Οι σχέσεις αγάπης - μίσους των Ιταλών με το ευρώ και οι προτάσεις για αποχώρηση από την ευρωζώνη και παράλληλο νόμισμα από τους ευρωσκεπτικιστές. Οι εκλογές και η «ασπίδα» από το Σύνταγμα.
Μπορεί ο ουρανός να μην είναι… γαλανός, όμως αυτές τις μέρες οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι πιο χαλαροί απ’ όσο ήταν στην αρχή του έτους. Η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης αυξάνεται και η ανεργία σταδιακά μειώνεται. Και το σημαντικότερο, οι ψηφοφόροι στη Γαλλία απέρριψαν τους υποψηφίους που τάσσονταν κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετριοπαθείς δυνάμεις θα παραμείνουν στην εξουσία μετά τις γενικές εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία.
Αν και η κατάσταση είναι σχετικά ήρεμη στις δυο βασικές οικονομίες της ευρωζώνης, η επόμενη μεγάλη πρόκληση για τη νομισματική ένωση θα έρθει από την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία, την Ιταλία.
Η χώρα πρέπει να διενεργήσει γενικές εκλογές τον Μάιο και η ψηφοφορία θα διενεργηθεί εν μέσω δυσαρέσκειας με το κατεστημένο, που σε πολλές περιπτώσεις περιλαμβάνει και τον ευρωσκεπτικισμό.
Δεδομένου του μεγέθους της Ιταλικής οικονομίας και του βάθους των προβλημάτων της, τα πολιτικά της χώρας μπορεί να έχουν επιπτώσεις πολύ πέρα των συνόρων της Ιταλίας.
Η Ιταλία ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ευρωζώνης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και η απόφασή της να ενταχθεί στο μπλοκ ήταν αμφιλεγόμενη, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Ορισμένοι παρατηρητές υποστήριζαν πως η Ιταλία δεν ήταν προετοιμασμένη να μπει στη νομισματική ένωση, ενώ άλλοι προειδοποιούσαν πως η εγκατάλειψη της λίρας, που οι ιταλικές κυβερνήσεις υποβάθμιζαν συχνά προκειμένου να ανακτήσει η χώρα ανταγωνιστικότητα σε περιόδους κρίσης, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την οικονομία.
Οι πιο αισιόδοξοι σχολιαστές έλεγαν πως η συμμετοχή στην ευρωζώνη θα ανάγκαζε τις ιταλικές αρχές να είναι πιο πειθαρχημένες δημοσιονομικά. Στο τέλος, η Ρώμη πήρε την απόφαση -για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους- να είναι μεταξύ των ιδρυτών της ευρωζώνης, με τον ίδιο τρόπο που ήταν ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τη δεκαετία του 1950.
Τα χρόνια που ακολούθησαν την είσοδο του ευρώ ήταν δύσκολα για την Ιταλία. Τη δεκαετία του 1990, η οικονομία της χώρας αναπτύσσονταν με ετήσιο μέσο ρυθμό 1,6%, ρυθμό παρόμοιο με αυτόν της Γερμανίας και της Γαλλίας. Μέχρι τη δεκαετία του 2000, η μέση ετήσια ανάπτυξη ήταν 0,4%. Σήμερα, η ιταλική οικονομία είναι μικρότερη απ’ όσο ήταν στην αρχή της δεκαετίας. Επιπλέον, η ανεργία παραμένει πεισματικά υψηλά (γύρω στο 11%, έναντι του 9% που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη), ενώ οι ιταλικές τράπεζες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το χρέος της ιταλίας ξεπερνά το 130% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη, μετά το Ελληνικό. Ακόμα χειρότερα, η ιταλική κυβέρνηση δέχεται συνεχώς πιέσεις από την Κομισιόν να μειώσει το έλλειμμά της. Αν και Ρώμη και Βρυξέλλες συνήθως καταλήγουν σε συμβιβαστικές λύσεις στις διαφωνίες τους, εν μέσω χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης η Ρώμη δεν έχει και πολλές επιλογές, παρά να μειώνει επανειλημμένα τις δαπάνες για να κρατά υπό έλεγχο το έλλειμμα της χώρας.
Σε αυτό το φόντο, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη που πολλοί Ιταλοί δεν ενθουσιάζονται ιδιαίτερα με το ευρώ. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, μόνο το 53% των Ιταλών στηρίζουν το κοινό νόμισμα –το δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο στήριξης μετά την Κύπρο. Η οικονομική υποχώρηση της Ιταλίας εξηγείται από πολλούς παράγοντες, περιλαμβανομένης της δυσκολίας της χώρας να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, της παρουσίας ισχυρών διαπλεκόμενων συμφερόντων, του εγγενώς ασταθούς πολιτικού συστήματος, της μεγάλης «γκρίζας» οικονομίας και της γήρανσης του πληθυσμού.
Όμως σε μια περίοδο που πολλοί Ιταλοί δεν ελπίζουν πως η κατάσταση θα βελτιωθεί, το να επιρρίπτονται ευθύνες στο ευρώ (και στους ανεπαρκείς ηγέτες και τη διαφθορά) για την οικονομική σήψη της Ιταλίας, είναι ένα αφήγημα που έχει απήχηση σε πολλούς ψηφοφόρους.
Αυτό εξηγεί γιατί τα τρία από τα τέσσερα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα στην Ιταλία –το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων, η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά και, σε μικρότερο βαθμό, το κεντροδεξιό Forza Italia- επικρίνουν γενικά την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη ειδικότερα. Το «στρατόπεδο» των ευρωσκεπτικιστών, όμως, είναι διχασμένο και είναι απίθανο να σχηματιστεί κυβερνητικός συνασπισμός που θα περιλαμβάνει και τα τρία αυτά κόμματα, μετά τις επόμενες εκλογές.
Όμως, κατά κάποιον τρόπο, τα κόμματα αυτά έχουν ήδη νικήσει. Υπό την πίεση των αντιπάλων του, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, η βασική φιλοευρωπαϊκή δύναμη της Ιταλίας, έχει γίνει πιο επικριτικό έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα όπως η μετανάστευση και οι στόχοι για το έλλειμμα.
Δημοψήφισμα
Όμως, η δυσαρέσκεια με το ευρώ δεν σημαίνει απαραίτητα και επιθυμία για κατάργησή του. Πολλοί Ιταλοί που αντιτίθενται στο κοινό νόμισμα, ανησυχούν για τις οικονομικές επιπτώσεις της κατάργησής του. Αυτή η αντίθεση δημιουργεί δίλημμα για τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα της Ιταλίας. Από τη μια πλευρά, η κριτική κατά του ευρώ είναι σημαντικό κομμάτι της λαϊκιστικής και εθνικιστικής ατζέντας τους. Από την άλλη, γνωρίζουν πως η προοπτική αποχώρησης από την ευρωζώνη τρομάζει και διώχνει πολλούς ψηφοφόρους.
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων αποτελεί παράδειγμα: αν και μέλη του κόμματος συχνά μιλούν υπέρ της διενέργειας δημοψηφίσματος για τη συμμετοχή της Ιταλίας στην ευρωζώνη, ωστόσο η ιδέα αυτή δεν έχει προστεθεί στην εκλογική πλατφόρμα του κόμματος. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας, που προσπάθησε να βρει ισορροπία μεταξύ της επίθεσης κατά του ευρώ και του να καθησυχάσει τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους πως οι καταθέσεις τους δεν κινδυνεύουν. Ως αποτέλεσμα, η θέση του κόμματος για το ευρώ ήταν ασυνεπής και συχνά αντιφατική.
Το δημοψήφισμα
Υπάρχει και μια άλλη επιπλοκή: το Ιταλικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει δεσμευτικά δημοψηφίσματα για διεθνείς συνθήκες. Για να φύγει η Ιταλία από την ευρωζώνη, θα πρέπει πρώτα να τροποποιήσει το σύνταγμά της. Δεδομένου του πολιτικού κατακερματισμού της Ιταλίας, είναι αμφίβολο αν η κυβέρνηση που θα αναλάβει την εξουσία μετά τις επερχόμενες εκλογές θα μπορέσει να εξασφαλίσει στήριξη στο Κοινοβούλιο για μια συνταγματική αλλαγή. Συνεπώς, ορισμένα μέλη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων μιλούν υπέρ της διενέργειας μη δεσμευτικού δημοψηφίσματος για να δουν πόσο δημοφιλές είναι το κοινό νόμισμα, προτού σχεδιάσουν τα επόμενα βήματά τους.
Είτε διενεργηθεί δημοψήφισμα είτε όχι, αν τα γεγονότα βγουν εκτός ελέγχου, θα μπορούσαν να προκαλέσουν την έξοδο της Ιταλίας από την ευρωζώνη. Μια εκλογική νίκη των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική φυγή καταθέσεων από τις ιταλικές τράπεζες, καθώς υπό τον φόβο μιας πιθανής επιστροφής στη λίρα, οι καταθέτες θα μετέφεραν τα χρήματά τους εκτός χώρας.
Μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να εισάγει ένα παράλληλο νόμισμα (ιδέα που έχουν σκεφτεί και η Λέγκα του Βορρά, και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, και η Forza Italia), να απαιτήσει επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της χώρας, ή να αποσυρθεί από τις δημοσιονομικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα σενάρια πιθανότατα θα έφερναν την Ιταλία στο χείλος της ανάγκης οικονομικής βοήθειας από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση –βοήθεια που μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει να μην ζητήσει, προτιμώντας να αφήσει ολόκληρο το σύστημα να καταρρεύσει.
Φυσικά, πολλά πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν προτού η Ιταλία φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις θα μπορούσαν να κάνουν μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση να δώσει τη θέση της σε μια πιο συνεργάσιμη κυβέρνηση. Αυτό είναι που συνέβη το 2011, όταν η κεντροδεξιά κυβέρνηση του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από μια τεχνοκρατική κυβέρνηση που ήταν υπεύθυνη για την εφαρμογή έκτακτων μέτρων. Όμως οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στην Ιταλία έχουν αλλάξει από το 2011, και σε μια μελλοντική κρίση, το εκλογικό σώμα μπορεί να είναι πιο πρόθυμο να κάνει βουτιά στο κενό απ’ ότι ήταν στην αρχή της δεκαετίας.
Θέμα πλεονεκτήματος
Οι ενέργειες της Ιταλίας δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν το μέγεθος της οικονομίας της χώρας και, κατ’ επέκταση, του εύρους της ζημιάς που μπορεί να προκαλέσει στους γείτονές της. Μια έξοδος της Ιταλίας από την ευρωζώνη θα μπορούσε να είναι επώδυνη για τη χώρα, σίγουρα, άλλα θα δημιουργούσε και κίνδυνο μετάστασης σε όλη την Ευρώπη, όχι μόνο λόγω των δισεκατομμυρίων ευρώ ιταλικού χρέους που διακρατούν άλλες τράπεζες στην ευρωζώνη. Αν και η νομισματική ένωση θα μπορούσε να επιβιώσει από μια έξοδο της Ελλάδας πριν από δυο χρόνια, ωστόσο ίσως να μην επιβιώσει από μια έξοδο της Ιταλίας σήμερα.
Το μέγεθος της ιταλικής οικονομίας επηρεάζει τη συμπεριφορά της χώρας τουλάχιστον με δυο τρόπους. Πρώτον, δίνει στους πολιτικούς λόγο να πιστεύουν πως έχουν πλεονέκτημα όταν απαιτούν παραχωρήσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους. Ένας άλλος είναι ότι επιτρέπει στους ευρωσκεπτικιστές ηγέτες να υποσχεθούν στους ψηφοφόρους πως υπάρχει ένα λαμπρό μέλλον για τη χώρα εκτός ευρωζώνης. Έτσι, η Ιταλία διαφέρει από τις μικρότερες οικονομίες, όπως η ελληνική ή η πορτογαλική, όπου οι ηγέτες είχαν ελάχιστα «πατήματα» όταν διαπραγματεύονταν με τους διεθνείς πιστωτές. Ακόμα και στο αποκορύφωμα των κρίσεών τους, τα περισσότερα μέλη των κατεστημένων της Ελλάδας και της Πορτογαλίας (και η πλειονότητα των εκλογικών σωμάτων σε κάθε χώρα) θεώρησαν πως η αποχώρηση από την ευρωζώνη θα καθιστούσε φτωχότερες και πιο απομονωμένες τις χώρες τους. Στην Ιταλία, η υπόσχεση «να γίνει η Ιταλία και πάλι μεγάλη» φαίνεται πιο εύκολο να «πουληθεί» στους ψηφοφόρους.
Τέλος, η κατάσταση της Ιταλίας θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις για την μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Μετά τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο, οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί της Ευρώπης θα αρχίσουν να συζητούν τρόπους για να γίνει πιο ανθεκτική η νομισματική περιοχή έναντι μελλοντικών κρίσεων. Η Γαλλία, η Ισπανία και άλλα μέλη της ευρωζώνης ήδη έχουν κάνει προτάσεις για να αντιμετωπιστεί το γεγονός πως η ευρωζώνη είναι μια νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική ένωση και για να αυξηθεί η οικονομική σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών, περιλαμβανομένων των μεγαλύτερων μεταφορών πόρων από τον πυρήνα προς την περιφέρεια του μπλοκ.
Τα ερωτήματα για το ποιανού τα χρήματα θα ξοδεύονται, πώς και πού, είναι κεντρικά στις διαπραγματεύσεις αυτές. Τα περισσότερα σχέδια για ενίσχυση των δαπανών σε όλη την ΕΕ και την εισαγωγή μέτρων διαμοιρασμού του ρίσκου, προέρχονται από τη Νότια Ευρώπη. Δεν εκπλήσσει που οι πιο εύπορες οικονομίες στον Βορρά βλέπουν με επιφύλαξη τα σχέδια να ξοδεύονται τα δικά τους χρήματα αλλού.
Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης συχνά παίζουν το «χαρτί» της αλληλεγγύης, υποστηρίζοντας πως για να είναι μια πραγματική «ένωση» η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει τα ρίσκα και οι πόροι να μοιράζονται μεταξύ των μελών της. Εν τω μεταξύ, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης παίζουν το «χαρτί» του ηθικού κινδύνου, υποστηρίζοντας πως θα συμφωνήσουν να κάνουν συμβιβασμό για τον πλούτο τους, μόνο αν οι Νότιοι δεσμευτούν για δημοσιονομική υπευθυνότητα.
Οι διαπραγματεύσεις θα εκθέσουν τις διαφορετικές απόψεις που έχουν η Γερμανία και η Γαλλία ως προς το μέλλον της ευρωζώνης αλλά θα εγείρουν επίσης αμήχανα ερωτήματα ως προς το τι θα πρέπει να γίνει με την Ιταλία. Η Γερμανία και η Γαλλία καταλαβαίνουν την ανάγκη για μια σταθερή και ευημερούσα Ιταλία.
Το Παρίσι βλέπει επίσης τη Ρώμη ως έναν σημαντικό εταίρο όταν πιέζει για μεταρρυθμίσεις που ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα της Μεσογειακής Ευρώπης. Όμως η κάθε πλευρά έχει έναν βαθμό δυσπιστίας. Η Γερμανία ανησυχεί για την πολιτική αστάθεια της Ιταλίας και την χρηματοοικονομική ευθραυστότητα, και η πρόσφατη απόφαση της Ρώμης να «λυγίσει» τους κανόνες της ΕΕ για να διασώσει κάποιες προβληματικές τράπεζες, λίγα έχει προσφέρει για να αλλάξει η αντίληψη του Βερολίνου για τους ηγέτες της Ιταλίας. Η Ιταλία, με τη σειρά της, επικρίνει την πολιτική υπεροχή της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει εκνευριστεί με την έλλειψη συνεργασίας με τη Γαλλία για την αντιμετώπιση των μεταναστών που φτάνουν στις Ιταλικές ακτές.
Η δυσφορία της Ιταλίας με το status quo στην Ευρώπη δεν θα πρέπει να παίρνεται ελαφρά. Αντιμετωπίζοντας ισχνή οικονομική ανάπτυξη και υψηλή ανεργία, πολλοί Ιταλοί είναι δυσαρεστημένοι με τις παρούσες συνθήκες και ανησυχούν για το μέλλον τους. Το μεγαλύτερο μέρος του θυμού τους επικεντρώνεται σε εσωτερικά ζητήματα, όμως μέρος του μείγματος είναι και τα αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα.
Η συσσώρευση της δυσφορίας που σχετίζεται με την ΕΕ, είτε για την λιτότητα είτε για τη μετανάστευση, θα συνεχίσει να δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τον εθνικισμό, τον λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό στην Ιταλία, δημιουργώντας σημαντικές προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΠΗΓΗ
Μπορεί ο ουρανός να μην είναι… γαλανός, όμως αυτές τις μέρες οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι πιο χαλαροί απ’ όσο ήταν στην αρχή του έτους. Η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης αυξάνεται και η ανεργία σταδιακά μειώνεται. Και το σημαντικότερο, οι ψηφοφόροι στη Γαλλία απέρριψαν τους υποψηφίους που τάσσονταν κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετριοπαθείς δυνάμεις θα παραμείνουν στην εξουσία μετά τις γενικές εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία.
Αν και η κατάσταση είναι σχετικά ήρεμη στις δυο βασικές οικονομίες της ευρωζώνης, η επόμενη μεγάλη πρόκληση για τη νομισματική ένωση θα έρθει από την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία, την Ιταλία.
Η χώρα πρέπει να διενεργήσει γενικές εκλογές τον Μάιο και η ψηφοφορία θα διενεργηθεί εν μέσω δυσαρέσκειας με το κατεστημένο, που σε πολλές περιπτώσεις περιλαμβάνει και τον ευρωσκεπτικισμό.
Δεδομένου του μεγέθους της Ιταλικής οικονομίας και του βάθους των προβλημάτων της, τα πολιτικά της χώρας μπορεί να έχουν επιπτώσεις πολύ πέρα των συνόρων της Ιταλίας.
Η Ιταλία ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ευρωζώνης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και η απόφασή της να ενταχθεί στο μπλοκ ήταν αμφιλεγόμενη, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Ορισμένοι παρατηρητές υποστήριζαν πως η Ιταλία δεν ήταν προετοιμασμένη να μπει στη νομισματική ένωση, ενώ άλλοι προειδοποιούσαν πως η εγκατάλειψη της λίρας, που οι ιταλικές κυβερνήσεις υποβάθμιζαν συχνά προκειμένου να ανακτήσει η χώρα ανταγωνιστικότητα σε περιόδους κρίσης, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την οικονομία.
Οι πιο αισιόδοξοι σχολιαστές έλεγαν πως η συμμετοχή στην ευρωζώνη θα ανάγκαζε τις ιταλικές αρχές να είναι πιο πειθαρχημένες δημοσιονομικά. Στο τέλος, η Ρώμη πήρε την απόφαση -για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους- να είναι μεταξύ των ιδρυτών της ευρωζώνης, με τον ίδιο τρόπο που ήταν ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τη δεκαετία του 1950.
Τα χρόνια που ακολούθησαν την είσοδο του ευρώ ήταν δύσκολα για την Ιταλία. Τη δεκαετία του 1990, η οικονομία της χώρας αναπτύσσονταν με ετήσιο μέσο ρυθμό 1,6%, ρυθμό παρόμοιο με αυτόν της Γερμανίας και της Γαλλίας. Μέχρι τη δεκαετία του 2000, η μέση ετήσια ανάπτυξη ήταν 0,4%. Σήμερα, η ιταλική οικονομία είναι μικρότερη απ’ όσο ήταν στην αρχή της δεκαετίας. Επιπλέον, η ανεργία παραμένει πεισματικά υψηλά (γύρω στο 11%, έναντι του 9% που είναι ο μέσος όρος στην ευρωζώνη), ενώ οι ιταλικές τράπεζες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το χρέος της ιταλίας ξεπερνά το 130% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη, μετά το Ελληνικό. Ακόμα χειρότερα, η ιταλική κυβέρνηση δέχεται συνεχώς πιέσεις από την Κομισιόν να μειώσει το έλλειμμά της. Αν και Ρώμη και Βρυξέλλες συνήθως καταλήγουν σε συμβιβαστικές λύσεις στις διαφωνίες τους, εν μέσω χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης η Ρώμη δεν έχει και πολλές επιλογές, παρά να μειώνει επανειλημμένα τις δαπάνες για να κρατά υπό έλεγχο το έλλειμμα της χώρας.
Σε αυτό το φόντο, δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη που πολλοί Ιταλοί δεν ενθουσιάζονται ιδιαίτερα με το ευρώ. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, μόνο το 53% των Ιταλών στηρίζουν το κοινό νόμισμα –το δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο στήριξης μετά την Κύπρο. Η οικονομική υποχώρηση της Ιταλίας εξηγείται από πολλούς παράγοντες, περιλαμβανομένης της δυσκολίας της χώρας να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, της παρουσίας ισχυρών διαπλεκόμενων συμφερόντων, του εγγενώς ασταθούς πολιτικού συστήματος, της μεγάλης «γκρίζας» οικονομίας και της γήρανσης του πληθυσμού.
Όμως σε μια περίοδο που πολλοί Ιταλοί δεν ελπίζουν πως η κατάσταση θα βελτιωθεί, το να επιρρίπτονται ευθύνες στο ευρώ (και στους ανεπαρκείς ηγέτες και τη διαφθορά) για την οικονομική σήψη της Ιταλίας, είναι ένα αφήγημα που έχει απήχηση σε πολλούς ψηφοφόρους.
Αυτό εξηγεί γιατί τα τρία από τα τέσσερα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα στην Ιταλία –το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων, η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά και, σε μικρότερο βαθμό, το κεντροδεξιό Forza Italia- επικρίνουν γενικά την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη ειδικότερα. Το «στρατόπεδο» των ευρωσκεπτικιστών, όμως, είναι διχασμένο και είναι απίθανο να σχηματιστεί κυβερνητικός συνασπισμός που θα περιλαμβάνει και τα τρία αυτά κόμματα, μετά τις επόμενες εκλογές.
Όμως, κατά κάποιον τρόπο, τα κόμματα αυτά έχουν ήδη νικήσει. Υπό την πίεση των αντιπάλων του, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, η βασική φιλοευρωπαϊκή δύναμη της Ιταλίας, έχει γίνει πιο επικριτικό έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα όπως η μετανάστευση και οι στόχοι για το έλλειμμα.
Δημοψήφισμα
Όμως, η δυσαρέσκεια με το ευρώ δεν σημαίνει απαραίτητα και επιθυμία για κατάργησή του. Πολλοί Ιταλοί που αντιτίθενται στο κοινό νόμισμα, ανησυχούν για τις οικονομικές επιπτώσεις της κατάργησής του. Αυτή η αντίθεση δημιουργεί δίλημμα για τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα της Ιταλίας. Από τη μια πλευρά, η κριτική κατά του ευρώ είναι σημαντικό κομμάτι της λαϊκιστικής και εθνικιστικής ατζέντας τους. Από την άλλη, γνωρίζουν πως η προοπτική αποχώρησης από την ευρωζώνη τρομάζει και διώχνει πολλούς ψηφοφόρους.
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων αποτελεί παράδειγμα: αν και μέλη του κόμματος συχνά μιλούν υπέρ της διενέργειας δημοψηφίσματος για τη συμμετοχή της Ιταλίας στην ευρωζώνη, ωστόσο η ιδέα αυτή δεν έχει προστεθεί στην εκλογική πλατφόρμα του κόμματος. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας, που προσπάθησε να βρει ισορροπία μεταξύ της επίθεσης κατά του ευρώ και του να καθησυχάσει τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους πως οι καταθέσεις τους δεν κινδυνεύουν. Ως αποτέλεσμα, η θέση του κόμματος για το ευρώ ήταν ασυνεπής και συχνά αντιφατική.
Το δημοψήφισμα
Υπάρχει και μια άλλη επιπλοκή: το Ιταλικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει δεσμευτικά δημοψηφίσματα για διεθνείς συνθήκες. Για να φύγει η Ιταλία από την ευρωζώνη, θα πρέπει πρώτα να τροποποιήσει το σύνταγμά της. Δεδομένου του πολιτικού κατακερματισμού της Ιταλίας, είναι αμφίβολο αν η κυβέρνηση που θα αναλάβει την εξουσία μετά τις επερχόμενες εκλογές θα μπορέσει να εξασφαλίσει στήριξη στο Κοινοβούλιο για μια συνταγματική αλλαγή. Συνεπώς, ορισμένα μέλη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων μιλούν υπέρ της διενέργειας μη δεσμευτικού δημοψηφίσματος για να δουν πόσο δημοφιλές είναι το κοινό νόμισμα, προτού σχεδιάσουν τα επόμενα βήματά τους.
Είτε διενεργηθεί δημοψήφισμα είτε όχι, αν τα γεγονότα βγουν εκτός ελέγχου, θα μπορούσαν να προκαλέσουν την έξοδο της Ιταλίας από την ευρωζώνη. Μια εκλογική νίκη των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική φυγή καταθέσεων από τις ιταλικές τράπεζες, καθώς υπό τον φόβο μιας πιθανής επιστροφής στη λίρα, οι καταθέτες θα μετέφεραν τα χρήματά τους εκτός χώρας.
Μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση θα μπορούσε επίσης να εισάγει ένα παράλληλο νόμισμα (ιδέα που έχουν σκεφτεί και η Λέγκα του Βορρά, και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, και η Forza Italia), να απαιτήσει επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της χώρας, ή να αποσυρθεί από τις δημοσιονομικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα σενάρια πιθανότατα θα έφερναν την Ιταλία στο χείλος της ανάγκης οικονομικής βοήθειας από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση –βοήθεια που μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει να μην ζητήσει, προτιμώντας να αφήσει ολόκληρο το σύστημα να καταρρεύσει.
Φυσικά, πολλά πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν προτού η Ιταλία φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις θα μπορούσαν να κάνουν μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση να δώσει τη θέση της σε μια πιο συνεργάσιμη κυβέρνηση. Αυτό είναι που συνέβη το 2011, όταν η κεντροδεξιά κυβέρνηση του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε από μια τεχνοκρατική κυβέρνηση που ήταν υπεύθυνη για την εφαρμογή έκτακτων μέτρων. Όμως οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στην Ιταλία έχουν αλλάξει από το 2011, και σε μια μελλοντική κρίση, το εκλογικό σώμα μπορεί να είναι πιο πρόθυμο να κάνει βουτιά στο κενό απ’ ότι ήταν στην αρχή της δεκαετίας.
Θέμα πλεονεκτήματος
Οι ενέργειες της Ιταλίας δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν το μέγεθος της οικονομίας της χώρας και, κατ’ επέκταση, του εύρους της ζημιάς που μπορεί να προκαλέσει στους γείτονές της. Μια έξοδος της Ιταλίας από την ευρωζώνη θα μπορούσε να είναι επώδυνη για τη χώρα, σίγουρα, άλλα θα δημιουργούσε και κίνδυνο μετάστασης σε όλη την Ευρώπη, όχι μόνο λόγω των δισεκατομμυρίων ευρώ ιταλικού χρέους που διακρατούν άλλες τράπεζες στην ευρωζώνη. Αν και η νομισματική ένωση θα μπορούσε να επιβιώσει από μια έξοδο της Ελλάδας πριν από δυο χρόνια, ωστόσο ίσως να μην επιβιώσει από μια έξοδο της Ιταλίας σήμερα.
Το μέγεθος της ιταλικής οικονομίας επηρεάζει τη συμπεριφορά της χώρας τουλάχιστον με δυο τρόπους. Πρώτον, δίνει στους πολιτικούς λόγο να πιστεύουν πως έχουν πλεονέκτημα όταν απαιτούν παραχωρήσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους. Ένας άλλος είναι ότι επιτρέπει στους ευρωσκεπτικιστές ηγέτες να υποσχεθούν στους ψηφοφόρους πως υπάρχει ένα λαμπρό μέλλον για τη χώρα εκτός ευρωζώνης. Έτσι, η Ιταλία διαφέρει από τις μικρότερες οικονομίες, όπως η ελληνική ή η πορτογαλική, όπου οι ηγέτες είχαν ελάχιστα «πατήματα» όταν διαπραγματεύονταν με τους διεθνείς πιστωτές. Ακόμα και στο αποκορύφωμα των κρίσεών τους, τα περισσότερα μέλη των κατεστημένων της Ελλάδας και της Πορτογαλίας (και η πλειονότητα των εκλογικών σωμάτων σε κάθε χώρα) θεώρησαν πως η αποχώρηση από την ευρωζώνη θα καθιστούσε φτωχότερες και πιο απομονωμένες τις χώρες τους. Στην Ιταλία, η υπόσχεση «να γίνει η Ιταλία και πάλι μεγάλη» φαίνεται πιο εύκολο να «πουληθεί» στους ψηφοφόρους.
Τέλος, η κατάσταση της Ιταλίας θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις για την μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Μετά τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο, οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί της Ευρώπης θα αρχίσουν να συζητούν τρόπους για να γίνει πιο ανθεκτική η νομισματική περιοχή έναντι μελλοντικών κρίσεων. Η Γαλλία, η Ισπανία και άλλα μέλη της ευρωζώνης ήδη έχουν κάνει προτάσεις για να αντιμετωπιστεί το γεγονός πως η ευρωζώνη είναι μια νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική ένωση και για να αυξηθεί η οικονομική σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών, περιλαμβανομένων των μεγαλύτερων μεταφορών πόρων από τον πυρήνα προς την περιφέρεια του μπλοκ.
Τα ερωτήματα για το ποιανού τα χρήματα θα ξοδεύονται, πώς και πού, είναι κεντρικά στις διαπραγματεύσεις αυτές. Τα περισσότερα σχέδια για ενίσχυση των δαπανών σε όλη την ΕΕ και την εισαγωγή μέτρων διαμοιρασμού του ρίσκου, προέρχονται από τη Νότια Ευρώπη. Δεν εκπλήσσει που οι πιο εύπορες οικονομίες στον Βορρά βλέπουν με επιφύλαξη τα σχέδια να ξοδεύονται τα δικά τους χρήματα αλλού.
Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης συχνά παίζουν το «χαρτί» της αλληλεγγύης, υποστηρίζοντας πως για να είναι μια πραγματική «ένωση» η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει τα ρίσκα και οι πόροι να μοιράζονται μεταξύ των μελών της. Εν τω μεταξύ, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης παίζουν το «χαρτί» του ηθικού κινδύνου, υποστηρίζοντας πως θα συμφωνήσουν να κάνουν συμβιβασμό για τον πλούτο τους, μόνο αν οι Νότιοι δεσμευτούν για δημοσιονομική υπευθυνότητα.
Οι διαπραγματεύσεις θα εκθέσουν τις διαφορετικές απόψεις που έχουν η Γερμανία και η Γαλλία ως προς το μέλλον της ευρωζώνης αλλά θα εγείρουν επίσης αμήχανα ερωτήματα ως προς το τι θα πρέπει να γίνει με την Ιταλία. Η Γερμανία και η Γαλλία καταλαβαίνουν την ανάγκη για μια σταθερή και ευημερούσα Ιταλία.
Το Παρίσι βλέπει επίσης τη Ρώμη ως έναν σημαντικό εταίρο όταν πιέζει για μεταρρυθμίσεις που ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα της Μεσογειακής Ευρώπης. Όμως η κάθε πλευρά έχει έναν βαθμό δυσπιστίας. Η Γερμανία ανησυχεί για την πολιτική αστάθεια της Ιταλίας και την χρηματοοικονομική ευθραυστότητα, και η πρόσφατη απόφαση της Ρώμης να «λυγίσει» τους κανόνες της ΕΕ για να διασώσει κάποιες προβληματικές τράπεζες, λίγα έχει προσφέρει για να αλλάξει η αντίληψη του Βερολίνου για τους ηγέτες της Ιταλίας. Η Ιταλία, με τη σειρά της, επικρίνει την πολιτική υπεροχή της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει εκνευριστεί με την έλλειψη συνεργασίας με τη Γαλλία για την αντιμετώπιση των μεταναστών που φτάνουν στις Ιταλικές ακτές.
Η δυσφορία της Ιταλίας με το status quo στην Ευρώπη δεν θα πρέπει να παίρνεται ελαφρά. Αντιμετωπίζοντας ισχνή οικονομική ανάπτυξη και υψηλή ανεργία, πολλοί Ιταλοί είναι δυσαρεστημένοι με τις παρούσες συνθήκες και ανησυχούν για το μέλλον τους. Το μεγαλύτερο μέρος του θυμού τους επικεντρώνεται σε εσωτερικά ζητήματα, όμως μέρος του μείγματος είναι και τα αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα.
Η συσσώρευση της δυσφορίας που σχετίζεται με την ΕΕ, είτε για την λιτότητα είτε για τη μετανάστευση, θα συνεχίσει να δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τον εθνικισμό, τον λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό στην Ιταλία, δημιουργώντας σημαντικές προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΠΗΓΗ
Σχόλια