Είναι άραγε οι Εγγλέζικες ή οι Γερμανικές Τράπεζες, που τελικά κινδυνεύουν απο το BREXIT;

Για πρώτη φορά απο το 2014 , η Τράπεζα της Αγγλίας εκανε στρές τεστ για τις Βρετανικές Τραπεζες, για το ενδεχόμενο BREXIT χωρίς συμφωνία με την ΕΕ, αυτό που ονομάζεται HARD BREXIT.
Το σενάριο υποθέτει ‘σόκ’ σε 4 βασικές παραμέτρους, στο ΑΕΠ, τις τιμές σπιτιών, στην νομισματικη ισοτιμία και στα επιτόκια.
Συγκεκριμένα εγινε η υπόθεση
1. 4.7% πτώσης στο ΑΕΠ της Βρετανίας,
2. 33% πτώσης στις τιμές των σπιτιών,
3. ανόδου επιτοκίων στο 4% και
4. υποτίμησης της Βρετανικής λίρας κατά 27% .
Υπήρχαν 7 βασικές τραπεζες στο τέστ και υποτίθεται οτι θα οδηγούσε σε ζημίες 50 δις Λιρών.
Οι τραπεζες περιλάμβαναν τις HSBC, Lloyds, Standard Chartered, Santander και Nationwide Building Society.
Καθώς οι Εγγλεζικες τραπεζες ειχαν ηδη αντλήσει αρκετα κεφάλαια, η μόνη αναγκη που προκύπτει ειναι για 6 δις Λίρες επιπλέον κεφάλαια, κατι που ειναι εύκολο να αντληθεί. Συνολικά οι Τραπεζες πέρασαν το τεστ.
Ειναι οι προδιαγραφές των Αγγλικων στρες τεστς σοβαρές;
Tα σενάρια αυτα ειναι λίγο πολύ συμβατά με μια υψηλού επιπέδου ύφεση, παρόμοια με εκείνη που είδαμε το 2008.
Η 27% υποτίμηση ειναι παρρόμοια με την 30% υποτίμηση που εχει ΠΑΝΤΑ η Εγγλέζικη αγορά μετα απο πολύ σοβαρη κρίση. Η 33% υποχώρηση των τιμών σπιτιών ειναι επίσης πολύ ρεαλιστική αν λάβει υπόψιν καποιος οτι ακομη και στην Ισπανία, μια χωρα με μικρότερη ευελιξία απο την Αγγλία, και αρα με πολύ μεγαλύτερο ρίσκο, η κριση του 2008 οδήγησε σε 40% υποχώρηση τιμων ακινήτων.
Ανοδος επιτοκίων στο 4% ειναι επισης ενα εξαιρετικά δυσοίωνο σενάριο, όμως πτωση ΑΕΠ 4,7% άν και ειναι συγκρίσιμη με πτώσεις που παρατηρούνται σε μεγαλες κρισεις, ειναι σαφώς μικρότερη απο -6% ως -8% που παρατηρείται σε πολύ μεγάλες κρίσεις.
Αν, επομένως, οντως, υπάρξει κρίση, αλλα με συνδυασμό αρνητικών εξελίξεων και με Παγκόσμια Κρίση την ιδια εποχή, που ενδεχόμενα να εμφανιστεί στα επόμενα 2 έτη (ηδη υπάρχουν ενδειξεις οτι αυτο μπορει να συμβεί), ίσως οι Αγγλικές Τραπεζες χρειαστούν κάποια επιπλέον κεφάλαια.
Να σημειώσουμε όμως ότι τα σενάρια της Τραπέζης Αγγλίας, ειναι πολύ σκληρότερα, πολύ πιο ΣΟΒΑΡΑ, σε σχέση με τα χλιαρά σενάρια που εφαρμόστηκαν κατά καιρούς στις Ευρωπαικές Τράπεζες, και τα οποία προέβλεπαν πολύ λιγότερες επιπτώσεις.
Υπό αυτη την έννοια, η Αγγλία είναι έτοιμη για πολύ μεγαλύτερους συστημικούς κινδύνους απο εκείνους που θα αντιμετωπίσουν Γερμανικές πχ Τράπεζες παρά το οτι οι τράπεζες αυτές σαφώς θα επηρεαστούν δυσμενώς απο το BREXIT. Η Γερμανια θα χασει απο το BREXIΤ περίπου 100 δις, καθως η Αγγλία οδευει σε εποχή μηδενισμου του Εμπορικού ελλείματος με τη Γερμανία. Υστερηση 100 δις εσοδων στην Γερμανικη οικονομία ειναι -4% στο ΑΕΠ, και κανόνια για πολλές Γερμανικές εταιρίες, με τρομακτικές συνέπειες για ανοχύρωτες Γερμανικές Τράπεζες.
Το ερώτημα, επομένως που προκύπτει δεν ειναι τι θα γίνει με τις Βρετανικές Τράπεζες, αλλά τι θα γίνει με τις Γερμανικές, Ολλανδικές κλπ Τραπεζες της ΕΕ, που φαινεται να ειναι απροετοίμαστες για σοβαρούς συστημικούς κινδύνους. Σε αυτό, δεν μπορει να μας απαντήσει η Τράπεζα Αγγλίας αλλά μονο η κοινή λογική.
Πρέπει να ειμαστε ετοιμοι για το ενδεχομενο ασχημων εξελίξεων στις Μη Βρετανικές Τραπεζες, και ο θεός να βάλει το χερι του αν οι προετοιμασίες δεν γινουν εγκαιρα…

Κωνσταντίνος Βέργος , Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.

πηγή 
================
Τα παρακάτω, θα φωτίσουν τις θέσεις του κ. Βέεργου.

Η ιλιγγιώδης άνοδος και η ραγδαία πτώση της Deutsche Bank

Το 1994 ο τότε επικεφαλής της Deutsche Bank Χ. Κόπερ προσέλαβε ένα φιλόδοξο στέλεχος της Merrill Lynch, τον Ε. Μίτσελ, για να τη μετατρέψει σε τράπεζα της Wall Street. Ο μετασχηματισμός ήταν ταχύς και βίαιος και στηρίχθηκε στην επέκταση στις ΗΠΑ και στην ανάληψη τεράστιου ρίσκου. «Υιοθετήσαμε πρακτικές Αγριας Δύσης», δηλώνουν σήμερα παλαιότερα στελέχη, ενώ άλλα αναφέρονται στα οργιώδη πάρτι και στα υπέρογκα μπόνους. Η επιθετική πολιτική του Μίτσελ έκανε την Deutsche Bank το 2007 τη μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου. Το 2016, όμως, έφτασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης και έκτοτε δεν έχει ανακάμψει.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Εχοντας υποστεί μιαν ασυνήθιστη μεταμόρφωση, από συντηρητική τράπεζα της μεταπολεμικής Γερμανίας σε παγκόσμιο τραπεζικό κολοσσό, η Deutsche Bank γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μια περιδίνηση και μια πτώση από την οποία είναι πολύ δύσκολο να σηκωθεί. Σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times επιχειρεί την αναδρομή στους σημαντικότερους σταθμούς της ιστορίας της, αναζητώντας τις αιτίες και τους υπευθύνους που οδήγησαν τη μετοχή της σε τέτοια πτώση, ώστε να φτάσουν πέρυσι επενδυτές και πολιτικοί να εξετάζουν τη διάσωσή της.
Οπως επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα, η μετάλλαξη της Deutsche Bank, από τραπεζικό όμιλο χαμηλής κερδοφορίας με γερμανική πελατεία και Γερμανούς μετόχους στην επιτομή του παγκόσμιου καπιταλισμού πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι η ακραία εκδοχή της πορείας που ακολούθησαν πολλές τράπεζες. Το 1995, όταν αναπτύσσονταν με ταχύτατο ρυθμό οι αμερικανικοί κολοσσοί JPMorgan, Goldman Sachs και Merrill Lynch, η Deutsche απευθυνόταν στην εγχώρια αγορά. Αποτελούσε πυλώνα του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος της Γερμανίας έχοντας συγκεντρώσει χαρτοφυλάκιο μετοχών γερμανικών επιχειρήσεων αξίας 24 δισ. μάρκων. Ενώ, όμως, οι αμερικανικές τράπεζες εκμεταλλεύθηκαν την απορρύθμιση για να διεισδύσουν στην Ευρώπη, η Deutsche κινούνταν συντηρητική, απογοητεύοντας τον τότε επικεφαλής της, Χίλμαρ Κόπερ. Ο Κόπερ ήταν αυτός που εγκαινίασε την επέκτασή της μετά την απογοήτευση που γεύτηκε το 1994, όταν το γερμανικό κράτος ανέθεσε στην Goldman Sachs την πώληση της Deutsche Telekom. Προσέλαβε έτσι ένα φιλόδοξο τραπεζικό στέλεχος της Merrill Lynch, τον Εντσον Μίτσελ, στον οποίο ανέθεσε να τη μετατρέψει σε τράπεζα της Wall Street.
Η πρώτη κίνηση του Μίτσελ ήταν να πουλήσει τις μετοχές γερμανικών επιχειρήσεων και να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για την ανάπτυξη του επενδυτικού της βραχίονα, για να προσλάβει στελέχη από τη Merrill Lynch και να εξαγοράσει την αμερικανική Bankers Trust το 1999. Στο αποκορύφωμα της δόξας της το 2007, η Deutsche Bank ήταν η μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου, με ενεργητικό 2 τρισ. ευρώ. Από την έρευνα των FT, όμως, και μέσα από δεκάδες συνεντεύξεις με νυν και πρώην υπαλλήλους της, προκύπτει ότι σε αυτήν την περίοδο και στις επιλογές του Εντσον Μίτσελ βρίσκονται οι ρίζες της σημερινής κακοδαιμονίας της Deutsche Bank.
Μιλώντας στους FT για την επέκταση της Deutsche Bank σε παγκόσμιο επίπεδο, πρώην υπάλληλος της τράπεζας αναφέρθηκε στο μήνυμα του Μίτσελ ότι έπρεπε πάση θυσία να ενισχυθεί η παρουσία της Deutsche στις ΗΠΑ. Η παλαιότερη γενιά μελών του Δ.Σ. της τράπεζας εξέφραζαν ανησυχίες για τη στροφή από τη Γερμανία προς τις ΗΠΑ αλλά και για την ισχυρή επιρροή που δεχόταν η τράπεζα από τις «νοσηρές αγγλοαμερικανικές μεθόδους». Υπερίσχυσαν, όμως, όσοι υποστήριζαν τη μετάλλαξή της σε παγκόσμια επενδυτική τράπεζα και μέσα στα πέντε μόνον χρόνια της θητείας του Μίτσελ, η τράπεζα άρχισε να αναλαμβάνει μεγάλα ρίσκα.
«Υιοθετήσαμε πρακτικές της Αγριας Δύσης», θυμάται υψηλόβαθμο στέλεχος της τράπεζας, που εκτιμά ότι αν ο Μίτσελ είχε μείνει διευθύνων σύμβουλος για περισσότερα χρόνια, «η Deutsche Bank θα είχε καταρρεύσει με την εμφάνιση της κρίσης». Υπό τον Μίτσελ άλλαξε και η συμπεριφορά των στελεχών της τράπεζας, που βγήκαν εκτός ελέγχου, όπως συνέβαινε και σε άλλες τράπεζες. Μιλώντας στους FT, δύο πηγές της τράπεζας ανέφεραν ότι ο Μίτσελ ζούσε αντισυμβατικό βίο, συζώντας με την ερωμένη του σε πολυτελή βίλα στο Λονδίνο, ενώ άλλα στελέχη άρχισαν να καταχρώνται χρήματα.
Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να έχουν στην κατοχή τους εταιρείες και ανέθεταν σε αυτές συμβόλαια που έκλειναν με την Deutsche Bank. Κάποτε ένα πούλμαν έφερε πόρνες πολυτελείας σε χριστουγεννιάτικο πάρτι που διοργανώθηκε για τους άνδρες υπαλλήλους της τράπεζας σε πανάκριβη σουίτα ξενοδοχείου. Η χρήση κοκαΐνης έγινε συνήθης πρακτική. Και βέβαια η Deutsche Bank πρόσφερε μεγάλα μπόνους στα στελέχη της, κάτι που έκαναν όλες οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, αλλά στη δική της περίπτωση ήταν δυσανάλογα, αν συγκριθούν με την πορεία της μετοχής της. Από το 1995 έως το 2016, οι μέτοχοι της Deutsche Bank κέρδισαν 17 δισ. ευρώ, αλλά στο ίδιο διάστημα τα μπόνους έφτασαν στα 71 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικός ο προβληματισμός πρώην στελέχους της, από τη δεκαετία του 1990, που αναρωτήθηκε μιλώντας στους FT: «Μήπως η τράπεζα θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση αν δεν είχε προσλάβει κανέναν από εμάς;».

Σχόλια