Αντιμέτωπη με την «τέλεια καταιγίδα» βρίσκεται η Ευρώπη

Πώς η ρητορική των ΗΠΑ και η άνοδος των εθνικιστών απειλούν τις πολιτικές και οικονομικές δομές που δημιούργησε η Ευρώπη μετά τον β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γεωστρατηγική εικόνα και τα συμφέροντα των παικτών. Η Ελλάδα και ο κίνδυνος μετάστασης.
Αντιμέτωπη με την «τέλεια καταιγίδα» βρίσκεται η Ευρώπη
Για μια ακόμα φορά, τα σύννεφα μαζεύονται πάνω απ’ την ευρωζώνη. Τους επόμενους μήνες, γεγονότα σε Ευρώπη και ΗΠΑ θα απειλήσουν τη συνέχειά της. Η Γερμανία, ο μεγαλύτερος πολιτικός και οικονομικός «παίκτης» στην Ευρώπη, θα προσπαθήσει να κρατήσει ενωμένο το μπλοκ. Όμως η κρίση ίσως είναι πολύ μεγάλη για να μπορέσει να τη χειριστεί το Βερολίνο, ιδιαίτερα αφού κάποιοι από τους εμπλεκόμενους παράγοντες θεωρούν τη Γερμανία μέρος του προβλήματος, και όχι μέρος της λύσης.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πρόσφατα χαρακτήρισε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «ένα όχημα για τη Γερμανία». Ο Τραμπ και μέλη της κυβέρνησής του υποστηρίζουν πως η βιομηχανία της Γερμανίας έχει ωφεληθεί σημαντικά από την εισαγωγή του ευρώ γύρω στο 2000. Το «δώρο» για τη Γερμανία, σύμφωνα με το επιχείρημά τους, είναι πως το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα είναι πιο αδύναμο απ’ ότι θα ήταν το γερμανικό μάρκο. Το αποτέλεσμα είναι οι γερμανικές εξαγωγές να είναι πιο ανταγωνιστικές. Ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που επικρίνει το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, που είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο. Είναι όμως ο πρώτος που άφησε να εννοηθεί πως οι ΗΠΑ μπορεί να λάβουν αντίμετρα κατά των γερμανικών εξαγωγών.
Κάποιοι από τους εταίρους της Γερμανίας στην ευρωζώνη έχουν επίσης κατηγορήσει τη χώρα ότι εξάγει υπερβολικά πολύ και εισάγει υπερβολικά λίγο, κατάσταση που οδηγεί σε χαμηλή ανεργία στη Γερμανία και υψηλή ανεργία σε άλλες χώρες της νομισματικής ένωσης. Οι κατηγορίες τους, όμως, δεν επικεντρώνονται στην αξία του ευρώ (που ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), αλλά στη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική του Βερολίνου, που περιορίζει την εγχώρια κατανάλωση και περιορίζει τη διάθεση των Γερμανών για εισαγωγές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν ζητήσει από τη Γερμανία να αυξήσει τις επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές και να αυξήσει τους μισθούς των Γερμανών εργαζομένων.

Αντιμετωπίζοντας το Γερμανικό Ζήτημα

Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι όχημα για τη Γερμανία, όμως για λόγους πολύ πέραν του εμπορίου. Πολλές από τις σημερινές πολιτικές και οικονομικές δομές της Ευρώπης σχεδιάστηκαν για να επιλύσουν το ζήτημα του ρόλου της Γερμανίας στην Ευρώπη. Καθώς βρίσκεται στο κέντρο της Βόρειας Ευρωπαϊκής Πεδιάδας, την μεγαλύτερη περιοχή στην Ευρώπη που δεν έχει βουνά, η Γερμανία δεν διαθέτει ξεκάθαρα σύνορα. Αυτό σημαίνει πως μπορεί εύκολα οι γείτονές της από τα ανατολικά και τα δυτικά να εισβάλουν, γεγονός που παραδοσιακά δίνει στους Γερμανούς ηγέτες μια αίσθηση συνεχούς ανασφάλειας.
Επιπλέον, πριν την ένωση της χώρας τη δεκαετία του 1870, οι Γερμανοί δεν είχαν πολλά κοινά μεταξύ τους, πέραν της γλώσσας τους. Η θέση τους στην «καρδιά» των εμπορικών δρόμων στην Κεντρική Ευρώπη και η πρόσβασή τους σε πολλούς πλοηγήσιμους ποταμούς, επέτρεψε στους Γερμανούς να αναπτύξουν πολλά οικονομικά κέντρα.
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που κυβερνούσε τα Γερμανικά εδάφη, κράτησε 10 αιώνες ακριβώς επειδή ο αυτοκράτορας είχε περιορισμένη επιρροή στις υποθέσεις των εκατοντάδων πολιτικών οντοτήτων που αποτελούσαν την αυτοκρατορία. Βλέποντας μια ισχυρή, ενωμένη Γερμανία τον 21ο αιώνα, είναι ευκολότερο να ξεχάσουμε πως η χώρα είχε παραδοσιακά ισχυρές περιφερειακές ταυτότητες και ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις που ενεργούσαν κατά της εθνικής ενότητας.
Από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, οι Γερμανοί ηγέτες προσπάθησαν να λύσουν τα γεωπολιτικά προβλήματα της χώρας μέσω πολέμου, με καταστροφικές συνέπειες για τη Γερμανία αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία δημιούργησε ένα ομοσπονδιακό σύστημα όπου ο πλούτος διανέμεται μεταξύ των κρατών, υπό την εποπτεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Αυτό συνδυάστηκε με ένα συντεχνιακό οικονομικό μοντέλο που ενσωματώνει τις οικονομικές ελίτ στην δομή της ηγεσίας και ένα ισχυρό κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που αποτρέπει τις κοινωνικές αναταραχές. Ολόκληρη αυτή η κοινωνικο-πολιτική δομή βασίζεται σε ένα οικονομικό μοντέλο που εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές.
Σε μεγάλο βαθμό, οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί επιβλήθηκαν στη Γερμανία. Μια αδύναμη και υπό κατοχή Δυτική Γερμανία είδε την συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (τον προκάτοχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ως έναν τρόπο να επιστρέψει ειρηνικά στη διεθνή κοινότητα μετά από δυο παγκόσμιους πολέμους.
Η πολιτική και οικονομική ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης ήταν στην πραγματικότητα Γαλλική ιδέα, που «ενθαρρύνθηκε» κατόπιν μεγάλων πιέσεων από τις ΗΠΑ. Μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, η δημιουργία της ευρωζώνης ακολούθησε παρόμοιο μοτίβο. Το Παρίσι είδε την εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος ως έναν τρόπο για να δέσει τη Γαλλία και τη Γερμανία τόσο στενά, που θα ήταν αδύνατον να υπάρξει ένας άλλος πόλεμος μεταξύ των δυο χωρών. Τότε, η ιδέα ενός ακόμα Γαλλο-Γερμανικού πολέμου δεν φαίνονταν τόσο παρατραβηγμένη όσο τώρα, και σε μεγάλο βαθμό η απώλεια του γερμανικού μάρκου ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει η Γερμανία για την επανένωση.

Λύνοντας προβλήματα και δημιουργώντας νέα

Η οικονομική και πολιτική ενοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στη Γερμανία να πετύχει κάποιους από τους βασικούς γεωπολιτικούς της στόχους. Μείωσε την πιθανότητα ενός ακόμα πολέμου στη Βόρεια Ευρωπαϊκή Πεδιάδα δημιουργώντας μια συν-ηγεσία της Ηπείρου με τη Γαλλία. Ακόμα και αφού η γαλλική οικονομία άρχισε να δείχνει σημάδια αποσύνθεσης, το Βερολίνο φρόντισε να συνεχίσει το Παρίσι να εμπλέκεται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση άνοιξε επίσης αγορές, από την Πορτογαλία μέχρι τη Ρουμανία, και από τη Φινλανδία μέχρι την Κύπρο, για τις γερμανικές εξαγωγές. Όλα αυτά έγιναν δυνατά την ώρα που η συμμετοχή της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ κράτησε σε μέτριο επίπεδο τις αμυντικές δαπάνες του Βερολίνου.
Όμως, η έλευση του ευρώ στέρησε κάποιους από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας τη δυνατότητα να υποτιμήσουν τα νομίσματά τους για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τον γείτονά τους στα βόρεια. Εκείνη την περίοδο, το «παζάρι» φαίνονταν δίκαιο, αφού οι Μεσογειακές χώρες της Ευρώπης ξαφνικά μπόρεσαν να εκδώσουν χρέος με επιτόκια της Βόρειας Ευρώπης, κάτι που έκαναν με ενθουσιασμό. Η πρόσβαση στο φθηνό χρέος έκανε πολλές χώρες της ευρωζώνης να καθυστερήσουν την εισαγωγή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις όλο και λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες τους.
Το ευρώ μπορεί να μην ήταν ιδέα της Γερμανίας, όμως το Βερολίνο φρόντισε να μην απειλεί τα συμφέροντά του. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημιουργήθηκε στα πρότυπα της Bundesbank, με αποστολή τον χαμηλό πληθωρισμό (μια Γερμανική εμμονή μετά τον υπερπληθωρισμό της δεκαετίας του 1920) και χωρίς κάποια συγκεκριμένη εντολή να προωθεί την οικονομική ανάπτυξη.
Η ευρωζώνη δημιουργήθηκε ως μια νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική ένωση. Δεν δημιουργήθηκε κανένας μηχανισμός για μεταφορά πόρων από τον πλούσιο βορρά της Ευρώπης στον σχετικά φτωχότερο νότο, ή για τον διαμοιρασμό του ρίσκου μεταξύ των χρηματοπιστωτικών κλάδων τους. Για να αποδεχθούν μεγαλύτερο διαμοιρασμό του ρίσκου, οι χώρες του βορρά απαιτούν οι νότιες χώρες να παραδώσουν παντελώς τη δημοσιονομική τους πολιτική στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Αυτό είναι κάτι που χώρες όπως η Ελλάδα θα μπορούσαν να πιεστούν να αποδεχθούν, όμως είναι απαράδεκτο για χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία.

Η «τέλεια καταιγίδα»

Αυτές οι ελλείψεις έγιναν εμφανείς την τελευταία δεκαετία. Η οικονομική κρίση της Ευρώπης και τα μέτρα λιτότητας που την ακολούθησαν, οδήγησαν στην ανάδυση εθνικιστικών, λαϊκιστικών και αντισυστημικών πολιτικών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη. Κάποιες από αυτές επικρίνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ άλλες θέλουν να ξεφορτωθούν την ευρωζώνη. Η οικονομική κάμψη στη Γαλλία και την Ιταλία άφησε τη Γερμανία χωρίς αξιόπιστους εταίρους για να επανασχεδιάσει τη ΕΕ ή την ευρωζώνη.
Κάθε χρόνος της τελευταίας δεκαετίας ήταν ένα τεστ για την ανθεκτικότητα της ευρωζώνης, όμως το 2017 θα μπορούσε να είναι η χρονιά που η επιβίωση του μπλοκ θα τεθεί σε κίνδυνο. Η Γαλλία διενεργεί προεδρικές εκλογές σε δυο γύρους τον Απρίλιο και τον Μάιο. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το Εθνικό Μέτωπο, που έχει υποσχεθεί να διενεργήσει δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της Γαλλίας στην ευρωζώνη, θα κερδίσει τον πρώτο γύρο, όμως θα ηττηθεί στον δεύτερο.
Το δημοψήφισμα για το Brexit και οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές, όμως, έδειξαν πως οι δημοσκοπήσεις κάποιες φορές αποτυγχάνουν να εντοπίσουν τις βαθιές κοινωνικές τάσεις που οδηγούν τα λαϊκιστικά κινήματα.


Επιπλέον, ένα σκάνδαλο που ήρθε πρόσφατα στο φως και αφορά στον βασικό υποψήφιο των συντηρητικών για την προεδρία, τον Φρανσουά Φιγιόν, έχει βλάψει την εικόνα του. Αν η κεντροδεξιά αποτύχει να φτάσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών, τότε θα είναι διαθέσιμοι εκατομμύρια συντηρητικών ψηφοφόρων. Κάποιοι πιθανότατα θα στρέφονταν στα κεντρώα κόμματα, ελκυόμενοι από την υπόσχεσή τους για οικονομική μεταρρύθμιση. Όμως πολλοί θα πήγαιναν στην ακροδεξιά, σαγηνευμένοι από τις προτάσεις για αύξηση της ασφάλειας, επιβολή αυστηρότερων κανόνων για τη μετανάστευση και αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας της Γαλλίας. Μια νίκη της υποψήφιας της ακροδεξιάς –μια άμεση απειλή για την επιβίωση της ευρωζώνης- δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Στην Ιταλία, τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα, καθώς δυο από τα τρία δημοφιλέστερα πολιτικά κόμματα θέλουν αποχώρηση από την ευρωζώνη. Οι ιταλοί βουλευτές χρησιμοποιούν την ανάγκη για μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου της χώρας ως πρόφαση για να καθυστερήσουν τις εκλογές. Όμως ακόμα και αν η Βουλή τελειώσει τη θητεία της στις αρχές του 2018, η Ιταλική απειλή για την ευρωζώνη απλώς θα καθυστερήσει, δεν θα αποτραπεί.
Σε αντίθεση με τη Γαλλία, όπου το σύστημα των δυο εκλογικών γύρων σχεδιάστηκε ώστε να αποτραπεί η άνοδος στην εξουσία των ακραίων κομμάτων, το αναλογικό σύστημα της Ιταλία σημαίνει πως οι ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις έχουν πραγματική ευκαιρία να μπουν στην κυβέρνηση. Και ασχέτως του αποτελέσματος των εκλογών, το τεράστιο δημόσιο χρέος της Ιταλίας (που είναι γύρω στο 130% του ΑΕΠ, το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη μετά το Ελληνικό) θα παραμείνει ωρολογιακή βόμβα για τη νομισματική ένωση.
Η ανακοίνωση και μόνον ενός δημοψηφίσματος για τη συμμετοχή στην ευρωζώνη σε Γαλλία ή Ιταλία θα μπορούσε να είναι αρκετή για να επισπεύσει την κατάρρευση της νομισματικής ένωσης. Μια μαζική φυγή καταθέσεων από τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης θα μπορούσε να σημειωθεί πριν καν διενεργηθεί το δημοψήφισμα, αν ο κόσμος φοβούνταν πως οι καταθέσεις του θα μπορούσαν να μετατραπούν σε εθνικό νόμισμα.
Ο κόσμος σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία ή η Πορτογαλία θα μπορούσε να μεταφέρει τις καταθέσεις του σε «καταφύγια» στη Βόρεια Ευρώπη, ευελπιστώντας να πάρει Γερμανικά μάρκα αντί για Ιταλικές λίρες, Ισπανικές πεσέτες ή Πορτογαλικά εσκούδος.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο καθώς το ελληνικό «σίριαλ» δεν έχει ακόμα τελειώσει. Οι πιστωτές της Ελλάδας συζητούν αν οι όροι του προγράμματος διάσωσης είναι ρεαλιστικοί και αν θα πρέπει να υπάρξει ελάφρυνση χρέους για την Αθήνα. Μετά από δέκα χρόνια κρίσης και τρία διεθνή προγράμματα διάσωσης, η Αθήνα εξακολουθεί να είναι κίνδυνος για την ευρωζώνη.
Η βασική ανησυχία δεν είναι αυτό καθ’ αυτό το χρέος της Ελλάδας, διότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια θεσμικών πιστωτών όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και τα ταμεία διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σημαίνει ότι η Ελληνική χρεοκοπία μπορεί να περιοριστεί. Το πρόβλημα είναι πως μια έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα μπορούσε να οδηγήσει σε μετάσταση που θα έβλαπτε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Κάποιοι υποστηρίζουν πως η ευρωζώνη θα ήταν ισχυρότερη χωρίς την Ελλάδα, όμως το τίμημα του να ανακαλυφθεί αν αυτό ισχύει ή όχι, θα μπορούσε να είναι υπερβολικά υψηλό.
Αν στη Γαλλία ή την Ιταλία επικρατήσουν οι ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις, ή αν η Ελλάδα επισπεύσει μια ακόμα κρίση στην ευρωζώνη, τότε η ενστικτώδης αντίδραση της Γερμανίας θα ήταν να επιζητήσει κάποιον διακανονισμό με τους εταίρους της στη νομισματική ένωση για να προστατεύσει το status quo. Όμως, αναλόγως του μεγέθους της κρίσης, οι αξιωματούχοι στο Βερολίνο θα μπορούσαν να αναγκαστούν να κάνουν προετοιμασίες για έναν κόσμο μετά την ευρωζώνη.
Αυτό θα περιελάμβανε την επιστροφή στο Γερμανικό μάρκο ή, όπως προτείνουν ορισμένοι Γερμανοί οικονομολόγοι, τη δημιουργία κάποιου είδους «βόρειας ευρωζώνης» με την Αυστρία και την Ολλανδία. Όμως μια στρατηγική που έχει λογική από οικονομική άποψη, θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη από γεωπολιτική άποψη, αφού οποιαδήποτε κίνηση για απομάκρυνση της Γερμανίας από τη Γαλλία «κρύβει» το «μικρόβιο» μιας μελλοντικής σύγκρουσης των δύο. Ό,τι και αν κάνει το Βερολίνο, θα πρέπει να διασφαλίσει πως οι πολιτικοί δεσμοί του με το Παρίσι θα παραμείνουν όσο το δυνατόν ισχυρότεροι. Η Γερμανία πάει σε γενικές εκλογές τον Σεπτέμβριο και τα γεγονότα τους προηγούμενους έξι μήνες θα έχουν άμεση επίπτωση στις εκλογικές στρατηγικές των βασικών πολιτικών κομμάτων.

Μια εύθραυστη ευρωζώνη

Οι απειλές για την ευρωζώνη θα ήταν πιο εύκολο να γίνουν ανεκτές από τη Γερμανία αν τα πράγματα ήταν ήρεμα στις ΗΠΑ. Όμως, η ρητορική προστατευτισμού του Τραμπ ενθαρρύνει τις εθνικιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη. Η επικεφαλής του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λε Πεν, έχει μάλιστα καυχηθεί ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έχει αντιγράψει προτάσεις που έκανε η ίδια πριν από πέντε χρόνια.
Η καταιγίδα που έρχεται στην ευρωζώνη δεν είναι απαραίτητο ότι θα την καταστρέψει. Η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει να αποφύγει έναν εμπορικό πόλεμο με τους συμμάχους της στην Ευρώπη. Οι μετριοπαθείς δυνάμεις θα μπορούσαν να κερδίσουν στις γενικές εκλογές σε Γαλλία και Ιταλία, και η Ελλάδα και οι πιστωτές της θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια ακόμα συμφωνία τις τελευταίας στιγμής. Όμως το γεγονός πως η ευρωζώνη έχει φτάσει σε σημείο όπου ολόκληρο το σύστημα μπορεί να καταρρεύσει λόγω μιας εκλογικής αναμέτρησης, μιας διαπραγμάτευσης για διάσωση ή λόγω μέτρων που λαμβάνει μια ξένη κυβέρνηση, λέει πολλά για την ευθραυστότητά της.
Ακόμα και αν το καταστροφικό σενάριο αποτραπεί το 2017, η ανακούφιση μπορεί να κρατήσει μόνο μέχρι τις επόμενες εκλογές. Στην Ευρώπη, όπως και στις ΗΠΑ, υπάρχουν εκατομμύρια ψηφοφόροι που αισθάνονται ότι τα υποτιθέμενα οφέλη της παγκοσμιοποίησης δεν τους έχουν αγγίξει και που πιστεύουν πως τα οικονομικά τους προβλήματα θα μπορούσαν να λυθούν αν μπει τέλος στην ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών –στις αρχές δηλαδή πάνω στις οποίες χτίστηκε η Ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η ρητορική της αμερικανικής κυβέρνησης και η άνοδος των εθνικιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη αποτελούν θεμελιώδη απειλή για μια οικονομία που εξαρτάται από τις εξαγωγές, όπως η Γερμανική. Απειλούν επίσης τη συνέχεια όχι μόνο της ευρωζώνης, αλλά, αναλόγως του πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα, και πολλές από τις πολιτικές και οικονομικές δομές που δημιούργησε η Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Η υπερεθνική ευρωζώνη είναι ένα μισοχτισμένο σπίτι σε μια γειτονιά όπου η εθνική κυριαρχία έχει διαβρωθεί άλλα δεν έχει σβήσει τελείως.
Το μη συμβιβάσιμο του διλήμματος αυτού θα μπορούσε να οδηγήσει τη νομισματική ένωση από τον σημερινό κατακερματισμό της, στην ξεκάθαρη διάλυση.

Σχόλια