Δυστυχώς τα επικοινωνιακά τεχνάσματα σύσσωμου του πολιτικού συστήματος οδηγούν συνεχώς σε όλο και μεγαλύτερη σύγχυση τους πολίτες τούτης της χώρας.
Εξηγούμε:
Η ατέλειωτη χρονικά διαπραγμάτευση, έχει καταστήσει, εκ των πραγμάτων, κυρίαρχο στόχο της ελληνικής πολιτικής σκηνής το κλείσιμο της αξιολόγησης.
Σε αυτό συμβάλλουν και οι δυνάμεις της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης με τα μονότονα επαναλαμβανόμενα αιτήματα , όπως: «να κλείσει η αξιολόγηση», «γιατί δεν κλείνει η αξιολόγηση;» και όλα τα συναφή.
Η πρόθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να σύρει γραμμές αμύνης ή ακόμη να επιδιώξει την αλλαγή, σύμφωνα με την δική της αντίληψη, συγκεκριμένων αιτημάτων, αποδείχτηκε πολύ σύντομα μια απόλυτη φενάκη.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση επιμήκυνε τις συζητήσεις, σαφέστατα για να δείξει ότι διαπραγματεύεται σθεναρά, αλλά και για να καταστήσει, αυτό καθ’ αυτό, το «κλείσιμο της αξιολόγησης» επίκεντρο του πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος στην ελληνική πολιτική ζωή.
Στην παραπάνω εξήγηση θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τη σαφή έλλειψη προετοιμασίας της ελληνικής κυβέρνησης στα αιτήματα των δανειστών (ειδικά του ΔΝΤ και της Γερμανίας). Η έλλειψη προετοιμασίας, το πιθανότερο, οφείλεται , στην πεποίθηση των κυβερνητικών στελεχών, ότι τα αιτήματα αυτά δεν πρόκειται ποτέ να τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τόση επιτακτικότητα και αποφασιστικότητα, και με κάποιο τρόπο, θα τα υπερβούν χωρίς ουσιαστικά να τα αντιμετωπίσουν.
Η διαμόρφωση ενός τέτοιου περιβάλλοντος λειτουργεί καταλυτικά όχι μόνο στο να συσκοτιστούν όλα όσα αναφέρονται στο περιεχόμενο της αξιολόγησης, αλλά και να γίνει αποδεκτό το συνεχιζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, ως προς την εσωτερική του λογική, την ιδεολογική του οπτική αλλά και ως προς τους στόχους που, μέσω αυτού, έχουν τεθεί.
Με απλά λόγια, να γίνει αποδεκτό το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, ως απαιτούμενο, ορθό, και κατάλληλο για την επίλυση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή να καταστεί εμφανής η θεωρητική και ιδεολογική επικυριαρχία του ακολουθουμένου προγράμματος σε σχέση με τις εναλλακτικές θεωρητικές προσεγγίσεις για την υπέρβαση της κρίσης.
Στην πραγματικότητα , η επικυριαρχία των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών απόψεων , είναι σχεδόν απόλυτη στο επιβληθέν και εφαρμοζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στην ελληνική οικονομία. Επιβάλλει τη λογική του , όχι μόνο στα κύρια ζητήματα της οικονομικής πολιτικής (τραπεζικό σύστημα, κοινωνικό κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, αναπτυξιακή λογική κ.τ.λ) αλλά και σε όσα η σημερινή ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι αποτελούν και δικές της απόψεις και τις προβάλλει ως θετικά αφηγήματα.
Αναφέρω ως παραδείγματα τον πόλεμο κατά τις φοροδιαφυγής και της διαφθοράς , με τη συνεχή δημιουργία , πρώτον, μηχανισμών ελέγχου και δεύτερον , τη συγκρότηση αλλεπάλληλων εξεταστικών επιτροπών στη Βουλή. Επίσης μπορώ να αναφέρω ακόμη, την επέκταση των «γευμάτων» στα σχολεία ως «κοινωνική» παρέμβαση, η οποία αποτελεί ουσιαστικά «πράξη φιλανθρωπίας» όπως ακριβώς επιθυμεί το ΔΝΤ να καταστήσει το κοινωνικό κράτος. Φθάνει να μελετήσει , κανείς, προσεκτικά τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και τις διατυπωμένες θέσεις του ΔΝΤ στις εκθέσεις του για την Ελλάδα.
Ως προς το πρώτο, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ουδενός, ότι οι μηχανισμοί ελέγχου δημιουργούνται με την υπόδειξη , την καθοδήγηση και την τεχνική βοήθεια των δανειστών. Υπάρχουν δύο ζητήματα που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη : το συμβολικό, που μεταφράζεται στο ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία κυριαρχεί η φοροδιαφυγή και παράλληλα είναι ανίκανη από μόνη της (για πολιτικούς και τεχνικούς λόγους) να την καταπολεμήσει. Αυτό θέτει μια Πινακίδα στο μέτωπο της χώρας ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΗ. Και αυτό γίνεται αποδεκτό με αλαλαγμούς από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Δεν θα αναφερθώ στο τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και στο ποιες μορφές λαμβάνει η λεγόμενη , in senso lato, διαφθορά, για να μην εκληφθεί, εκ μέρους μου, ως προσπάθεια συμψηφισμού. Οι αλλεπάλληλες προανακριτικές επιτροπές της Βουλής των Ελλήνων, που μέχρι σήμερα , αλλά θεωρώ και στο μέλλον, είναι απολύτως αναποτελεσματικές ποια εικόνα μεταφέρουν στην Ευρώπη; Σε ποιόν παρέχουν περαιτέρω επιχειρήματα;
Παράλληλα δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συνεχής αναφορά στον πλούτο των Ελλήνων που βρίσκεται κάπου παράνομα κρυμμένος, αποτελεί ένα επιπλέον επιχείρημα των Γερμανών (Σόϊμπλε) , για την επιβολή συνεχώς νέων δημοσιονομικών μέτρων και άρνηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Οι Γερμανοί υπολογίζουν για την αποπληρωμή των δανείων που έχουν προσφέρει στην Ελλάδα , όχι μόνο τη δημόσια περιουσία αλλά και την ιδιωτική περιουσία.
Όμως η στοιχειώδη προστασία της χώρας , εκ μέρους των κυβερνήσεων της ,επιβάλει την προσπάθεια επίλυσης όλων των υπαρκτών προβλημάτων «εν οίκω» και όχι «εν δήμω», όπως πράττουν όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές ευνομούμενες πολιτείες. Τα προβλήματα διαφθοράς θα πρέπει να επιλύονται από τους αρμόδιους Διοικητικούς και Δικαστικούς μηχανισμούς της χώρας και να μην γίνονται έωλα προπαγανδιστικά επιχειρήματα στα χέρια του πολιτικού συστήματος, και με τον τρόπο αυτό να καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων.
Όλα τα παραπάνω έχουν θέσει στις ελληνικές καλένδες, πλέον, την κριτική αποτίμηση του προγράμματος δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα.
Τα πολιτικά κόμματα εξουσίας και όχι μόνο, έχουν κυριολεκτικά αποδεχτεί την ιδεολογική άποψη που στηρίζει το πρόγραμμα. Μάλιστα για μερικά από αυτά ταυτίζεται και με τη δικιά τους ιδεολογική προσέγγιση. Τα υπόλοιπα ψελλίζουν την ανάγκη ύπαρξης κάποιου σχεδίου εθνικής στρατηγικής . Εκ της μέχρι σήμερα εμπειρίας, όλα τα κατατεθειμένα σχέδια αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου (Ζάππειο 1 και 2, Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης κτλ). Ο λόγος προφανής : ουδεμία σχέση με την Πραγματικότητα , νοούμενη κυρίως ως αντικειμενικός συσχετισμός παραγωγικών δυνατοτήτων αλλά και ισχύος.
Ο πλήρης αποπροσανατολισμός της κοινωνίας από το που πραγματικά οδηγεί το συνεχιζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής , την οδηγεί ως έρμαιο σε μια πορεία χωρίς θετικές διεξόδους. Η επιμονή των δανειστών , οι ελληνικές κυβερνήσεις να αναλάβουν την ιδιοκτησία του προγράμματος , στοχεύει ακριβώς στο ξεδόντιασμα των ιδεολογικών αντιθέσεων. Μέχρι σήμερα αυτό έχει συμβεί. Και αποτελεί τη μεγαλύτερη ήττα του πολιτικού συστήματος ακόμη και από την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών. Η ανάκτηση της ιδεολογικής πρωτοβουλίας αποτελεί το ζητούμενο. Τα προβλήματα που εμφανίζει το ιδεολογικό περίβλημα της μαζικοδημοκρατικής παγκοσμιοποίησης δεν οδηγούν από μόνα τους σε επιθυμητές δημοκρατικές λύσεις. Οι διαφαινόμενες λύσεις πολύ απέχουν από κάτι τέτοιο. Επιβεβαιώνεται , σήμερα για ακόμη μια φορά, η θέση ,ότι από «ένα είναι μπορούν να παραχθούν πολλαπλά δέοντα».
ΠΗΓΗ
----------------------
Εξηγούμε:
Η ατέλειωτη χρονικά διαπραγμάτευση, έχει καταστήσει, εκ των πραγμάτων, κυρίαρχο στόχο της ελληνικής πολιτικής σκηνής το κλείσιμο της αξιολόγησης.
Σε αυτό συμβάλλουν και οι δυνάμεις της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης με τα μονότονα επαναλαμβανόμενα αιτήματα , όπως: «να κλείσει η αξιολόγηση», «γιατί δεν κλείνει η αξιολόγηση;» και όλα τα συναφή.
Η πρόθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να σύρει γραμμές αμύνης ή ακόμη να επιδιώξει την αλλαγή, σύμφωνα με την δική της αντίληψη, συγκεκριμένων αιτημάτων, αποδείχτηκε πολύ σύντομα μια απόλυτη φενάκη.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση επιμήκυνε τις συζητήσεις, σαφέστατα για να δείξει ότι διαπραγματεύεται σθεναρά, αλλά και για να καταστήσει, αυτό καθ’ αυτό, το «κλείσιμο της αξιολόγησης» επίκεντρο του πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος στην ελληνική πολιτική ζωή.
Στην παραπάνω εξήγηση θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τη σαφή έλλειψη προετοιμασίας της ελληνικής κυβέρνησης στα αιτήματα των δανειστών (ειδικά του ΔΝΤ και της Γερμανίας). Η έλλειψη προετοιμασίας, το πιθανότερο, οφείλεται , στην πεποίθηση των κυβερνητικών στελεχών, ότι τα αιτήματα αυτά δεν πρόκειται ποτέ να τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τόση επιτακτικότητα και αποφασιστικότητα, και με κάποιο τρόπο, θα τα υπερβούν χωρίς ουσιαστικά να τα αντιμετωπίσουν.
Η διαμόρφωση ενός τέτοιου περιβάλλοντος λειτουργεί καταλυτικά όχι μόνο στο να συσκοτιστούν όλα όσα αναφέρονται στο περιεχόμενο της αξιολόγησης, αλλά και να γίνει αποδεκτό το συνεχιζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, ως προς την εσωτερική του λογική, την ιδεολογική του οπτική αλλά και ως προς τους στόχους που, μέσω αυτού, έχουν τεθεί.
Με απλά λόγια, να γίνει αποδεκτό το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, ως απαιτούμενο, ορθό, και κατάλληλο για την επίλυση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή να καταστεί εμφανής η θεωρητική και ιδεολογική επικυριαρχία του ακολουθουμένου προγράμματος σε σχέση με τις εναλλακτικές θεωρητικές προσεγγίσεις για την υπέρβαση της κρίσης.
Στην πραγματικότητα , η επικυριαρχία των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών απόψεων , είναι σχεδόν απόλυτη στο επιβληθέν και εφαρμοζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στην ελληνική οικονομία. Επιβάλλει τη λογική του , όχι μόνο στα κύρια ζητήματα της οικονομικής πολιτικής (τραπεζικό σύστημα, κοινωνικό κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, αναπτυξιακή λογική κ.τ.λ) αλλά και σε όσα η σημερινή ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι αποτελούν και δικές της απόψεις και τις προβάλλει ως θετικά αφηγήματα.
Αναφέρω ως παραδείγματα τον πόλεμο κατά τις φοροδιαφυγής και της διαφθοράς , με τη συνεχή δημιουργία , πρώτον, μηχανισμών ελέγχου και δεύτερον , τη συγκρότηση αλλεπάλληλων εξεταστικών επιτροπών στη Βουλή. Επίσης μπορώ να αναφέρω ακόμη, την επέκταση των «γευμάτων» στα σχολεία ως «κοινωνική» παρέμβαση, η οποία αποτελεί ουσιαστικά «πράξη φιλανθρωπίας» όπως ακριβώς επιθυμεί το ΔΝΤ να καταστήσει το κοινωνικό κράτος. Φθάνει να μελετήσει , κανείς, προσεκτικά τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και τις διατυπωμένες θέσεις του ΔΝΤ στις εκθέσεις του για την Ελλάδα.
Ως προς το πρώτο, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ουδενός, ότι οι μηχανισμοί ελέγχου δημιουργούνται με την υπόδειξη , την καθοδήγηση και την τεχνική βοήθεια των δανειστών. Υπάρχουν δύο ζητήματα που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη : το συμβολικό, που μεταφράζεται στο ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία κυριαρχεί η φοροδιαφυγή και παράλληλα είναι ανίκανη από μόνη της (για πολιτικούς και τεχνικούς λόγους) να την καταπολεμήσει. Αυτό θέτει μια Πινακίδα στο μέτωπο της χώρας ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΗ. Και αυτό γίνεται αποδεκτό με αλαλαγμούς από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Δεν θα αναφερθώ στο τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ και στο ποιες μορφές λαμβάνει η λεγόμενη , in senso lato, διαφθορά, για να μην εκληφθεί, εκ μέρους μου, ως προσπάθεια συμψηφισμού. Οι αλλεπάλληλες προανακριτικές επιτροπές της Βουλής των Ελλήνων, που μέχρι σήμερα , αλλά θεωρώ και στο μέλλον, είναι απολύτως αναποτελεσματικές ποια εικόνα μεταφέρουν στην Ευρώπη; Σε ποιόν παρέχουν περαιτέρω επιχειρήματα;
Παράλληλα δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η συνεχής αναφορά στον πλούτο των Ελλήνων που βρίσκεται κάπου παράνομα κρυμμένος, αποτελεί ένα επιπλέον επιχείρημα των Γερμανών (Σόϊμπλε) , για την επιβολή συνεχώς νέων δημοσιονομικών μέτρων και άρνηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους. Οι Γερμανοί υπολογίζουν για την αποπληρωμή των δανείων που έχουν προσφέρει στην Ελλάδα , όχι μόνο τη δημόσια περιουσία αλλά και την ιδιωτική περιουσία.
Όμως η στοιχειώδη προστασία της χώρας , εκ μέρους των κυβερνήσεων της ,επιβάλει την προσπάθεια επίλυσης όλων των υπαρκτών προβλημάτων «εν οίκω» και όχι «εν δήμω», όπως πράττουν όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές ευνομούμενες πολιτείες. Τα προβλήματα διαφθοράς θα πρέπει να επιλύονται από τους αρμόδιους Διοικητικούς και Δικαστικούς μηχανισμούς της χώρας και να μην γίνονται έωλα προπαγανδιστικά επιχειρήματα στα χέρια του πολιτικού συστήματος, και με τον τρόπο αυτό να καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων.
Όλα τα παραπάνω έχουν θέσει στις ελληνικές καλένδες, πλέον, την κριτική αποτίμηση του προγράμματος δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα.
Τα πολιτικά κόμματα εξουσίας και όχι μόνο, έχουν κυριολεκτικά αποδεχτεί την ιδεολογική άποψη που στηρίζει το πρόγραμμα. Μάλιστα για μερικά από αυτά ταυτίζεται και με τη δικιά τους ιδεολογική προσέγγιση. Τα υπόλοιπα ψελλίζουν την ανάγκη ύπαρξης κάποιου σχεδίου εθνικής στρατηγικής . Εκ της μέχρι σήμερα εμπειρίας, όλα τα κατατεθειμένα σχέδια αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου (Ζάππειο 1 και 2, Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης κτλ). Ο λόγος προφανής : ουδεμία σχέση με την Πραγματικότητα , νοούμενη κυρίως ως αντικειμενικός συσχετισμός παραγωγικών δυνατοτήτων αλλά και ισχύος.
Ο πλήρης αποπροσανατολισμός της κοινωνίας από το που πραγματικά οδηγεί το συνεχιζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής , την οδηγεί ως έρμαιο σε μια πορεία χωρίς θετικές διεξόδους. Η επιμονή των δανειστών , οι ελληνικές κυβερνήσεις να αναλάβουν την ιδιοκτησία του προγράμματος , στοχεύει ακριβώς στο ξεδόντιασμα των ιδεολογικών αντιθέσεων. Μέχρι σήμερα αυτό έχει συμβεί. Και αποτελεί τη μεγαλύτερη ήττα του πολιτικού συστήματος ακόμη και από την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών. Η ανάκτηση της ιδεολογικής πρωτοβουλίας αποτελεί το ζητούμενο. Τα προβλήματα που εμφανίζει το ιδεολογικό περίβλημα της μαζικοδημοκρατικής παγκοσμιοποίησης δεν οδηγούν από μόνα τους σε επιθυμητές δημοκρατικές λύσεις. Οι διαφαινόμενες λύσεις πολύ απέχουν από κάτι τέτοιο. Επιβεβαιώνεται , σήμερα για ακόμη μια φορά, η θέση ,ότι από «ένα είναι μπορούν να παραχθούν πολλαπλά δέοντα».
ΠΗΓΗ
----------------------
Σχόλια