Η «καινοτομία» του ευρωσυστήματος και οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι: Ο κακός δαίμων,το ευρώ και το δολάριο
του Πέτρου Μηλιαράκη
Με τo παρόν κείμενο, όσο ο χώρος το επιτρέπει, θα γίνει προσπάθεια να αναδειχθούν τα «κύρια» προβλήματα του ευρωσυστήματος, όπως αυτά είναι δυνατόν να καταστούν «καίρια», δυσχερούς μάλιστα αντιμετώπισης. Με αυτή την προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής:
1) Το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα που αποφασίστηκε να φέρει την ονομασία «ευρώ – €» αποτελεί την ιστορική κατάληξη μιας μακρόχρονης προσπάθειας, καθόσον ξεκίνησε ως «Λογιστική Μονάδα» μέχρι το 1978, για να μετατραπεί σε «Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα», η οποία αντικαταστάθηκε την 1η Ιανουαρίου 1981 με την ECU (European Curency Unit).
2) Η ECU ουδέποτε αποτέλεσε νόμισμα. Ήταν λογιστική μονάδα, στην οποία εκφραζόταν ο τότε κοινοτικός προϋπολογισμός. Αφορούσε δε και όλες τις συναλλαγές της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Η ECU αποτελούσε ένα «καλάθι» νομισμάτων των κρατών-μελών, όπου το βάρος του κάθε νομίσματος ήταν ανάλογο της οικονομικής δύναμης του κάθε κράτους-μέλους. Όμως από την 1η Ιανουαρίου 1999 το ευρώ εισήχθη στη διατραπεζική αγορά και από 1η Ιανουαρίου 2002 αποτελεί πλέον το νόμισμα των κρατών-μελών της ευρωζώνης (1).
3) Ήδη το ευρώ από τη σύλληψή του, και στη συνέχεια από το χρόνο ύπαρξής του ως νομίσματος των κρατών-μελών της ευρωζώνης, συστηματικώς διαψεύδει τους «ευρωσκεπτικιστές» (2). Αρκετοί πίστευαν εξ αρχής, από λόγους σοβινισμού και μόνο, ότι σε μεγάλη έκταση του ευρωπαϊκού χώρου δεν θα γινόταν δεκτό το ευρώ. Άλλοι πάλι αμφέβαλλαν εάν ήταν δυνατόν να τηρηθούν τα κριτήρια που επέβαλε το Μάαστριχτ. Τέλος, υπήρχαν και άλλοι που προέβλεπαν ότι οι διενέξεις για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ήταν ικανές να υπονομεύσουν το όλο εγχείρημα. Κι όμως, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα από αρκετή μερίδα «ευρωσκεπιτικιστών» η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) πραγματοποιείται και είναι ενεστώσα σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια, ενώ το ευρώ είναι ένα ισχυρό νόμισμα όχι μόνο για την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία.
4) Η εξέλιξη αυτή διαψεύδει (καταρχήν και καταρχάς) τις επιφυλάξεις για τις πιθανότητες επιτυχίας της ΟΝΕ και του ευρώ με κυρίως αναφορά στους αγγλοσάξωνες, οι οποίοι πίστευαν ότι: «Δεν μπορεί να γίνει. Είναι κακή ιδέα». Και τέλος πάντων: «Δεν θα κρατήσει»!
5) Αυτή επιγραμματικώς ήταν η αγγλοσαξονική στάση μέχρι τα τέλη του 2009 τουλάχιστον. Ασφαλώς αυτός ο σκεπτικισμός ήταν φυσιολογικός, δεδομένων των παλαιότερων αποτυχημένων προσπαθειών. Άλλωστε, μια σύντομη επισκόπηση σε ανάλογα εγχειρήματα που υλοποιήθηκαν πριν από το 1945, με αναφορά στη Γερμανική Νομισματική Ενοποίηση αλλά και στη Λατινική Νομισματική Ένωση, καθώς και στη Σκανδιναβική Νομισματική Ένωση, δικαιολογούσε και δικαιολογεί τις επιφυλάξεις και τους προβληματισμούς των «ευροσκεπτικιστών».
Η «έκθεση Ντελόρ» για το ευρώ
1) Ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που «προετοίμασε» το ευρώ από το 1989, και που αφορούσε μία ομάδα κεντρικών τραπεζιτών υπό την ηγεσία του τότε Προέδρου Ζακ Ντελόρ, στις συνολικώς 210 σελίδες των θέσεων που διατυπώθηκαν μεταξύ των άλλων (για την παρούσα ανάλυση), γίνεται αναφορά και στα εξής:
2.α) Σε μία νομισματική ένωση με σταθερές ισοτιμίες με ένα κοινό νόμισμα, εκλείπει πλέον ο μηχανισμός των τιμών, ο οποίος εξισορροπεί τις διαφορές που προσαρμόζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ειδικότερα, το νόμισμα εκείνων των κρατών που έχουν δομικά προβλήματα ή που διέρχονται μία αναπτυξιακή κρίση, μπορεί να υποτιμηθεί, οπότε τα προϊόντα του συγκεκριμένου κράτους γίνονται φθηνότερα στις διεθνείς αγορές. Έτσι επέρχεται διόρθωση στη μειωμένη ανταγωνιστικότητα του συγκεκριμένου κράτους. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στα άλλα κράτη, όπου εξ αντικειμένου ανατιμάται το νόμισμα τους. Έτσι αποκαθίσταται η ισορροπία.
2.β) Η νομισματική πολιτική, η οποία θα είναι η ίδια για όλα τα κράτη-μέλη, δεν θα παρέχει διορθωτικές παρεμβάσεις σε περίπτωση που υπάρξουν μεγάλες δομικές αποκλίσεις ή διαφορετικές περίοδοι ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών. Εάν δε, θα εκλείπουν περαιτέρω τα μέσα που θα προσέφερε μία κοινή δημοσιονομική πολιτική, τότε– είναι πρόδηλο προσθέτουμε εμείς– δεν θα υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης ενδεχόμενων κρίσεων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται οικονομικές εντάσεις που θα μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο με μία «επεκτατική πολιτική» της Κεντρικής Τράπεζας μέσω «ποσοτικής χαλάρωσης» (Quantitative Easing – QE).
3) Οι προαναφερόμενες επιγραμματικώς απόψεις που διατυπώθηκαν ήδη με την «έκθεση Ντελόρ», επιβεβαιώθηκαν και αναδείχθηκαν σε επίπεδο και περίοδο κρίσης. Έτσι κατέστη αναγκαία η τροποποίηση του πρωτογενούς ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου που κατέληξε στην ίδρυση ενός Διεθνούς Οργανισμού, ο οποίος αναλαμβάνει τη διαδικασία διάσωσης. Αυτός είναι ο ESM.
Οι απόψεις του Γκόρντον Μπράουν και η «καινοτομία» του ευρωσυστήματος
1) Πέραν των προαναφερομένων, ο τέως Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Γκόρντον Μπράουν (3) εκθέτοντας δημοσίως τις απόψεις του για τη νέα ισορροπία σε παγκόσμια κλίμακα που διαμορφώνεται από τη δεκαετία του ’80 και μετά, διευκρινίζει ότι έχει «αντικατασταθεί» η ισορροπία των δύο παλαιότερων πόλων που αφορούσαν αφενός στα δύο βιομηχανοποιημένα κέντρα των δύο τελευταίων αιώνων, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), και αφετέρου στον υπόλοιπο κόσμο.
2) Η ισορροπία δε αυτή που ίσχυε επί διακόσια έτη, ανάμεσα στους δύο προαναφερόμενους πόλους, έχει αντικατασταθεί γιατί η Αμερική και η Ευρώπη δεν παράγουν πλέον την πλειοψηφία της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών, ούτε εμπορεύονται την πλειοψηφία των εξαγωγών, ενώ δεν πραγματοποιούν και την πλειοψηφία των επενδύσεων παγκοσμίως. Ο πόλος που αφορά στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση προηγείται μόνο στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή και στις επενδύσεις.
3) Ως συνέπεια που αφορά στην προηγούμενη διαπίστωση της αντικατάστασης της προϋπάρχουσας ισορροπίας, είναι ότι: δισεκατομμύρια άνθρωποι στην Ασία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο ξεπερνούν ήδη στα πεδία της παραγωγής, της βιομηχανίας, των εξαγωγών αλλά και των επενδύσεων τον πληθυσμό των 800 εκατομμυρίων κατοίκων των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Αυτή η «νέα φάση της παγκοσμιοποίησης», που έχει γίνει «ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενη» χαρακτηρίζεται από ανισομέρεια στον τρόπο με τον οποίο έχει αναπτυχθεί. Η χρηματοπιστωτική δε κρίση του 2008 απέδειξε ότι η οικονομία «έχει ξεφύγει» από την ικανότητα οποιουδήποτε έθνους, ώστε αυτοτελώς να μπορεί να διαχειριστεί την κρίση.
4) Συνεπώς προς τα προηγούμενα επιβάλλεται να επισημειωθεί ότι υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες της «νέας φάσης της παγκοσμιοποίησης», η εισαγωγή του ευρώ ως νομίσματος μεγάλων απαιτήσεων στην παγκόσμια σφαίρα και αγορά, εφόσον στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές αντιμετωπίζει διαφορετικά επιτόκια για κάθε κράτος-μέλος, και εφόσον με βάση το ευρώ ως κρατικό νόμισμα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης κατατάσσονται από τους Διεθνείς Οικονομικούς Οίκους σε διαφορετικά επίπεδα αξιολογήσεων, προφανές είναι ότι το ευρωσύστημα και η ευρωζώνη δεν αποτελούν ουσιαστικώς «Νομισματική Ένωση», αλλά «καινοτομία» εγχειρήματος «Νομισματικής Ένωσης». Άλλωστε, κρίσιμη διαφοροποίηση είναι και η «καινοτομία» του ευρωσυστήματος ώστε η ΕΚΤ να μην είναι να ο τελευταίος δανειστής!
Ως προς τον «τελευταίο δανειστή»
1) Ασφαλώς οι τράπεζες έχουν πάντα πρόβλημα ρευστότητας (4). Και τούτο γιατί, εάν όλοι οι καταθέτες απαιτήσουν τις καταθέσεις τους η όποια τράπεζα δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Στην περίπτωση αυτή ο ρόλος ανατίθεται σε κάθε Κεντρική Τράπεζα. Η κάθε Κεντρική Τράπεζα εκτιμώντας ότι η εν λόγω τράπεζα δεν έχει πρόβλημα βιωσιμότητας αλλά απλώς ρευστότητας, προβαίνει σε δανεισμό της ρευστότητας με αντάλλαγμα-ενέχυρο την περιουσία της τράπεζας. Έτσι η Κεντρική Τράπεζα καθίσταται ο (τελευταίος) δανειστής, ο δανειστής δηλαδή εσχάτου ανάγκης («Τhe lender of last resort»).
2) Για να εστιάσoυμε όμως στα ζητήματα δομής και λειτουργίας του ευρωσυστήματος, θα πρέπει να καταστεί σαφες ότι εξ αρχής για την ΕΚΤ δεν προβλέφτηκε η διαδικασία, ώστε να είναι ο τελευταίος δανειστής. Η ΕΚΤ δηλαδή δεν είναι πιστωτής εσχάτου ανάγκης. Η ΕΚΤ δανείζει με βάση ενέχυρα που μπορεί να ρευστοποιήσει αμέσως και μάλιστα δανείζει με ενέχυρα πολύ υψηλής ποιότητας και απόδοσης (π.χ. γερμανικά ομόλογα). Αντιθέτως στο χώρο του ευρωσυστήματος επελέγη ο μηχανισμός Επείγουσας Αρωγής Ρευστότητας, ήτοι η διαδικασία «Emergency Liquidity Assistance» (ΕLA). Η διαδικασία αυτή δεν αφορά στην ΕΚΤ, αλλά στις Κεντρικές Τράπεζες και εν προκειμένω «δια τα καθ’ ημάς» η διαδικασία αυτή αφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
3) Η ΤτΕ αναλαμβάνει τον κίνδυνο της μη αποπληρωμής, δηλαδή της ζημίας. Επίσης η ΤτΕ μέσω του μηχανισμού ELA μπορεί να αποδεχτεί και ενέχυρα που ενδεχομένως να είναι αμφίβολης ποιότητας. Αυτό ουσιαστικώς σημαίνει ότι ο «κίνδυνος» επιβαρύνει το ελληνικό κράτος. Όταν προβλέφτηκε η διαδικασία ELA, αφορούσε προοπτική μικροποσών. Ουδείς δε εκτίμησε, πως μελλοντικώς θα αναγκαστεί η όποια Κεντρική Τράπεζα μέσω ELA να χρηματοδοτεί ένα ολόκληρο τραπεζικό σύστημα όπως συνέβη στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα.
4) Όπως προαναφέρθηκε η ΕΚΤ δεν αφορά στον τελευταίο δανειστή, άρα εξ αντικειμένου το κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να καταφύγει στις «περίφημες αγορές», ενώ ο μηχανισμός ELA αφορά μια ιδιότυπη «κοινοτυπία» (καινοτομία) η οποία ενέχει αφενός κίνδυνο για το δανειστή και αφετέρου κόστος δανεισμού για την Τράπεζα. Δηλαδή μέσω ELA, η τράπεζα είναι αχθοφόρος ιδιαίτερου βάρους. (Αξίζει ενταύθα να αναφερθεί ότι ο εγκρατής τραπεζίτης Μιχάλης Σάλλας, επενδύοντας στην «Παγκρήτρια Συνεταιριστική Τράπεζα», επεδίωξε και πέτυχε, σύμφωνα πάντα με πληροφορίες, το μηδενισμό του δανεισμού μέσω ELA.).
Τα προαναφερόμενα αναδεικνύουν πρωτογενείς αδυναμίες του όλου εγχειρήματος. Ωστόσο δεν παύει το ευρώ να είναι σημαντικότατο νόμισμα της παγκόσμιας οικονομίας.
Υπ’ όψιν όμως και τα εξής:
Ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων ο πράγματι κακός δαίμων του ευρωσυστήματος είναι: α) ότι πρωτίστως το ευρωσύστημα αφορά αμετάκλητες νομισματικές ισοτιμίες, και όχι Νομισματική Ένωση όπου μάλιστα τα διαφορετικά επιτόκια ανά κράτος-μέλος καθιστούν το ευρώ διαφορετικής αξίας εντός του ευρωσυστήματος και της ευρωζώνης και β) ότι η ΕΚΤ δεν είναι ο τελευταίος δανειστής.
Έτσι η προσφυγή στις αγορές αναποφεύκτως δημιουργεί ζητήματα επιτοκίων και κρίση δανεισμού των κρατών-μελών, ενώ ο μηχανισμός ELA ως προς τις τράπεζες επιβαρύνει το όλο τραπεζικό σύστημα.
Πάντως το ευρωσύστημα θα αντιμετωπίσει κρίση «πολιτικών όρων», και ενδεχομένως να βρεθεί σε απόκρημνη κατάσταση, εάν διαπιστωθεί ότι το ευρώ ως αποθεματικό νόμισμα αντικαθιστά σε σημαντικό ποσοστό το δολάριο των ΗΠΑ ή ότι το ευρώ εκτοπίζει σε σημαντικό ποσοστό το δολάριο των ΗΠΑ στις διεθνείς αγορές και κυρίως στις αγορές ενέργειας. Τότε ουδείς μπορεί να προβλέψει την έκταση της επικινδυνότητας που θα περιέλθει το ευρωσύστημα!…
(1) Βλ. Π.Μηλιαράκης, Μακροσύστημα και Ευρωσύστημα, με αναφορά στο Οικονομικό Δίκαιο (προλογίζει ο Νίκος Κοτζιάς), Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2009, σελ. 143 και επ..
(2) Βλ. Johan Van Overtveldt, The End of the Euro, The uneasy future of the European Union, An Agate Imprint Chicago, 2011, σελ. 11 και επ.
(3) Βλ. Gordon Brown, Beyond the Crash, Overcoming the First Crisis of Globalisation, Simon & Schuster UK Ltd, 2010, σελ. 209 και επ.
(4) Βλ. Π.Μηλιαράκης, οπ.π., σελ. 61 και επ.
ΠΗΓΗ
Με τo παρόν κείμενο, όσο ο χώρος το επιτρέπει, θα γίνει προσπάθεια να αναδειχθούν τα «κύρια» προβλήματα του ευρωσυστήματος, όπως αυτά είναι δυνατόν να καταστούν «καίρια», δυσχερούς μάλιστα αντιμετώπισης. Με αυτή την προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής:
1) Το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα που αποφασίστηκε να φέρει την ονομασία «ευρώ – €» αποτελεί την ιστορική κατάληξη μιας μακρόχρονης προσπάθειας, καθόσον ξεκίνησε ως «Λογιστική Μονάδα» μέχρι το 1978, για να μετατραπεί σε «Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα», η οποία αντικαταστάθηκε την 1η Ιανουαρίου 1981 με την ECU (European Curency Unit).
2) Η ECU ουδέποτε αποτέλεσε νόμισμα. Ήταν λογιστική μονάδα, στην οποία εκφραζόταν ο τότε κοινοτικός προϋπολογισμός. Αφορούσε δε και όλες τις συναλλαγές της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Η ECU αποτελούσε ένα «καλάθι» νομισμάτων των κρατών-μελών, όπου το βάρος του κάθε νομίσματος ήταν ανάλογο της οικονομικής δύναμης του κάθε κράτους-μέλους. Όμως από την 1η Ιανουαρίου 1999 το ευρώ εισήχθη στη διατραπεζική αγορά και από 1η Ιανουαρίου 2002 αποτελεί πλέον το νόμισμα των κρατών-μελών της ευρωζώνης (1).
3) Ήδη το ευρώ από τη σύλληψή του, και στη συνέχεια από το χρόνο ύπαρξής του ως νομίσματος των κρατών-μελών της ευρωζώνης, συστηματικώς διαψεύδει τους «ευρωσκεπτικιστές» (2). Αρκετοί πίστευαν εξ αρχής, από λόγους σοβινισμού και μόνο, ότι σε μεγάλη έκταση του ευρωπαϊκού χώρου δεν θα γινόταν δεκτό το ευρώ. Άλλοι πάλι αμφέβαλλαν εάν ήταν δυνατόν να τηρηθούν τα κριτήρια που επέβαλε το Μάαστριχτ. Τέλος, υπήρχαν και άλλοι που προέβλεπαν ότι οι διενέξεις για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ήταν ικανές να υπονομεύσουν το όλο εγχείρημα. Κι όμως, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα από αρκετή μερίδα «ευρωσκεπιτικιστών» η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) πραγματοποιείται και είναι ενεστώσα σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια, ενώ το ευρώ είναι ένα ισχυρό νόμισμα όχι μόνο για την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία.
4) Η εξέλιξη αυτή διαψεύδει (καταρχήν και καταρχάς) τις επιφυλάξεις για τις πιθανότητες επιτυχίας της ΟΝΕ και του ευρώ με κυρίως αναφορά στους αγγλοσάξωνες, οι οποίοι πίστευαν ότι: «Δεν μπορεί να γίνει. Είναι κακή ιδέα». Και τέλος πάντων: «Δεν θα κρατήσει»!
5) Αυτή επιγραμματικώς ήταν η αγγλοσαξονική στάση μέχρι τα τέλη του 2009 τουλάχιστον. Ασφαλώς αυτός ο σκεπτικισμός ήταν φυσιολογικός, δεδομένων των παλαιότερων αποτυχημένων προσπαθειών. Άλλωστε, μια σύντομη επισκόπηση σε ανάλογα εγχειρήματα που υλοποιήθηκαν πριν από το 1945, με αναφορά στη Γερμανική Νομισματική Ενοποίηση αλλά και στη Λατινική Νομισματική Ένωση, καθώς και στη Σκανδιναβική Νομισματική Ένωση, δικαιολογούσε και δικαιολογεί τις επιφυλάξεις και τους προβληματισμούς των «ευροσκεπτικιστών».
Η «έκθεση Ντελόρ» για το ευρώ
1) Ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που «προετοίμασε» το ευρώ από το 1989, και που αφορούσε μία ομάδα κεντρικών τραπεζιτών υπό την ηγεσία του τότε Προέδρου Ζακ Ντελόρ, στις συνολικώς 210 σελίδες των θέσεων που διατυπώθηκαν μεταξύ των άλλων (για την παρούσα ανάλυση), γίνεται αναφορά και στα εξής:
2.α) Σε μία νομισματική ένωση με σταθερές ισοτιμίες με ένα κοινό νόμισμα, εκλείπει πλέον ο μηχανισμός των τιμών, ο οποίος εξισορροπεί τις διαφορές που προσαρμόζει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ειδικότερα, το νόμισμα εκείνων των κρατών που έχουν δομικά προβλήματα ή που διέρχονται μία αναπτυξιακή κρίση, μπορεί να υποτιμηθεί, οπότε τα προϊόντα του συγκεκριμένου κράτους γίνονται φθηνότερα στις διεθνείς αγορές. Έτσι επέρχεται διόρθωση στη μειωμένη ανταγωνιστικότητα του συγκεκριμένου κράτους. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στα άλλα κράτη, όπου εξ αντικειμένου ανατιμάται το νόμισμα τους. Έτσι αποκαθίσταται η ισορροπία.
2.β) Η νομισματική πολιτική, η οποία θα είναι η ίδια για όλα τα κράτη-μέλη, δεν θα παρέχει διορθωτικές παρεμβάσεις σε περίπτωση που υπάρξουν μεγάλες δομικές αποκλίσεις ή διαφορετικές περίοδοι ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών. Εάν δε, θα εκλείπουν περαιτέρω τα μέσα που θα προσέφερε μία κοινή δημοσιονομική πολιτική, τότε– είναι πρόδηλο προσθέτουμε εμείς– δεν θα υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης ενδεχόμενων κρίσεων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται οικονομικές εντάσεις που θα μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο με μία «επεκτατική πολιτική» της Κεντρικής Τράπεζας μέσω «ποσοτικής χαλάρωσης» (Quantitative Easing – QE).
3) Οι προαναφερόμενες επιγραμματικώς απόψεις που διατυπώθηκαν ήδη με την «έκθεση Ντελόρ», επιβεβαιώθηκαν και αναδείχθηκαν σε επίπεδο και περίοδο κρίσης. Έτσι κατέστη αναγκαία η τροποποίηση του πρωτογενούς ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου που κατέληξε στην ίδρυση ενός Διεθνούς Οργανισμού, ο οποίος αναλαμβάνει τη διαδικασία διάσωσης. Αυτός είναι ο ESM.
Οι απόψεις του Γκόρντον Μπράουν και η «καινοτομία» του ευρωσυστήματος
1) Πέραν των προαναφερομένων, ο τέως Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Γκόρντον Μπράουν (3) εκθέτοντας δημοσίως τις απόψεις του για τη νέα ισορροπία σε παγκόσμια κλίμακα που διαμορφώνεται από τη δεκαετία του ’80 και μετά, διευκρινίζει ότι έχει «αντικατασταθεί» η ισορροπία των δύο παλαιότερων πόλων που αφορούσαν αφενός στα δύο βιομηχανοποιημένα κέντρα των δύο τελευταίων αιώνων, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), και αφετέρου στον υπόλοιπο κόσμο.
2) Η ισορροπία δε αυτή που ίσχυε επί διακόσια έτη, ανάμεσα στους δύο προαναφερόμενους πόλους, έχει αντικατασταθεί γιατί η Αμερική και η Ευρώπη δεν παράγουν πλέον την πλειοψηφία της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών, ούτε εμπορεύονται την πλειοψηφία των εξαγωγών, ενώ δεν πραγματοποιούν και την πλειοψηφία των επενδύσεων παγκοσμίως. Ο πόλος που αφορά στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση προηγείται μόνο στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή και στις επενδύσεις.
3) Ως συνέπεια που αφορά στην προηγούμενη διαπίστωση της αντικατάστασης της προϋπάρχουσας ισορροπίας, είναι ότι: δισεκατομμύρια άνθρωποι στην Ασία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο ξεπερνούν ήδη στα πεδία της παραγωγής, της βιομηχανίας, των εξαγωγών αλλά και των επενδύσεων τον πληθυσμό των 800 εκατομμυρίων κατοίκων των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Αυτή η «νέα φάση της παγκοσμιοποίησης», που έχει γίνει «ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενη» χαρακτηρίζεται από ανισομέρεια στον τρόπο με τον οποίο έχει αναπτυχθεί. Η χρηματοπιστωτική δε κρίση του 2008 απέδειξε ότι η οικονομία «έχει ξεφύγει» από την ικανότητα οποιουδήποτε έθνους, ώστε αυτοτελώς να μπορεί να διαχειριστεί την κρίση.
4) Συνεπώς προς τα προηγούμενα επιβάλλεται να επισημειωθεί ότι υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες της «νέας φάσης της παγκοσμιοποίησης», η εισαγωγή του ευρώ ως νομίσματος μεγάλων απαιτήσεων στην παγκόσμια σφαίρα και αγορά, εφόσον στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές αντιμετωπίζει διαφορετικά επιτόκια για κάθε κράτος-μέλος, και εφόσον με βάση το ευρώ ως κρατικό νόμισμα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης κατατάσσονται από τους Διεθνείς Οικονομικούς Οίκους σε διαφορετικά επίπεδα αξιολογήσεων, προφανές είναι ότι το ευρωσύστημα και η ευρωζώνη δεν αποτελούν ουσιαστικώς «Νομισματική Ένωση», αλλά «καινοτομία» εγχειρήματος «Νομισματικής Ένωσης». Άλλωστε, κρίσιμη διαφοροποίηση είναι και η «καινοτομία» του ευρωσυστήματος ώστε η ΕΚΤ να μην είναι να ο τελευταίος δανειστής!
Ως προς τον «τελευταίο δανειστή»
1) Ασφαλώς οι τράπεζες έχουν πάντα πρόβλημα ρευστότητας (4). Και τούτο γιατί, εάν όλοι οι καταθέτες απαιτήσουν τις καταθέσεις τους η όποια τράπεζα δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Στην περίπτωση αυτή ο ρόλος ανατίθεται σε κάθε Κεντρική Τράπεζα. Η κάθε Κεντρική Τράπεζα εκτιμώντας ότι η εν λόγω τράπεζα δεν έχει πρόβλημα βιωσιμότητας αλλά απλώς ρευστότητας, προβαίνει σε δανεισμό της ρευστότητας με αντάλλαγμα-ενέχυρο την περιουσία της τράπεζας. Έτσι η Κεντρική Τράπεζα καθίσταται ο (τελευταίος) δανειστής, ο δανειστής δηλαδή εσχάτου ανάγκης («Τhe lender of last resort»).
2) Για να εστιάσoυμε όμως στα ζητήματα δομής και λειτουργίας του ευρωσυστήματος, θα πρέπει να καταστεί σαφες ότι εξ αρχής για την ΕΚΤ δεν προβλέφτηκε η διαδικασία, ώστε να είναι ο τελευταίος δανειστής. Η ΕΚΤ δηλαδή δεν είναι πιστωτής εσχάτου ανάγκης. Η ΕΚΤ δανείζει με βάση ενέχυρα που μπορεί να ρευστοποιήσει αμέσως και μάλιστα δανείζει με ενέχυρα πολύ υψηλής ποιότητας και απόδοσης (π.χ. γερμανικά ομόλογα). Αντιθέτως στο χώρο του ευρωσυστήματος επελέγη ο μηχανισμός Επείγουσας Αρωγής Ρευστότητας, ήτοι η διαδικασία «Emergency Liquidity Assistance» (ΕLA). Η διαδικασία αυτή δεν αφορά στην ΕΚΤ, αλλά στις Κεντρικές Τράπεζες και εν προκειμένω «δια τα καθ’ ημάς» η διαδικασία αυτή αφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
3) Η ΤτΕ αναλαμβάνει τον κίνδυνο της μη αποπληρωμής, δηλαδή της ζημίας. Επίσης η ΤτΕ μέσω του μηχανισμού ELA μπορεί να αποδεχτεί και ενέχυρα που ενδεχομένως να είναι αμφίβολης ποιότητας. Αυτό ουσιαστικώς σημαίνει ότι ο «κίνδυνος» επιβαρύνει το ελληνικό κράτος. Όταν προβλέφτηκε η διαδικασία ELA, αφορούσε προοπτική μικροποσών. Ουδείς δε εκτίμησε, πως μελλοντικώς θα αναγκαστεί η όποια Κεντρική Τράπεζα μέσω ELA να χρηματοδοτεί ένα ολόκληρο τραπεζικό σύστημα όπως συνέβη στην Ιρλανδία και στην Ελλάδα.
4) Όπως προαναφέρθηκε η ΕΚΤ δεν αφορά στον τελευταίο δανειστή, άρα εξ αντικειμένου το κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να καταφύγει στις «περίφημες αγορές», ενώ ο μηχανισμός ELA αφορά μια ιδιότυπη «κοινοτυπία» (καινοτομία) η οποία ενέχει αφενός κίνδυνο για το δανειστή και αφετέρου κόστος δανεισμού για την Τράπεζα. Δηλαδή μέσω ELA, η τράπεζα είναι αχθοφόρος ιδιαίτερου βάρους. (Αξίζει ενταύθα να αναφερθεί ότι ο εγκρατής τραπεζίτης Μιχάλης Σάλλας, επενδύοντας στην «Παγκρήτρια Συνεταιριστική Τράπεζα», επεδίωξε και πέτυχε, σύμφωνα πάντα με πληροφορίες, το μηδενισμό του δανεισμού μέσω ELA.).
Τα προαναφερόμενα αναδεικνύουν πρωτογενείς αδυναμίες του όλου εγχειρήματος. Ωστόσο δεν παύει το ευρώ να είναι σημαντικότατο νόμισμα της παγκόσμιας οικονομίας.
Υπ’ όψιν όμως και τα εξής:
Ανεξαρτήτως των προεκτεθέντων ο πράγματι κακός δαίμων του ευρωσυστήματος είναι: α) ότι πρωτίστως το ευρωσύστημα αφορά αμετάκλητες νομισματικές ισοτιμίες, και όχι Νομισματική Ένωση όπου μάλιστα τα διαφορετικά επιτόκια ανά κράτος-μέλος καθιστούν το ευρώ διαφορετικής αξίας εντός του ευρωσυστήματος και της ευρωζώνης και β) ότι η ΕΚΤ δεν είναι ο τελευταίος δανειστής.
Έτσι η προσφυγή στις αγορές αναποφεύκτως δημιουργεί ζητήματα επιτοκίων και κρίση δανεισμού των κρατών-μελών, ενώ ο μηχανισμός ELA ως προς τις τράπεζες επιβαρύνει το όλο τραπεζικό σύστημα.
Πάντως το ευρωσύστημα θα αντιμετωπίσει κρίση «πολιτικών όρων», και ενδεχομένως να βρεθεί σε απόκρημνη κατάσταση, εάν διαπιστωθεί ότι το ευρώ ως αποθεματικό νόμισμα αντικαθιστά σε σημαντικό ποσοστό το δολάριο των ΗΠΑ ή ότι το ευρώ εκτοπίζει σε σημαντικό ποσοστό το δολάριο των ΗΠΑ στις διεθνείς αγορές και κυρίως στις αγορές ενέργειας. Τότε ουδείς μπορεί να προβλέψει την έκταση της επικινδυνότητας που θα περιέλθει το ευρωσύστημα!…
- Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).
(1) Βλ. Π.Μηλιαράκης, Μακροσύστημα και Ευρωσύστημα, με αναφορά στο Οικονομικό Δίκαιο (προλογίζει ο Νίκος Κοτζιάς), Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, 2009, σελ. 143 και επ..
(2) Βλ. Johan Van Overtveldt, The End of the Euro, The uneasy future of the European Union, An Agate Imprint Chicago, 2011, σελ. 11 και επ.
(3) Βλ. Gordon Brown, Beyond the Crash, Overcoming the First Crisis of Globalisation, Simon & Schuster UK Ltd, 2010, σελ. 209 και επ.
(4) Βλ. Π.Μηλιαράκης, οπ.π., σελ. 61 και επ.
ΠΗΓΗ
Σχόλια