Ο νέος πολιτικός διαχωρισμός ....

Του Γκίντεον Ράχμαν (*)
Ο πρώτος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών επιβεβαίωσε τη νέα τάση στη διεθνή πολιτική. Ο σημαντικότερος πολιτικός διαχωρισμός δεν είναι σήμερα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, αλλά μεταξύ εθνικισμού και διεθνισμού. Η καλύτερη χρονιά για τους εθνικιστές ήταν το 2016 με τις νίκες του Brexit στη Βρετανία και του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι γαλλικές εκλογές όμως δείχνουν ότι η Γαλλία και το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης θα παραμείνουν στην πλευρά του διεθνισμού. Η αντιπαράθεση μεταξύ της Μαρίν Λεπέν και του Εμανουέλ Μακρόν στον δεύτερο γύρο της 7ης Μαΐου θα είναι μια κλασική μάχη μεταξύ ενός διεθνιστή και μιας εθνικίστριας. Η Λεπέν θέλει να βγάλει τη Γαλλία από την ευρωζώνη, να αυξήσει τους δασμούς, να ενισχύσει τους ελέγχους στα σύνορα και να πατάξει τη μετανάστευση. Ο Μακρόν είναι ένας ένθερμος υποστηρικτής της ΕΕ, ένας υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου και έχει μια φιλελεύθερη προσέγγιση στο προσφυγικό. Δεδομένου ότι η αντιπαράθεση μεταξύ Μακρόν και Λεπέν εντάσσεται στη διεθνή ιδεολογική διαμάχη, την παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον όλος ο κόσμος. Η διαφαινόμενη νίκη του Μακρόν θα γίνει δεκτή με ενθουσιασμό στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, με απογοήτευση στο Κρεμλίνο και στο οβάλ Γραφείο και με ανάμικτα αισθήματα στο Λονδίνο. Στην προεκλογική εκστρατεία, η Λεπέν υποστήριξε ανάλογες θέσεις με εκείνες του Τραμπ, αν και το λεξιλόγιό της ήταν πιο μετριοπαθές. (Δεν έχει ταχθεί, για παράδειγμα, υπέρ του να απαγορευτεί η είσοδος Μουσουλμάνων στη χώρα). Η οικογένεια Λεπέν τάχθηκε με ενθουσιασμό υπέρ του Τραμπ πριν από τις αμερικανικές εκλογές. Κι εκείνος εξήρε επανειλημμένα τις ικανότητές της και εξέφρασε την ελπίδα ότι θα νικήσει. Αν όμως ο Τραμπ θα απογοητευτεί από τη νίκη του Μακρόν, οι σύμβουλοί του στην εθνική ασφάλεια, που έχουν λιγότερο εκκεντρικές απόψεις από εκείνον, είναι βέβαιο ότι θα ανακουφιστούν. Η απογοήτευση της Ρωσίας θα είναι πολύ πιο εμφανής. Ο Μακρόν ήταν ο μόνος από τους βασικούς υποψηφίους στον πρώτο γύρο που τάχθηκε υπέρ μιας σκληρής γραμμής απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν. Και μια ρωσική τράπεζα έχει στενή σχέση με το Εθνικό Μέτωπο στο πλαίσιο προφανώς της προσπάθειας του Κρεμλίνου να επενδύσει στην αναταραχή στην ΕΕ. Η βρετανική αντίδραση σε μια νίκη του Μακρόν θα είναι ένα μίγμα ανακούφισης και επιφύλαξης. Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι αρνείται τον εθνικιστικό χαρακτήρα του Brexit και εξακολουθεί να υποστηρίζει το ελεύθερο εμπόριο και μια ισχυρή ΕΕ. Το πρόβλημα όμως για τη Βρετανία είναι ότι η ίδια η ΕΕ θεωρεί το Brexit μια εκδήλωση εθνικισμού στους κόλπους της Ευρώπης που πρέπει να αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα. Με την έννοια αυτή, μια νίκη του αρχηγού του «Εμπρός» θα αποτελέσει και καλά και κακά νέα για το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Μακρόν αντιπροσωπεύει την ισχυρή και ενωμένη ΕΕ που υποτίθεται ότι θέλει η κυβέρνηση Μέι. Το κακό για αυτήν είναι ότι η ισχύς και η ενότητα που επιθυμεί ο Μακρόν αναμένεται να εκφραστούν με μια πολύ σκληρή γραμμή απέναντι στο Brexit, με την απόρριψη δηλαδή οποιωνδήποτε ειδικών συμφωνιών, είτε αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων είτε τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Μια νίκη της Λεπέν, αντίθετα, μπορεί να οδηγούσε την Ευρώπη σε μια νέα και επικίνδυνη κατεύθυνση, θα έλυνε όμως το πρόβλημα της Βρετανίας, αφού δεν θα υπήρχε πλέον μια ΕΕ από την οποία να πρέπει να αποχωρήσει. Στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, μια νίκη του Μακρόν θα πρέπει να αξιολογηθεί μαζί με τις υποχωρήσεις της εθνικιστικής Δεξιάς στην Αυστρία και την Ολλανδία, την επιστροφή του εθνικιστικού AfD της Γερμανίας σε μονοψήφια ποσοστά και την αύξηση των πιθανοτήτων να επανεκλεγεί καγκελάριος η Άγγελλα Μέρκελ. Εθνικιστικά κόμματα έχουν αναλάβει την εξουσία στην Πολωνία και την Ουγγαρία αλλά ο αρχικός πυρήνας της ΕΕ αντιστέκεται στην εθνικιστική επέλαση. Στις Βρυξέλλες, η προοπτική της εκλογής του Μακρόν θεωρείται μια ευκαιρία να ξεκινήσει και πάλι ο γαλλογερμανικός κινητήρας που τροφοδοτούσε πάντα την ΕΕ. Η υπερβολική ευφορία όμως θα αποτελούσε λάθος. Στα ζητήματα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο Μακρόν λέει πράγματι τα «σωστά» πράγματα. Το κατά πόσον θα μπορέσει να τα εφαρμόσει, όμως, είναι μια άλλη υπόθεση.
(*) Ο Γκίντεον Ράχμαν είναι αρθρογράφος των Financial Times

Πηγή
-----------------
Blogger: 
Έχει αξία να διαβάσετε το παρακάτω άρθρο για να εμπλουτίσετε την εικόνα που προσπαθεί να φωτίσει ο κ. Ράχμαν. (Προσέξτε ότι μιλάει για εθνικισμό* που προκαταβολικά έχει χρεωθεί  τα μύρια όσα δεινά ενώ ο ...διεθνισμός έχει μόνο θετικό πρόσημο. Τρίχες κατσαρές. Ένα άρθρο κατά παραγγελία για να "μολύνει" προκαταβολικά τη συζήτηση για επιστροφή στο "έθνος κράτος", αφού το project Ευρωπαϊκή Ένωση μπάζει από παντού και αποδεικνύεται ότι κερδισμένοι είναι τελικά μόνο οι Γερμανοί. Το έθνος κράτος, μ' όλα του τα προβλήματα, αποτελούσε ένα πλαίσιο για την προστασία του πολίτη και παρείχε στοιχειώδη δικαιώματα. Ο διεθνισμός είναι ένα όχημα για τη δημιουργία της αυτοκρατορίας με τους ανάλογους δούλους βεβαίως - βεβαίως...) 
*Y.Γ. 
Φυσικά όταν μιλάμε για εθνικιστές στην Ελλάδα πρέπει να αποκλεισθεί το κατασκεύασμα της Χ.Α. που είναι τελικά.... υπέρ της Γερμανικής Ευρώπης ως νοσταλγοί του Αδόλφου και στήθηκε από την αρχή για να ..μολύνει την έννοια του εθνικού κράτους.  


  • Η πολιτική πρόκληση στα επόμενα χρόνια.

    μετά εδώ:

    • Η ρωσο - ευρωπαϊκή αντιστροφή 

      και τέλος: Draghi: Μην αγνοείτε την κοινωνική ανησυχία στην Ευρωζώνη

      ============

      Γρηγόρης Σουλτάνης
      «Δε θα’ ταν τότε πιο απλό, η κυβέρνηση
      να διαλύσει το λαό και να εκλέξει έναν άλλον…;»
      Brecht, «Die Lösung».
      Ο νεο-λαϊκισμός απειλεί και θα απειλήσει δριμύτερα τα θεμέλια της ΕΕ.
      Η αύξηση των ανισοτήτων, η αναδιανομή του πλούτου από τα χαμηλά στα ψηλά κοινωνικά στρώματα, ο σφετερισμός της εξουσίας από σκιώδη πολιτικο-οικονομικά και χρηματιστικά κέντρα, και η πρωτοφανής προλεταριοποίηση των εργαζόμενων αποτελούν κοινές διαπιστώσεις στην ευρωενωσιακή επικράτεια.
      Ο όρος παγκοσμιοποίηση λειτουργεί αρκετά εξωραϊστικά για μια διαρκώς εντεινόμενη διαδικασία προς την ολιγαρχία με βάση το χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό που μέσω του πλανητικού δικτύου των πολυεθνικών επιβάλει τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων.
      Σε αυτή τη διεργασία της «αντεπανάστασης των ελίτ», η ΕΕ πρωτοστατεί ως ένα πολιτικο-οικονομικό καθεστώς που με την επίκληση του ανταγωνισμού επεκτείνει συνεχώς τα πολιτικά και οικονομικά προνόμια της ολιγαρχίας και των ελίτ γενικότερα, σε βάρος των μη προνομιούχων.
      Γενικότερα, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η κυριαρχία των πολυεθνικών, η αποβιομηχάνιση, η υποχώρηση της εργατικής τάξης, η αποδυνάμωση του έθνους-κράτους, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση και η ιδεολογική κυριαρχία του γερμανικού νεοφιλελευθερισμού επέφεραν σοβαρό πλήγμα στις συλλογικές ταυτότητες, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό τους. Χωρίς συλλογικό υποκείμενο, όχι μόνο τα σοσιαλδημοκρατικά, αλλά και τα αριστερά κόμματα εξανεμίστηκαν κυριολεκτικά και κατάντησαν κενοί γραφειοκρατικοί οργανισμοί ανίκανοι να προκαλέσουν οποιαδήποτε συλλογική κινητοποίηση. Τη λαϊκή κυριαρχία αντικατέστησε η κυριαρχία των ελίτ, τη Δημοκρατία η μετα-δημοκρατία και την πολιτική η μετα-πολιτική.
      Η μετα-πολιτική συναίνεση δεξιάς-αριστεράς στα πλαίσια του καθεστώτος μετα-ιδεολογικής κυριαρχίας που επιβλήθηκε από την ΕΕ έχει ουσιαστικά ακυρώσει στη πράξη τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές: οι εκλογικές αναμετρήσεις έχουν εκπέσει σε ένα είδος φολκλορικής φιέστας που στη πράξη βγάζουν το ίδιο αποτέλεσμα όπως η σημαδεμένη τράπουλα. Το αναιμικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα μεταλλάχθηκε σε ολιγαρχικό, με ένα ρητορικό περίβλημα Δημοκρατίας. Η οριζόντια διαφοροποίηση αριστεράς-δεξιάς είναι πλέον ένα νεκρό απομεινάρι από το παρελθόν αφού το μόνο που υπόσχεται είναι η επιλογή διαχειριστών με διαφορετικά σύμβολα.
      Ταυτόχρονα, η μετακίνηση πληθυσμών που ακολουθεί τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και αποσκοπεί στην απαξίωση του κόστους της εργασίας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο το φόβο της ανεργίας και της φτώχειας, αλλά και την πολιτισμική επισφάλεια.
      Έτσι, οι νεόπτωχοι, οι άνεργοι, οι εξαθλιωμένοι εργαζόμενοι και οι απόβλητοι, ουσιαστικά, στερούνται πολιτικής εκπροσώπησης. Η κεντροδεξιά υπόσχεται ένα ζοφερό μέλλον και η κεντροαριστερά, ο ζόφος αυτός να επέλθει σταδιακά.
      Η «λαϊκιστική στιγμή» έρχεται ουσιαστικά να δώσει απάντηση σε αυτό το αδιέξοδο.
      Ο νεο-λαϊκισμός αποτελεί τον μόνο κίνδυνο από το εσωτερικό του συστήματος δεδομένου ότι έχει βαθειάς ρίζες στην ευρωπαϊκή παράδοση και εμπεριέχει μια πρωτογενή δυναμική που μπορεί να οδηγήσει στην επικαιροποίηση των ιδεολογιών του 19ου αιώνα.
      Σ αυτό οφείλεται η πρωτοφανής αντι-λαϊκιστική κινητοποίηση της πανευρωπαϊκής ελίτ με αφορμή τις γαλλικές προεδρικές εκλογές. Το σύνθημα του νεοφιλελεύθερου αντιλαϊκισμού-που παρεμπιπτόντως εξέφρασε ένας «μεγάλος» έλληνας πολιτικός- είναι σε γενικές γραμμές το εξής: «φασίστες, λαϊκιστές, αντιευρωπαϊστές, ακροδεξιοί και ακροαριστεροί είστε ξεβράσματα της ιστορίας».
      Η ιστορία γράφεται πια από τη μετα-δημοκρατική ΕΕ, τον ordoliberalismus, την πανευρωπαϊκή ελίτ, τον W. Schäuble και από μετα-πολιτικούς, αριστερούς και δεξιούς που αρκούνται σε ρόλο νεοφιλελεύθερης μαριονέτας.
      Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν μπορεί να γράψει ιστορία ο λαός, καθότι αυτή η έννοια απουσιάζει από το λεξικό του νεοφιλελευθερισμού και γι αυτό άλλωστε η ευρωτραφής διανόηση ανά την ευρωπαϊκή επικράτεια καταφέρεται με τέτοιο μένος κατά του λαϊκισμού
      .
      Εφόσον δεν υπάρχει λαός, αλλά άτομα, πολίτες, υποκείμενα, καταναλωτές, κερδισμένοι ή χαμένοι, άνθρωποι που εντάσσονται στο σύστημα ή απορρίπτονται από αυτό, αναξιοπαθούντες ή επαίτες, η όποια επίκληση στο λαό συνιστά αναχρονισμό. Αυτό βέβαια ισχύει για τις κατώτερες τάξεις. Αντίθετα, οι ανώτερες μπορούν να αποτελούν ένα είδος περιούσιου λαού συγκροτημένου σε ενιαίο σώμα που διασφαλίζει τα συμφέροντά του και διαφυλάσσει την ιεραρχική του θέση.
      Ο αντι-λαϊκισμός-ως μέθοδος συκοφάντησης του αντιπάλου- είναι μια σπασμωδική άμυνα του συστήματος που επιχειρεί να αποτρέψει τους χαμένους των νεοφιλελεύθερων πολιτικών από το να μπουν στο χώρο της πολιτικής σκηνής και να έχουν λόγο.
      Ο νεο-λαϊκισμός αντίθετα, επιχειρεί μια ανασυγκρότηση του κατακερματισμένου λαού μέσω μιας αμφίδρομης διαδικασίας: σύγκληση κατά κάποιο τρόπο του διπλού λαού: με την εθνοτική και με την πολιτική έννοια. Δεν πρόκειται για δημαγωγία με την αρνητική έννοια-όσο και αν ο καθεστωτικός λόγος επιχειρεί αυτή τη σημασιοδότηση-αλλά για μια γνήσια πολιτική διεργασία πολιτικής κινητοποίησης όλων εκείνων που βλέπουν τη ζωή τους να καταστρέφεται από την οικονομική περιφερειακή παγκοσμιοποίηση και τον ολοκληρωτισμό των αγορών.
      Οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, στη δεύτερη σε οικονομική ισχύ χώρα της ΕΕ απέκτησαν αμέσως πανευρωπαϊκή διάσταση όχι μόνο γιατί ένα πιθανό FREXIT θα σηματοδοτούσε τη διάλυση της ΕΕ, αλλά και γιατί οι ιδεολογικές προτιμήσεις του εκλογικού σώματος θα αποτελέσουν ένα βαρόμετρο για το τι πρόκειται να επακολουθήσει στην ευρωενωσιακή επικράτεια, μιας και η πετυχημένη λαϊκιστική ρητορική της Le Pen και Melenchon αναμφίβολα θα αξιοποιηθεί από τα κόμματα που θα σηκώσουν τη σημαία της αντι-παγκοσμιοποίησης.
      Το «φερέφωνο του κεφαλαίου», ο Macron, προετοιμαζόταν από καιρό να αποτελέσει το lifting του συστήματος μιας και ήταν φανερό ότι μετά την προεδρική θητεία Sarkozy και Hollande, το γαλλικό πολιτικό σύστημα βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Όπως έγραψε ο F. Lordon στη Monde Diplomatique «Macron, le spasme du système», ο Γάλλος τραπεζίτης αποτελεί τον τελευταίο «σπασμό του συστήματος», ένα εικονικό κατασκεύασμα που συνοψίζει την κεντροαριστερή και κεντροδεξιά ιδεολογία, ικανό όμως να διασώσει την γαλλική ολιγαρχία.
      Εντούτοις, ο μεγάλος πονοκέφαλος της γαλλικής μπουρζουαζίας και των Βρυξελλών είναι ο νέο-λαϊκισμός που έκανε την εμφάνισή του όχι τόσο με τη Le Pen όσο με το Melenchon και τους υποψηφίους μικρότερων κομμάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
      Η ρητορική όλων των λαϊκιστών υποψηφίων, τόσο της ακροδεξιάς όσο και της αριστεράς είχε ως επίκεντρο την καταγγελία της ΕΕ, της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού, του χρηματιστικού λόμπι και της ολιγαρχίας εν γένει, αλλά η κρίσιμη διαφορά υπήρξε στη ρητορική του Melenchon που εγκαινιάζει ένα λαϊκιστικό λόγο ασυνήθιστο για κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, γεγονός που προκάλεσε καταιγιστικό πόλεμο εναντίον του, ακόμη και με τη συκοφαντία ότι επιδιώκει την πριμοδότηση της Le Pen στο δεύτερο γύρο.
      Ο Melenchon εκτός του ότι εισήγαγε στη ρητορική του την αντίθεση μεταξύ ελίτ-λαού, ολιγαρχίας-πλειοψηφίας και την αναφορά σε κυρίαρχη κάστα-κάτι που έκαναν και οι Podemos-, ώστε να απομακρυνθεί από την αναχρονιστική οριζόντια διάκριση αριστεράς-δεξιάς, επιπρόσθετα, έκανε χρήση ιστορικών, εθνοτικών και εθνικών συμβόλων. Γι αυτό, οι αναφορές του στη Γαλλία, στην εθνική κυριαρχία, στο κυρίαρχο λαό και στη γαλλική επανάσταση με τη χρήση της Μασσαλιώτιδας και της γαλλικής σημαίας, έδωσαν το έναυσμα ώστε να κατηγορηθεί από τους καθεστωτικούς διανοούμενους για «εθνικό λαϊκισμό», για έναν δημαγωγό που αντιγράφει τον ακροδεξιό λαϊκισμό του “Front Nationale”.
      Οι αναφορές του Melenchon στον κυρίαρχο λαό (peuple souverain) και στο σύνθημα «Liberté, Égalité, Fraternité», όσο και το κεντρικό θέμα της προεκλογικής του εκστρατείας «Να ξαναγράψουμε το συμβόλαιο που ενώνει το έθνος» (Réécrire le contrat qui unit la Nation), φανερώνουν ότι η γαλλική ριζοσπαστική αριστερά έχει αντιληφθεί την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του αντισυστημικού λόγου, με τρόπο που να απαντά στις υπόγειες διαδρομές που δομούν τις πολιτικές ταυτότητες, αλλά και στην ανάγκη να δομηθεί η συλλογική βούληση.
      Σε καμιά περίπτωση αυτό δεν συνιστά ακροδεξιό εθνικιστικό λαϊκισμό. Θα μπορούσε να διακριθεί από αυτόν με τον όρο εθνοτικός λαϊκισμός, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του έθνους εμπεριέχει πολλαπλές σημασίες και το κυριότερο, είναι η έννοια που εν δυνάμει παράγει τη συλλογική βούληση.
      Ανεξάρτητα από τη σίγουρη νίκη Macron στο δεύτερο γύρο των εκλογών, ένα είναι βέβαιο: ο νεολαϊκισμός είναι η δύναμη που θα καθορίσει τη πολιτική στο άμεσο μέλλον.
      ΠΗΓΗ

Σχόλια