεθνή ταξίδια γίνονται όλο και πιο συνηθισμένα ενώ οι οικονομικά πιο εύρωστοι επισκέπτονται συγκεκριμένες περιοχές, σε τέτοιο βαθμό, που να μην… χωράνε.
Η Ελλάδα ποζάρει στους πρώτους 20 κορυφαίους διεθνείς προορισμούς που αντιπροσωπεύουν σχεδόν τα 2/3 του συνόλου των παγκόσμιων ταξιδιών, σύμφωνα με την έκθεση. Συγκεκριμένα, οι 20 αυτές χώρες, όπως φαίνεται στον πίνακα, απορροφούν περίπου 755 εκατομμύρια τουρίστες. Την Ελλάδα επισκέφθηκαν 25 εκατομμύρια ταξιδιώτες το 2016. Για το 2017, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ο αριθμός αυτός είναι χαμηλότερος, 23,5 εκατ. για το διάστημα Ιανουάριος-Σεπτέμβριο 2017. Μόνο οι δέκα πρώτες χώρες αποτελούν σχεδόν το ήμισυ όλων των διεθνών ταξιδιών.
Θανατηφόρα αγάπη
Βέβαια, αυτή η ανισοκατανομή των διεθνών επισκεπτών μεταφέρεται και σε τοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, που είναι ο δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός παγκοσμίως, το Παρίσι δέχεται τρεις φορές περισσότερους επισκέπτες ανά κάτοικο από την Καμπανία. «Ορισμένοι προορισμοί κινδυνεύουν να αγαπηθούν μέχρι θανάτου», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Η υψηλή συγκέντρωση τουριστών σε συγκεκριμένους προορισμούς επιδρά δραματικά τόσο στους κατοίκους όσο και στο περιβάλλον. Στη Βενετία, οι τουρίστες είναι περισσότεροι από τους ντόπιους, γεγονός που ανάγκασε πολλούς ντόπιους να μετεγκατασταθούνε. Εν τω μεταξύ, το 80% των κοραλλιογενών υφάλων στα νησιά Koh Khai της Ταϊλάνδης έχουν καταστραφεί από τους επισκέπτες. Στην Ισπανία, αγρότες έχουν παρατήσει παραδοσιακές καλλιέργειες μοναδικών προϊόντων για να φτιάχνουν φρουτοσαλάτες στους τουρίστες.Στις Φιλιππίνες, η άνοδος του τουρισμού συνέβαλλε στη λειψυδρία. Ο υπερπληθυσμός δεν έχει απλώς αντίκτυπο στο περιβάλλον και στους κατοίκους της περιοχής αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε χειρότερη ταξιδιωτική εμπειρία – όπως αναφέρει ο ταξιδιωτικός ιστότοπος TripAdvisor.
Σε πολλές περιοχές, η ίδια η τουριστική διαμονή επιδεινώνεται εξαιτίας του συνωστισμού και των ουρών που σχηματίζουν οι τουρίστες, αναφέρει η έκθεση. Πολλές πόλεις κινδυνεύουν να παρέχουν εξαιρετικά υποβαθμισμένες τουριστικές υπηρεσίες λόγο του υπερπληθυσμού, όπως είναι το Ορλάντο ή η πόλη Χο Τσι Μινχ. Η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί μελλοντικά, καθώς οι νεώτερες γενιές (millennials) επιθυμούν να γνωρίζουν νέες εμπειρίες μέσω των ταξιδιών, ενώ αυτό δεν συνέβαινε τόσο με τους παλαιότερους.
Έξυπνοι τρόποι διαχείρισης
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, δεν είναι καθόλου εύκολη η διαχείριση των προβλημάτων που σχετίζονται με τον τουριστικό υπερ-πληθυσμό. Οι λόγοι διαφέρουν από τόπο σε τόπο. «Η πρόκληση είναι μερικές φορές μία φορά, λόγω υψηλών επιπέδων εποχικότητας ή ημερήσιων επισκεπτών», σημειώνει η έκθεση. «Ορισμένοι προορισμοί αγωνίζονται να απορροφήσουν πλήθος εγχώριων επισκεπτών, άλλοι αντιμετωπίζουν μια εισροή διεθνών επισκεπτών, ενώ κάποιοι βιώνουν και τα δύο».
Εκτός από την ανάπτυξη στρατηγικών για τις πόλεις που πρέπει να διαχειριστούν εποχιακούς και παραδοσιακούς τουρίστες, υπάρχουν και οι ηθικές ανησυχίες για τους ντόπιους που στηρίζονται στον τουρισμό. Τυχόν μείωση του τουρισμού σε μια συγκεκριμένη περιοχή, λόγω κρατικής παρέμβασης, θα μπορούσε να περιορίσει μια σημαντική πηγή εισοδήματος για τους ντόπιους. Επιπλέον, μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να καταστήσει έναν προορισμό πιο προσιτό αποκλειστικά σε πλουσιότερους ταξιδιώτες, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στην ανισότητα.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν λύσεις, σύμφωνα με την έκθεση. Ορισμένα κράτη παρενέβησαν για να μειώσουν τον αριθμό των επισκεπτών σε έναν προορισμό ή τον χρόνο διαμονής, όπως έκανε ο Ισημερινός με τα νησιά Γκαλαπάγκος. Κάποιοι αρμόδιοι τουριστικοί φορείς μάλιστα, προβάλουν περισσότερο κάποιους προορισμούς κάνοντας ταυτόχρονα εκπτώσεις τιμών για να προσελκύσουν τουρίστες σε περιόδους χαμηλής τουριστικής κίνησης ή σε περιοχές χαμηλής επισκεψιμότητας.
Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις όπου ο τουρισμός έχει εκθέσει σε σοβαρούς κινδύνους αξιόλογους χώρους, ορισμένα κράτη έχουν διακόψει πλήρως την πρόσβαση ή έχουν απαγορεύσει ορισμένες δραστηριότητες. Η Ισπανία έχει περιορίσει την κατανάλωση ποτού στη Μαγιόρκα. Στη Ρώμη, οι Αρχές επεξεργάζονται την ιδέα να απαγορεύσουν την πρόσβαση των τουριστικών λεωφορείων στο κέντρο της πόλης. Στο σπήλαιο Lascaux της Γαλλίας απαγορεύεται πλέον η είσοδος στο ευρύ κοινό, καθώς η ανθρώπινη παρουσία επέφερε ζημιές στις περίφημες προϊστορικές τοιχογραφίες.
Ελπιδοφόρο είναι, σύμφωνα με την έκθεση, ότι οι νεώτεροι τουρίστες (millennials) κάνουν πιο έξυπνες επιλογές. Πολλοί αποφεύγουν τις τυπικές τουριστικές «παγίδες» και έχουν στρέψει την προσοχή τους σε εμπειρίες λιγότερο «εμπορικές». Μια τέτοια πρακτική, σε μεγαλύτερη κλίμακα, θα μπορούσε να μειώσει τον υπερπληθυσμό σε δημοφιλείς προορισμούς. Επίσης, ο οικολογικός τουρισμός και η συμμετοχή σε εθελοντικά προγράμματα βοήθησαν επίσης να αντισταθμιστεί η αρνητική επίδραση τόσο του μαζικού όσο και του ελιτίστικου τουρισμού.
Σχόλια