Moody’s, S&P και Fitch κυριαρχούν στην αγορά
αξιολόγησης, κάτι που κάνει περισσότερο επιτακτική από ποτέ την ανάγκη
ανάλυσης του σκεπτικού των αποφάσεών τους.
Το 2010, ο Ευρωπαίος επίτροπος Ζοζέ
Μανουέλ Μπαρόζο κατακεραύνωνε τους τρεις οίκους αξιολόγησης Moody’s
Investor Services, Standard & Poor’s και Fitch Ratings δηλώνοντας
ότι υπάρχει έλλειμμα πληροφόρησης για το πώς αξιολογούν τις χώρες της
Ευρωζώνης και ότι λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες φουσκώνουν το κόστος
δανεισμού, χωρίς αυτές οι αποφάσεις να συνάδουν με τα καλούμενα economic
fundamentals. Κατόπιν τούτου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφάσισαν να
προωθήσουν την ιδέα ενός καινούργιου ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης που θα
βελτιώσει τον ανταγωνισμό στην αγορά των οίκων αξιολόγησης. Και τούτο
διότι οι τρεις οίκοι αξιολόγησης, από μόνοι τους, διαθέτουν το
εξωφρενικά υψηλό 92,8% μερίδιο αγοράς!
Η ιδέα του νέου οίκου αξιολόγησης δεν έχει (δυστυχώς) ακόμη προχωρήσει. Κατόπιν τούτου, οι τρεις οίκοι αγοράς εξακολουθούν να κυριαρχούν στην αγορά αξιολόγησης, κάτι που κάνει περισσότερο επιτακτική από ποτέ την ανάγκη ανάλυσης του σκεπτικού των αποφάσεών τους. Και τούτο επειδή κάθε υποβάθμιση αυξάνει το κόστος δανεισμού τόσο της χώρας που υποβαθμίζεται όσο και των επιχειρήσεων της χώρας αυτής, με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των επενδύσεων που τόσο πολύ χρειάζεται η μάλλον αναιμική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.
Μία νέα εργασία με τίτλο «On Economic Policy Uncertainty and Sovereign Credit Rating Decisions: Panel Quantile Evidence for the Eurozone» καταλήγει στα εξής:
1. Οι αποφάσεις των οίκων αξιολόγησης σχετικά με το ποιοι παράγοντες οδηγούν σε βελτίωση (ή επιδείνωση) της πιστοληπτικής εικόνας στην Ευρωζώνη σχετίζονται με το πού βρίσκεται η κάθε χώρα στον πίνακα πιστοληπτικής αξιολόγησης. Για παράδειγμα, οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναβαθμιστούν εάν βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και προβούν σε διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα βελτιώσουν την κυβερνητική τους αποτελεσματικότητα. Από την άλλη πλευρά, χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, οι οποίες διαθέτουν το μέγιστο δυνατό προφίλ αξιολόγησης, διατηρούν τη θέση τους κυρίως επειδή διαθέτουν υψηλότατο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας ενάντια σε υποβαθμίσεις!
2. Η αναβλητικότητα, σε συνδυασμό με την έλλειψη συντονισμού των Ευρωπαίων (και γενικότερα της καλούμενης τρόικας) να αντιμετωπίσουν με συγκεκριμένο τρόπο την ευρωπαϊκή κρίση χρέους (αλλά και την ελληνική) ευθύνονται για μεγάλο μέρος των υποβαθμίσεων των GIIPS και της Κύπρου την περίοδο 2008-2013. Η αβεβαιότητα κάπως υποχώρησε μετά τη φράση του Μάριο Ντράγκι (το καλοκαίρι του 2012) «whatever it takes» για να σωθεί το ευρώ.
3. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση της αβεβαιότητας από την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των Ευρωπαίων οδήγησε (στην περίπτωση της Moody’s) σε υποβάθμιση της Ελλάδας κατά 3 ολόκληρες βαθμίδες το 2011, 2012, 2013. Για τη δε Κύπρο, οι αντίστοιχες υποβαθμίσεις ήταν 1, 5, 3 και 3 βαθμίδες. Για τη δε Ισπανία, οι υποβαθμίσεις ήταν κατά τι μικρότερες.
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω;
Πρώτον, όταν ο Μπαρόζο έκανε κριτική στους οίκους, μάλλον λησμονούσε ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις υποβαθμίσεις έφεραν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις!
Δεύτερον, και όσον αφορά το πώς θα βελτιωθεί το προφίλ αξιολόγησης και ειδικά για την Ελλάδα στο μέλλον, η εργασία επισημαίνει ότι μία κοινή γραμμή από πλευρά της τρόικας σε σχέση με το ελληνικό δημοσιονομικό πρόγραμμα, σε συνδυασμό με επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας θα εξασφαλίσει τις απαραίτητες πιστοληπτικές αναβαθμίσεις που τόσο χρειάζεται η χώρα μας έτσι ώστε να μειώσει το κόστος δανεισμού της, με αποτέλεσμα την αναθέρμανση των επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης γενικότερα. Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει η εργασία, η όποια απομείωση του ελληνικού χρέους (με βραχυπρόθεσμα/μεσοπρόθεσμα μέτρα) είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη, αλλά διαθέτει πολύ μικρότερη βαρύτητα σε σχέση με ανταγωνιστικότητα και διαρθρωτικές αλλαγές ως προς την αναβάθμιση του πιστοληπτικού μας προφίλ!
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
** Ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
*** Ο κ. Περικλής Μπουμπάρης είναι διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
Η ιδέα του νέου οίκου αξιολόγησης δεν έχει (δυστυχώς) ακόμη προχωρήσει. Κατόπιν τούτου, οι τρεις οίκοι αγοράς εξακολουθούν να κυριαρχούν στην αγορά αξιολόγησης, κάτι που κάνει περισσότερο επιτακτική από ποτέ την ανάγκη ανάλυσης του σκεπτικού των αποφάσεών τους. Και τούτο επειδή κάθε υποβάθμιση αυξάνει το κόστος δανεισμού τόσο της χώρας που υποβαθμίζεται όσο και των επιχειρήσεων της χώρας αυτής, με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των επενδύσεων που τόσο πολύ χρειάζεται η μάλλον αναιμική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.
Μία νέα εργασία με τίτλο «On Economic Policy Uncertainty and Sovereign Credit Rating Decisions: Panel Quantile Evidence for the Eurozone» καταλήγει στα εξής:
1. Οι αποφάσεις των οίκων αξιολόγησης σχετικά με το ποιοι παράγοντες οδηγούν σε βελτίωση (ή επιδείνωση) της πιστοληπτικής εικόνας στην Ευρωζώνη σχετίζονται με το πού βρίσκεται η κάθε χώρα στον πίνακα πιστοληπτικής αξιολόγησης. Για παράδειγμα, οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναβαθμιστούν εάν βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και προβούν σε διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα βελτιώσουν την κυβερνητική τους αποτελεσματικότητα. Από την άλλη πλευρά, χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, οι οποίες διαθέτουν το μέγιστο δυνατό προφίλ αξιολόγησης, διατηρούν τη θέση τους κυρίως επειδή διαθέτουν υψηλότατο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας ενάντια σε υποβαθμίσεις!
2. Η αναβλητικότητα, σε συνδυασμό με την έλλειψη συντονισμού των Ευρωπαίων (και γενικότερα της καλούμενης τρόικας) να αντιμετωπίσουν με συγκεκριμένο τρόπο την ευρωπαϊκή κρίση χρέους (αλλά και την ελληνική) ευθύνονται για μεγάλο μέρος των υποβαθμίσεων των GIIPS και της Κύπρου την περίοδο 2008-2013. Η αβεβαιότητα κάπως υποχώρησε μετά τη φράση του Μάριο Ντράγκι (το καλοκαίρι του 2012) «whatever it takes» για να σωθεί το ευρώ.
3. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση της αβεβαιότητας από την έλλειψη συντονισμού μεταξύ των Ευρωπαίων οδήγησε (στην περίπτωση της Moody’s) σε υποβάθμιση της Ελλάδας κατά 3 ολόκληρες βαθμίδες το 2011, 2012, 2013. Για τη δε Κύπρο, οι αντίστοιχες υποβαθμίσεις ήταν 1, 5, 3 και 3 βαθμίδες. Για τη δε Ισπανία, οι υποβαθμίσεις ήταν κατά τι μικρότερες.
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω;
Πρώτον, όταν ο Μπαρόζο έκανε κριτική στους οίκους, μάλλον λησμονούσε ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις υποβαθμίσεις έφεραν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις!
Δεύτερον, και όσον αφορά το πώς θα βελτιωθεί το προφίλ αξιολόγησης και ειδικά για την Ελλάδα στο μέλλον, η εργασία επισημαίνει ότι μία κοινή γραμμή από πλευρά της τρόικας σε σχέση με το ελληνικό δημοσιονομικό πρόγραμμα, σε συνδυασμό με επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας θα εξασφαλίσει τις απαραίτητες πιστοληπτικές αναβαθμίσεις που τόσο χρειάζεται η χώρα μας έτσι ώστε να μειώσει το κόστος δανεισμού της, με αποτέλεσμα την αναθέρμανση των επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης γενικότερα. Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει η εργασία, η όποια απομείωση του ελληνικού χρέους (με βραχυπρόθεσμα/μεσοπρόθεσμα μέτρα) είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη, αλλά διαθέτει πολύ μικρότερη βαρύτητα σε σχέση με ανταγωνιστικότητα και διαρθρωτικές αλλαγές ως προς την αναβάθμιση του πιστοληπτικού μας προφίλ!
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
** Ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
*** Ο κ. Περικλής Μπουμπάρης είναι διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ.
Σχόλια