Το γερμανικό ζήτημα

Ανάμεσα στην Ανγκελα και τον Ντόναλντ στέκεται το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, που δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο χωρών σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Τραμπ να δηλώνει πως είναι πολύ κακό για την Αμερική και θα το σταματήσει
John MacDougall/Pool Photo via AP

Το σαρωτικό εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έναντι των ΗΠΑ δηλητηριάζει τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Το 2016 ανερχόταν σε 65 δισ. δολάρια, αυξημένο κατά 35% σε σχέση με τις επιδόσεις της τελευταίας 10ετίας.
Ο πρόεδρος Τραμπ δεν παύει να διατυμπανίζει ότι «αυτό είναι πολύ κακό για την Αμερική και θα το σταματήσει». Ωστόσο, το ακαταμάχητο γερμανικό πλεόνασμα απειλεί εξίσου την παγκόσμια οικονομία.
Με το διογκούμενο πλεόνασμά της, η Γερμανία αποσπά από τον υπόλοιπο κόσμο περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, έναντι 200 δισεκατομμυρίων που με τη σειρά της αφαιρεί η Κίνα με το δικό της πλεόνασμα. Οι διεθνείς επικρίσεις προς τη δεύτερη ωχριούν σε σύγκριση με ό,τι προσάπτεται στην πρώτη.
Η Γερμανία δεν ανακυκλώνει μέσω επενδύσεών της στο εξωτερικό παρά μόνον 11,5% του πλεονάσματός της, κατακρατώντας το υπόλοιπο, σε αντίθεση με τις κινεζικές επενδύσεις που ανακυκλώνουν στο εξωτερικό σχεδόν το σύνολο του δικού τους πλεονάσματος.
Οι διεθνείς ανισορροπίες -είτε ελλείμματα είτε πλεονάσματα- αναγνωρίζονται ως εμπόδια στο διεθνές εμπόριο και με αρνητική επίπτωση στη διεθνή σταθερότητα. Προς διόρθωση αυτών, εξηγούσε ο Κέινς, μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι πλεονασματικές χώρες, παρά οι ελλειμματικές.
Οι τελευταίες καθηλώνονται σε περιοριστικές πολιτικές με μοιραίες συρρικνωτικές επιπτώσεις στη διεθνή οικονομία, ενώ οι πρώτες διαθέτουν, λόγω των πλεονασμάτων τους, απείρως περισσότερα μέσα για να αναπληρώνουν τα κενά στη διεθνή οικονομία από τις συρρικνωτικές επιλογές των δεύτερων.
Η ανακύκλωση των πλεονασμάτων, είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό των πλεονασματικών χωρών, συνιστά απαράκαμπτη προϋπόθεση για τη σταθερότητα και τη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας.
Ταυτόχρονα, η ίδια αποτελεί απαρέγκλιτο όρο για τη διατήρηση των πλεονασμάτων τους στο μέλλον. Εάν αυτή η αρχή δεν τηρείται, τότε υπονομεύεται όχι μόνον η διεθνής σταθερότητα, αλλά και η ικανότητα των πλεονασματικών χωρών να διατηρούν τα πλεονάσματά τους στο μέλλον.
Σε αντιδιαστολή με τις διεθνείς υποχρεώσεις της, η Γερμανία επαίρεται για τα πλεονάσματά της, χωρίς να λογοδοτεί για την «αθέμιτη» έναντι του διεθνούς συστήματος χρήση τους. Οταν ο Τραμπ επισείει την επιβολή προστατευτικών δασμών στις γερμανικές εισαγωγές, η Μέρκελ επικαλείται την ελευθερία του διεθνούς εμπορίου.
Ωστόσο, με τα ωφελήματα που εξ αυτού αποκομίζει μέσω των παρακινδυνευμένων επιλογών της, η ίδια αποβαίνει «ελάχιστα πειστικός συνήγορος» της υπόθεσής της, σημειώνει το βρετανικό περιοδικό Economist (14/6/17). Κάποιοι αποδίδουν το πλεόνασμα της Γερμανίας σε υποθετική υπεροχή της στη διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η αμερικανική ανταγωνιστικότητα υπερέχει της αντίστοιχης γερμανικής. Η Γερμανία όχι μόνον υστερεί της Αμερικής στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, αλλά και καταγράφει μείζον επενδυτικό έλλειμμα στις παραγωγικές αλυσίδες της. Ο Γερμανός οικονομολόγος Μαρσέλ Φρέτσερ εντοπίζει επενδυτική υστέρηση στη χώρα του κατά τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ ετησίως.
Ωστόσο, με εθνική αποταμίευση 27,4% του ΑΕΠ και σχηματισμό κεφαλαίου μόλις 19,4% του ΑΕΠ, έπεται ότι η επενδυτική υστέρηση της Γερμανίας προσεγγίζει το 8% του ΑΕΠ. Επόμενο είναι η υστέρηση να διαχέεται ταυτόχρονα όχι μόνο στην παραγωγικότητα της εργασίας και στην ανταγωνιστικότητα των τιμών, αλλά επίσης στις τεχνολογικές προδιαγραφές και τις προοπτικές της γερμανικής οικονομίας.
Με τόσες αρνητικές προϋποθέσεις, πώς εξηγείται το γερμανικό πλεόνασμα εις βάρος της Αμερικής και της διεθνούς οικονομίας; Η αρχή του ελεύθερου εμπορίου αποβαίνει για όλους επωφελής υπό τον όρο ότι οι εταίροι στο παιχνίδι τηρούν όχι μόνον τους αυτούς κανόνες, αλλά και οικονομική πολιτική προς την αυτή κατεύθυνση.
Οταν ένας εξ αυτών προσφεύγει σε περιοριστική επιλογή, ενώ οι άλλοι παραμένουν σε επεκτατική, αυτό συνεπάγεται μοιραία και «αθέμιτα» οφέλη για τον πρώτο εις βάρος των άλλων. Εάν σήμερα η Γερμανία εγκαλείται από την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο, δεν είναι διόλου για την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της, αλλά απλούστατα για το ότι «μεγιστοποιεί τις αποταμιεύσεις της, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει τις δαπάνες της».
Με άλλα λόγια, το πλεόνασμα δεν οφείλεται τόσο σε κάποιο θεμιτό εμπορικό πλεονέκτημα των γερμανικών επιχειρήσεων, που θα νομιμοποιούσε τη διεισδυτικότητα των γερμανικών εξαγωγών στις αγορές του κόσμου, όσο κατά κύριο λόγο στην αδυναμία διείσδυσης των ξένων προϊόντων στη γερμανική αγορά, εξαιτίας της «σφιχτής» και ελεγχόμενης από το Βερολίνο δημοσιονομικής πολιτικής.
Εάν η Αμερική επιδιώκει την αναθέρμανση της οικονομίας της, ενώ η Γερμανία παραμένει προσκολλημένη στον αντιπληθωριστικό στόχο, επόμενο είναι τα γερμανικά προϊόντα να εισάγονται απεριόριστα στην πρώτη, ενώ τα αμερικανικά προσκρούουν στους ελέγχους δαπανών της δεύτερης.
Με αυτόν τον τρόπο, η Γερμανία «σβήνει» θέσεις εργασίας στις συναλλασσόμενες με αυτήν χώρες, χωρίς όμως να μεταφέρει αλλού την απασχόληση, τουλάχιστον όσω η ίδια δεν ανακυκλώνει τα πλεονάσματά της.
Τόσο η Επιτροπή των Βρυξελλών όσο και το ΔΝΤ εγκαλούν τη Γερμανία για την υποτονικότητα της εσωτερικής αγοράς της και την υστέρηση κυρίως δημόσιων επενδύσεων στις γερμανικές υποδομές, χωρίς όμως να εισακούονται. Παρά τα διογκούμενα πλεονάσματα της χώρας, η εσωτερική κατανάλωσή της δεν παύει να συρρικνώνεται μέχρι 52,3% του ΑΕΠ για το 2018, έναντι 69% της Αμερικής και 55% για την ευρωζώνη.
Στην προβληματική υπεραποταμίευση, πρωταγωνιστεί το γερμανικό Δημόσιο, που κατακρατεί περίπου 40% του εξωτερικού πλεονάσματος, και οι μεγάλες επιχειρήσεις, που διαχειρίζονται το υπόλοιπο, ενώ το μερίδιο των νοικοκυριών παραμένει αμέτοχο και αμετάβλητο, 9,8% του ΑΕΠ.
Για την κρίση στην Ελλάδα και στον ευρωπαϊκό Νότο, το βρετανικό περιοδικό σημειώνει τον αρνητικό ρόλο των γερμανικών πλεονασμάτων και υπεραποταμιεύσεων, που δεν διευκολύνουν την προσαρμογή των υπερχρεωμένων χωρών, αλλά αντίθετα την περιπλέκουν με τρόπο όλο και περισσότερο επώδυνο, αλλά και ανώφελο.
Η δημοσιονομικά ελεγχόμενη χαμηλή πορεία της γερμανικής οικονομίας, 1,3% έναντι 3,3% για την παγκόσμια, της αποφέρει πλεονάσματα, των οποίων όμως η χρήση δεν προωθεί, αλλά αποσταθεροποιεί τους εταίρους και τη διεθνή οικονομία. Αυτό δεν ήταν αναγκαίο ούτε είναι διατηρήσιμο.
Συνιστά γερμανική επιλογή, σε αντιδιαστολή με αυτές του υπόλοιπου πλανήτη. Η Γερμανία εμφανίζεται υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, αλλά κυρίως για τις συναλλασσόμενες με αυτήν χώρες, ενώ η ίδια, με τις δημοσιονομικές επιλογές της, ελέγχει την εσωτερική της ζήτηση μεταφέροντας τα πλεονάσματά της εκτός παραγωγής.
Στην ιστορία, όσες χώρες επέκτειναν την επιρροή τους παρείχαν στήριξη, σταθερότητα και προστασία στις αδύναμες. Δικαιούται η σημερινή Γερμανία να μην επιδιώκει αύξηση της επιρροής της στον σύγχρονο κόσμο. Δικαιούται επίσης να μη συμβάλλει θετικά στη διόρθωση των ανισορροπιών που απειλούν την παγκόσμια σταθερότητα.
Ωστόσο, όταν οι επιλογές της επιδεινώνουν τις ανισορροπίες του κόσμου, όταν επιβαρύνουν υπέρμετρα και ανελέητα το κόστος προσαρμογής εις βάρος των εταίρων της, τότε δεν εξάγουν μόνον ύφεση και ανεργία στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και διεθνή αντιπαράθεση και αυτό τουλάχιστον θα έπρεπε να την απασχολεί.
Από τον 16ο αιώνα, ο Δόκτωρ Φάουστ προσήπτε στους συμπατριώτες του ότι «περιπλέκουν ανώφελα τα προβλήματα τόσο για τους ίδιους όσο και για όλους τους άλλους». Σήμερα, που ακόμη μια φορά το γερμανικό πρόβλημα αποβαίνει παγκόσμιο, με ανησυχία ο πλανήτης παρατηρεί τη Γερμανία, σημειώνει το βρετανικό περιοδικό, όμως «όχι επειδή την ακολουθεί στις επιλογές της, αλλά επειδή δεν την ακολουθεί καθόλου».
ΠΗΓΗ

Σχόλια