Η μεταμοντέρνα αποδόμηση των συνειδήσεων

του Γιάννη Παπαμιχαήλ 

Είναι, ίσως, επείγον να προβούμε σε μια ιστορία της μετανεωτερικότητας στο πεδίο των συλλογικών νοοτροπιών του δυτικού κόσμου. Ίσως λίγο, όπως ο Φουκώ επιχείρησε παλαιότερα με το έργο του να περιγράψει και να ερμηνεύσει την ιστορία της νεωτερικότητας.
Για τις σημερινές Δυτικές κοινωνίες, καθώς και για τα σαστισμένα άτομα αυτών των κοινωνιών, η νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, που από τη δεκαετία ιδίως του ’80 και ύστερα εμφανιζόταν περίπου σαν μια «φυσική αναγκαιότητα», απαιτούσε πολλές εκλογικεύσεις και δημιουργούσε άλλες τόσες τάσεις φυγής. Εμφανίστηκε τότε με έμφαση, ως τεκμήριο της νέας «αυθεντικότητας», η ιδεολογία της «επιστροφής στον εαυτό».
Μια τέτοια επιστροφή συμβαδίζει, βέβαια, με τη φιλοσοφίζουσα απόπειρα να αναζητηθεί το κλειδί της οικουμενικότητας (ίσως και της ανθρώπινης φύσης) στην εσωτερική ζωή του ατόμου. Ως ιδέα, χαρακτηρίζει τις φιλοσοφίες της λεγόμενης «αρχαιοελληνικής παρακμής» (επικούρειους, στωικούς κλπ.), αλλά και τις παραινέσεις του Αγίου Αυγουστίνου όταν –την εποχή της κατάρρευσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας– ρίχνει μια απαισιόδοξη ματιά στο επερχόμενο μέλλον του Δυτικού κόσμου. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Αφελείς ιδεολογίες

Τώρα, όμως, στη μετανεωτερική σημερινή πραγματικότητα, τη συζήτηση περί του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης στις δύο διαστάσεις της (αφενός της «εξωτερικότητας» και της ιστορικής πράξης, αφετέρου της εσωτερικής, πνευματικής αναζήτησης), τη χειρίζονται πιο αφελείς ιδεολογίες περί του οικουμενισμού και της ανθρώπινης πολλαπλότητας. Την χειρίζονται παρέα με τις γεωγραφικές και οικολογικές ανησυχίες για τη μοίρα του πλανήτη, ή τις ολοκληρωτικές ελπίδες για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας οικουμενικής κουλτούρας που θα συμπεριλάμβανε στους κόλπους της όλες τις προηγούμενες μορφές πολιτισμού (ένας «πολιτισμός των πολιτισμών»).
Όλα αυτά αποτελούν πλέον τμήμα των άρρητων θεωριών περί του οικουμενικού που διαθέτει εν μέρει ή συγκεχυμένα ο κάθε τυπικά εγγράμματος Δυτικός πολίτης. Άρρητες πολιτικές θεωρίες που συνδέονται, άλλωστε, και με τις εξίσου άρρητες, απολύτως εργαλειακές εικόνες περί της ανθρώπινης νόησης, της οργάνωσης των γνώσεων ή της «επεξεργασίας των πληροφοριών από τον ατομικό νου».
Ο νέος, εγγράμματος και μετανεωτερίζων κοινός νους, ως προς τις βαθιές πεποιθήσεις του, μοιάζει μεθοδολογικά οργανωμένος γύρω από τέτοια αποσπάσματα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεωριών. Ο νους αυτός είναι, επίσης, γεμάτος από «ψυχολογίες», από αναβιώσεις μιας μαγικο-θρησκευτικής σκέψης, διανθισμένης από ανατολίτικες (κάποτε και «σατανιστικές») πρακτικές και τελετουργίες. Είναι γεμάτος από υπαρξιακές εξεγέρσεις εκτός του παραδοσιακού πολιτικού πεδίου, αλλά και εκτός των πρακτικών της παραδοσιακής ταξικής πάλης που λαμβάνει χώρα στο πεδίο των ιδεών.

Η απομάγευση και οι «μάγοι-ψυχολόγοι»

Η λεγόμενη απομάγευση του κοινού Δυτικού νου φάνηκε τελικά γεμάτη από νευροψυχολόγους και άλλους, σύγχρονους εκφραστές του βιολογίζοντος αναγωγισμού της ανθρώπινης, κοινωνικής πραγματικότητας στους νευρώνες και στα γονίδια. Επίσης, γεμάτη από ανθρωπολογίζοντες «μάγους» νέας κοπής, με αλλοπρόσαλλες ινδουιστικο-παγανιστικές δοξασίες made in USA και από αιρέσεις μια θρησκόληπτης μεταφυσικής. Αιρέσεις που επικαλούμενες τη δύσμοιρη ψυχολογία, αποκτούσαν μια εικονική πρόσβαση στον ορθό λόγο. Άλλωστε, οι πιστοί των νέων αυτών «μάγων-ψυχολόγων» δεν είναι πια τίποτα αγράμματοι χωρικοί, αλλά εγγράμματοι και πτυχιούχοι κάτοικοι πόλεων.
Θα λέγαμε συνεπώς ότι οι ρητές και άρρητες πολιτικές ή οικονομικές θεωρίες περί της οικουμενικότητας ή της παγκοσμιοποίησης συνοδεύτηκαν στενά από ένα σύνολο άλλοτε ρητών και άλλοτε άρρητων μικρο-θεωριών περί της «ανθρώπινης ατομικότητας», ή ακόμα πιο πρακτικά, περί του εαυτού, περί των δυνατοτήτων του και των επιθυμιών του. Η «ψυχολογία» επιστρατεύτηκε ως συμπλήρωμα της ψυχιατρικής και φαρμακευτικής αγωγής για να καλύψει τις ανάγκες της ζήτησης ψυχολογικής υποστήριξης από την πλευρά των σύγχρονων απομαγευμένων υποτίθεται κοινωνικών συνειδήσεων.
Εδραιώθηκε ως κάτι το πιο «ορθολογικό» στο μέτρο ακριβώς που υποχωρούσε ο παραδοσιακός ιερέας ως σύμβουλος και εξομολογητής των πιστών. Δίπλα σε μια μειοψηφία σοβαρών επιστημόνων, η αγορά γέμισε γρήγορα από διάφορους λίγο-πολύ θεόπνευστους, άλλοτε σκοτεινούς και άλλοτε χαζοχαρούμενους αποκρυφιστές. Δηλώνουν ψυχολόγοι και έχουν προσθέσει στα γνωστά «πνεύματα» ή στις «μυστικές δυνάμεις», που επικαλούνται συνήθως οι μάγοι, ολίγη επιστημονοφανή εργαλειακότητα (με αναφορές στους εγκεφάλους, στους νευροδιαβιβαστές, στη σεροτονίνη κλπ.).

Το πνεύμα των καιρών

Δεν είναι καθόλου λίγοι οι τυπικά εγγράμματοι Ευρωπαίοι «αφελείς» που σπεύδουν να ζητήσουν τις συμβουλές τους για να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες ή μικρές δυσκολίες της προσωπικής τους ζωής. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι ούτε οι ψυχολόγοι που προτείνουν διάφορες αμφιλεγόμενες «ψυχοθεραπείες». Οι απαιτήσεις από τους φοιτητές, στους τομείς ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών, έχουν συνήθως μειωθεί. Επομένως, δεν είναι δύσκολο να αποφοιτήσει κανείς από διάφορα δημόσια και ιδιωτικά «ανωτατοποιημένα» εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πολλοί από τους παραπάνω επαγγελματίες «ψυχολόγους» αποδεικνύουν την εικονική επιστημοσύνη τους (και συνεπώς το κύρος των απόψεων τους), επιδεικνύοντας σε κάθε ζήτημα τους πολλούς τίτλους σπουδών που έχουν αποκτήσει.
Όλα τα παραπάνω συνόδεψαν τις ιδεολογίες της ατομικής χειραφέτησης, καθώς και τις αγοραίες πρακτικές της καταναλωτικής ευδαιμονίας, έστω μέσω δανεισμού. Αυτό το κλίμα, αυτό το πνεύμα των καιρών ευνοούσε όλο και περισσότερο την ακραία εξατομίκευση και την εσωστρέφεια. Ευνοούσε ακόμα και την ανοχή στις συνηθισμένες πια αντικοινωνικές συμπεριφορές των ατόμων που, μαζί με την οικονομική τους εξασφάλιση, έψαχναν όλο και πιο συχνά «να βρουν τον εαυτό τους».
Να τον βρουν, αλλά επίσης να τον αναδείξουν, έστω και στο πεδίο του λάιφσταιλ, σε όλη την επιθυμητή πρωτοτυπία του, σε όλη τη «διακεκριμένη» μοναδικότητά του, σε όλες τις πτυχές όπου μπορεί να κρύβεται η υποθετική «διαφορετικότητά» του. Για το Δυτικό μετανεωτερικό άτομο, όλα αυτά συνιστούν ουσιώδη, αν και φαινομενικά μη πολιτικά πεδία αναζήτησης, διεκδίκησης και αυτοεκπλήρωσης της ιδεώδους εικόνας του εαυτού. Είναι ζωτικά τμήματα των επιθυμιών του και ενδεχομένως της ικανοποίησης του, αναφαίρετο κομμάτι των νομικών, ανθρώπινων δικαιωμάτων του «καθενός».
Επί όλων αυτών, καμία συζήτηση και καμία αμφισβήτηση δεν είναι αποδεκτή, σύμφωνα με την ισχύουσα πολιτική ορθότητα. Σήμερα, μόνον οι αιθεροβάμονες ή οι «βαθιά ιδεαλιστές» μπορούν ακόμα να αμφισβητούν σοβαρά την υποταγή της πολιτικής στην οικονομία. Άλλωστε, ουδείς «σοβαρός άνθρωπος» δεν δικαιούται να αμφιβάλλει για το ότι οι πραγματικές πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται πάντα (με ένα μικρό γλίστρημα: «πρέπει να λαμβάνονται») από τις αγορές, έστω σε «τελευταία ανάλυση».
ΠΗΓΗ
============

Ο πόλεμος της 4ης γενιάς

και μετά το παρακάτω 10λεπτο Video για την αποδόμηση - ρευστοποίηση των σεξουαλικών προτύπων.

 

===============


Η ληστεία της ανθρώπινης φαντασίας
Πώς στήθηκε το storytelling, η αφηγηματική μηχανή που χειραγωγεί τα άτομα και εξαφανίζει την ορθολογική σκέψη χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της ολοκληρωτικής κοινωνίας του Οργουελ και πουλώντας ως αλήθειες τα παραμύθια και τα ψέματα
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

Ο Ρενάτο Κούρτσιο, ένας από τους αρχηγούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών, αναφερόμενος κάποτε στην αποτυχία της επαναστατικής βίας να αλλάξει τον κόσμο είπε ότι, στην ιστορική περίοδο την οποία διανύουμε δεν υπάρχουν νέες ιδέες και άρα τίποτε καινούργιο δεν μπορεί να διατυπωθεί.
  • Οι σημερινές κοινωνίες επομένως είναι κοινωνίες αφηγήσεων. Ολοι μας λέμε ιστορίες. Θα πρόσθετε κάποιος ότι εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και της μεγάλης διασποράς των πληροφοριών, οι ιστορίες αυτές είναι μικρής διάρκειας.
Ολα έχουν μια ημερομηνία λήξεως.
  • Κατά συνέπεια, οι τεχνικές της αφήγησης που εφαρμόζονται καθορίζουν τόσο τις μορφές άσκησης της εξουσίας όσο και της διαχείρισης της παγκόσμιας κοινωνίας. Ολες αυτές οι τεχνικές περιέχονται στον όρο storytelling, που σημαίνει ότι ο μόνος τρόπος για να εφαρμοστούν οι σύγχρονες μορφές καταστολής είναι η μετατροπή της ιστορικής σε μυθική αφήγηση.
Το περιεχόμενο και το εύρος του storytelling εξετάζει και αναλύει σε ένα ευσύνοπτο αλλά και εξαιρετικά περιεκτικό βιβλίο του ο Κριστιάν Σαλμόν, συγγραφέας και μέλος του Κέντρου Ερευνών για τις Τέχνες και τη Γλώσσα (που ανήκει στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, CNRS).

Αν αυτό που κάποτε χαρακτήριζε μόνο το μυθιστόρημα, δηλαδή το «ψεύδεσθαι ειλικρινώς» όπως έλεγε ο Αραγκόν, μεταφέρεται στην κοινωνική και στην πολιτική αρένα, τότε ασφαλώς τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Το μυθιστόρημα, ακόμα, μπορεί να είναι «αληθομανές χαλκείον», σύμφωνα με τον ευφυή ορισμό του Αλέξανδρου Κοτζιά, όταν όμως η εξουσία μετατρέπεται σε χαλκείο φημών και σε πεδίο διαστρεβλώσεων, η ελευθερία διατρέχει μεγάλο κίνδυνο.

Ελεγχος των συνειδήσεων «Metal Gear Solid». Σύγχρονο game που λειτουργεί ως αφηγηματική μηχανή Πώς συμβαίνουν όμως όλα τούτα τα ανησυχητικά; Πώς η μυθοπλασία μεταφέρεται από το μυθιστόρημα στην πραγματική ζωή, στην οικονομία, στην πολιτική και στην κοινωνία;
Ο Σαλμόν διαβάζει τον παγκόσμιο χάρτη επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του όπως θα περίμενε κανείς στις ΗΠΑ, τη μόνη ως στιγμής υπερδύναμη, το παράδειγμα της οποίας επιδρά καταλυτικά σε όλο τον πλανήτη.

Αυτό δηλαδή που λέμε παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με την ανάλυσή του, είναι ένας σύνθετος μηχανισμός, κινητήρια δύναμη του οποίου αποτελεί η αφήγηση, το storytelling. Εχεις μια καλή ιστορία;

Τότε έχεις και την εξουσία. Γιατί όμως, αφού οι άνθρωποι έλεγαν ιστορίες από καταβολής πολιτισμού και καταλάβαιναν τον κόσμο μέσω των αφηγήσεων, τα πράγματα σήμερα είναι τόσο ανησυχητικά;
Κατά τον συγγραφέα, επειδή έχουμε τώρα μια κρίσιμη ποιοτική διαφορά.
Ενώ παλαιότερα οι αφηγήσεις διείσδυαν πάντοτε στο υπόστρωμα της εμπειρίας και ο άνθρωπος ήθελε να ξέρει γιατί συνέβαινε το κάθε τι, σήμερα οι αφηγήσεις του storytelling έχουν έναν και μοναδικό σκοπό: ερευνούν τους τρόπους να καθυποτάξουν την εμπειρία και άρα να ελέγξουν τις συνειδήσεις.
  • To φαινόμενο εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η παγκοσμιοποίηση οδηγεί στη μετάλλαξη των επιχειρήσεων, η αφήγηση γίνεται ο πυρήνας σε κάθε επιθετική πολιτική της διοίκησής τους (μάνατζμεντ), γιατί η νέα οικονομία είναι πλέον μια μυθοπλασία. Μυθοποιεί τις εργασιακές σχέσεις, ηρωοποιεί το μάνατζμεντ και αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές του σε γκουρού της παγκοσμιοποίησης.
  • Ετσι, όπως υποστηρίζει η Εύα Ιλιούζ, περάσαμε στην εποχή του «συγκινησιακού καπιταλισμού», με άλλα λόγια περάσαμε από τον παλαιομαρξιστικό «φετιχισμό του εμπορεύματος» στην εμπορευματοποίηση των συγκινήσεων. Τις αφηγήσεις έχουν πάψει πλέον να τις δημιουργούν τα άτομα, αλλά τις δημιουργούν οι επιχειρήσεις, που έχουν μεταλλαχθεί και αρχίζουν να μοιάζουν πλέον με παγκόσμιες κυβερνήσεις.
  • Στο σημερινό μετα-καπιταλιστικό πρότυπο, υποστηρίζει ο Σαλμόν, δεν ισχύει η κλασική ενότητα χώρου και χρόνου που αποτελούσε πυλώνα της παλαιάς οικονομίας, όπως άλλωστε και της κοινωνίας, ενότητα που χαρακτήριζε και τη φορντική εποχή.
  • Αφού εκείνο που εκθειάζεται τώρα είναι η διαρκής αλλαγή - που αλλιώς την αποκαλούν προσαρμογή -, είναι επόμενο η πλοκή να αντικαθιστά τα προγράμματα, οι γνώσεις να ταξιδεύουν από τη μια στην άλλη επιχείρηση και οι σύγχρονες επιχειρήσεις να μην είναι πλέον αυτόνομες οντότητες, αλλά μέρη ενός παγκόσμιου δικτύου, συνεκτικό ιστό του οποίου συνιστά η αφήγηση, το storytelling.
  • Αρα λοιπόν, η αφήγηση εκμεταλλεύεται όλες τις συμβολικές πλευρές της εξουσίας, και σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι σύμβουλοι του ηγεμόνα αντικαθίστανται από τους γκουρού του μάνατζμεντ.
Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις, σαν τις επιχειρήσεις, είναι παραγωγοί ψευδαισθήσεων και άρα η πολιτική σκηνοθετείται, όπως άλλωστε και η ζωή.

Πουλώντας ψέματα

Το ζήτημα επομένως δεν είναι να πεις την αλήθεια, να ικανοποιήσεις μια πραγματική ανάγκη, να παραγάγεις αυτό που ορθολογικά επιβάλλεται, αλλά να διαλέξεις και να πουλήσεις ένα ψέμα που όλοι είναι διατεθειμένοι να το πιστέψουν. Για να το πετύχεις χρειάζεται μια στρατιά από ειδικούς της πειθούς, από ένα κίνημα, μια τάση, μια θεωρία, ή πιο ωμά ένας φόβος ή μια πίστη.

Αυτό συνέβη με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, όπου δεν είχε σημασία η αλήθεια αλλά η «αυθεντικότητα» του σεναρίου, όπου μπορούν να συνδεθούν άσχετα πράγματα μαζί με φήμες και ψέματα - και να πείσουν, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει αφηγηματική ροή.
Στη μεταβιομηχανική κοινωνία έχει εξαλειφθεί πλέον ο συγχρονισμός κεφαλαίου και εργασίας.
Εκείνο που τώρα προέχει είναι η δημιουργία κινητήριων μύθων με τους οποίους αισθάνονται υποχρεωμένοι να συστρατευθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι: από τους μισθωτούς, τους πελάτες, τους μάνατζερ και τους μετόχους στις επιχειρήσεις ως τα πολιτικά στελέχη των κομμάτων, τη γραφειοκρατία και τον κομματικό μηχανισμό. Αυτός είναι ο σύγχρονος τεϊλορισμός: τα μηχανικά γρανάζια στη γραμμή παραγωγής έχουν αντικατασταθεί από διανοητικά γρανάζια.

Αν αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό, ο συγγραφέας έχει μιαν ανατριχιαστική απάντηση: η σημερινή επιδίωξη του καπιταλισμού, λέει, δεν είναι απλώς η συσσώρευση πλούτου, αλλά ο κορεσμός. Αυτόν εξυπηρετούν οι πάντες και τα πάντα: τα προγράμματα κατάρτισης, το ανθρώπινο δυναμικό, τα στρατηγικά σχέδια και πάνω από αυτά η αφήγηση, το storytelling.

Αφού όμως η αφήγηση είναι το κεντρικό ζήτημα του μάνατζμεντ, αφού το storytelling μετατρέπει και την ίδια τη ζωή σε αφήγηση, ξεκινώντας από τους τόπους εργασίας και τα προγράμματα δίνουν τη θέση τους στην πλοκή, δεν είναι παράξενο που το αμερικανικό Πεντάγωνο συνεργάζεται με το Χόλιγουντ. Κατά συνέπεια και η επικοινωνία - ψυχαγωγία δεν είναι παρά μια μορφή προπαγάνδας, γιατί οι αυτοκρατορίες δημιουργούν την πραγματικότητα.

Οι ΗΠΑ ως εμπόρευμα Φωτογραφία του Associated Press από τον πόλεμο στο Ιράκ που κέρδισε το Πούλιτζερ του 2004

Το ίδιο λίγο πολύ συμβαίνει και με το τρίγωνο λεωφόρος Μάντισον στο Μανχάταν (έδρα των μεγάλων διαφημιστικών εταιρειών) - Χόλιγουντ - Λευκός Οίκος. Λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε ο υπόλοιπος κόσμος να βλέπει τις ΗΠΑ ως εμπόρευμα και όχι ως χώρα στην οποία ζουν άνθρωποι με διαφορετικές απόψεις μεταξύ τους. Αν αυτό για τους αμερικανούς διανοούμενους όπως ο Τσόμσκι, ο Τζέιμσον ή ο Ρίτσαρντ Σένετ φαντάζει εξοργιστικό - γιατί είναι πέρα ως πέρα αληθινό - δεν ενοχλεί καθόλου όσους υπό το πρόσχημα της όποιας αναγκαιότητας προσαρμογής σε ένα περιβάλλον απανωτών αλλαγών τολμούν και ανασχεδιάζουν τον κόσμο.
Αλλά πού οφείλεται αυτό το θράσος; Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα των νεοσυντηρητικών, ο Σαλμόν λέει ότι το θεωρητικό υπόβαθρό τους δεν είναι θρησκευτικό, όπως υποστηρίζουν. Το θρησκευτικό αίσθημα επί του προκειμένου λειτουργεί προσχηματικά. Χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ επί χρόνια, μετέτρεψαν την πολιτική σε αντιπραγματικότητα γιατί αντελήφθησαν ότι το κλειδί για την κατάκτηση της εξουσίας δεν είναι πλέον τα λογικά επιχειρήματα σε ένα συνεκτικό πλαίσιο που να συνοδεύονται κι από κάποιο πολιτικό όραμα, αλλά οι πειστικές αφηγήσεις.
Το ζήτημα λοιπόν δεν ήταν πώς να λες ψέματα αλλά πώς να τα λες με δόλιο τρόπο - και δόλιες προθέσεις. Ετσι, αν καταφέρεις να προκαλέσεις μεγάλα ρεύματα ακροαματικότητας υπέρ σου, έχεις πετύχει, αλλιώς εξαφανίζεσαι. Το φαινόμενο εμφανίζεται την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ο Ρίγκαν πέτυχε γιατί μιλούσε στην καρδιά - όχι στη λογική - των Αμερικανών, όπως η γιαγιά λέει παραμύθια στα εγγονάκια της.
  • Αν σήμερα ζούμε σε περίοδο κατακερματισμού της γνώσης, όπως υπονοεί ο Σαλμόν, αυτό αποδεικνύει τη χρεοκοπία των ιδεών, για τούτο και η κατακερματισμένη γνώση δίνει τη θέση της στην αφήγηση, δηλαδή στην τερατώδη πολυμορφική αφήγηση της καταστολής, το storytelling.
Ετσι και η διαφήμιση πέρασε από τον λογότυπο του προϊόντος στην αφήγηση και η πολιτική ρητορική έδωσε τη θέση της στη σκηνοθεσία της πραγματικότητας, τις ιστορίες. Ο ύψιστος στόχος της προπαγάνδας είναι βέβαια η επιβολή του μεγάλου ψέματος. Τον ρόλο που έπαιξαν τα αμερικανικά ΜΜΕ στην πολιτική του Τζορτζ Μπους του νεώτερου αναλύει με ανελέητο τρόπο ο Σαλμόν.
Με αιχμή του δόρατος το τηλεοπτικό κανάλι Fox του Ρούπερτ Μέρντοκ, στήθηκε ένας τεράστιος μηχανισμός προπαγάνδας. Εξαγοράστηκαν συνειδήσεις, διεσπάρησαν ψευδείς ειδήσεις και κιβδηλοποιήθηκε το άλλοτε περίφημο αμερικανικό σύστημα ενημέρωσης. Και όλα τούτα έγιναν με δημόσιο χρήμα.
  • Ακόμα και η τωρινή παγκόσμια οικονομική κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό το τίμημα αυτής της τερατώδους βιομηχανίας του ψεύδους, που όπως λέει ο συγγραφέας έβαλε «φωτιά στα μυαλά». Το μπουμπουνητό της μάχης Το μέλλον μοιάζει δυσοίωνο.
Μας προειδοποίησε από το 2000 ακόμη ο διάσημος σκηνοθέτης Λαρς φον Τρίερ σε ένα εξαιρετικά ανησυχητικό κείμενό του με τίτλο Defocaliser (Αφεστίαση): «Ο εχθρός είναι η Ιστορία.
Το θέμα, που παρουσιάζεται αδιαφορώντας για την όποια ευπρέπεια. Αλλά είναι επίσης το γεγονός ότι η βαρύτητα ενός επιχειρήματος εξαρτάται, υποτίθεται, από την εκτίμηση του θεατή με βάση ένα σωρό απόψεις και παραθέσεις γεγονότων αντισταθμιζόμενων με τα αντίθετά τους. Είναι η λατρεία του περιγράμματος, πανίσχυρου και εις βάρος του θεάματος από το οποίο προέρχεται.
Αυτό το θέμα, που είναι ίσως ο πραγματικός θησαυρός της ζωής, έγινε καπνός μπροστά στα μάτια μας. Πώς να το ξαναβρούμε; Πώς να το μεταβιβάσουμε, να το περιγράψουμε; Η ύστατη πρόκληση του μέλλοντος είναι να βλέπουμε χωρίς να κοιτάμε: η αφεστίαση!» λέει ο Τρίερ και καταλήγει: «Αυτός που θα βλέπει χωρίς να εστιάζει θα είναι ο επικοινωνός της εποχής μας - ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο!». Αλλά δεν υπάρχει ευθύγραμμη κίνηση στην Ιστορία - γνωστά πράγματα.
Για αυτό και ο Σαλμόν λέει όχι παρηγορητικά αλλά μάλλον διαπιστωτικά: «Εκδηλώνονται συμβολικές πρακτικές αντίστασης, που αποβλέπουν στην αχρήστευση της μηχανής που κατασκευάζει παραμύθια "αφεστιάζοντας", αποσυγχρονίζοντας τις αφηγήσεις της».
Και συμπεραίνει στο τέλος, κρίνοντας από τις αντιδράσεις της κοινωνίας των πολιτών ότι έχουμε πλέον και «μια αντιαφήγηση, γιατί - κι εδώ παραπέμπει στον Μισέλ Φουκό - πρέπει να ακούσουμε το μπουμπουνητό της μάχης».
Το ΒΗΜΑ, 13/07/2008 , Σελ.: S01Κωδικός άρθρου: B15408S011ID: 295774
http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=15408&m=S01&aa=1

 

Σχόλια