Η σαρωτική επιστροφή του γερμανικού εθνικισμού

Είναι κοινός τόπος η επισήμανση ότι μετά την ενοποίηση της Γερμανίας άλλαξε ο τόνος της γερμανικής πολιτικής κουλτούρας. Άρχισαν να εμφανίζονται εκ νέου προβληματισμοί και θέματα που είχαν ξεχασθεί μετά τις εξελίξεις που ακολούθησαν την ήττα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο βιβλίο του “Η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας. Επιστροφή στη διεθνή σκηνή”, ο Gregor Schollgen γράφει: «Η ενοποίηση των δύο γερμανικών κρατών, η δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού κράτους αποτελούσε τον κυρίαρχο στόχο της εξωτερικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, ο οποίος ήταν διατυπωμένος με σαφήνεια στο Προοίμιο του Θεμελιώδους Νόμου (Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), και αυτό σε μια εποχή, κατά την οποία η επίτευξη του φαινόταν τελείως απίθανη.
»Ακολουθώντας πιστά την παράδοση του δέκατου ένατου αιώνα, ο όρος έθνος δήλωνε την ένωση των Γερμανών σε ενιαία πολιτική κοινότητα στη βάση της καταγωγής, των κοινών γλωσσικών, πολιτισμικών, οικονομικών και πολιτικών χαρακτηριστικών και, φυσικά, της νεότερης ιστορίας που τους συνδέει στενά μεταξύ τους σε μια κοινή μοίρα. Ως σημείο αναφοράς παρέμενε το Γερμανικό Ράιχ που είχε ιδρυθεί το 1871. Σύμφωνα με απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου τον Ιούλιο του 1973, το κράτος αυτό μπορεί να μην παρήκμασε μετά την άνευ όρων παράδοσή του το Μάιο του 1945 και με τα γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά, ωστόσο από το 1945 δεν ήταν πλέον αυτοδύναμο.
»Το ότι ο όρος γερμανικό έθνος διατηρήθηκε, από την εποχή της τομής στην περίοδο 1945-1949 και εξής, ως σταθερά της πολιτικής σκέψης στη Γερμανία, καταδεικνύεται και από τη θεμελίωση του στο Σύνταγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, από το οποίο απαλείφθηκε μόλις τον Οκτώβριο του 1974, δηλαδή είκοσι πέντε χρόνια μετά την ίδρυση αυτού του κράτους. Αλλά και η αποκατάσταση του γερμανικού έθνους θα αποτελούσε, στη συνέχεια, σημαντικό θέμα για τους ιθύνοντες στο Ανατολικό Βερολίνο, όπως ο Έριχ Χόνεκερ, αν μπορούσε να υλοποιηθεί υπό σοσιαλιστικές συνθήκες. Το Γερμανικό Ράιχ αποτελούσε το σημείο αναφοράς όχι μόνο για τον πολιτικό, αλλά και για τον κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό προσανατολισμό του συνόλου των Γερμανών πολιτών και για την κοσμοθεωρία τους.
»Η σημαντικότερη προϋπόθεση ύπαρξης ενός γερμανικού εθνικού κράτους, από τη σκοπιά των πολιτών του, βρισκόταν στο να διαθέτει αυτό το κράτος εξαιρετικά μεγάλη δύναμη. Μόνο αν αυτή η δύναμη ήταν δεδομένη, μπορούσαν οι Γερμανοί, κατά την άποψή τους, να ταυτιστούν με ένα τέτοιο κράτος, δεδομένου ότι η ισχύς προσφέρει κύρος και είναι το εχέγγυο για την ασφάλεια. Ακριβώς στο σημείο αυτό βρίσκεται ένα από τα βασικά αίτια για την ελλιπή στήριξη των πολιτών της Γερμανίας προς τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η οποία ήταν αποδυναμωμένη από τον πόλεμο, την επανάσταση και την καθ’ υπόδειξιν ειρήνη. Σ’ αυτό βρίσκονται, επίσης, και οι λόγοι για τις ευκαιρίες που προσφέρθηκαν στον Άντολφ Χίτλερ».

«Μικρογερμανική» ή «μεγαλογερμανική» λύση

Με την ενοποίηση της Γερμανίας, λοιπόν, επανήλθαν στο προσκήνιο οι συζητήσεις που είχαν αναπτυχθεί την περίοδο της δεκαετίας του 1920, το κύριο περιεχόμενο των οποίων ήταν προσανατολισμένο στις γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις. Είναι ενδεικτικό το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μαυροζαχαράκη “Οι επιπτώσεις της γερμανικής ενοποίησης πάνω στην εξωτερική πολιτική της Ομοσπονδιακής Γερμανίας – ιστορικές συνιστώσες, ενδογενείς και εξωγενείς παράμετροι”.
«Την εποχή του εθνικισμού το γερμανικό ζήτημα, δηλαδή το πρόβλημα ενοποίησης μιας σειράς αυτοδύναμων γερμανικών κρατιδίων, τα οποία ανήκαν από το 1815 στην λεγόμενη Γερμανική Ομοσπονδία υπήρξε κεντρικό ζήτημα στην Μεσευρώπη πάνω από ένα αιώνα. Για τα κράτη αυτά υπήρχαν ουσιαστικά δύο αλληλο-αποκλειόμενες λύσεις. Αφενός η μεγαλογερμανική λύση ως σύζευξη όλων των Γερμανών στο κέντρο της Ευρώπης υπό την Μοναρχία των Αψβούργων (Habsburg) και αφετέρου η μικρογερμανική λύση, που δεν προέβλεπε την ένταξη στην Μοναρχία.
»Η ίδρυση του Γερμανικού Ράιχ το 1871 από τον Μπίζμαρκ άλλαξε τα δεδομένα στην κεντρική Ευρώπη πλήρως. Προτιμήθηκε η μικρογερμανική λύση μέσω ίδρυσης εθνικού κράτους ως λύση του γερμανικού ζητήματος. Παρότι η σύζευξη των γερμανικών κρατών διενεργήθηκε στην βάση οίκων ηγεμόνων, το γερμανικό Ράιχ αυτοπροσδιορίστηκε με κοινές συνιστώσες γλώσσα, πολιτισμό και ιστορία. Άρα με την έννοια αυτή είχε εθνικά χαρακτηριστικά. Αυτά ήταν τα μόνα κοινά στοιχεία που μπορούσαν να τροφοδοτήσουν τον εθνικισμό των μικρών κρατών και των Γερμανών στα πλαίσια της Μοναρχίας των Αψβούργων. Tα σλαβικά έθνη της μοναρχίας δεν διέθεταν δικά τους κρατικά μορφώματα και οι Γερμανοί δεν είχαν εθνικοκρατική παράδοση, όπως οι Γάλλοι ή οι Ισπανοί.
»Τα γεγονότα στην Γερμανία του 1871 αφορούσαν κυρίως τα νοτιοανατολικά κράτη Ουγγαρία και Αυστρία. Με την δημιουργία του Γερμανικού Ράιχ καταργήθηκε η αυτοδυναμία των επιμέρους γερμανικών κρατών και διαχωρίστηκε η Αυστρία και Ουγγαρία από την Γερμανία. Το Ράιχ, ως εθνικό κράτος υπό την πρωτοκαθεδρία της Πρωσίας, δεν συμβάδιζε με τους μακροπρόθεσμους στόχους της αυστριακής πολιτικής.
»Το Ράιχ αυτό-αντιλαμβανόταν την οντότητα του, δηλαδή την διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης του, ως ατελειοποίητη, εφόσον η συγκυριακή σύνθεση δεδομένων πολιτικής ισχύος εκείνης της περιόδου το εμπόδισαν ως προς αυτό. Η λανθάνουσα, όμως, τάση προς εθνική ολοκλήρωση οδήγησε τελικώς στην πρώτη απόπειρα γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη, η οποία απέτυχε με την ήττα των δυνάμεων του κεντρικού άξονα το 1918.
»Με την συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 περιορίστηκε μεν το γερμανικό δυναμικό ισχύος σημαντικά, αλλά το γερμανικό ζήτημα δεν λύθηκε οριστικά. Πέραν τούτου οι άφθονες γερμανικές μειονότητες στα διάδοχα κράτη Αυστρίας και Ουγγαρίας, καθώς επίσης οι ανταγωνιστικές σχέσεις των κρατών αυτών μεταξύ τους, συγκροτούσαν ένα άκρως συγκρουσιακό πολιτικό σκηνικό στην μεσανατολική Ευρώπη.
»Η συνένωση όλων των Γερμανών στην κεντρική Ευρώπη σε ένα ισχυρό εθνικό κράτος, δηλαδή σε de facto μία μεγάλη Γερμανία υπό την ηγεσία του Βερολίνου, μέσω ενός κατακτητικού πολέμου (1934-45), επικράτησε ως μαξιμαλιστικό εγχείρημα. Αυτό οδήγησε στην φασιστική Γερμανία με τις γνωστές σε όλους συνέπειες. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν συνέχεια του πρώτου ως εγχείρημα ηγεμονικής ανάδειξης της Γερμανίας στην Ευρώπη, ιδιαιτέρως στην ανατολική.
»Η απόλυτη ήττα και η παράδοση άνευ όρων του Γ’ Ράιχ τον Μάη του 1945 σήμανε το τέλος του ανοικτού και βίαιου γερμανικού επεκτατισμού στην Ευρώπη. Όσον αφορά τα αίτια των ηγεμονικών εγχειρημάτων της Γερμανίας υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις. Κατά μια άποψη  το ζήτημα της κεντρικής θέσης ήταν το κύριο πρόβλημα. Οι δύο πόλεμοι, κατά την άποψη αυτή, ήταν απόπειρες εξόδου και μετακίνησης από την γεωπολιτικά εύθραυστη ζώνη αυτή. Άλλες προσεγγίσεις εστιάζουν περισσότερο στο ζήτημα της οικονομικής δύναμης και στις εσωτερικές δομές, ως παράγοντες που επηρέασαν την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας κατά τον 19ο ως τις αρχές του 20ού αιώνα, προσπαθώντας να αναδείξουν μία συνέχεια».

Η γερμανική ταυτότητα

Το κρίσιμο είναι ότι αυτές οι γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις από τη δεκαετία του 1920 ασκούν ξανά γοητεία. Κι αυτό είναι σύμπτωμα ενός ευρύτερου πολιτιστικού αναπροσανατολισμού. Συνδέεται κατά πρώτο και κύριο λόγο με τη γερμανική ταυτότητα. Την επαύριον της ενοποίησης, το κυρίαρχο ερώτημα ήταν: «τι σημαίνει γερμανικός;». Πρόκειται για ένα ερώτημα που αποτελούσε ταμπού κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, αν εξαιρέσουμε κάποια περιθωριακά στοιχεία της Ακροδεξιάς.
Βεβαίως, σήμερα  τουλάχιστον,  το γερμανικό ζήτημα  φαίνεται να μην συνδέεται τόσο με τα παραδοσιακά θέματα της Machtpolitik και της Realpolitik, τα οποία έχουν βρει μια λύση(;) με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Συνδέεται κατά πρώτο και κύριο με τη γερμανική ταυτότητα. Προκρίνεται, δηλαδή, η συζήτηση σε πολιτιστικό επίπεδο.
Όμως, πριν αναφερθούμε σε αυτά τα ζητήματα θεωρούμε σκόπιμο να πούμε δύο λόγια για τον τρόπο που οι Γερμανοί, ιστορικά, αντιλαμβάνονται τη Realpolitik. Η αναφορά δεν είναι τυχαία, όπως θα δειχθεί στη συνέχεια. Στη ρίζα της Realpolitik βρισκόταν ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής εθνικής ιδεολογίας που μπορεί να συνοψισθεί στα εξής: «Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, η μόνη ρεαλιστική θέση είναι ότι η πολιτική βασίζεται στην αχαλίνωτη χρήση βίας. Πιο συγκεκριμένα, η διεθνής πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Διότι παρά τις ωραίες λέξεις που μπορεί να μεταχειρίζονται οι ξένοι πολιτικοί ηγέτες, την κρίσιμη ώρα βασίζονται κι αυτοί στην ισχύ τους για να πραγματοποιήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Και τη χρησιμοποιούν δίχως αναστολές, όπως και οι Γερμανοί. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι Γερμανοί είναι πιο ειλικρινείς» (Νόρμπερτ Ελίας, Ναζισμός και Γερμανικός Χαρακτήρας).
Η παραπάνω άποψη βρίσκεται πολύ κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Εκεί, όμως, που χρειάζεται να σταθούμε είναι η λέξη «ειλικρινείς». Η εθνική πίστη των Γερμανών στη Realpolitik συνδεόταν με την πίστη τους στον πόλεμο και στη χρήση της ένοπλης ισχύος ως έσχατο μέσο για την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των εθνών. Έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία στο ρόλο που έπαιζε η φυσική βία, αλλά δεν έδειχναν ανάλογη ευαισθησία για τους περιορισμούς στην άσκηση της υπέρτερης ισχύος, την οποία συνεχώς υπερτιμούσαν ως προς την μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της. Πίστευαν ότι πάντοτε θα λειτουργούσε υπέρ τους. Αυτή τη μονομέρεια των αντιλήψεών τους την ονόμαζαν ειλικρίνεια.
Αρνούνταν κατηγορηματικά να ντύσουν την ωμή βία με την λεγόμενη “μαλακή ισχύ”, ώστε να παραχθεί η ισχύς με τη σύγχρονη έννοια. Κυρίως οι Αγγλοσάξονες, αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη έχουν αναγάγει τη “μαλακή ισχύ” σε υπέρτατη τέχνη. Η απουσία “μαλακής ισχύος”, σε συνδυασμό με την άτεγκτη προτεσταντική ηθική τους, στην ουσία μετέτρεπε την γερμανική Realpolitik σ’ ένα επικίνδυνο μίγμα κυνικού ρομαντισμού και άτεγκτης πορείας προς το πεπρωμένο.
ΠΗΓΗ
blogger: Ένας ...διαφορετικός Γερμανός

Σχόλια