Κόλαφος το Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ για τα ελληνικά μνημόνια - Στα 36,4 δισ. η ζημιά για το Δημόσιο από τις τράπεζες

Η ΕΚΤ δεν αξιολογήθηκε διότι αρνήθηκε να παράσχει στοιχεία, αμφισβητώντας τη δικαιοδοσία του Συνεδρίου να τα ζητήσει
(upd) Έκθεση - κόλαφο για τα τρία προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας δημοσιοποίησε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο εντοπίζει πολλές αδυναμίες στον χειρισμό  των τριών ελληνικών προγραμμάτων από την ΕΕ κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης στην ευρωζώνης.
Μάλιστα, αναφέρει ότι τα 3 Μνημόνια ήταν εν μέρει επιτυχή, καθώς δεν αποκατάσταθηκε η πρόσβαση της Ελλάδας στη χρηματοδότηση μέσω των αγορών.
Τα προγράμματα «προώθησαν μεταρρυθμίσεις και απέτρεψαν τη χρεοκοπία της Ελλάδας, αλλά η ικανότητα της Ελλάδας να χρηματοδοτηθεί πλήρως μέσω των αγορών χρηματοοικονομικών αγορών παραμένει πρόκληση» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τα ελληνικά προγράμματα διάσωσης.
Η έκθεση του Συνεδρίου επικεντρώθηκε στο έργο της Κομισιόν και αναφέρεται ότι τα προγράμματα «απλά βοήθησαν την Ελλάδα να ανακάμψει σε περιορισμένο βαθμό».
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την επάνοδο στην ανάπτυξη, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά περισσότερο από ένα τέταρτο και η Ελλάδα δεν επανήλθε σε τροχιά ανάπτυξης το 2012, όπως προβλεπόταν αρχικά.
Σχετικά με τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, υπήρξε ευρείας κλίμακας δημοσιονομική εξυγίανση όσον αφορά τις διαρθρωτικές ισορροπίες.
Ωστόσο, λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών εξελίξεων και του επιτοκιακού κόστους του υφιστάμενου χρέους, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εξακολούθησε να αυξάνεται.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τα προγράμματα εξασφάλισαν τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν κατάφεραν, ωστόσο, να αποτρέψουν τη ραγδαία επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών, πρωτίστως λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, με συνέπεια να περιοριστεί η ικανότητα των τραπεζών να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.
Επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ, που μαζί με τα κράτη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ συμμετείχαν στα προγράμματα διάσωσης, δεν αξιολογήθηκε διότι αρνήθηκε να παράσχει στοιχεία, αμφισβητώντας τη δικαιοδοσία του Συνεδρίου να τα ζητήσει.
Πάντως, οι ελεγκτές εντόπισαν «αδυναμία» στο σχεδιασμό των ελληνικών προγραμμάτων.
«Κάποια βασικά μέτρα δεν ήταν απολύτως δικαιολογημένα» αναφέρεται στην έκθεση.
Το Συνέδριο υπογράμμισε ότι ένα μεγάλο κομμάτι των 45 δισ. ευρώ που διοχετεύθηκαν στο τραπεζικό σύστημα ενδέχεται να μην ανακτηθεί ποτέ.
«Για τα άλλα μέτρα, η Επιτροπή δεν εξέτασε διεξοδικά την ικανότητα εφαρμογής της Ελλάδας στη διαδικασία σχεδιασμού και έτσι δεν προσάρμοσε ανάλογα το πεδίο εφαρμογής και το χρονοδιάγραμμα» αναφέρεται στην έκθεση των ελεγκτών.
Στα μέσα του 2017, η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται εξωτερική χρηματοδοτική στήριξη, γεγονός που σημαίνει ότι τα προηγούμενα προγράμματα δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις αγορές, μεταξύ άλλων και λόγω αδυναμιών σε επίπεδο υλοποίησης, αναφέρει η έκθεση.
Σε γραπτή απάντηση που περιλαμβάνεται στην έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι «ο σχεδιασμός και η εφαρμογή κρίσιμων μεταρρυθμίσεων πραγματοποιήθηκαν στο ευρύτερο πλαίσιο της επικρατούσας δύσκολης οικονομικής κατάστασης καθώς και της σοβαρής αστάθειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές».

Οι 11 συστάσεις προς την Κομισιόν

Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου καταλήγει με έντεκα συστάσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μεταξύ άλλων συστήνει για την αντιμετώπιση των υποκείμενων οικονομικών ανισορροπιών, να διασφαλιστεί ότι τα προγράμματα ενσωματώνονται σε μια γενική αναπτυξιακή στρατηγική για τη χώρα, αλλά και καλύτερη τεκμηρίωση των υποθέσεων και των τροποποιήσεων που έγιναν στους οικονομικούς υπολογισμούς στους οποίους στηρίζεται το σχέδιο του προγράμματος.
Επίσης, συστήνει ενίσχυση της αναλυτικής εργασίας σχετικά με το σχεδιασμό του προγράμματος. Ειδικότερα, πρέπει να εξετάζει την καταλληλότητα και το χρονοδιάγραμμα των μέτρων, δεδομένων της ιδιαίτερης κατάστασης στο κράτος- μέλος.

Στα 36,4 δισ. η ζημιά για το Δημόσιο από τις τράπεζες - Αδυναμία στον έλεγχο των ιδιωτικών διοικήσεων

Στα 36,4 δισ. ευρώ φτάνει μέχρι στιγμής η ζημιά που έχει υποστεί το Ελληνικό Δημόσιο από την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ε.Ε στην έκθεση που δημοσιεύτηκε σήμερα.
Με το δεύτερο Μνημόνιο διατέθηκαν σημαντικά κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών χωρίς όμως να διασφαλίζεται αποτελεσματικά ο έλεγχος των ιδιωτικών διοικήσεων.
Οπως αναφέρει στην Εκθεση μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016 το Ελληνικό Δημόσιο είχε διαθέσει για τις τράπεζες κεφάλαια που άγγιζαν τα 45,4 δισ. ευρώ.Από αυτά εκτιμά ότι στην καλύτερη περίπτωση θα μπορέσει να ανακτήσει τα 8,9 δισ. ευρώ, επομένως η ζημιά που έχει υποστεί αγγίζει τα 36,4 δισ. ευρώ.
Τα κεφάλαια αυτά, τα οποία προήλθαν από τα τρία Μνημόνια, όπως διαπιστώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο διατέθηκαν, στις συστημικές τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίηση τους (συνολικά 31,9 δισ. ευρώ) ενώ άλλα 13,5 δισ. ευρώ διατέθηκαν προκειμένου να προχωρήσει η εκκαθάριση των υπολοίπων τραπεζών που έκλεισαν ή απορροφήθηκαν από τις προηγούμενες.
Μέχρι στιγμής το Δημόσιο έχει εισπράξει στο Ταμείο του από το προιόν της εκκαθάρισης ή από την πώληση μετοχών συστημικών τραπεζών μόνο 3,2 δισ. ευρώ, ενώ το Ελεγκτικό Συνέδριο προσδοκά ότι μπορεί να εισπράξει ακόμη άλλα 5,7 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας έτσι τις συνολικές εισπράξεις στα 8,9 δισ. ευρώ.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπιστώνει ότι στον χρηματοπιστωτικό τομέα οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των τριών Μνημονίων δεν είχαν εστιαστεί επαρκώς σε ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης, αλλά και εποπτείας του τραπεζικού συστήματος από τις εθνικές αρχές κυρίως στις μικρότερες τράπεζες.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην συγκεκριμένη Εκθεση από έλεγχο που πραγματοποίησαν απο κοινού κλιμάκια της Τραπέζης της Ελλάδος και του SSM σε μία τράπεζα - την οποία όμως δεν κατονομάζει - προέκυψαν σοβαρότατες ελλείψεις τόσο στην εταιρική διακυβένηση όσο και στις πρακτικές που εφαρμόζονταν στη χορήγηση δανείων, κυρίως στον έλεγχο του κινδύνου που αυτά συνεπάγονταν (risk management).
Mάλιστα όπως αναφέρεται, με το δεύτερο Μνημόνιο διατέθηκαν σημαντικά κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών χωρίς όμως να διασφαλίζεται αποτελεσματικά ο έλεγχος των ιδιωτικών διοικήσεων.
Σε αντίθεση δε με τη διεθνή πρακτική, ενώ οι αλλαγές στην μετοχική σύνθεση των ελληνικών τραπεζών το 2013 οδηγήσαν σχεδόν στην πλήρη κρατικοποίηση τους, η εξέλιξη αυτή δεν αποτυπώθηκε και στη σύνθεση των διοικητικών τους συμβουλίων.
Στην πράξη αυτό που συνέβη ήταν ότι ο έλεγχος των τραπεζών αυτών παρέμεινε στα χέρια των παλαιών μετόχων, ενώ το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) - μέσω του οποίου διατέθηκαν τα κεφάλαια - δεν είχε τη δικαιοδοσία να ελέγξει τις διοικήσεις τόσο για την ανεξερτησία τους όσο και για ζητήματα που συνδέονταν με την εμπειρία και τη φήμη τους.
Ετσι ο όρος για την αξιολόγηση των διοικήσεων των τραπεζών ετέθη στο τρίτο πρόγραμμα, με αποτέλεσμα το ΤΧΣ να αξιολογεί πλεον τις επιδόσεις τους.
Αναγνωρίζεται ωστόσο ότι τα κριτήρια που τέθηκαν στο τρίτο μνημόνιο για τη συμμετοχή στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών ήταν αρκετά αυστηρά, αποκλείοντας μάλιστα από αυτά στελέχη τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μία πιο σφαιρική πρόσληψη της πραγματικότητας.
Δυσλειτουργία και αδιαφάνεια στην λήψη αποφάσεων όμως καταλογίζεται και στο ΤΧΣ.
Μάλιστα όπως αναφέρεται το 2013 το ΤΧΣ ενέκρινε την πώληση πλειοψηφικού πακέτου θυγατρικής εταιρείας τράπεζας (δεν την κατανομάζει) χωρίς να τηρηθούν οι διαδικασίες ανταγωνιστικών προσφορών.
Είναι ενδεικτικό ότι στη διάρκεια της λειτουργίας του Ταμείου έχουν αλλάξει 34 άτομα στην ανώτατη διοικητική του πυραμίδα, μεταξύ των οποίων 4 πρόεδροι και ισάριθμοι διειυθύνοντες σύμβουλοι.

Στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει την Κομισιόν, ο P. Moscovici έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Εννέα μήνες πριν από το τέλος του Προγράμματος Σταθερότητας και Στήριξης της Ελλάδας, η χώρα έχει εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της για μεταρρυθμίσεις και αρχίζει να αισθάνεται τα οφέλη», αναφέρει σε δήλωσή του ο Επίτροπος P. Moscovici, με αφορμή την έκθεση του ΕΕΣ.
Η οικονομία μεγεθύνεται και πάλι, η δε ανεργία μειώνεται σε σχέση με τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα που κατέγραφε παλαιότερα. Οι πρόσφατες θετικές εξελίξεις περιλαμβάνουν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, το κλείσιμο της "διαδικασίας περί υπερβολικού ελλείμματος" και πιο πρόσφατα μια περαιτέρω ελάφρυνση των ελέγχων κεφαλαίων.
Ως εκ τούτου, η σταδιακή επιστροφή στις αγορές έχει γίνει αξιόπιστη προοπτική για την Ελλάδα».
Συνεχίζοντας, ο Γάλλος επίτροπος σχολιάζει ότι οι προηγούμενες αποφάσεις ελήφθησαν εν μέσω μιας βαθιάς , παρατεταμένης και άνευ προηγουμένου κρίσης.
«Είναι καιρός να αφήσουμε πίσω μας αυτό το δύσκολο κεφάλαιο.
Η Επιτροπή θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα στις προσπάθειές της να τονώσει την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και να επιστρέψει στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε βιώσιμη βάση -προς όφελος όλων των Ελλήνων πολιτών», κατέληξε ο P. Moscovici.

Κομισιόν: Λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου αναφορικά με το σχεδιασμό και την εφαρμογή των δύο πρώτων προγραμμάτων προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, και το σχεδιασμό του τρίτου.
Αυτό απάντησε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς κληθείς να σχολιάσει την έκθεση, κατά τη σημερινή ενημέρωση του Τύπου στις Βρυξέλλες.
Ο ίδιος ανέφερε ότι η Επιτροπή είναι ανοιχτή στην «εποικοδομητική» ανάλυση των δραστηριοτήτων της καθώς και ότι «καλωσορίζει» και «εφαρμόζει» τις συστάσεις. «Πολλές από τις συστάσεις που περιλαμβάνει η έκθεση, εφαρμόστηκαν στο τρίτο πρόγραμμα» υπογράμμισε ο Μ. Σχοινάς.
Τέλος, ερωτηθείς για τη μη συνεργασία της ΕΚΤ, είπε πως η Επιτροπή συνεργάστηκε πλήρως και αρνήθηκε να σχολιάσει τη στάση της ΕΚΤ.

Πρώτη ενημέρωση: 13:29, Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

www.bankingnews.grΠΗΓΗ
=====================

Ελεγκτικό Συνέδριο: Στα 36,4 δισ. ευρώ η ζημιά του Δημοσίου από τις τράπεζες

Στα 36,4 δισ. ευρώ υπολογίζει ότι φθάνει μέχρι στιγμής η ζημιά που έχει υποστεί το Ελληνικό Δημόσιο από την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ε.Ε στην Έκθεση του που δημοσιεύτηκε σήμερα. Με το δεύτερο Μνημόνιο διατέθηκαν σημαντικά κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών χωρίς όμως να διασφαλίζεται αποτελεσματικά ο έλεγχος των ιδιωτικών διοικήσεων.

Όπως αναφέρει στην Έκθεση μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016 το Ελληνικό Δημόσιο είχε διαθέσει για τις τράπεζες κεφάλαια που άγγιζαν τα 45,4 δισ. ευρώ. Από αυτά εκτιμά ότι στην καλύτερη περίπτωση θα μπορέσει να ανακτήσει τα 8,9 δισ. ευρώ, επομένως η ζημιά που έχει υποστεί αγγίζει τα 36,4 δισ. ευρώ.

Τα κεφάλαια αυτά, τα οποία προήλθαν από τα τρία Μνημόνια, όπως διαπιστώνει το Ελεγκτικό Συνέδριο διατέθηκαν, στις συστημικές τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίηση τους (συνολικά 31,9 δισ. ευρώ) ενώ άλλα 13,5 δισ. ευρώ διατέθηκαν προκειμένου να προχωρήσει η εκκαθάριση των υπολοίπων τραπεζών που έκλεισαν ή απορροφήθηκαν από τις προηγούμενες. Μέχρι στιγμής το Δημόσιο έχει εισπράξει στο Ταμείο του από το προϊόν της εκκαθάρισης ή από την πώληση μετοχών συστημικών τραπεζών μόνο 3,2 δισ. ευρώ, ενώ το Ελεγκτικό Συνέδριο προσδοκά ότι μπορεί να εισπράξει ακόμη άλλα 5,7 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας έτσι τις συνολικές εισπράξεις στα 8,9 δισ. ευρώ.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπιστώνει ότι στον χρηματοπιστωτικό τομέα οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των τριών Μνημονίων δεν είχαν εστιαστεί επαρκώς σε ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης, αλλά και εποπτείας του τραπεζικού συστήματος από τις εθνικές αρχές κυρίως στις μικρότερες τράπεζες. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην συγκεκριμένη Έκθεση από έλεγχο που πραγματοποίησαν από κοινού κλιμάκια της Τραπέζης της Ελλάδος και του SSM σε μία τράπεζα - την οποία όμως δεν κατονομάζει - προέκυψαν σοβαρότατες ελλείψεις τόσο στην εταιρική διακυβέρνηση όσο και στις πρακτικές που εφαρμόζονταν στη χορήγηση δανείων, κυρίως στον έλεγχο του κινδύνου που αυτά συνεπάγονταν (risk management).

Mάλιστα όπως αναφέρεται, με το δεύτερο Μνημόνιο διατέθηκαν σημαντικά κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών χωρίς όμως να διασφαλίζεται αποτελεσματικά ο έλεγχος των ιδιωτικών διοικήσεων. Σε αντίθεση δε με τη διεθνή πρακτική, ενώ οι αλλαγές στην μετοχική σύνθεση των ελληνικών τραπεζών το 2013 οδήγησαν σχεδόν στην πλήρη κρατικοποίηση τους, η εξέλιξη αυτή δεν αποτυπώθηκε και στη σύνθεση των διοικητικών τους συμβουλίων. Στη πράξη αυτό που συνέβη ήταν ότι ο έλεγχος των τραπεζών αυτών παρέμεινε στα χέρια των παλαιών μετόχων, ενώ το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) - μέσω του οποίου διατέθηκαν τα κεφάλαια - δεν είχε τη δικαιοδοσία να ελέγξει τις διοικήσεις τόσο για την ανεξαρτησία τους όσο και για ζητήματα που συνδέονταν με την εμπειρία και τη φήμη τους. Έτσι ο όρος για την αξιολόγηση των διοικήσεων των τραπεζών ετέθη στο τρίτο πρόγραμμα, με αποτέλεσμα το ΤΧΣ να αξιολογεί πλέον τις επιδόσεις τους. Αναγνωρίζεται ωστόσο ότι τα κριτήρια που τέθηκαν στο τρίτο μνημόνιο για τη συμμετοχή στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών ήταν αρκετά αυστηρά, αποκλείοντας μάλιστα από αυτά στελέχη τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μία πιο σφαιρική πρόσληψη της πραγματικότητας.

Δυσλειτουργία και αδιαφάνεια στην λήψη αποφάσεων όμως καταλογίζεται και στο ΤΧΣ. Μάλιστα όπως αναφέρεται το 2013 το ΤΧΣ ενέκρινε την πώληση πλειοψηφικού πακέτου θυγατρικής εταιρείας τράπεζας (δεν την κατονομάζει) χωρίς να τηρηθούν οι διαδικασίες ανταγωνιστικών προσφορών. Είναι ενδεικτικό ότι στη διάρκεια της λειτουργίας του Ταμείου έχουν αλλάξει 34 άτομα στην ανώτατη διοικητική του πυραμίδα, μεταξύ των οποίων 4 πρόεδροι και ισάριθμοι διευθύνοντες σύμβουλοι.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Από: capital.gr

Σχόλια