Ο ιστός της ευρωπαϊκής «αράχνης» – 2



















Η κατάσταση της Ευρώπης μεταβλήθηκε τυπικά από την ημερομηνία ψήφισης της Ενιαίας Πράξης (1986). Από την ημερομηνία αυτή ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της μετάλλαξης της ΕΕ σε ένα είδος «Πολιτείας». Η έννομη συγκρότησή της -τυπικά- μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ άρχισε να μη βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στις κατηγορίες του διεθνούς δικαίου.


Αυτό συνεχίστηκε με τις συνθήκες του Άμστερνταμ και της Νίκαιας. Επίσης, και με το απορριφθέν ευρωπαϊκό Σύνταγμα, αλλά και την απορριφθείσα(;) Ευρωπαϊκή Συνθήκη. «Εκείνο που αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι η μορφή που λαμβάνει η ενωσιακή διαδικασία συνιστά (ειδικά μετά το συμβούλιο κορυφής των Βρυξελλών 21-22.6.2007) μια νέα ιστορική φάση. Η ύλη της ενωσιακής διαδικασίας παρουσιάζει πλέον, και μάλιστα σε εντεινόμενο βαθμό, χαρακτηριστικά πολιτειακής υφής (…) Η ενωσιακή τάξη αποκτά μια μερική συνταγματική ποιότητα (…)
»Τούτο διαπιστώνεται από το γεγονός της άμεσης υποταγής στις αποφάσεις της τόσο των κρατών-μελών όσο και των πολιτών, επιστρατεύοντας τις αρχές, οι οποίες στο πλαίσιο του κράτους νομιμοποιούν την εξουσία. Γι’ αυτό ακριβώς και γίνεται δεκτό ότι η ευρωπαϊκή ενωσιακή τάξη αποκτά μια μερική συνταγματική ποιότητα. Έτσι εξηγείται η προσφυγή του ενωσιακού νομοθέτη σε έννοιες και ρυθμίσεις που ανάγονται σε κατηγορίες του κρατικογενούς ευρωπαϊκού συνταγματικού λόγου». (Δ.Θ. Τσάτσος, “Η Έννοια της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία” εκδ. Πόλις, 2007, σελ. 67).

Κρατικοκεντρική έμπνευση

Το συγκεκριμένο και ισχύον μέχρι σήμερα στάδιο παραμένει κρατικοκεντρικής έμπνευσης, στον βαθμό κατά τον οποίο τα κράτη, μέσα από συνεργατικές νόρμες διακυβέρνησης, διατηρούν τον συνολικό πολιτικό έλεγχο σχετικά με τις εξελίξεις του κοινού συστήματος. Θεωρείται, όμως, πως αποτελεί ένα στάδιο μετάβασης προς μια ευρωπαϊκή Πολιτεία.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 καθίσταται ολοένα και πιο εμφανές ότι η ΕΕ βρίσκεται εγγύτερα στη μορφή ενός πολιτικού συστήματος, παρά ενός, έστω και ιδιότυπου, διεθνούς οργανισμού. Διαθέτει αξιοσημείωτη ικανότητα διακυβέρνησης, στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώνονται και εφαρμόζονται πολιτικές, όπως συμβαίνει στο εσωτερικό των συστατικών μερών, δηλαδή των κρατών-μελών. Προβάλλεται έτσι η θεώρηση της ΕΕ ως Πολιτείας, σε αντίθεση με τη μορφή της περιφερειακής ένωσης, που ασχολείται κυρίως με τη ρύθμιση θεμάτων, τα οποία εμπίπτουν στη σφαίρα της λειτουργικής διακυβέρνησης.
Η λειτουργία αυτού του μηχανισμού ουσιαστικά σηματοδοτεί μια νέα διάσταση άσκησης της πολιτικής: Το συμβούλιο αρχηγών (οι 27 πρωθυπουργοί των χωρών-μελών) αποτελεί ένα αυτονομημένο σώμα (από την εκλογική τους βάση), το οποίο αποφασίζει πολιτικά και νομοθετεί μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο όνομα του ήδη υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου. Πλαισίου που το ίδιο είχε θεσπίσει σε παλιότερες διαδικασίες, ενδύοντάς το βεβαίως με το ένδυμα ενός φυσικού νόμου που είναι δεδομένος και άτεγκτος.
Οι ενέργειές του είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτες. Ούτε τα εθνικά Κοινοβούλια ούτε και το Ευρωκοινοβούλιο μπορούν να ελέγξουν τις αποφάσεις αυτού του περίεργου μορφώματος, το οποίο διαθέτει νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Έτσι, επί της ουσίας έχει δημιουργηθεί ένα ευρύ θεσμικό πλαίσιο που ορίζει εγγενώς, μονοδιάστατα και απαρέγκλιτα τις διαχειριστικές πολιτικές για την εκπλήρωση ενός στόχου, την πραγμάτωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η εξάρτηση των κρατών-μελών

Στην πραγματικότητα, η ΕΕ κυβερνάται, υπό μία έννοια, με έναν υπερεθνικό τρόπο, αλλά με την καθοριστική συμμετοχή των αρχηγών των εθνικών κρατών. Αυτοί αντιπροσωπεύουν τις άρχουσες ελίτ των κοινωνιών τους. Χωρίς να υφίστανται άμεσες πιέσεις, οδηγούμενα από τους αρχηγούς τους, τα εθνικά κράτη της ΕΕ συγχωνεύονται απαλά σε μια «σχετικά ανεξέλεγκτη» Πολιτεία.
Παρατηρείται στην πράξη μια συνεχής διάδραση μεταξύ των πολιτικοοικονομικών σχέσεων των συστατικών κρατών, οι οποίες διευθύνονται όμως από τους κεντρικούς θεσμούς. Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν χάσει ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού ελέγχου που διέθεταν παλιότερα. Οι εκπορευόμενες διαδικασίες από το αυτονομημένο κέντρο διαπερνούν τα κρατικά σύνορα, διεισδύοντας στις εσωτερικές πτυχές της εθνικής πολιτικής.
Η εγγενής αδυναμία ελέγχου αυτής της διαδικασίας λόγω απουσίας ενός ευρωπαϊκού «δήμου» την καθιστά δημοκρατικά ελλιπή. Όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας της καρτελοποίησης της πολιτικής, την κατατάσσουν στην κατηγορία ενός καρτέλ, το οποίο επικυριαρχεί στα πολιτικά συστήματα των εθνικών κρατών-μελών.
Ελάχιστες δυνατότητες υπάρχουν να ασκηθούν άλλες πολιτικές από κυβερνήσεις που θα έχουν έναν διαφορετικό προσανατολισμό. Μάλιστα, η επικυριαρχία επί των πολιτικών συστημάτων των εθνικών κρατών-μελών είναι καθοριστική και στο ποια κόμματα θα εκλεγούν στη διακυβέρνηση της χώρας.
Η εναλλαγή των κομμάτων που αποδέχονται και εφαρμόζουν τις πολιτικές του «ευρωπαϊκού μορφώματος» στην εξουσία αποτελεί και την ασφαλιστική δικλείδα λειτουργίας του όλου συστήματος. Παράλληλα, όμως, αυτή η λειτουργία προπλάσματος «ευρωπαϊκού κράτους» οδηγεί σε σοβαρούς περιορισμούς της δημοκρατίας. Ακόμα και της μορφής που η τελευταία λαμβάνει μέσα στο πλαίσιο των δυτικών μαζικοδημοκρατικών κοινωνιών.

Η εντός ΕΕ ιεραρχία

Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί ότι είχαμε αλλαγές και σε επίπεδο λειτουργίας της ΕΕ και του τρόπου λήψης των αποφάσεων. Με βάση τις αλλαγές αυτές, τα μεγαλύτερα κράτη αποκτούν περισσότερη ισχύ, ενώ τα μικρά και μεσαία κράτη βλέπουν να περιορίζεται η ισχύς τους στη διαμόρφωση των νόμων της ΕΕ.
Αυτό επιτεύχθηκε καθιστώντας το μέγεθος του πληθυσμού ένα βασικό στοιχείο στις αποφάσεις για τους ευρωπαϊκούς νόμους. Επομένως μειώνεται το ειδικό βάρος, οι ψήφοι και η επιρροή των μικρών και μεσαίων κρατών σε σύγκριση με τα μεγάλα κράτη. Κάπως έτσι αναδύθηκε ο κυρίαρχος ρόλος της Γερμανίας. Προϋπόθεση επιτυχίας αυτής της προσπάθειας είναι η κατάργηση του καθεστώτος ομοφωνίας σχεδόν σε όλα τα ζητήματα, εκτός της εισόδου νέου μέλους στην ΕΕ.
Οι όποιες επιπλέον αρμοδιότητες δόθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελούν απλά «φύλλο συκής» που δεν μπορεί να καλύψει την κυριαρχία της Γερμανίας και των ιδιαίτερο ρόλο των υπολοίπων μεγάλων χωρών της Γηραιάς Ηπείρου. Αυτές οι αλλαγές έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις στη δυνατότητα των μικρότερων χωρών να υπερασπιστούν ισότιμα τα ζητήματα των λαών τους.
Το συμπέρασμα που αβίαστα συνάγεται είναι ότι στην ΕΕ οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που και τυπικά πλέον καθορίζουν τις εξελίξεις. Σιγά-σιγά αποκαθίσταται και στο ευρωπαϊκό κοινωνικό επιφαινόμενο η λογική της κυριαρχίας των ισχυρότερων χωρών. Μέχρι και σήμερα, βεβαίως, επιβάλλουν τις θέσεις τους, τηρώντας τυπικώς το πλαίσιο της ομοφωνίας. Σήμερα, με όσα σχεδιάζονται(;) φαίνεται να επιχειρείται ακόμη ένα βήμα προς την ίδια κατεύθυνση.
Όλα τα παραπάνω επί της ουσίας θέτουν στις ελληνικές καλένδες το μέχρι σήμερα πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ενωσιακής διαδικασίας. Δηλαδή, όλα όσα σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν με τον συγκεκριμένο τρόπο μπορούν να θεωρηθούν μεγάλη αποτυχία σε σχέση με τον διακηρυγμένο στόχο.
ΠΗΓΗ

Σχόλια