Η παγκοσμιοποίηση και η ρομφαία του «εθνικολαϊκισμού»

του Κώστα Μελά –

Από τη δεκαετία του 1990, όταν άρχισε να προσλαμβάνει διαστάσεις στην Ευρώπη ο οικονομικός εθνικισμός, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Το φαινόμενο έχει εξαπλωθεί και σ’ αυτό έχει παίξει καταλυτικό ρόλο η παγκοσμιοποίηση, η οποία προσδίδει υπόσταση και τροφοδοτεί την εθνικιστική ρητορική. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Σύμφωνα με τη μελέτη των Italo Colantone και Piero Stanig «Globalisation and economic nationalism», τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς πετυχαίνουν τα καλύτερα εκλογικά αποτελέσματά τους σε περιοχές που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις κινεζικές εξαγωγές. Σε αυτές τις περιοχές διαπιστώνεται μια ομοιογένεια στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων, ανεξάρτητα από το αν κάθε ένας από αυτούς έχει υποστεί ή όχι προσωπική οικονομική βλάβη. Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ επιβεβαιώνουν αυτό το συμπέρασμα.
Η δυσαρέσκεια, που συχνά μετατρέπεται σε οργή, ενισχύεται στη Δύση από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται εντός του πλαισίου του συνταγματικού φιλελευθερισμού, της «τεχνικότητας» και της κανονιστικής νομιμότητας του κράτους. Αυτό που εν τέλει απειλεί τη δημόσια σφαίρα δεν είναι η οργή των πολιτών, αλλά οι «κανόνες», η προσπάθεια «ομαλοποίησης» των πολιτικών διαφορών, η τεχνικότητα της «μετα-βιομηχανοποίησης», η μαζικοδημοκρατία, ο λειτουργισμός και ο οικονομικός υπολογισμός.

«Τεχνικότητα» και αυταρχική διακυβέρνηση

Η αύξουσα «τεχνικότητα» του κράτους, δηλαδή η τυποποιημένη διακυβέρνηση διαμέσου διοικητικής οργάνωσης και διοικητικών μέτρων, δεν περιορίζεται στον χώρο της πολιτικής. Ανοίγει ταυτόχρονα την πόρτα για μια μετατόπιση προς αυταρχική διακυβέρνηση. Με διάφορα προσχήματα ή και αλήθειες, αρκετές φορές εγκαθίσταται αργά αλλά σταθερά ο περιορισμός των δικαιωμάτων. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον γίνεται αμέσως αισθητό ότι απουσιάζει η αυθεντικότητα της πολιτικής πράξης.
Δεν μπορεί όλοι οι άνθρωποι να γεννηθούν και να πεθάνουν δεξιοί σοσιαλδημοκράτες! Είναι αδύνατον να συζητούν και να αποφασίζουν όλοι με βάση την επικοινωνιακή άποψη του Habermas ή το κανονιστικό δικαιικό πλαίσιο του Rawls. Γι’ αυτό, οι εν λόγω αντιλήψεις παραμένουν μειονοτικές.
Την αυθεντικότητα της πολιτικής πράξης επιδιώκουν να επαναφέρουν στο προσκήνιο μια σειρά κινήματα, κυρίως ακροδεξιά. Τουλάχιστον, αρχικά έτσι πιστεύουν. Λειτουργούν με έντονη κριτική διάθεση έναντι του νομοθετικού κράτους. Επικαλούνται την αρχή της πλειοψηφίας, εκμεταλλευόμενα τη βαθιά αποστροφή ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας για τους υφιστάμενους θεσμούς.
Η αποστροφή οφείλεται στο γεγονός ότι οι θεσμοί επί της ουσίας αναπαράγουν και διαιωνίζουν ένα σάπιο καθεστώς που συντηρεί συνεχώς τα ίδια και τα ίδια πολιτικά πρόσωπα (οικογένειες). Έτσι έχει αρχίσει να υπονομεύεται το μονοπώλιο της πολιτικής από το κράτος. Τα κινήματα αυτά έχουν μυθοποιήσει την εξουσία. Πιστεύουν ότι με την κατάληψη της εξουσίας θα μπορούν εύκολα να αλλάξουν τα πράγματα. Όμως, η πραγματικότητα το διαψεύδει.
Η σταδιακή κατάληψη δήμων, περιφερειών, βουλευτικών εδρών κ.λπ. γκρεμίζει αυτές τις αντιλήψεις, επιφέροντας κατά κανόνα την ενσωμάτωση αυτών των κινημάτων στην καθεστηκυία τάξη. Με τρόπο, μάλιστα, που αποσαρθρώνει και τα τελευταία στηρίγματα του νεοτερικού κράτους. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα διαιωνίζεται, βαθαίνει, χειροτερεύει.

Συλλέκτης επιμέρους συμφερόντων

Οι μελλοντικές εξελίξεις προβλέπονται δυσοίωνες όσο πιο περίπλοκες και διασπασμένες γίνονται οι κοινωνίες, ακολουθούμενες από τον κατακερματισμό του σημερινού ατόμου. Στην προσπάθειά του να επιβιώσει και να συνεχίσει να κυβερνά, το κομματικό-πολιτικό σύστημα μετατρέπεται σε συλλέκτη απίστευτου αριθμού «ιδιαίτερων συμφερόντων». Τα συμφέροντα αυτά, μάλιστα, τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους, γεγονός που καθιστά εκ προοιμίου αδύνατη την εξυπηρέτησή τους.
Όταν η αδήριτη πραγματικότητα σε οδηγεί σε απόγνωση, η λειτουργία του θυμικού είναι καταλυτική. Οι αποφάσεις των ανθρώπων σπάνια οδηγούν στην επίτευξη των στόχων για τους οποίους ελήφθησαν. Γι’ αυτόν τον λόγο η Ιστορία είναι ανοιχτή και δύσκολα προβλέψιμη.
Ας το πούμε όσο πιο καθαρά μπορούμε: Η πολιτική πρόκληση για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης είναι να αναπτύξουν μια «υπεύθυνη οικονομική αυτάρκεια» στο πλαίσιο του εθνικού δημοκρατικού κυρίαρχου κράτους τους, ανοιχτή στις διεθνείς συναλλαγές, σε μια διακριτική και όχι κανονιστική και οριζόντια αλληλεξάρτηση με όλες τις χώρες του πλανήτη.
Είναι ξεκάθαρο πως οι ψηφοφόροι διψούν για πολιτικές που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το τοπικό έναντι των ευρύτερων οικουμενικών οικονομικών ανησυχιών. Η αντιμετώπιση αυτής της δίψας με δημιουργικό αντί για καταστροφικό τρόπο είναι η πρόκληση της ερχόμενης δεκαετίας. Γνωρίζουμε πως δεν είναι βιώσιμη στρατηγική ούτε η αδιαφορία γι’ αυτή τη δίψα των πολιτών, ούτε η δικαιολογία ότι αυτή η δίψα βασίζεται σε λανθασμένες πεποιθήσεις.

Φτηνά και επικίνδυνα ιδεολογήματα

Οι εύκολες ερμηνείες, προκειμένου να ικανοποιηθούν φτηνά ιδεολογήματα, είναι βέβαιον ότι οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς. Είναι μεθοδολογικά χυδαία η κατηγοριοποίηση των διογκούμενων κοινωνικών διεργασιών που παρατηρούνται στις χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης (Ευρώπη και ΗΠΑ) ως «εθνικολαϊκισμό».
Ο όρος αυτός στην εποχή μας χρησιμοποιείται σαν το μοναδικό κλειδί για να λύσει όλα τα σύγχρονα θεωρητικά και κοινωνικά προβλήματα! Δεν προσφέρει, ωστόσο, καμία απολύτως θεωρητική ερμηνεία του τι πραγματικά διακυβεύεται στον πυρήνα των κοινωνικών διεργασιών. Επιτρέπει, όμως, στις πολιτικές ελίτ να συνεχίζουν να αδιαφορούν, εξακολουθώντας να ασκούν τις ίδιες πολιτικές που έχουν προκαλέσει την κοινωνική οργή.
Στην πραγματικότητα στοχεύει όχι στην επίλυση των προβλημάτων, αλλά στους ιδεολογικούς-πολιτικούς αντιπάλους. Σε όσους επιχειρούν να δώσουν τον δικό τους τόνο στα συγκεκριμένα προβλήματα, να τα εκμεταλλευθούν και να προωθήσουν τις δικές τους ιδεολογικές-πολιτικές επιλογές. Επιλογές που βρίσκονται στον αντίποδα όσων κραδαίνουν τη ρομφαία του εθνικολαϊκισμού.
Είναι γεγονός ότι τα ακραία δεξιά στοιχεία είναι αυτά που δίνουν τον τόνο μέσω υπερβολών, χυδαιοτήτων και ψεμάτων. Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει να παραδεχθούμε πως υπάρχει πραγματική αιτία, η οποία επιδρά καταλυτικά στις επιλογές πολλών ψηφοφόρων. Η αιτία αυτή είναι η διογκούμενη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές και ο τρόπος διαχείρισης της εξουσίας από τις ελίτ.
Πρόκειται για δύο όψεις μιας πραγματικότητας, τις οποίες ο ψηφοφόρος συνδέει αιτιακά. Για τον μέσο ψηφοφόρο υπεύθυνο για την επιδείνωση των όρων του βίου του είναι το κατεστημένο πολιτικό σύστημα.
===============

Η αμφίστομη μάχαιρα του λαϊκισμού

του Στάθη Ανδρέου – 

Τα τελευταία χρόνια και το τελευταίο διάστημα ιδιαίτερα τα συστημικά ΜΜΕ έχουν αρχίσει να κάνουν λόγο για την «επικίνδυνη άνοδο του λαϊκισμού» στην Ευρώπη, αλλά και την Αμερική. Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, το δημοψήφισμα αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, αλλά και ή άνοδος της Ακροδεξιάς, αλλά και τμήματος της Αριστεράς στην Ευρώπη είναι τα σημάδια «της επέλασης του λαϊκισμού».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτηρίζει τον Αλέξη Τσίπρα «λαϊκιστή». Σύμφωνα με μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ λαϊκιστής είναι και ο Τραμπ, η Τερέζα Μέι, οι Ποδέμος, η Χρυσή Αυγή, ο Γκερτ Βίλντερς, το Alternative for Germany κ.α. Τι κοινό όμως έχουν όλοι αυτοί μεταξύ τους; Ποιος ορίζει ποιος είναι λαϊκιστής και ποιος όχι; Τι τελικά είναι λαϊκισμός;
Ο όρος λαϊκισμός δεν είναι νέος στην πολιτική. Τις προηγούμενες δεκαετίες είχαμε συνηθίσει να μιλάμε για «λαϊκίστικες πολιτικές» που «χαϊδεύουν τα αυτιά του λαού» και να μιλούν πάντοτε εξ ονόματός του και υπέρ του (δήθεν) συμφέροντός του. Ο λαϊκισμός ήταν μια κατηγορία κατά πολιτικών που σε γενικές γραμμές υιοθετούσαν μια ρητορική (εν πολλοίς ανέφικτης) παροχολογίας και υποσχέσεων που ποτέ δεν υλοποιούνταν.
Ή αν υλοποιούνταν αυτό ήταν σε βάρος ενός μακροπρόθεσμου εθνικού σχεδιασμού και υπέρ ατομικών, πρόσκαιρων οφελών σε βάρος της πλειοψηφίας. Στην ουσία ο λαϊκισμός ήταν συνώνυμο της δημαγωγίας. Πρόσφατα, όμως, τείνει να αποκτήσει ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό περιεχόμενο με διαφορετικές και –ενδεχομένως– επικίνδυνες χρήσεις.

Ο λαϊκισμός ως ρητορική

Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όταν κάνει λόγο για λαϊκισμό, αναφέρεται κυρίως στην άνοδο του λόγου μίσους από την ξενόφοβη Ακροδεξιά. Το κείμενο κάνει λόγο για τον κίνδυνο που αποτελεί αυτός ο λόγος για τα δικαιώματα, είτε των μειονοτήτων, είτε γενικά τα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Ισχυριζόμενοι ότι μιλούν εξ ονόματος του λαού, αντιμετωπίζουν τα δικαιώματα ως εμπόδιο για την αντίληψή τους περί βούλησης της πλειοψηφίας, ένα άχρηστο εμπόδιο για την υπεράσπιση του έθνους από ό,τι θεωρούν απειλή» γράφει ο Κένεθ Ροθ. «Αντί να δέχονται ότι τα δικαιώματα προστατεύουν όλους, προφασίζονται τα δεδηλωμένα συμφέροντα της πλειοψηφίας, ενθαρρύνοντας τον λαό να υιοθετεί την επικίνδυνη αντίληψη ότι ο ίδιος δεν θα χρειαστεί ποτέ να διεκδικήσει τα δικαιώματά του απέναντι σε μια υπερ-εκτεταμένη κυβέρνηση που ισχυρίζεται ότι λειτουργεί στο όνομά του».
Αυτού του είδους τον λαϊκισμό βλέπουμε στην Τουρκία σήμερα. Οι τροποποιήσεις στο Σύνταγμα που ψηφίστηκαν στο δημοψήφισμα θα οδηγήσουν σε μια υπερ-διεύρυνση των εξουσιών του Προέδρου, χωρίς τα θεσμικά αντίβαρα για τον έλεγχό του μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατίας.
Η πλευρά των υποστηρικτών του ΝΑΙ βασίστηκε στο επιχείρημα ότι σε κάθε περίπτωση αυτό θα εκφράζει τη λαϊκή βούληση. Η ταύτιση βέβαια της λαϊκής βούλησης με τη ρουσσωική «γενική βούληση» και κατόπιν με ένα εκλογικό αποτέλεσμα, αποτελεί όχι απλά διαστροφή των όρων αλλά εξόφθαλμη δημαγωγία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί σχεδόν εξίσωση της δημοκρατίας με την τυραννία.
Αυτού του είδους η ερμηνεία αποτελεί και μια αρκετά καθαρή άποψη για το τι είναι ο λαϊκισμός, αποχρωματισμένη από ιδεολογικές αφετηρίες. Ο λαϊκισμός είναι ένα επικίνδυνο φαινόμενο δημαγωγίας, αλλά τίποτα παραπάνω.

Αριστερός και δεξιός λαϊκισμός

Ο Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να κατηγορηθεί για λαϊκισμό, όπως και ο Αλέξης Τσίπρας. Η Μαρίν Λεπέν επίσης, αλλά το ίδιο και ο Μητσοτάκης, ο Φρανσουά Ολάντ, ο Ντέηβιντ Κάμερον και ο Μπαράκ Ομπάμα. Κάθε πολιτικός, λιγότερο ή περισσότερο, σε στιγμές της πολιτικής του σταδιοδρομίας, αντικαθιστά τις πολιτικές θέσεις και την ιδεολογία του από την παροχολογία, τον καιροσκοπισμό και συχνά την προσωπολατρία.
Ο Ρόμπερτ Μπορν στο άρθρο του «Μαθήματα για την Ευρώπη» στο The European, γράφοντας για τον λαϊκισμό στη Νότια Αμερική, προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: «Ο λαϊκισμός μπορεί να είναι συντηρητικός ή φιλελεύθερος. Γενικά, οι αριστεροί λαϊκιστές θα τον συνδυάσουν με κάποια μορφή σοσιαλισμού, ενώ οι δεξιοί με τον εθνικισμό. Ο πρώτος είναι πιο διαδεδομένος στη νότια Ευρώπη, ενώ ο δεύτερος στη βόρεια».
Ο Μπορν, μιλώντας για τη Νότια Αμερική, γράφει ότι «είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον λαϊκισμό στη Νότια Αμερική γιατί ο όρος σπανίζει». Και αυτό γιατί στον πολιτικό διάλογο, ο λαϊκισμός ως μέρος της ρητορικής, αποτελεί κομμάτι του «πολιτικού οπλοστασίου» των δυτικών πολιτικών με τις ανά χώρα ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες του. Αν και αναπόφευκτα μπορεί η ρητορική των πολιτικών ανά την υφήλιο να «λαϊκίζει», η ανάδειξή της ως «λαϊκισμός» είναι καθαρά δυτικό φαινόμενο.

Ελπίδα και φόβος

Ο Σαντιάγκο Ζαμπάλα (καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πομπέου Φαμπρά στη Βαρκελώνη) γράφει στο Αλ Τζαζίρα ότι υπάρχει μια διάκριση μεταξύ δεξιού και αριστερού λαϊκισμού. Ο αριστερός λαϊκισμός, γράφει, επικαλείται την ελπίδα, ο δεξιός τον φόβο. Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε αυτή την ιδέα στη θέση περί θετικής και αρνητικής ελευθερίας, όπως είχε εκφραστεί από τον Μπερλίν, με την Αριστερά να υιοθετεί μια στάση θετικής ελευθερίας και τη Δεξιά μιας στάση αρνητικής.
Ο Ζαμπάλα κάνει μια ανάλυση που τοποθετεί το σύγχρονο φαινόμενο του λαϊκισμού στη μεταπολεμική συναίνεση. «Με τη νίκη του “ελεύθερου κόσμου” επί του κομμουνισμού, η καθολικοποίηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και η παγκοσμιοποίηση των εμπορικών συμφωνιών οδήγησαν τα παραδοσιακά κόμματα να πιστέψουν ότι όλα μπορούσαν να ξεπεραστούν μέσω του συμβιβασμού».
Επικαλούμενος τον κοινωνιολόγο Άντονυ Γκίντενς, επιχειρηματολογεί ότι η υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού από το Κέντρο οδήγησε σε μια πολιτική ορθότητα. Σύμφωνα με αυτή, κανένα επίπεδο ιδεολογικής σύγκρουσης δεν είναι αποδεκτό, παρά μόνο διαρκείς συμβιβασμοί και συναινέσεις.
«Ως αποτέλεσμα των παγιδευμένων δημοκρατιών, ο λαϊκισμός έγινε η μόνη παραγωγική μορφή που λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις του κόσμου και προωθεί τη συλλογική συμμετοχή». Με λίγα λόγια, ο Ζαμπάλα αποδέχεται τον λαϊκισμό ως κάτι περισσότερο από μια ρητορική. Τον δέχεται ως μια κινηματική διαδικασία με πολιτικά ερείσματα τόσο στην Αριστερά όσο και τη Δεξιά και κατηγορεί το νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση για την άνοδό του.

Εμείς και Αυτοί

Παραπέμποντας, στη θεωρητικό της δημοκρατίας Σαντάλ Μούφ και στον θεωρητικό τη ηγεμονίας Ερνέστο Λακλώ, ο Ζαμπάλα γράφει ότι «ο λαϊκισμός είναι ένας τρόπος κατασκευής του πολιτικού στη βάση της έγκλησης των ασθενέστερων και της κινητοποίησής τους ενάντια στο κατεστημένο». Αυτό γίνεται στη βάση της δημιουργίας ενός ιδεολογικού διπόλου «εμείς» εναντίον «αυτών» και στη βάση της ηθικοποίησης της πολιτικής (καλό-κακό).
Το δίπολο αυτό παίρνει τη μορφή «ο αγνός λαός» ενάντια στις «διεφθαρμένες ελίτ» αναλύει ο Ολλανδός κοινωνιολόγος Κας Μουντ, που θεωρείται από αρκετούς ως ειδικός επί του λαϊκισμού. «…ο λαϊκισμός ορίζεται καλύτερα ως μια αβαθής ιδεολογία (thin-centered ideology) που θεωρεί ότι η κοινωνία είναι πλήρως διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά σύνολα, τον “αγνό λαό” και τις “διεφθαρμένες ελίτ” και η οποία υποστηρίζει ότι η πολιτική θα έπρεπε να είναι η έκφραση της γενικής θέλησης (volonté générale) του λαού.
»Αυτό σημαίνει ότι ο λαϊκισμός είναι μια συγκεκριμένη άποψη σχετικά με το πώς είναι η κοινωνία και πώς θα πρέπει να είναι δομημένη, αλλά ασχολείται μόνο με ένα μικρό μέρος της ευρύτερης πολιτικής ατζέντας. Για παράδειγμα, λέει ελάχιστα σχετικά με το ιδανικό οικονομικό ή πολιτικό σύστημα που πρέπει να διαθέτει ένα (λαϊκιστικό) κράτος. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι: ηθική και μονισμός. Το βασικό σημείο είναι ότι ο λαϊκισμός θεωρεί και τα δύο σύνολα ομοιογενή, δηλαδή χωρίς θεμελιώδεις εσωτερικές διαιρέσεις. Πιστεύει ότι η ουσία του διαχωρισμού μεταξύ των δύο συνόλων είναι ηθική.
»Κατά συνέπεια, οι βασικοί του αντίπαλοι είναι ο ελιτισμός και ο πλουραλισμός. Ο ελιτισμός πιστεύει στον ίδιο σημαντικό διαχωρισμό, αλλά θεωρεί ότι η ελίτ είναι αγνή και ο λαός διεφθαρμένος. Ο πλουραλισμός διαθέτει μια εντελώς διαφορετική κοσμοθεώρηση συγκριτικά με τον ελιτισμό και τον λαϊκισμό. Θεωρεί ότι η κοινωνία διαιρείται σε διάφορα σύνολα με διαφορετικά συμφέροντα και είναι υπέρ μιας πολιτικής που βασίζεται στη συναίνεση μεταξύ αυτών των συνόλων».
»Αντίθετα από ό,τι ενδεχομένως ισχυρίζονται οι υπέρμαχοι και οι επικριτές του, ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε η ουσία ούτε η άρνηση της δημοκρατίας. Με απλά λόγια, ο λαϊκισμός είναι υπέρ της δημοκρατίας, αλλά κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υποστηρίζει τη λαϊκή κυριαρχία και τον κανόνα της πλειοψηφίας, αλλά απορρίπτει τον πλουραλισμό και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
»Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ο λαϊκισμός μπορεί να θεωρηθεί η μισαλλόδοξη δημοκρατική απάντηση στα προβλήματα που δημιούργησε ένας αντιδημοκρατικός φιλελευθερισμός. Επικρίνοντας την τάση της τελευταίας δεκαετίας να αποπολιτικοποιούνται τα επίμαχα ζητήματα, μέσω της απομάκρυνσής τους από την εθνική δημοκρατική (δηλαδή την εκλογική) σφαίρα, και μέσω της μεταφοράς τους στη δικαιοδοσία υπερεθνικών θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ή (νεο)φιλελεύθερων θεσμών, όπως τα δικαστήρια και οι κεντρικές τράπεζες, οι λαϊκιστές ζητούν την επαναπολιτικοποίηση ζητημάτων όπως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων ή η μετανάστευση».

Σχόλια