Η επιστροφή των αξιοθρήνητων.

του Κώστα Βεργόπουλου –

Στην εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών, οι αξίες είχαν αντιστραφεί σε σχέση με αυτές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Η προηγούμενη εποχή καταγγέλθηκε από τους νέους στη δεκαετία του 1960 στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο για υπερκαταναλωτισμό, για την μέσω αυτού ενσωμάτωση των ανθρώπων και την άλωση των ψυχών. συνέχεια εδώ


Στη σημερινή εποχή, η αμφισβήτηση επικεντρώνεται στο ακριβώς αντίθετο φαινόμενο: στην υποκατανάλωση, στους κοινωνικούς αποκλεισμούς και στην αύξουσα περιθωριοποίηση των ανθρώπων. Ενώ άλλοτε κατίσχυε ως θετική αξία η προώθηση της κοινωνικής συνοχής, με την παγκοσμιοποίηση, η κοινωνική συνοχή διαβάλλεται ως αξία και στη θέση της εγκαθίσταται η απολογία και υπεράσπιση του κοινωνικού κατακερματισμού.

Στον Καιάδα οι αδύναμοι

Η άρχουσα ιδεολογία έχει σήμερα εκ διαμέτρου μεταλλαγεί και περάσει στους αντίποδες: άλλοτε η κοινωνία φρόντιζε να ενσωματώνει όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα και κοινωνικές ομάδες και όσοι δεν ενσωματώνονταν εθεωρούντο αποτυχία της. Σήμερα, διακινείται το θεώρημα ότι οι αποτυχημένοι της ζωής ευθύνονται κατά πρώτο λόγο οι ίδιοι και είναι δίκαιο και αποτελεσματικό να υφίστανται τις συνέπειες της αποτυχίας τους να ενσωματωθούν, έστω και για παιδαγωγικούς λόγους.
Ανθίζει στην εποχή μας το αξίωμα «τι να κάνουμε, στο παιχνίδι της ζωής μέσα στην παγκοσμιοποίηση, υπάρχουν οι κερδισμένοι και οι χαμένοι». Οι τελευταίοι φέρουν το βάρος και τις συνέπειες της αποτυχίας τους, με συνέπεια ότι αφήνονται αβοήθητοι στην οδό της απωλείας τους. Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο το κράτος και η κοινωνία φρόντιζαν με κάθε τρόπο να στηρίζουν τους κοινωνικά αδύναμους με στόχο την κοινωνική ενσωμάτωσή τους, ενώ σήμερα κάθε δημόσια φροντίδα γι’ αυτόν τον σκοπό εγκαταλείπεται.
Αναδύεται έτσι η παλαιά και ξεπερασμένη φιλοσοφία του τέλους του 19ου αιώνα για μια νέα κοινωνική ευγονική, που δικαιολογεί τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, την περιθωριοποίηση και τον αφανισμό των αδύναμων και απόκληρων, στο όνομα της κοινωνικής επιλογής και “εξυγίανσης”. Η σημερινή ιδεολογία βρίσκεται στον αντίποδα αυτής που είχε πηγάσει από την πολιτική του New Deal του Αμερικανού προέδρου Ρούζβελτ (1935) και είχε επεκταθεί στη Βρετανία και στην ηπειρωτική Ευρώπη από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο με τη συγκρότηση του Κοινωνικού Κράτους, του Κράτους Ευημερίας για όλους, μέχρι τη Μεγάλη Κοινωνία του Αμερικανού προέδρου Τζων Κένεντυ (1960).

Ραγδαία αύξηση των κοινωνικών αποκλεισμών

Η ατομική αποτυχία άλλοτε θεωρείτο απώλεια για το κοινωνικό σύνολο, ενώ σήμερα θεωρείται κέρδος, αφού έτσι υποτίθεται ότι το κοινωνικό σύνολο απαλλάσσεται από τα βαρίδια και παράσιτά του, ώστε να βαδίσει προς υψηλότερες επιδόσεις. Η εμμονική αξίωση για τη συρρίκνωση των δημοσίων ελλειμμάτων, κυρίως μέσω περικοπής των δημοσίων δαπανών, δεν αποφέρει παρά υφεσιακές συνέπειες στην οικονομία. Εν τούτοις συνεχίζει να προβάλλεται, αφού στο βάθος της υποκρύπτεται κυρίως η συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών στις οποίες βασιζόταν η μέχρι πρόσφατα ενσωματωτική πολιτική έναντι των περιθωριακών πληθυσμών.
Ενώ στην εποχή μας οι κοινωνικοί αποκλεισμοί πολλαπλασιάζονται και επεκτείνονται, οι κοινωνίες πολύ απέχουν από την επίτευξη υψηλοτέρων επιδόσεων και μάλιστα τουναντίον εγκλωβίζονται σε συνθήκες αύξουσας δυσλειτουργίας και αναποτελεσματικότητας, ακόμη και για τις μειονότητες αυτών που θεωρούνται επιτυχημένοι και κερδισμένοι. Το παράδοξο της εποχής μας είναι ότι αυτοί που εθεωρούντο χαμένοι και ξοφλημένοι επανέρχονται σήμερα στο προσκήνιο διεκδικώντας το δικαίωμα να επιβάλουν αλλαγή πλεύσης στις κοινωνίες που τους είχαν εξωθήσει στην ανυπαρξία.
Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα θυμίζουν παράδοξα τις τελευταίες του 19ου αιώνα, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στα έργα του Ερρίκου Ίψεν (1828-1906) με τους Βρικόλακες (1881), τους νεκροζώντανους και τον Εχθρό του Λαού, όπως και στους Δανειστές (1889) του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1849-1912). Η υπερχρέωση και η αρπακτικότητα των πιστωτών είχαν παίξει και τότε καθοριστικό ρόλο για την ποιότητα των κοινωνιών και για ότι επρόκειτο να ακολουθήσει κατά το 1914-1918.

Η δημοκρατία απειλεί τη δημοκρατία

Η μελαγχολία και η κοινωνική κατατονία προσδιόρισαν το ιδεολογικό στίγμα της εποχής που ονομάσθηκε παρακμιακή και «τέλος αιώνα». Οι τοκογλύφοι τρέφονται με το αίμα των θυμάτων τους, οι πρώτοι μετατρέπονται σε «βρικόλακες», ενώ οι δεύτεροι καθηλώνονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ως «νεκροζώντανοι» ή ζόμπι με την νεώτερη ορολογία.
Άραγε η Δημοκρατία κινδυνεύει πράγματι στην εποχή μας; Λόγω της ανόδου νέων ακραίων και αντιδημοκρατικών δυνάμεων του λαϊκισμού, είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς; Λόγω των καταχρήσεων και της ασυδοσίας των κερδισμένων της παγκοσμιοποίησης που έχουν οδηγήσει τους χαμένους του παιχνιδιού στην σημερινή αφύπνιση και αμφισβήτηση κάθε συστήματος; Άραγε έφθασε η στιγμή που οι «αξιοθρήνητοι» (deplorables, κατά την Χίλαρι Κλίντον), οι σύγχρονοι «άθλιοι» της παγκοσμιοποίησης, αυτοί που είχαν αυθαίρετα θεωρηθεί εκτός παιγνίου επιστρέφουν για να εκτοπίσουν τις ελίτ από την πολιτική σκηνή της ιστορίας;
Μήπως έφθασε η στιγμή που οι άξεστοι και αμόρφωτοι άνθρωποι του λαού εκδικούνται τους πολιτισμένους και μορφωμένους; Εάν κάτι τέτοιο όντως συνέβαινε, θα καταλήγαμε αναγκαστικά στο μοιραίο συμπέρασμα ότι αυτό που απειλεί σήμερα την Δημοκρατία δεν είναι παρά η ίδια η Δημοκρατία με την επέκτασή της σε κοινωνικά στρώματα και πληθυσμούς που μέχρι πρόσφατα προτιμούσαν την αποχή και την περιθωριοποίηση αντί της συμμετοχής στις εκλογικές αναμετρήσεις.

Το παράδειγμα της εκλογής Τραμπ

Η νίκη του Τραμπ προήλθε κατά μέγα μέρος όχι βέβαια από τις Πολιτείες της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ, αλλά ούτε και από αυτές της δυτικής που υπερψήφισαν τη Χίλαρυ Κλίντον, αλλά κυρίως από τις εγκαταλειμμένες Πολιτείες της μέσης Αμερικής που υπερψήφισαν αυτόν που υποσχέθηκε την ανατροπή του κατεστημένου στην Ουάσιγκτον, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία οι Πολιτειες που ψήφισαν μαζικά Τραμπ χαρακτηρίζονται όχι μόνον από την κυριαρχία του λευκού πληθυσμού, αλλά επίσης από τρία ακόμη στοιχεία: Πρώτον, την πιο σαρωτική αποβιομηχάνιση. Δεύτερον, την υψηλότερη παιδική θνησιμότητα που φθάνει σε επίπεδα παρόμοια με το Μπανγκλαντές. Και τρίτον τη μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά έξι έτη, ενώ στις δυο ακτές της Αμερικής, αυτό έχει αυξηθεί κατά έξι έτη στη διάρκεια της τελευταίας 30ετίας.
Ποιος αρνείται ότι η παγκοσμιοποίηση με το ελεύθερο και ανεξέλεγκτο εξωτερικό εμπόριο έχουν οξύνει τις ανισότητες ανάμεσα στις αμερικανικές Πολιτείες, ανάμεσα στους πληθυσμούς και ανάμεσα στις ηλικίες; Ποιος μπορεί να αμφισβητεί τις δραματικές επιπτώσεις τους στη δημογραφία και στο προσδόκιμο ζωής; ΠΗΓΗ

Σχόλια