«Είκοσι χρόνια μετά»

του Σταύρου Λυγερού –

Είναι η πρώτη και ελπίζω η τελευταία φορά που θα εκμεταλλευθώ το προνόμιο αυτής της στήλης για μία εξομολόγηση. Κατανοώ, αλλά αποστρέφομαι τις επετείους και τον επετειακό λόγο. Το αναπαραγόμενο είδωλο εμπεριέχει πάντα έναν ευτελισμό του πρωτογενούς γεγονότος. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ


Σήμερα, όμως, υποκύπτω και γράφω για τα εικοσάχρονα του Πολυτεχνείου. Η αποστροφή μου ηττήθηκε από την ακατανίκητη μεταφυσική δύναμη του βιώματος, που σφράγισε μία ολόκληρη γενιά και τον καθένα συμμετέχοντα ξεχωριστά.
Θεωρώ τον εαυτό μου αφάνταστα τυχερό, που το κύμα της ιστορίας μου προσέφερε το μοναδικό δώρο να βρεθώ στον πυρήνα μίας αυθόρμητης και α-δέσποτης εξέγερσης. Οι κάθε λογής αντιπολιτευόμενοι ταγοί, που εκείνη ακριβώς την εποχή έπαιζαν τα δικά τους παιχνίδια, παρακολούθησαν τη νεανική πλημμυρίδα τρομοκρατημένοι και αμήχανοι. Θα προσέθετα και με έκδηλη καχυποψία, όχι μόνο γιατί δεν την ήλεγχαν, αλλά και γιατί την έβλεπαν να τους παρακάμπτει και να τους ξεπερνά.
Η εξέγερση ήταν μία συλλογική εκτόξευση στον ουρανό της ανιδιοτέλειας, ένας πρωτοφανής οργασμός δημιουργίας, μία έμπρακτη υπέρβαση της αλλοτρίωσης και το ουσιαστικότερο μάθημα Πολιτικής και Ηθικής που θα μπορούσε να πάρει μία γενιά. Στις τρεις εκείνες ημέρες του Νοέμβρη, ο χρόνος απόκτησε μία αφάνταστη πυκνότητα, ενηλικιώνοντας ανήλικους και ενήλικες.
Έχω πάντα την αίσθηση ότι η λυτρωτική σφραγίδα, όσο κι αν επικαλύπτεται από τις συσσωρευμένες αμαρτίες των είκοσι χρόνων που μεσολάβησαν, παραμένει ανεξίτηλη. Μοιάζει λίγο σαν ένας μυστικός ανομολόγητος δεσμός, που ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε κι ούτε πρόκειται να ενεργοποιηθεί. Υπάρχει, όμως, γιατί όλοι μας έχουμε κάπου φυλάξει στεγανή από τις τρέχουσες σκοπιμότητες τη μοναδική αυτή εμπειρία, που λειτουργεί σαν αντίστροφη «κολυμβήθρα του Σιλωάμ»: αντί να «καίει» τις αμαρτίες μας, τις υπογραμμίζει, τις καθιστά δυσβάσταχτες.
Η περιβόητη «γενιά του Πολυτεχνείου», άλλωστε, δεν είναι μόνο όσοι το 1974 επιβιβάσθηκαν στα τρένα των κομμάτων και στη συνέχεια εισήλθαν, περισσότερο ή λιγότερο, στον αστερισμό της επωνυμίας. Είναι κυρίως οι άλλοι, που προτίμησαν το κυνήγι της ουτοπίας, αρνούμενοι τη μίζερη ασφάλεια των μηχανισμών. Είναι όλοι εκείνοι, που γνωρίζοντας την εκτυφλωτική διαύγεια της με προσωπικό κόστος και χωρίς την προσδοκία ανταλλάγματος πολιτικής πράξης, δεν άντεξαν το συγχρωτισμό με το θαμπό παιχνίδι του ποικιλόχρωμου πολιτικαντισμού. Είναι όλοι εκείνοι, που βυθίσθηκαν στην επώδυνη κρίση της αμφισβήτησης, προτιμώντας την περιπέτεια της μοναχικής διαδρομής, που τους έβγαλε στις πιο διαφορετικές ακτές. Είναι όλοι εκείνοι, που με ειρωνική μελαγχολία θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές και θα παρακολουθήσουν τις βαρετές επετειακές εκπομπές. Ας είναι επιεικείς.
* Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1993 στην τότε πρωτοσέλιδη στήλη μου στην «Καθημερινή». Αν το έγραφα σήμερα δεν θα άλλαζα ούτε κεραία.

Σχόλια