Είναι Φασισμός Ηλίθιε…


– του Κώστα Λουλουδάκη


Είναι προδιαγεγραμμένη από τον θεό, ως ενδέκατη εντολή του, πως πρέπει «να υπακούμε στις εντολές και στους κανόνες των αγορών». Για να πειστούμε πως πρέπει με ευλάβεια να κλείνουμε το γόνυ ενώπιόν τους, μια μικρή ομάδα πανίσχυρων οικονομικά και πολιτικά ανθρώπων, επιστρατεύουν πολλούς άπληστους και γλοιώδεις παρατρεχάμενους, που με την υποστήριξή τους μετατρέπουν την θεϊκή ενδεκάτη εντολή σε κάτι σαν πραγματικότητα.
Για την ακρίβεια των λεγομένων μου, θα ζητήσω να με υποστηρίξει ο πρόεδρος (το 1825) του «Αγγλοελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου» , Sir John Bowring ο οποίος, με την χάρη της θείας φώτισης, είχε γράψει: : «Ο Χριστός είναι το ελεύθερο εμπόριο και το ελεύθερο εμπόριο είναι ο Χριστός». (Huffingtonpost :God’s Masterpiece or the Devil’s Bad Joke? http://www.huffingtonpost.com/eduardo-galeano/gods-masterpiece-or-the-d_b_7878916.html)
Βέβαια, ο θεοσεβούμενος Sir John Bowring είχε την δυνατότητα να βγάζει από τις τσέπες του πουγκιά με ολότελα δικά του χρήματα άπαξ δημιουργημένα από την θεϊκή αγορά.
Ας εξηγηθώ:
Η μεταεπαναστατική Ελλάδα το 1825 ζητάει δάνειο από την Μ. Βρετανία. Το δάνειο, δηλαδή η νέα υποδούλωση, συνομολογήθηκε με τον τραπεζικό οίκο Ricardo brothers και η ονομαστική αξία του ανερχόταν σε 2.000.000 λίρες. Ο Sir John Bowring, καθώς διατελούσε πρόεδρος του «Αγγλοελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου», τσέπωσε ως φιλοδώρημα 11.000 λίρες. Όπως βλέπουμε, τα θαύματα των θεϊκών αγορών έχουν μακρότατη ιστορία!
Γι’ αυτήν την Ιστορία καλέ, θα ήταν παράληψη να μην αναφέρω πως τα χρήματα που έφτασαν στο Ελληνικό κράτος ήταν μόλις 33.713 λίρες σε μετρητά και 65.986 λίρες σε εφόδια.
Πού πήγαν τα υπόλοιπα;
64.000 λίρες πήγαν στις τσέπες των τραπεζιτών, που εξέδωσαν το δάνειο για μεσιτικά και άλλα έξοδα. 37.000 λίρες έβαλε στο πουγκί του ο ναύαρχος του ανύπαρκτου ελληνικού στόλου Thomas Cochrane. Ο φιλέλληνας ναύαρχος έδωσε άλλες 130.000 λίρες σ’ ένα βρετανικό ναυπηγείο, το οποίο είχε κατασκευάσει έξι βραδυκίνητα ατμόπλοια, που τα είχε παραγγείλει η Αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξ αιτίας της κακής κατασκευής τους. Από αυτά τα έξι μόνο τα τρία κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα. 156.990 λίρες στάλθηκαν στην Αμερική για να ναυπηγηθούν δυο φρεγάδες, παραλαμβάνοντας μόνο τη μία, που ονομάστηκε «Ελλάς». 2.695 λίρες πήγαν στην τσέπη του έμπορα του Λονδίνου Ιωάννη Μαυροκορδάτου γιατί…έτσι. 5.108 λίρες που δόθηκαν στον συνταγματάρχη και ιστορικό Thomas Gordon για να τις χρησιμοποιήσει κατά την κρίση του. 7.500 λίρες κατέληξαν στις τσέπες των Ελλήνων διαπραγματευτών του δανείου, δηλαδή του Ιωάννη Ορλάνδου και του Ανδρέα Λουριώτη. 6.716 λίρες διατέθηκαν για ατομικά έξοδα του Ορλάνδου και του Λουριώτη…(Διαβάστε και : Εφημερίδα Συντακτών: «Η απαρχή της οικονομικής υποτέλειας της νεότερης Ελλάδας στους ξένους…» http://www.efsyn.gr/arthro/i-aparhi-tis-oikonomikis-ypoteleias-tis-neoteris-elladas-stoys-xenoys)
Υπάρχει και συνέχεια, αλλά θα σταματήσω εδώ με την επισήμανση πως, ό,τι διαβάσατε ως τώρα δεν αποτελεί μέρος σατιρικής πραγματείας.
Ωστόσο, τα θαύματα των αγορών συνεχίστηκαν με εντονότερο ρυθμό στα χρόνια των επιγενομένων. Να λοιπόν, που ήρθε η ώρα να επικαλεστώ έναν άνθρωπο στην ποιότητα της σκέψης του οποίου θρέφω απεριόριστη εμπιστοσύνη!
Είναι ο πιστός, στην μικρή ομάδα πανίσχυρων οικονομικά και πολιτικά ανθρώπων, φιλελεύθερος καθηγητής, Αριστείδης Χατζής ο οποίος με χάρη θεϊκή επισημαίνει: «(…) η επιστροφή στην ελεύθερη οικονομία, δεν μπορεί και δεν πρέπει πλέον να ιδεολογικοποιείται. Κανένα κράτος δεν μπορεί να ξεπεράσει την ελεύθερη αγορά στην οικονομική οργάνωση της κοινωνίας – άρα, κανένα κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να την αντικαταστήσει. […]Η αυστηρή οριοθέτηση των σχέσεων αυτών αγοράς και κράτους έχει γίνει σήμερα αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν των δυτικών δημοκρατιών (…).Αλλά και η ελεύθερη αγορά και κάθε οικονομική δραστηριότητα στηρίζεται σε ένα ισχυρό κράτος, το οποίο όμως θα έχει σαφώς περιορισμένο ρόλο (όπου και θα εξαντλείται η ισχύς του). Έτσι, ο ρόλος του κράτους είναι τριπλός: (α) επίτευξη εσωτερικής ασφάλειας και αποτροπή εξωτερικών απειλών, (β) παροχή θεσμικού πλαισίου και απαραίτητων υποδομών για την οικονομική ανάπτυξη και (γ) δημιουργία δικτύου ασφαλείας και προστασίας για τους πραγματικά αδύναμους να ανταποκριθούν στις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς. Η αυστηρή οριοθέτηση των σχέσεων αυτών αγοράς και κράτους έχει γίνει σήμερα αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν των δυτικών δημοκρατιών (…). Το νέο αυτό όμως consensus (…) βασίζεται στα πορίσματα της οικονομικής επιστήμης. Δεν είναι ούτε νεοφιλελεύθερο ούτε σοσιαλιστικό. Είναι απλά πραγματιστικό». (Η Επίσημη Ιδεολογία της Παγκοσμιοποίησης: «Νεοφιλελευθερισμός», Φιλελευθερισμός και Οικονομική Επιστήμη http://old.phs.uoa.gr/~ahatzis/Neoliberalism.htm)
Καταλάβατε τώρα πώς το θαύμα των αγορών, μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση επαναλαμβάνεται;
«Επανερχόμαστε, λοιπόν, στη ρήση του Σερ Τζον Μπόουριγκ που είδαμε στην αρχή τούτου του πονήματος: «Ο Χριστός είναι το ελεύθερο εμπόριο και το ελεύθερο εμπόριο είναι ο Χριστός». Διότι, η αγορά είναι ο «πραγματιστικός» νόμος του πεπρωμένου. Μια θεϊκή οδηγία, όπως μας διαβεβαιώνει ο αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αριστείδης Χατζής.
Αντιθέτως, όταν οι γλοιώδεις παρατρεχάμενοι των πανίσχυρων οικονομικά και πολιτικά ανθρώπων αναλύουν τις όποιες αντιρρήσεις ή τις κοινωνικές διεκδικήσεις, τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες των «αδύναμων να ανταποκριθούν στις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς», δηλαδή, των μη ανταγωνιστικών ανθρώπων, τότε πρόθυμα μεταφέρουν τις ευθύνες στην ιδεολογία, και δη την αριστερή, ζητώντας αυταρχισμό στη λειτουργία της κρατικής μηχανής. Διότι, την εποχή των ιδιωτικοποιήσεων το κράτος οφείλει να προφυλάξει την ελεύθερη αγορά, άρα η αρμοδιότητά του περιορίζεται στην «επίτευξη εσωτερικής ασφάλειας», στην τιθάσευση, δηλαδή, των στρατιών των ανέργων και στην καταστολή του καταδικασμένου σε μισθούς πείνας εργατικού δυναμικού, που θέλουν να καταστρέψουν την τόσο όμορφη και αρμονική κοινωνία, η οποία απολαμβάνει ευτυχισμένη τα καλά του φιλελεύθερου τρόπου ζωής». (Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Άσπρα Μαντίλια στην Plaza de Mayo» εκδόσεις ΚΨΜ)

Ας σταθούμε, όμως, για λίγο στην ζωή των «αδύναμων να ανταποκριθούν στις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς», σύμφωνα πάντα με τον φιλελεύθερο Αριστείδη Χατζή.
Ως γενική τόνωση των απελπισμένων και ηττημένων που δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στον θαυματουργικό χαρακτήρα των αγορών, θα επικαλεστώ έναν άνθρωπο του οποίου μόνο το βλέμμα του να συναντήσεις, εάν καταφέρεις και δεν κονιορτοποιηθείς, τότε θα καταληφθείς από έναν μανδύα δέους και μυστηρίου.
Μιλάω, φυσικά, για τον αποκαλούμενο αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος ασυγκράτητος, δήλωσε: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση, όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα».
Θα μπορούσα να πω ότι η έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλο του Μητσοτάκη οδηγεί την σκέψη του προς την εξαφάνιση. Όμως φευ!Ο Κυριάκος περιέγραψε την ωμή πραγματικότητα του καπιταλισμού!
Η πραγματικότητα, το μυστικό, αν προτιμάτε, του καπιταλισμού είναι ότι ουδέποτε οργανώθηκε γύρω από καμία ελευθερία. Η επιβολή του στηρίχτηκε στην μαζική υποδούλωση ανθρώπων και εδαφών και ορθοπόδησε με νόμους που επέβαλαν ποικίλες μορφές δουλοπαροικίας και δουλείας. Επίσημα, δηλαδή, στο νομικό του οπλοστάσιο και στα νομικά έγγραφα της καπιταλιστικής παράδοσης, η υποδούλωση και οι δουλοπαροικίες δεν θεωρήθηκαν ως κάτι μεμπτό, αντίθετα εξυμνήθηκαν ως «πολιτιστική προσφορά» σε αμόρφωτους και κατώτερους ανθρώπους και οι δούλοι χαρακτηρίστηκαν «ως επί σύμβαση εργάτες».
Αργότερα, τον καιρό της μισθωτής εργασίας επινοήθηκαν σύγχρονα εργαλεία επιβολής των νόμων της αγοράς, που στην ουσία τους εκτός του ότι περιγράφουν ξεκάθαρα την συνάφεια μεταξύ της δουλειάς και της μισθωτής εργασίας, εντυπωσιάζουν, λόγω του εύρους των αναφορών τους, στις ταξικές και φασιστικές δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία με τις ευλογίες του Friedrich August Hayek, ίδρυσαν το 1978 το think tank Manhattan Institute, το οποίο ανέλαβε από πλευράς Βρετανίας ένας μέντορας της Μάργκαρετ Θάτσερ και μέλος της Mont Pelerin Society, ο Antony Fisher, και από πλευράς ΗΠΑ ο διευθυντής της CIA William Casey.
«Το Manhattan Institute είχε ως σκοπό να προωθήσει τη «μοντελοποίηση της κοινωνικής και οικονομικής συμπεριφοράς των ατόμων». Ένα από τα προϊόντα αυτού του think tank ήταν το πόνημα του Senior Fellow του Manhattan Institute και μέλους της Mont Pelerin Society Charles Murray με τίτλο «The Bell Curve» (Η κωδωνωτή καμπύλη), στο οποίο η κοινωνική κατάταξη του ατόμου αποδίδεται στο «δείκτη νοημοσύνης» του, γεγονός που υποδηλώνει, ότι ο πλούτος αποτελεί σημάδι κοινωνικής υπεροχής, ενώ η απουσία του είναι ένδειξη αδυναμίας και κατωτερότητας. Οι «έξυπνοι» γίνονται εκατομμυριούχοι και οι «βλάκες» φτωχοί, που καταλήγουν στην κατηγορία των περιττών ανθρώπων. Κατά ανάλογο τρόπο, θεωρείται ότι όσοι εγκληματούν δεν κινούνται από κοινωνικά ή οικονομικά αίτια, αλλά «υπολείπονται πνευματικά και ηθικά». Το συμπέρασμα είναι ότι το κράτος δεν πρέπει να επεμβαίνει για να ανατρέψει αυτές τις «φυσικές ανισότητες».
Πρόκειται για απάνθρωπη και φασιστική ταξινόμηση, ένα ιδεολογικό προκάλυμμα που περιγράφει μια κοινωνία που είναι πράγματι φασιστικά απάνθρωπη.
Βάσει αυτής της θεωρίας, η ταξική διαίρεση της κοινωνίας γίνεται και φασιστική διαίρεση. Το αίτιο είναι ταυτόχρονα και η συνέπεια: είσαι πλούσιος επειδή γεννήθηκες έξυπνος, είσαι έξυπνος επειδή είσαι πλούσιος.

Η θεωρία αυτή αποτελεί μια σύγχρονη αντιστοιχία της «φυσικής επιλογής» του Δαρβίνου, που ο φιλελεύθερος φιλόσοφος Herbert Spencer επανατοποθέτησε σε κοινωνικό επίπεδο προτάσσοντας το σλόγκαν «ο καταλληλότερος θα επιβιώσει», για να δικαιολογήσει τη φτώχεια, τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία. Αυτές οι θεωρίες ενέπνευσαν τη ναζιστική ιδεολογία με καταστροφικές συνέπειες. Το φασιστικό καθεστώς της Γερμανίας, για να εξυπηρετήσει τη βάρβαρη πολιτική του, συμπεριέλαβε την οκνηρία και τα συνεχή παράπονα προς τις δημόσιες αρχές στα αδικήματα που θεωρήθηκαν, όπως και η μικροκλοπή, απόδειξη εκφυλισμένης γενετικής συμπεριφοράς.
Οι συγκεκριμένες αντιλήψεις μάς υποβάλλονται καθημερινά από εφημερίδες, από την τηλεόραση, από το συγκεκριμένο δεσπόζον ιδεολογικό σχήμα του νεοφιλελευθερισμού με σκοπό να διαμορφώσουν τις συνθήκες που απαιτούνται για να καθοδηγεί η ελεύθερη αγορά τη συμπεριφορά των ανθρώπων, ώστε να διατηρηθεί χωρίς απρόοπτα η καταστατική ιεραρχία των πλούσιων ανθρώπων».(«Άσπρα Μαντίλια στην Plaza de Mayo» ο.π)
Επ’αυτού, ο οικονομικός δαρβινιστής και ιεροφάντης των φιλελευθέρων, Ludwig Heinrich von Mises με μεγάλη διαύγεια και ικανότητα, σπεύδει να μας θεραπεύσει από την διανοητική υστέρησή μας: «Τα πλούτη των πλουσίων δεν ευθύνονται για την φτώχεια κανενός». Ο φτωχός πρέπει επιτέλους να καταλάβει πως «οι καπιταλιστές αναζητούν πάντα ανθρώπους που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα κονδύλιά τους με τον πιο επικερδή τρόπο». Αντί να διαβάζει με χαιρεκακία «ψεύτικες ιστορίες για τα κέρδη και την ιδιωτική ζωή των επιχειρηματιών», μπορεί να διαβάσει βιβλία σοβαρών οικονομολόγων για να μάθει πως «η αύξηση της παραγωγικότητας προϋποθέτει την συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου, την οποία επιτυγχάνουν με πολύ κόπο οι επιχειρηματίες […]»
Εξάλλου, το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από «το αποτέλεσμα ενός προνοητικού περιορισμού της κατανάλωσης από μέρους του ανθρώπου». Παράλληλα, ο Mises εκθειάζει «την ευγενή αυτοπεποίθηση του δυτικού ανθρώπου», εξαιρώντας σιωπηρά τους μνησίκακους αντικαπιταλιστές, οι οποίοι αντί να «εστιάζουν όλες τους τις προσπάθειες στο πώς θα ξεπεράσουν τους ανταγωνιστές τους, αυτοπαγιδεύονται στα εχθρικά τους αισθήματα και αναμένουν την σωτηρία τους από τον σοσιαλισμό και το πανίσχυρο κράτος του». (Ερανιστής: Ευθύμης Φρεντζαλάς: «Ο Λούντβιχ φον Μίζες και η μνησικακία των αντικαπιταλιστών»).
Αποτελεί νομοτέλεια το γεγονός πως το οικονομικό και πολιτικό σύστημα κυριαρχείται από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και διανομής πλούτου. Επομένως, οι συνθήκες ζωής που βιώνουν οι εργαζόμενοι εξαρτώνται από τις ανάγκες συσσώρευσης κεφαλαίου και από τις στρατηγικές που εκπονούν οι εκπρόσωποί του. Την ένταση και την έκταση αυτών των στρατηγικών των κατόχων κεφαλαίων, θα τις πραγματώσει το πολιτικό προσωπικό, το οποίο γνωρίζει πολύ καλά πως ο καπιταλισμός και ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι υπόθεση ιδεολογικών αρχών, αλλά συμφερόντων.
Ας θυμηθούμε ξανά στο σημείο αυτό τον Αριστείδη Χατζή, που μας είπε πως «ο ρόλος του κράτους» είναι και η «παροχή θεσμικού πλαισίου και απαραίτητων υποδομών για την οικονομική ανάπτυξη».
Είναι γεγονός πως το πολυεθνικό κεφάλαιο, χωρίς κανένα θεσμικό ή χωρικό περιορισμό, απαίτησε από τις κυβερνήσεις να καταργήσουν τις ρυθμιστικές πολιτικές τους, προσφέροντάς του ταυτόχρονα τη παροχή θεσμικού πλαισίου που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων τους. «Τα κράτη, στο πλαίσιο του διεθνούς φορολογικού ανταγωνισμού, προσφέρουν τη δυνατότητα αποφυγής του φόρου στις πολυεθνικές, άρα το βάρος των κρατικών προϋπολογισμών και εσόδων μεταφέρεται όλο και περισσότερο στους καθόλου κινητικούς και ελεύθερους συντελεστές παραγωγής, δηλαδή στο μισθό του εργάτη, στη σύνταξη του απόμαχου, στα ακίνητα, στις περικοπές των δημοσίων δαπανών, αλλά και στα δάνεια.
Έτσι, όλο και περισσότερα κράτη εξαρτώνται πλέον από τις προθέσεις και την καλή διάθεση υπερεθνικών οργανισμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή την Παγκόσμια Τράπεζα, που με την υποστήριξη της οικονομικής ολιγαρχίας των μητροπολιτικών καπιταλιστικών χωρών, χορηγούν δάνεια σε χώρες με την προϋπόθεση ότι αυτές θα ακολουθήσουν πολιτική αρεστή στις παγκόσμιες τραπεζικές αρχές. Κυρίως νομοθετούν φοροαπαλλαγές για επιχειρήσεις, ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, άνοιγμα του εμπορίου, συρρίκνωση του εργατικού κόστους και ιδιωτικοποιήσεις, πώληση, δηλαδή, αποδοτικών επιχειρήσεων κοινής ωφελείας σε διάφορες πολυεθνικές, στις οποίες συνήθως είναι μέτοχοι οι ίδιοι οι πιστωτές, αλλά και μέλη των ντόπιων κυρίαρχων τάξεων». (Κώστας Λουλουδάκης: «Άσπρα Μαντίλια στην Plaza de Mayo» ο.π).
Ένας από τους διακινητές του φιλελευθερισμού και ανεπίδεκτος βελτιώσεως, ο μεγάλος Ανδρέας Ανδριανόπουλος, αναλύει: «[…] στα χρόνια της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας (οι φόροι) μετατράπηκαν σε εργαλείο αλλαγής των κοινωνικών ισορροπιών και σε μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος. Oι φόροι δηλ. χρησιμοποιήθηκαν κατά της ιδιοκτησίας!» (Ανδρέας Ανδριανόπουλος Κοινωνικά ευαίσθητοι παραλογισμοί 30 Νοεμβρίου 2009 http://www.andrianopoulos.gr/2009/11/blog-post_51.html )
Άλλωστε, αυτός που θα επενδύσει τα λεφτά του, έχει την φυσική απαίτηση από την κάθε κυβέρνηση να μεριμνά με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην χάσει τα λεφτά του. Τι ποιο φυσιολογικό και λογικό, λοιπόν, από την απαίτησή του, να υπάρχουν νόμοι, που κατοχυρώνουν τα κεφάλαιά του και επιτρέπουν την «απλοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού καθεστώτος» ;
Στη γλώσσα της ταξικής και ολοκληρωτικής δικτατορίας του φιλελευθερισμού, οι νομοθετημένες τεχνικές που χρησιμοποιούν οι πολυεθνικές για να αποφύγουν τους φόρους δεν λέγονται διαφθορά, φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή αλλά «οικονομική βελτιστοποίηση». Βρίθοντας από κάθε είδους απαλλαγές, η φορολόγηση του κεφαλαίου και των υπεραξιών συρρικνώθηκε με σχεδόν θεϊκό τρόπο.
Άλλωστε σχεδόν το 50% του παγκόσμιου εμπορίου, των τραπεζικών συναλλαγών και των άμεσων επενδύσεων διεξάγεται μέσω φορολογικών παραδείσων, ενώ σχεδόν το σύνολο των διεθνών τραπεζικών εργασιών και τις έκδοσεις των ομολόγων δρομολογούνται στην λεγόμενη «Ευρωαγορά» (καμία σχέση με το νόμισμα) του Λονδίνου, μια υπεράκτια ζώνη άνευ εθνικότητας, όπου καμιά τράπεζα δεν είναι υποχρεωμένη να τηρεί αποθεματικά.
Έτσι κι αλλιώς, οι οικονομικοί παράδεισοι υφίστανται, γιατί αυτό επιθυμούν οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Και είναι πολιτική απόφαση των κυβερνώντων να ενεργούν και να νομοθετούν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι κλέβοντας στην ουσία τους πολίτες, αφού διατηρώντας νόμιμα υπεράκτιες έδρες δεν πληρώνουν φόρους.

Ο κόσμος, με την «ελεύθερη» κυκλοφορία κεφαλαίων και την φιλελευθεροποίηση των «αγορών» γέμισε πλυντήρια ξεπλύματος κερδών. Από το Μονακό και το Λιχτεστάιν, στον Παναμά και την Ανδόρα, από την Ελβετία, το Γιβραλτάρ, ως το Σίτυ του Λονδίνου (η επιτομή του δικτύου πολιτικής διαπλοκής και ξεπλύματος μαύρου χρήματος), οι κυβερνήσεις προσφέρουν τα μέσα στην «αγορά», ώστε να διαφεύγουν κεφάλαια άγνωστης προέλευσης και επίσης, κυρίως μάλιστα, να τα απορρυπένουν, αφενός στις τράπεζες έναντι παχυλών προμηθειών, αφετέρου από τα δίκτυα των «θεσμικών επενδυτών», ώστε καθαρά να επανα-επενδυθούν στο επίσημο οικονομικό σύστημα. Ο κρυμμένος πλούτος στους διάφορους φορολογικούς παραδείσους φθάνει τα 12,4 τρισ. Δολάρια με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 6,8%.
(Το Βήμα: «Ποιοι ελέγχουν πλούτο $232 τρις». http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=810534)
Η απορρύθμιση των θεσμικών κανόνων των Κρατών και του διεθνούς εμπορίου, η διεθνοποίηση της οικονομίας και της διεθνούς χρηματαγοράς, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, το πάγωμα των κρατικών επενδύσεων, ο «φορολογικός ανταγωνισμός» μεταξύ των κρατών, μα και τα παραθυράκια των νομοθεσιών, -όπως ο νόμος «Big Bang» της ιέρειας του φιλελευθερισμού Μάργκαρετ Θάτσερ, εξασφαλίζουν την κάλυψη μαύρων κεφαλαίων (ο συνολικός, ετήσιος τζίρος αυτών των κεφαλαίων αγγίζει τα 140 δισ. ευρώ μόνο στην ΕΕ), και την συσσώρευσή τους σε επενδύσεις κυρίως στους τομείς του τουρισμού, της διασκέδασης, των εμπορικών κέντρων, και βέβαια των ΜΜΕ. Σύμφωνα με την Credit Suisse, το 0,7% του παγκόσμιου πληθυσμού, ελέγχει το 45,2% του παγκόσμιου πλούτου, ο οποίος εκτιμάται σε 263 τρισ. δολάρια, ξεπερνώντας, δηλαδή, το παγκόσμιο χρέος (ιδιωτικό και κρατικό), το οποίο σύμφωνα με τη McKinsey αγγίζει πλέον τα 200 τρισ. δολάρια.
Τα συμφέροντα είναι τεράστια και φτάνουν ως τις ανώτερες βαθμίδες της κρατικής μηχανής. Η διαφθορά αυτή είναι δομικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος και αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα της κερδοφορίας των «επενδυτών».

Επανερχόμαστε, λοιπόν, στον φασιστικό κοινωνικό δαρβινισμό, που τόσο εύστοχα περιέγραψε ο πνευματικός ογκόλιθος, Κυριάκος Μητσοτάκης, γιατί για να υπάρξουν άνθρωποι που επενδύουν πρέπει να έχουμε τους πολλούς «επι συμβάσει είλωτες», που λόγω της «φυσικής ανισότητας της κοινωνίας» και δικιάς τους «ανικανότητας», και «αναξιότητας» δεν κατάφεραν να πιστέψουν στα θαύματα των αγορών.
«Η απανθρωπιά της φτώχειας, ο πόνος της ανέχειας, η δυστυχία της ανημπόριας, από τη μια, και ο αμύθητος πλούτος από την άλλη, δεν προκύπτουν σαν «φυσικός» ή «θεϊκός» νόμος, αλλά έχουν ως μήτρα εκδήλωσής τους την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, δηλαδή, την κατίσχυση του κεφαλαιοκράτη – καπιταλιστή πάνω στον προλετάριο – εργαζόμενο, την οικοδόμηση μιας κοινωνίας με βάση τον κανόνα της μετατροπής του ανθρώπου σε εμπόρευμα. Ένα εμπόρευμα που, όποτε το επιθυμούν και με τους όρους που το επιθυμούν, τα αφεντικά το πωλούν και το αγοράζουν φορώντας του τη σιδερένια μπάλα της μισθωτής σκλαβιάς ή το στοιβάζουν στον εφεδρικό στρατό της ανεργίας αποδίδοντάς του την «ελευθερία» της ανέχειας».(Νίκος Μπογιόπουλος: «Λίστα «Forbes»: Πόσοι φτωχοί «παράγουν» έναν πλούσιο;)
Με θάρρος και σε πείσμα όλων πρέπει να αποβάλουμε την μοιρολατρία. Δεν έχει έχει νόημα μόνο να στηλιτεύουμε. Απαιτείται βούληση για ανυπακοή. Βούληση για ρήξη με το υπάρχων οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού. Επιβάλλεται να συσχετίσουμε την βία με την κατάσταση που την επιβάλει και την μορφοποιεί.
Και για να ολοκληρώσω θα ξαναπώ: Ενδέχεται η προστασία της κοινωνίας από μια ορισμένη Αριστερά, μέσα από τα συνδικάτα, τις Λαϊκές Επιτροπές και άλλους φορείς του κινήματος, να μην είναι πασιφιστική για την κυρίαρχη τάξη που ονειρεύεται την υποταγή του συνόλου της κοινωνίας…
ΠΗΓΗ

Σχόλια