«Η ανησυχία για το μέλλον του ευρώ κορυφώνεται, καθώς τα χρέη
σιγοκαίουν Ιταλία και Ελλάδα», αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα
Αν και οι παγκόσμιες κεφαλαιαγορές ενισχύονται, η ανησυχία
στις τάξεις των επενδυτών έχει αρχίσει να χτυπάει κόκκινο, στο
ενδεχόμενο τα μακροχρόνια προβλήματα χρέος της Ιταλίας και Ελλάδας, που
σιγοβράζουν, να ασκήσουν επιπλέον πιέσεις στο ευρώ.
Την εκτίμηση αυτή διατυπώνει η αμερικανική εφημερίδα New York Times (NYT), σε δημοσίευμα στις 9 Φεβρουαρίου 2017, στην ηλεκτρονική της έκδοση.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, το τελευταίο έτος, η επιθετική αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τα ενθαρρυντικά σημάδια ανάπτυξης σε όλη την Ευρώπη βοήθησαν την Ευρωζώνη να ξεπεράσει μια σειρά από πολιτικές αναταραχές, μεταξύ των οποίων την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την απόρριψη των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων από τον λαό της Ιταλίας σε σχετικό δημοψήφισμα.
Ωστόσο, σημειώνουν οι NYT, με την κεντρική τράπεζα να αναμένεται τελικά να αποκλιμακώσει τις αγορές κυβερνητικών ομολόγων και άλλων στοιχείων, οι επενδυτές αρχίζουν πάλι να ανησυχούν σχετικά με το πώς η Ευρώπη - και ιδίως η Γερμανία - θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες πιέσεις χρέους σε Ιταλία και Ελλάδα.
Το αποτέλεσμα είναι ένα sell-off στα ευρωπαϊκά κυβερνητικά ομολόγα, καθώς τα επενδυτικά επιχειρούν να επαναξιολογήσουν τους κινδύνους που εγκυμονεί η συμπερίληψη αυτών στα χαρτοφυλάκιά τους.
Ως παράδειγμα, η αμερικανική εφημερίδα αναφέρει ότι στην Ιταλία ορισμένα hedge funds (εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού) στοιχηματίζουν άμεσα πως οι τιμές των ιταλικών ομολόγων θα καταρρεύσουν.
Το επιτόκιο της ιταλικής 10ετίας - το οποίο είναι αντιστρόφως ανάλογο της τιμής - έχει διπλασιαστεί στο 2,3% από το περασμένο φθινόπωρο.
Το επιτόκιο της ελληνικής 10ετίας έχει αυξηθεί σε 8%, από 6,7% στις αρχές του 2017.
Η αμερικανική εφημερίδα υπενθυμίζει ότι το καλοκαίρι του 2012 ο Mario Draghi, διοικητής της ΕΚΤ, δεσμεύτηκε να κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει το ευρώ, αλλά το χρέος που βαραίνει την Ιταλία και την Ελλάδα έχει έκτοτε σταδιακά επιδεινωθεί, εν μέσω στασιμότητας των οικονομικών των δύο χωρών.
Το χρέος της Ιταλίας ως προς το ΑΕΠ έχει αυξηθεί στο 133%, έναντι 123% το 2012.
Το χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε απρόβλεπτα στο 183% του ΑΕΠ, έναντι 159% του ΑΕΠ το 2012.
Αυτά τα στοιχεία υπογραμμίζουν τη σκληρή, οικονομική πραγματικότητα: Ακριβώς όπως ένας ιδιώτης θα δυσκολευτεί να πληρώσει έναν τιμωρητικό λογαριασμό μιας πιστωτικής κάρτας, αν ο μισθός του μένει σταθερός ή υποχωρεί, έτσι και μια χώρα δε μπορεί να μειώσει τον όγκο του χρέους της, αν δεν ενισχύεται η οικονομία της.
Και με την Ιταλία και την Ελλάδα να περιορίζονται από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, που θέτουν οι κανόνες του ευρώ, και να μην αναμένουν επαρκή ανάπτυξη στο μέλλον, οι εναλλακτικές επιλογές για τις δύο χώρες είναι η αναδιάρθρωση του χρέους ή η έξοδος από το κοινό νόμισμα.
«Τα κοινά ζητήματα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το υψηλό χρέος, η χαμηλή ανάπτυξη και το δυσλειτουργικό τραπεζικό σύστημα», ανέφερε ο Ashoka Mody, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, προσθέτοντας πως «τα προβλήματα αυτά, πάντως, δεν είναι μόνο προβλήματα της Ευρώπης, αλλά είναι παγκόσμια προβλήματα».
Αν και αυτά τα προβλήματα δεν αποτελούν μυστικό - ήταν η καρδιά της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη το 2010 και το 2011 - εξετάζονται περισσότερο τώρα, λόγω των εκθέσεων που βλέπουν οι traders και οι οικονομολόγοι.
Για τους επενδυτές που ενδιαφέρονται να κάνουν συγκεκριμένα στοιχήματα εναντίον της Ιταλίας, δύο εκθέσεις, που κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η χώρα είναι απίθανο να αποπληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο, έχουν τραβήξει τη μεγαλύτερη προσοχή.
Η Astellon Capital, ένα hedge fund με έδρα το Λονδίνο, υποστηρίζει σε ανάλυσή της πως κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του χρέους είναι απαραίτητη για την Ιταλία, δεδομένη της αδυναμίας της ιταλικής κυβέρνησης να μεγαλώσει.
Η έκθεση της Astellon υπογραμμίζει το γεγονός ότι το χρέος της Ιταλίας διέπεται, στον μεγαλύτερο βαθμό, από την τοπική νομοθεσία, καθώς αυτό το καθιστά πιο εύκολο να αναδιαρθρωθεί.
Όπως η Ελλάδα απέδειξε το 2011, το να διέπεται το κρατικό χρέος από τη τοπική νομοθεσία - σε αντίθεση με την βρετανική ή την αμερικανική νομοθεσία - καθιστά ευκολότερο τη συμφωνία σε όρους αναδιάρθρωσης του χρέους, που είναι προς το συμφέρον της κυβέρνησης, έναντι των διεθνών πιστωτών.
Στην έκθεση της Astellon σημειώνεται, επίσης, πως η ΕΚΤ και οι «άρρωστες» ιταλικές τράπεζες είναι οι βασικοί αγοραστές ομολόγων της ιταλικής κυβέρνησης εδώ και τρία χρόνια.
Αυτές οι αγορές έχουν οδηγήσει τις τιμές υψηλότερα και τα επιτόκια πολύ χαμηλότερα, στο 1% από 6% προηγουμένως.
Πολλοί Αμερικανοί επενδυτές αγοράζουν επίσης και για μια περίοδο τα ιταλικά ομόλογα ήταν ανάμεσα στα αγαπημένα επενδυτικά παιχνίδια για τα αμερικανικά fund που κυνηγούσαν τις αποδόσεις.
Τώρα, παρά την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, η επικρατούσα άποψη είναι πως το επιτόκιο του 2% δεν είναι επαρκές, δεδομένου του κινδύνου η Ιταλία να αναγκαστεί να προχωρήσει σε κούρεμα του χρέους της προς τους ιδιώτες - ή σε ένα πιο ακραίο σενάριο, να προχωρήσει σε έξοδο από το ευρώ.
«Υπάρχει μόνο ένας αγοραστής για αυτά τα ομόλογα και αυτός είναι η ΕΚΤ», ανέφερε ο Bernd Ondruch Astellon, στέλεχος της Astellon, στην αμερικανική εφημερίδα, προσθέτοντας πως η αντιστοιχία του κινδύνου που αναλαμβάνει ένας επενδυτής για να κρατά ιταλικά ομόλογα έναντι του πιθανού κέρδους είναι τραγική.
Η δεύτερη έκθεση που τραβά τα επενδυτική βλέμματα είναι αυτή της Mediobanca, μιας ιταλικής επενδυτικής τράπεζας.
Όπως και η αντίστοιχη της Astellon, η έκθεση της Mediobanca υπογραμμίζει το πόσο λίγο η Ιταλία έχει ωφεληθεί από το ευρώ: Η ανάπτυξη είναι σχεδόν μηδενική και η ανταγωνιστικότητα της ιταλικής οικονομίας ως εξαγωγέας έχει επιδεινωθεί.
Στο μεταξύ, το χρέος της Ιταλίας έχει γιγαντωθεί, με μόνο την Ελλάδα να πληρώνει περισσότερα στους πιστωτές της, ως ποσοστό επί της ευρύτερης οικονομίας (6,1% για την Ελλάδα, έναντι 5,5% της Ιταλίας).
Σύμφωνα με την έκθεση της Mediobanca, μια εθελοντική αναδιάρθρωση του χρέους, το σενάριο της εξόδου από το ευρώ (Italexit) ή ένας συνδυασμός των δύο θα αρχίσουν να θεωρούνται πιθανά στις τάξεις των επενδυτών, δεδομένης της έλλειψης ανάπτυξης ή/και της σημαντικής ασυνέχειας των μακροοικονομικών πολιτικών στην Ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα την πολυαναμενόμενη ανάλυσή του για τις προκλήσεις που ακόμα αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.
Η έκθεση βρέθηκε στο επίκεντρο μιας έντονης διαφωνίας μεταξύ του Ταμείου και της Ευρώπης, σχετικά με το τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να μπει ξανά σε τροχιά.
Το Ταμείο υποστηρίζει πως, επιπροσθέτως των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να παράσχουν στην Ελλάδα ελάφρυνση χρέους, ώστε να καταφέρει η οικονομία της χώρας να ανακάμψει πλήρως.
«Η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητας και η βιωσιμότητα του χρέους δεν έχουν ανακάμψει», συμπεραίνει το Ταμείο στην αξιολόγησή του - ένα ισχυρό κατηγορητήριο δεδομένου ότι έχουν περάσει πλέον επτά χρόνια από το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας.
Οι Ευρωπαίοι, και ιδίως η Γερμανία, έχουν απορρίψει αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας πως η ελληνική οικονομία βελτιώνεται και ότι, εφόσον οι δαπάνες είναι αυστηρές, η κυβέρνηση θα καταφέρει να αποπληρώσει τα χρέη της.
Εντούτοις, σημειώνει η NYT, ο Marcello Minenna, οικονομολόγος και εις εκ των συντακτών της έκθεσης της Mediobanca, η διαμάχη μεταξύ της Ευρώπης και του ΔΝΤ «χάνει το δάσος».
Σύμφωνα με όσα αυτός και οι συνάδελφοί του γράφουν στην έκθεσή τους, είναι μια ιστορική αδυναμία των φτωχότερων χωρών στο νομισματικό μπλοκ να αναπτυχθούν και αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους, που βρίσκεται στις ρίζες του συνεχιζόμενου προβλήματος για τα ιταλικά και ελληνικά ομόλογα.
«Αυτές οι χώρες δεν αναπτύσσονται, λόγω της έλλειψης επενδύσεων - είναι σαν ποντίκια σε φάκα», ανέφερε ο Minenna, προσθέτοντας πως «χωρίς σημαντικές αναδιαρθρώσεις στην Ευρωζώνη, δεν υπάρχει τίποτα που να γίνεται υπό αυτούς τους κανόνες».
www.bankingnews.gr
Την εκτίμηση αυτή διατυπώνει η αμερικανική εφημερίδα New York Times (NYT), σε δημοσίευμα στις 9 Φεβρουαρίου 2017, στην ηλεκτρονική της έκδοση.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, το τελευταίο έτος, η επιθετική αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τα ενθαρρυντικά σημάδια ανάπτυξης σε όλη την Ευρώπη βοήθησαν την Ευρωζώνη να ξεπεράσει μια σειρά από πολιτικές αναταραχές, μεταξύ των οποίων την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την απόρριψη των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων από τον λαό της Ιταλίας σε σχετικό δημοψήφισμα.
Ωστόσο, σημειώνουν οι NYT, με την κεντρική τράπεζα να αναμένεται τελικά να αποκλιμακώσει τις αγορές κυβερνητικών ομολόγων και άλλων στοιχείων, οι επενδυτές αρχίζουν πάλι να ανησυχούν σχετικά με το πώς η Ευρώπη - και ιδίως η Γερμανία - θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες πιέσεις χρέους σε Ιταλία και Ελλάδα.
Το αποτέλεσμα είναι ένα sell-off στα ευρωπαϊκά κυβερνητικά ομολόγα, καθώς τα επενδυτικά επιχειρούν να επαναξιολογήσουν τους κινδύνους που εγκυμονεί η συμπερίληψη αυτών στα χαρτοφυλάκιά τους.
Ως παράδειγμα, η αμερικανική εφημερίδα αναφέρει ότι στην Ιταλία ορισμένα hedge funds (εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού) στοιχηματίζουν άμεσα πως οι τιμές των ιταλικών ομολόγων θα καταρρεύσουν.
Το επιτόκιο της ιταλικής 10ετίας - το οποίο είναι αντιστρόφως ανάλογο της τιμής - έχει διπλασιαστεί στο 2,3% από το περασμένο φθινόπωρο.
Το επιτόκιο της ελληνικής 10ετίας έχει αυξηθεί σε 8%, από 6,7% στις αρχές του 2017.
Η αμερικανική εφημερίδα υπενθυμίζει ότι το καλοκαίρι του 2012 ο Mario Draghi, διοικητής της ΕΚΤ, δεσμεύτηκε να κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει το ευρώ, αλλά το χρέος που βαραίνει την Ιταλία και την Ελλάδα έχει έκτοτε σταδιακά επιδεινωθεί, εν μέσω στασιμότητας των οικονομικών των δύο χωρών.
Το χρέος της Ιταλίας ως προς το ΑΕΠ έχει αυξηθεί στο 133%, έναντι 123% το 2012.
Το χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε απρόβλεπτα στο 183% του ΑΕΠ, έναντι 159% του ΑΕΠ το 2012.
Αυτά τα στοιχεία υπογραμμίζουν τη σκληρή, οικονομική πραγματικότητα: Ακριβώς όπως ένας ιδιώτης θα δυσκολευτεί να πληρώσει έναν τιμωρητικό λογαριασμό μιας πιστωτικής κάρτας, αν ο μισθός του μένει σταθερός ή υποχωρεί, έτσι και μια χώρα δε μπορεί να μειώσει τον όγκο του χρέους της, αν δεν ενισχύεται η οικονομία της.
Και με την Ιταλία και την Ελλάδα να περιορίζονται από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, που θέτουν οι κανόνες του ευρώ, και να μην αναμένουν επαρκή ανάπτυξη στο μέλλον, οι εναλλακτικές επιλογές για τις δύο χώρες είναι η αναδιάρθρωση του χρέους ή η έξοδος από το κοινό νόμισμα.
«Τα κοινά ζητήματα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το υψηλό χρέος, η χαμηλή ανάπτυξη και το δυσλειτουργικό τραπεζικό σύστημα», ανέφερε ο Ashoka Mody, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, προσθέτοντας πως «τα προβλήματα αυτά, πάντως, δεν είναι μόνο προβλήματα της Ευρώπης, αλλά είναι παγκόσμια προβλήματα».
Αν και αυτά τα προβλήματα δεν αποτελούν μυστικό - ήταν η καρδιά της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη το 2010 και το 2011 - εξετάζονται περισσότερο τώρα, λόγω των εκθέσεων που βλέπουν οι traders και οι οικονομολόγοι.
Για τους επενδυτές που ενδιαφέρονται να κάνουν συγκεκριμένα στοιχήματα εναντίον της Ιταλίας, δύο εκθέσεις, που κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η χώρα είναι απίθανο να αποπληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο, έχουν τραβήξει τη μεγαλύτερη προσοχή.
Η Astellon Capital, ένα hedge fund με έδρα το Λονδίνο, υποστηρίζει σε ανάλυσή της πως κάποιας μορφής αναδιάρθρωση του χρέους είναι απαραίτητη για την Ιταλία, δεδομένη της αδυναμίας της ιταλικής κυβέρνησης να μεγαλώσει.
Η έκθεση της Astellon υπογραμμίζει το γεγονός ότι το χρέος της Ιταλίας διέπεται, στον μεγαλύτερο βαθμό, από την τοπική νομοθεσία, καθώς αυτό το καθιστά πιο εύκολο να αναδιαρθρωθεί.
Όπως η Ελλάδα απέδειξε το 2011, το να διέπεται το κρατικό χρέος από τη τοπική νομοθεσία - σε αντίθεση με την βρετανική ή την αμερικανική νομοθεσία - καθιστά ευκολότερο τη συμφωνία σε όρους αναδιάρθρωσης του χρέους, που είναι προς το συμφέρον της κυβέρνησης, έναντι των διεθνών πιστωτών.
Στην έκθεση της Astellon σημειώνεται, επίσης, πως η ΕΚΤ και οι «άρρωστες» ιταλικές τράπεζες είναι οι βασικοί αγοραστές ομολόγων της ιταλικής κυβέρνησης εδώ και τρία χρόνια.
Αυτές οι αγορές έχουν οδηγήσει τις τιμές υψηλότερα και τα επιτόκια πολύ χαμηλότερα, στο 1% από 6% προηγουμένως.
Πολλοί Αμερικανοί επενδυτές αγοράζουν επίσης και για μια περίοδο τα ιταλικά ομόλογα ήταν ανάμεσα στα αγαπημένα επενδυτικά παιχνίδια για τα αμερικανικά fund που κυνηγούσαν τις αποδόσεις.
Τώρα, παρά την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, η επικρατούσα άποψη είναι πως το επιτόκιο του 2% δεν είναι επαρκές, δεδομένου του κινδύνου η Ιταλία να αναγκαστεί να προχωρήσει σε κούρεμα του χρέους της προς τους ιδιώτες - ή σε ένα πιο ακραίο σενάριο, να προχωρήσει σε έξοδο από το ευρώ.
«Υπάρχει μόνο ένας αγοραστής για αυτά τα ομόλογα και αυτός είναι η ΕΚΤ», ανέφερε ο Bernd Ondruch Astellon, στέλεχος της Astellon, στην αμερικανική εφημερίδα, προσθέτοντας πως η αντιστοιχία του κινδύνου που αναλαμβάνει ένας επενδυτής για να κρατά ιταλικά ομόλογα έναντι του πιθανού κέρδους είναι τραγική.
Η δεύτερη έκθεση που τραβά τα επενδυτική βλέμματα είναι αυτή της Mediobanca, μιας ιταλικής επενδυτικής τράπεζας.
Όπως και η αντίστοιχη της Astellon, η έκθεση της Mediobanca υπογραμμίζει το πόσο λίγο η Ιταλία έχει ωφεληθεί από το ευρώ: Η ανάπτυξη είναι σχεδόν μηδενική και η ανταγωνιστικότητα της ιταλικής οικονομίας ως εξαγωγέας έχει επιδεινωθεί.
Στο μεταξύ, το χρέος της Ιταλίας έχει γιγαντωθεί, με μόνο την Ελλάδα να πληρώνει περισσότερα στους πιστωτές της, ως ποσοστό επί της ευρύτερης οικονομίας (6,1% για την Ελλάδα, έναντι 5,5% της Ιταλίας).
Σύμφωνα με την έκθεση της Mediobanca, μια εθελοντική αναδιάρθρωση του χρέους, το σενάριο της εξόδου από το ευρώ (Italexit) ή ένας συνδυασμός των δύο θα αρχίσουν να θεωρούνται πιθανά στις τάξεις των επενδυτών, δεδομένης της έλλειψης ανάπτυξης ή/και της σημαντικής ασυνέχειας των μακροοικονομικών πολιτικών στην Ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα την πολυαναμενόμενη ανάλυσή του για τις προκλήσεις που ακόμα αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.
Η έκθεση βρέθηκε στο επίκεντρο μιας έντονης διαφωνίας μεταξύ του Ταμείου και της Ευρώπης, σχετικά με το τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να μπει ξανά σε τροχιά.
Το Ταμείο υποστηρίζει πως, επιπροσθέτως των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να παράσχουν στην Ελλάδα ελάφρυνση χρέους, ώστε να καταφέρει η οικονομία της χώρας να ανακάμψει πλήρως.
«Η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητας και η βιωσιμότητα του χρέους δεν έχουν ανακάμψει», συμπεραίνει το Ταμείο στην αξιολόγησή του - ένα ισχυρό κατηγορητήριο δεδομένου ότι έχουν περάσει πλέον επτά χρόνια από το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας.
Οι Ευρωπαίοι, και ιδίως η Γερμανία, έχουν απορρίψει αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας πως η ελληνική οικονομία βελτιώνεται και ότι, εφόσον οι δαπάνες είναι αυστηρές, η κυβέρνηση θα καταφέρει να αποπληρώσει τα χρέη της.
Εντούτοις, σημειώνει η NYT, ο Marcello Minenna, οικονομολόγος και εις εκ των συντακτών της έκθεσης της Mediobanca, η διαμάχη μεταξύ της Ευρώπης και του ΔΝΤ «χάνει το δάσος».
Σύμφωνα με όσα αυτός και οι συνάδελφοί του γράφουν στην έκθεσή τους, είναι μια ιστορική αδυναμία των φτωχότερων χωρών στο νομισματικό μπλοκ να αναπτυχθούν και αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους, που βρίσκεται στις ρίζες του συνεχιζόμενου προβλήματος για τα ιταλικά και ελληνικά ομόλογα.
«Αυτές οι χώρες δεν αναπτύσσονται, λόγω της έλλειψης επενδύσεων - είναι σαν ποντίκια σε φάκα», ανέφερε ο Minenna, προσθέτοντας πως «χωρίς σημαντικές αναδιαρθρώσεις στην Ευρωζώνη, δεν υπάρχει τίποτα που να γίνεται υπό αυτούς τους κανόνες».
www.bankingnews.gr
Σχόλια