Στην πρώτη τους συνάντηση ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε με στόμφο ότι « δεν είμαι υπέρ του προστατευτισμού , είμαι υπέρ του «δίκαιου» διεθνούς εμπορίου. Αντιθέτως η καγκελάριος Μέρκελ υποστήριξε , όπως πάντα, ότι το «ελεύθερο» εμπόριο αποτελεί την ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό οι έννοιες «δίκαιο» και «ελεύθερο» διεθνές εμπόριο είναι κανονιστικές και ως τέτοιες χρήζουν ορισμού. Χωρίς να ορισθούν οι έννοιες, κάτι που προφανώς απαιτεί την χρήση συγκεκριμένων κριτηρίων, και συνεπώς προϋποθέτει σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων και όχι εξ αντικειμένου αλήθεια, οι διακηρύξεις τέτοιου τύπου παραμένουν κενές νοήματος.
Σύμφωνα με τη
φιλελεύθερη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, η οποία έχει εξελιχθεί σε
μορφή και περιεχόμενο από τις απλές σκέψεις των κλασικών
οικονομολόγων, Adam Smith και David Ricardo, στο υπόδειγμα
Heckscher-Ohlin-Samuelson και σε άλλες περίπλοκες νεοκλασικές
διατυπώσεις, η εξάλειψη των πάσης φύσεως εμποδίων στη ελεύθερη διακίνηση
των αγαθών και η συμμετοχή μιας εθνικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο
επιτρέπει τις χώρες να εξειδικευτούν και να εξάγουν εκείνα τα αγαθά
στα οποία έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, εισάγοντας ταυτόχρονα εκείνα
στα οποία δεν έχουν.
Η οικονομική αυτή
εξειδίκευση που επέρχεται μέσω του ελεύθερου εμπορίου μεγιστοποιεί την
εθνική και διεθνή ευημερία, δίνει ώθηση στην μεγέθυνση και στην
παραγωγική αποδοτικότητα της εγχώριας οικονομίας, ενώ παράλληλα
διευκολύνει την αποδοτική χρήση των σπανιζόντων πόρων του κόσμου.
Ταυτόχρονα, η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου ενισχύει τον ανταγωνισμό
στις εγχώριες αγορές και κατ’ επέκταση ωφελεί τους καταναλωτές
μειώνοντας τις τιμές και προσφέροντας τους μια διευρυμένη κλίμακα
επιλογών. Επίσης, το ελεύθερο εμπόριο ενθαρρύνει τη διάδοση της
τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας με ευεργετικά αποτελέσματα για τις
αναπτυσσόμενες οικονομίες, ενώ διασφαλίζει τις προοπτικές για
σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης.
Ωστόσο, είναι σημαντικό
στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η επιχειρηματολογία των
φιλελεύθερων δεν επικαλείται λόγους ισότητας και ίσης διανομής των
ωφελειών από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά αυξημένης αποδοτικότητας και
μεγιστοποίησης του εθνικού και παγκόσμιου πλούτου. Στη βάση των
διανεμητικών αυτών συνεπειών του ελεύθερου εμπορίου επικεντρώνεται και η
σύγκρουση ανάμεσα στη φιλελεύθερη και στην εθνικιστική
θεώρηση του εμπορίου.
Οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού, από τους μερκαντιλιστές του 17ου και 18ου αιώνα
ως τους σύγχρονους οικονομικούς εθνικιστές, παρά τη διαφορετικότητα του
θεωρητικού υπόβαθρου που επικαλούνται για τη θεμελίωση των απόψεων
τους, τάσσονται υπέρ μιας παρεμβατικής κυβερνητικής πολιτικής. Αυτή έχει
ως στόχο να ελέγξει το εισαγωγικό εμπόριο προς όφελος της εθνικής
οικονομίας και να κρατήσει τις εγχώριες αγορές , στρατηγικής σημασίας,
κλειστές στο διεθνή ανταγωνισμό μέσω της θέσπισης εισαγωγικών δασμών και
άλλων προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα. Στην κατηγορία
των προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα εντάσσονται
ενδεικτικά οι ποσοτικοί περιορισμοί, οι εθελοντικοί περιορισμοί
εξαγωγών, οι πριμοδοτήσεις, οι φορολογικές ρυθμίσεις και οι
διεθνείς εμπορικές συμφωνίες.Οι οπαδοί του προστατευτισμού, χωρίς να απορρίπτουν τελείως το διεθνές εμπόριο, το αντιμετωπίζουν με μια δεδομένη επιφύλαξη. Η συνήθης επιχειρηματολογία τους είναι ότι οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές εξυπηρετούν σκοπούς προστασίας βιομηχανιών που έχουν ζωτική σημασία για την εθνική ασφάλεια, αυξάνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης με την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και με την προφύλαξη από αθέμιτες πρακτικές ξένων ανταγωνιστών, αποτελούν μηχανισμό αποτελεσματικούς οικονομικής ανάπτυξης με την υιοθέτηση μιας στρατηγικής «υποκατάστασης των εισαγωγών», συμβάλλουν στη βελτίωση των όρων του εμπορίου για τη χώρα που τις επιβάλει, με τον κίνδυνο βέβαια των αντιποίνων από την πλευρά των εμπορικών της εταίρων. Μολονότι σε αρκετές περιπτώσεις αναγνωρίστηκε η βασιμότητα των ανωτέρω επιχειρημάτων, πολλές φορές ο πραγματικός στόχος που επιδιώκεται μέσω των προστατευτικών πολιτικών είναι η προφύλαξη ορισμένων αναποτελεσματικών βιομηχανικών κλάδων από το διεθνή ανταγωνισμό.
Ωστόσο, το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ του οικονομικού εθνικισμού και των προστατευτικών πολιτικών, το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Alexander Hamilton και στη συνέχεια έγινε αποδεκτό όχι μόνο από τους εθνικιστές, αλλά και από τους φιλελεύθερους, ως εξαίρεση στην ανωτερότητα του ελεύθερου εμπορίου για την ενίσχυση της εθνικής και της διεθνούς οικονομικής ευημερίας, θεωρείται η προστασία των νηπιακών βιομηχανιών, δηλαδή των βιομηχανιών που αν προστατευτούν προσωρινά θα ενισχυθεί μακροπρόθεσμα η ανταγωνιστικότητά τους και θα γίνουν αρκετά ισχυρές για να επιβιώσουν στις παγκόσμιες αγορές. Ωστόσο, παρά τη βασιμότητα της συγκεκριμένης αιτιολογίας συχνά τα προστατευτικά μέτρα αποκτούν ένα πιο μόνιμο χαρακτήρα, γεγονός που αλλοιώνει το δικαιολογητικό λόγο της θέσπισης τους.
Στο πλαίσιο της κριτικής που ασκείται κατά της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, οι υπέρμαχοι του οικονομικού εθνικισμού θεωρούν την πολιτική του ελεύθερου εμπορίου ως μια πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ισχυρού, καθώς, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία, οι κυβερνήσεις υιοθετούν τη συγκεκριμένη στρατηγική μόνον μετά την εκβιομηχάνιση των οικονομιών τους η οποία επιτυγχάνεται υπό καθεστώς προστασίας και κρατικού ελέγχου της εμπορικής δραστηριότητας. Η βάση της κριτικής τους αυτής στηρίζεται στο κόστος του διεθνούς εμπορίου για τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη, που κυμαίνεται από την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας ως την αυξημένη τρωτότητα της εθνικής ευημερίας απέναντι στις αρνητικές επιπτώσεις των διεθνών εξελίξεων.
Συγκεκριμένα, οι οπαδοί του εμπορικού προστατευτισμού στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ισχυρίζονται ότι το ελεύθερο εμπόριο με τις πιο αναπτυγμένες χώρες συνιστά μια μορφή ιμπεριαλισμού που επιφέρει την εξάρτηση των πρώτων από τις δεύτερες, ενώ παράλληλα ισχυρίζονται ότι η οικονομική τους ανάπτυξη θα επέλθει μόνο μέσω μιας εμπορικής πολιτικής που στηρίζεται στον οικονομικό εθνικισμό και όχι μέσω των ελεύθερων αγορών.
Στις πιο αναπτυγμένες χώρες, οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού ασκούν την κριτική τους, η οποία εν μέρει τροφοδοτείται από τις παρανοήσεις που προκύπτουν από τη συζήτηση περί ελεύθερου εμπορίου, στη βάση του γεγονότος ότι αφενός το ελεύθερο εμπόριο υποθάλπει δόλιες και αθέμιτες πρακτικές από την πλευρά των εμπορικών εταίρων, οι οποίες (κατά την άποψη των πολέμιων του ελεύθερου εμπορίου) επηρεάζουν αρνητικά το εμπορικό ισοζύγιο της δεδομένης χώρας και αφετέρου ότι το ελεύθερο εμπόριο ως μια ειδικότερη έκφανση της παγκοσμιοποίησης ευθύνεται για την αυξανόμενη ανισότητα στους μισθούς, συνιστά απειλή για τις θέσεις εργασίας, τα ημερομίσθια, την κοινωνική πρόνοια καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος.
Από την άλλη πλευρά, οι υπέρμαχοι μιας φιλελεύθερης διεθνούς αγοράς αμφισβητούν έντονα τα οφέλη από την επιλογή μιας προστατευτικής πολιτικής λόγω του υψηλού κόστους της για τις εθνικές οικονομίες και κατ’ επέκταση για την παγκόσμια οικονομία. Και αυτό γιατί ελλείψει ανοιχτών εθνικών αγορών αποθαρρύνεται η προσπάθεια δημιουργίας ανταγωνιστικών εγχώριων παραγωγικών μονάδων και αποτρέπεται η αποδοτική χρήση των εθνικών πόρων. Στα πλαίσια της επικριτικής τους θεώρησης προσθέτουν ότι ο προστατευτισμός συνεπάγεται αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος από τους καταναλωτές και τους μη προστατευμένους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας στους προστατευμένους τομείς οι οποίοι συνήθως είναι φθίνουσες μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες με αρνητικές επιπτώσεις για την ανταγωνιστικότητα όλων των υπόλοιπων που είναι εξαρτημένες από τις τελευταίες.
Αυτό σημαίνει ότι ο προστατευτισμός σε αντίθεση με το ελεύθερο εμπόριο του οποίου τα οφέλη διοχετεύονται αδιακρίτως στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων, εξυπηρετεί αποκλειστικά τα ειδικότερα συμφέροντα των προστατευόμενων παραγωγών σε βάρος των καταναλωτών, για τους οποίους αυξάνεται το κόστος λόγω της απώλειας επιλογής μεταξύ ανταγωνιστικών προϊόντων. Επιπρόσθετα, αμφισβητούν το επιχείρημα των οπαδών του αντίθετου δόγματος ότι ο ανταγωνισμός από τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες με χαμηλά ημερομίσθια στα πλαίσια των ανοιχτών αγορών επιφέρει μείωση των ημερομισθίων, αυξανόμενη ανισότητα των μισθών και ανεργία στις εκβιομηχανισμένες.
Βάση της αμφισβήτησης αυτής αποτελεί το γεγονός ότι αφενός οι τεχνολογικές εξελίξεις καθώς και τα εσωτερικά μακροοικονομικά μεγέθη είναι οι παράγοντες που επιφέρουν διαρθρωτικές αλλαγές στο εσωτερικό μιας εκβιομηχανισμένης οικονομίας και ότι αφετέρου η υιοθέτηση μιας προστατευτικής πολιτικής, όπως αποδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία, δεν αποτελεί συνετή λύση στα προβλήματα των στάσιμων ημερομισθίων, της εργασιακής ανασφάλειας και της ανισότητας του εισοδήματος. Τέλος, η προστατευτική παρεμβατική πολιτική μιας κυβέρνησης απέναντι στο εμπόριο είναι δυνατόν να προκαλέσει συμπεριφορές αντιποίνων από τους εμπορικούς της εταίρους, με αποτέλεσμα να αναστέλλεται η προσπάθεια αύξησης των κερδών για τη δεδομένη εθνική οικονομία μέσω της εφαρμογής της πρακτικής του «δωρεάν επιβάτη», δηλαδή με την περιχαράκωση της εθνικής αγοράς και με την εκμετάλλευση των ανοιχτών στο ελεύθερο εμπόριο ξένων αγορών στις οποίες προωθούν τα εξαγώγιμα προϊόντα τους.
Παρά την ισχυρή θεωρητική τάση της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, γενικά υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, το περιορισμένο εμπόριο δεν εξέλειπε ποτέ εντελώς. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί από την ιστορική εξέλιξη της διεθνούς εμπορικής δραστηριότητας τους δύο τελευταίους αιώνες. Ακόμη και σήμερα οι κυβερνήσεις τόσο αναπτυγμένων όσο και αναπτυσσόμενων οικονομιών εξακολουθούν να υιοθετούν στρατηγικές εμπορικού προστατευτισμού, ο οποίος επανέρχεται με νέα προσωπεία για να υποστηρίξει τις βιομηχανίες που χρήζουν αυξημένης προστασίας, λόγω της ιδιαιτερότητας τους για την εθνική ασφάλεια και οικονομική ανάπτυξη.
Ο λόγος για τον οποίο οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές αποτελούν διαδεδομένο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να κατανοηθεί εφόσον αναλογιστεί κανείς ότι κάθε ισχυρή βιομηχανική δύναμη κάποια στιγμή στην ιστορία της οικονομικής της ανάπτυξης εφάρμοσε επιθετική βιομηχανική πολιτική και τελικά αναπτύχθηκε υπό καθεστώς προστασίας της εγχώριας αγοράς, προκειμένου με την επιδιωκόμενη εκβιομηχάνιση της να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και να εδραιώσει τη θέση της στην διεθνή αγορά. Ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία που αναπτύχθηκε υπό καθεστώς ελεύθερου εμπορίου ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, δεν εγκατέλειψε ποτέ εντελώς τις προστατευτικές πολιτικές, προκειμένου να προστατεύσει την εγχώρια οικονομία της από τους ανταγωνιστές της.
Συμπερασματικά, κάθε κυβέρνηση αφού συνεκτιμήσει το κόστος και τα οφέλη από την εφαρμογή κάθε καθεστώτος χαράσσει την εμπορική πολιτική της, η οποία συνήθως είναι ένα μίγμα φιλελευθερισμού με προστατευτισμό και αποτελεί συνάρτηση των στόχων της εγχώριας οικονομίας καθώς και των συνθηκών που επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία. Η αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ εγχώριων και διεθνών οικονομικών παραγόντων έχει επιφέρει ταλαντεύσεις μεταξύ φιλελεύθερου και εθνικιστικού εμπορικού καθεστώτος στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Οι ταλαντεύσεις αυτές στη σύγχρονη ιστορία του διεθνούς εμπορίου που αποτυπώνονται είτε με τη σταδιακή απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου είτε με την εδραίωση των προστατευτικών και εθνικιστικών πολιτικών αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού.
Η επικράτηση του ενός ή του άλλου δόγματος στο διεθνές εμπόριο, αποτελεί αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης και ισχύος των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων. Αυτό είναι παγκοίνως γνωστό. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αγγλία (με βάση τη ρικαρντιανή θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος) ήταν υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, ενώ οι θεωρίες του Γερμανού Φρίντριχ Λιστ θεμελίωναν τη θέση υπέρ της εθνικής οικονομίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , η αγγλική σχολή του Καίμπριτζ υποστήριζε τις παρεμβατικές κυβερνητικές πολιτικές στο διεθνές εμπόριο, ενώ η γερμανική σχολή του Κιέλου υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο. Ο λόγος προφανώς αυτής της αλλαγής συνδέεται με την αλλαγή της οικονομικής ισχύος των δύο χωρών.
ΠΗΓΗ
Σχόλια