Η άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να παραμείνει στην Ε.Ε. και η εκλογική νίκη του Τραμπ δείχνουν έναν κόσμο που αναποδογύρισε, καθώς φαίνεται να εξάντλησε τις ψευδαισθήσεις που τον έτρεφαν για έναν αιώνα. Είναι μια εποχή απόλυτης αβεβαιότητας και ακριβώς γι αυτό δυνητικά και πολύ γόνιμη.
Η φρενίτιδα για την άμεση υλοποίηση ενός κόσμου χωρίς σύνορα, o θόρυβος που γίνεται για τη συνεχή υποτίμηση της σημασίας των εθνικών κρατών στο όνομα του ελεύθερου επιχειρείν και η σχεδόν θρησκευτική βεβαιότητα πως η κοινωνία όλου του πλανήτη στο τέλος θα συναποτελέσει ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο οικονομικό, χρηματιστικό και πολιτισμικό πεδίο, κατέρρευσαν προκαλώντας το βουβό δέος των φιλο-παγκοσμιοποιητικών ελίτ του κόσμου.
Η άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να παραμείνει στην Ε.Ε. – το σημαντικότερο σχέδιο ενοποίησης κρατών της τελευταίας εκατονταετίας – και η εκλογική νίκη του Τραμπ – που διακήρυξε την επιστροφή στον οικονομικό προστατευτισμό, ανήγγειλε την απόρριψη των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και υποσχέθηκε την οικοδόμηση γιγάντιων συνοριακών τειχών –, διέλυσαν τις μεγαλύτερες και πιο επιτυχημένες φιλελεύθερες ψευδαισθήσεις της εποχής μας.
Το ότι όλα αυτά προέρχονται από δύο κράτη που, εδώ και 35 χρόνια, φορώντας τις πολεμικές τους πανοπλίες, διακηρύσσανε την έλευση του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης σαν την αναπόφευκτη μοίρα της ανθρωπότητας, μας δείχνει έναν κόσμο που αναποδογύρισε, ή, ακόμη χειρότερα, που εξάντλησε τις ψευδαισθήσεις που τον έτρεφαν για έναν αιώνα.
Είναι γεγονός πως η παγκοσμιοποίηση – σαν στόχος και αφήγηση, γιατί τέτοια είναι –, σαν ιδεολογικός ορίζοντας ικανός να καναλιζάρει τις συλλογικές ελπίδες προς μια ενιαία προοπτική που θα μπορούσε να υλοποιήσει κάθε προσδοκία ευζωίας, διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια. Και σήμερα δεν έχει πάρει τη θέση της κανένα παγκόσμιο όραμα που να συναρθρώνει τις κοινές ελπίδες. Αυτό που έχουμε είναι μόνο μια φοβισμένη αναδίπλωση εντός των συνόρων του καθένα, και μια επιστροφή σε ένα είδος πρωτόγονης πολιτικής, που τρέφεται από ξενοφοβία, μπροστά σε έναν κόσμο που δεν ανήκει πλέον σε κανέναν.
[…]Η ιστορία χωρίς τέλος ή πεπρωμένο
Σήμερα, ενώ σκάνε τα τελευταία πυροτεχνήματα της μεγάλης γιορτής του
«τέλους της ιστορίας», φαίνεται πως όποιος βγήκε νικητής – η
νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση– πέθανε αφήνοντας τον κόσμο χωρίς σκοπό ή
νικηφόρο ορίζοντα, δηλαδή χωρίς κανέναν ορίζοντα.
Ο Τραμπ δεν είναι ο μπόγιας της πανηγυρικής ιδεολογίας του ελεύθερου επιχειρείν, αλλά ο θεσμικός γιατρός στον οποίο πέφτει το καθήκον να επισημοποιήσει τον παράνομο θάνατο.
Τα πρώτα σοβαρά παραπατήματα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης φανερώνονται στις αρχές του 21ου αιώνα στη Λατινική Αμερική, όταν εργάτες, προλετάριοι των πόλεων και εξεγερμένοι ιθαγενείς αρνούνται τη δήθεν νομοτέλεια του τέλους της ιστορίας και συσπειρώνονται για να πάρουν την κρατική εξουσία. Συγκροτώντας κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και μαζικές δράσεις, οι προοδευτικές και επαναστατικές κυβερνήσεις συγκροτούν μια ποικιλία μετα-νεοφιλελεύθερων επιλογών, αποδεικνύοντας πως η ελεύθερη αγορά είναι μια οικονομική διαστροφή, που είναι εφικτό να αντικατασταθεί από μορφές οικονομικής διαχείρισης πολύ πιο αποτελεσματικές για τη μείωση της φτώχειας, για τη δημιουργία ισότητας και για την ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Με τον τρόπο αυτό το «τέλος της ιστορίας» αρχίζει να φαίνεται σαν μια παράξενη παγκόσμια απάτη και ξανά ο τροχός της ιστορίας – με τις αμέτρητες αντιφάσεις και τα προβλήματα του – ξαναρχίζει να γυρίζει.
Στη συνέχεια, το 2009, στις ΗΠΑ το μέχρι τότε υποτιμημένο Κράτος, που είχε γίνει αντικείμενο χλευασμού θεωρούμενο σαν εμπόδιο για το ελεύθερο επιχειρείν, χρησιμοποιείται σαν μαγικό μαντζούνι από τον Ομπάμα, προκειμένου να κρατικοποιήσει εν μέρει τις τράπεζες και να σώσει από τη χρεωκοπία τους τραπεζίτες.
Η επιχειρηματική αποτελεσματικότητα, σπονδυλική στήλη της νεοφιλελεύθερης αποδόμησης του κράτους, γίνεται σκόνη λόγω της αδυναμίας της να διαχειριστεί τις αποταμιεύσεις των πολιτών.
Στη συνέχεια έρχεται η κάμψη της παγκόσμιας οικονομίας αλλά, ιδιαίτερα, του εμπορίου των εξαγωγών. Στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών ενώ αυτό είχε διπλασιαστεί σε σχέση με το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ, μετά το 2012 μετά βίας κατορθώνει να το φθάσει. Μετά το 2015 είναι πλέον πολύ μικρότερο από αυτό, έτσι ώστε η απελευθέρωση των αγορών δεν αποτελεί πλέον την ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας ούτε την «απόδειξη» του ανίκητου της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας.
Τέλος, οι Άγγλοι και Βορειοαμερικανοί εκλογείς κάνουν να γύρει η εκλογική ζυγαριά προς μια επιστροφή στα προστατευτικά κράτη – κι αν είναι μπορετό προικισμένα με τείχη –, και κάνουν ορατή την αδυναμία, πλανητικών πλέον διαστάσεων, αντιμετώπισης της καταστροφής της οικονομικής κατάστασης της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, που έχει προκαλέσει η ελεύθερη παγκόσμια αγορά.
Σήμερα η παγκοσμιοποίηση δεν εμφανίζεται πια σαν ο παράδεισος των λαϊκών προσδοκιών ή η υλοποίηση της επιθυμητής οικογενειακής ευημερίας. Οι ίδιες χώρες, τα ίδια κοινωνικά στρώματα που ανέμιζαν τις σημαίες της στις προηγούμενες δεκαετίες μετατράπηκαν στους πιο ορκισμένους αντιπάλους της. Έχουμε μπροστά μας τον θάνατο μιας από τις μεγαλύτερες ιδεολογικές απάτες των τελευταίων αιώνων.
Ωστόσο καμιά κοινωνική ματαίωση δεν μένει χωρίς τιμωρία. Υπάρχει ένα ηθικό κόστος που τη στιγμή αυτή δεν φωτίζει άμεσες εναλλακτικές, – αυτό είναι το δύσβατο μονοπάτι της πραγματικότητας – αλλά αντίθετα τις αποκλείει τουλάχιστον για την ώρα. Είναι γεγονός ότι, στον θάνατο της παγκοσμιοποίησης σαν συλλογικό φαντασιακό, δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα μια εναλλακτική ικανή να προσελκύσει και να προσανατολίσει την επιθυμία και την ελπίδα για καλύτερη ζωή που θα κινητοποιούσαν τους πληγέντες λαούς
Η παγκοσμιοποίηση σαν πολιτική ιδεολογία, θριάμβευσε πάνω στα ερείπια του ηττημένου Κρατικού Σοσιαλισμού, δηλαδή, της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής, του μοναδικού κόμματος και στη σχεδιασμένη οικονομία από τα πάνω. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 έκανε εμφανή αυτήν τη συνθηκολόγηση. Κι έτσι στο συλλογικό φαντασιακό του πλανήτη απέμεινε μόνο ένας δρόμος, μόνο ένα παγκόσμιο πεπρωμένο.
Αυτά που συμβαίνουν σήμερα δείχνουν ωστόσο πως και αυτό το πεπρωμένο που περιστασιακά θριάμβευσε, πέφτει, ξεψυχάει.
Δηλαδή η ανθρωπότητα μένει χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική, χωρίς βεβαιότητες. Όμως δεν πρόκειται για το «τέλος της ιστορίας» – όπως προέβλεπαν οι νεοφιλελεύθεροι – αλλά το τέλος του «τέλους της ιστορίας». Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ιστορία.
Αυτό που σήμερα έχει απομείνει στις καπιταλιστικές χώρες είναι μια αδράνεια, μια έλλειψη πεποιθήσεων που όμως δεν παραπλανά, ένας σωρός από σάπιες ψευδαισθήσεις, και για μερικούς απολιθωμένους γραφιάδες, η νοσταλγία της αποτυχημένης παγκοσμιοποίησης που δεν φωτίζει τη μοίρα τους πια. Κι έτσι, με την ήττα του Κρατικού Σοσιαλισμού και την αυτοκτονία του νεοφιλελευθερισμού, ο κόσμος μένει χωρίς προοπτική, χωρίς μέλλον, χωρίς κινούσες ιδέες.
Είναι μια εποχή απόλυτης αβεβαιότητας, όπου, όπως προμηνούσε εύστοχα ο Σαίξπηρ «κάθε τι στερεό διαλύεται στον αέρα». Όμως ακριβώς γι αυτό, είναι και μια δυνητικά πολύ γόνιμη εποχή, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν κληρονομημένες σιγουριές στις οποίες να μπορούμε να γαντζωθούμε για να βάλουμε σε τάξη τον κόσμο. Τέτοιες σιγουριές οφείλουμε να οικοδομήσουμε με τα χαοτικά σωματίδια αυτού του νέου κοσμικού νεφελώματος που άφησε πίσω του το τέλος των περασμένων αφηγημάτων.
Ποιο θα είναι το καινούριο μέλλον που θα βάλει σε λειτουργία τα κοινωνικά πάθη; Αδύνατον να το προβλέψουμε με σιγουριά. Όλες οι εκδοχές είναι πιθανές, ακόμη και το «τίποτα» που κληρονομήσαμε. Τα κοινά αγαθά, ο κοινοτισμός, ο κομμουνισμός, είναι ορισμένες από αυτές τις πιθανότητες που μπορούν να γεννηθούν από τη συγκεκριμένη δράση των ανθρώπων, που εμπεριέχονται στην αδιάρρηκτη μεταβολική τους σχέση με τη φύση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία που να μπορεί να αφήσει στην άκρη την ελπίδα. Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που να μην εγγράφεται σε έναν ορίζοντα, κι εμείς είμαστε σήμερα υποχρεωμένοι να οικοδομήσουμε έναν τέτοιο ορίζοντα – προοπτική.
Αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων και αυτό το κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε ένα νέο μέλλον, διαφορετικό από τον παραπαίοντα καπιταλισμό που μόλις απώλεσε την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Ο Τραμπ δεν είναι ο μπόγιας της πανηγυρικής ιδεολογίας του ελεύθερου επιχειρείν, αλλά ο θεσμικός γιατρός στον οποίο πέφτει το καθήκον να επισημοποιήσει τον παράνομο θάνατο.
Τα πρώτα σοβαρά παραπατήματα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης φανερώνονται στις αρχές του 21ου αιώνα στη Λατινική Αμερική, όταν εργάτες, προλετάριοι των πόλεων και εξεγερμένοι ιθαγενείς αρνούνται τη δήθεν νομοτέλεια του τέλους της ιστορίας και συσπειρώνονται για να πάρουν την κρατική εξουσία. Συγκροτώντας κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και μαζικές δράσεις, οι προοδευτικές και επαναστατικές κυβερνήσεις συγκροτούν μια ποικιλία μετα-νεοφιλελεύθερων επιλογών, αποδεικνύοντας πως η ελεύθερη αγορά είναι μια οικονομική διαστροφή, που είναι εφικτό να αντικατασταθεί από μορφές οικονομικής διαχείρισης πολύ πιο αποτελεσματικές για τη μείωση της φτώχειας, για τη δημιουργία ισότητας και για την ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Με τον τρόπο αυτό το «τέλος της ιστορίας» αρχίζει να φαίνεται σαν μια παράξενη παγκόσμια απάτη και ξανά ο τροχός της ιστορίας – με τις αμέτρητες αντιφάσεις και τα προβλήματα του – ξαναρχίζει να γυρίζει.
Στη συνέχεια, το 2009, στις ΗΠΑ το μέχρι τότε υποτιμημένο Κράτος, που είχε γίνει αντικείμενο χλευασμού θεωρούμενο σαν εμπόδιο για το ελεύθερο επιχειρείν, χρησιμοποιείται σαν μαγικό μαντζούνι από τον Ομπάμα, προκειμένου να κρατικοποιήσει εν μέρει τις τράπεζες και να σώσει από τη χρεωκοπία τους τραπεζίτες.
Η επιχειρηματική αποτελεσματικότητα, σπονδυλική στήλη της νεοφιλελεύθερης αποδόμησης του κράτους, γίνεται σκόνη λόγω της αδυναμίας της να διαχειριστεί τις αποταμιεύσεις των πολιτών.
Στη συνέχεια έρχεται η κάμψη της παγκόσμιας οικονομίας αλλά, ιδιαίτερα, του εμπορίου των εξαγωγών. Στη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών ενώ αυτό είχε διπλασιαστεί σε σχέση με το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ, μετά το 2012 μετά βίας κατορθώνει να το φθάσει. Μετά το 2015 είναι πλέον πολύ μικρότερο από αυτό, έτσι ώστε η απελευθέρωση των αγορών δεν αποτελεί πλέον την ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας ούτε την «απόδειξη» του ανίκητου της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας.
Τέλος, οι Άγγλοι και Βορειοαμερικανοί εκλογείς κάνουν να γύρει η εκλογική ζυγαριά προς μια επιστροφή στα προστατευτικά κράτη – κι αν είναι μπορετό προικισμένα με τείχη –, και κάνουν ορατή την αδυναμία, πλανητικών πλέον διαστάσεων, αντιμετώπισης της καταστροφής της οικονομικής κατάστασης της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, που έχει προκαλέσει η ελεύθερη παγκόσμια αγορά.
Σήμερα η παγκοσμιοποίηση δεν εμφανίζεται πια σαν ο παράδεισος των λαϊκών προσδοκιών ή η υλοποίηση της επιθυμητής οικογενειακής ευημερίας. Οι ίδιες χώρες, τα ίδια κοινωνικά στρώματα που ανέμιζαν τις σημαίες της στις προηγούμενες δεκαετίες μετατράπηκαν στους πιο ορκισμένους αντιπάλους της. Έχουμε μπροστά μας τον θάνατο μιας από τις μεγαλύτερες ιδεολογικές απάτες των τελευταίων αιώνων.
Ωστόσο καμιά κοινωνική ματαίωση δεν μένει χωρίς τιμωρία. Υπάρχει ένα ηθικό κόστος που τη στιγμή αυτή δεν φωτίζει άμεσες εναλλακτικές, – αυτό είναι το δύσβατο μονοπάτι της πραγματικότητας – αλλά αντίθετα τις αποκλείει τουλάχιστον για την ώρα. Είναι γεγονός ότι, στον θάνατο της παγκοσμιοποίησης σαν συλλογικό φαντασιακό, δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα μια εναλλακτική ικανή να προσελκύσει και να προσανατολίσει την επιθυμία και την ελπίδα για καλύτερη ζωή που θα κινητοποιούσαν τους πληγέντες λαούς
Η παγκοσμιοποίηση σαν πολιτική ιδεολογία, θριάμβευσε πάνω στα ερείπια του ηττημένου Κρατικού Σοσιαλισμού, δηλαδή, της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής, του μοναδικού κόμματος και στη σχεδιασμένη οικονομία από τα πάνω. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 έκανε εμφανή αυτήν τη συνθηκολόγηση. Κι έτσι στο συλλογικό φαντασιακό του πλανήτη απέμεινε μόνο ένας δρόμος, μόνο ένα παγκόσμιο πεπρωμένο.
Αυτά που συμβαίνουν σήμερα δείχνουν ωστόσο πως και αυτό το πεπρωμένο που περιστασιακά θριάμβευσε, πέφτει, ξεψυχάει.
Δηλαδή η ανθρωπότητα μένει χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική, χωρίς βεβαιότητες. Όμως δεν πρόκειται για το «τέλος της ιστορίας» – όπως προέβλεπαν οι νεοφιλελεύθεροι – αλλά το τέλος του «τέλους της ιστορίας». Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ιστορία.
Αυτό που σήμερα έχει απομείνει στις καπιταλιστικές χώρες είναι μια αδράνεια, μια έλλειψη πεποιθήσεων που όμως δεν παραπλανά, ένας σωρός από σάπιες ψευδαισθήσεις, και για μερικούς απολιθωμένους γραφιάδες, η νοσταλγία της αποτυχημένης παγκοσμιοποίησης που δεν φωτίζει τη μοίρα τους πια. Κι έτσι, με την ήττα του Κρατικού Σοσιαλισμού και την αυτοκτονία του νεοφιλελευθερισμού, ο κόσμος μένει χωρίς προοπτική, χωρίς μέλλον, χωρίς κινούσες ιδέες.
Είναι μια εποχή απόλυτης αβεβαιότητας, όπου, όπως προμηνούσε εύστοχα ο Σαίξπηρ «κάθε τι στερεό διαλύεται στον αέρα». Όμως ακριβώς γι αυτό, είναι και μια δυνητικά πολύ γόνιμη εποχή, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν κληρονομημένες σιγουριές στις οποίες να μπορούμε να γαντζωθούμε για να βάλουμε σε τάξη τον κόσμο. Τέτοιες σιγουριές οφείλουμε να οικοδομήσουμε με τα χαοτικά σωματίδια αυτού του νέου κοσμικού νεφελώματος που άφησε πίσω του το τέλος των περασμένων αφηγημάτων.
Ποιο θα είναι το καινούριο μέλλον που θα βάλει σε λειτουργία τα κοινωνικά πάθη; Αδύνατον να το προβλέψουμε με σιγουριά. Όλες οι εκδοχές είναι πιθανές, ακόμη και το «τίποτα» που κληρονομήσαμε. Τα κοινά αγαθά, ο κοινοτισμός, ο κομμουνισμός, είναι ορισμένες από αυτές τις πιθανότητες που μπορούν να γεννηθούν από τη συγκεκριμένη δράση των ανθρώπων, που εμπεριέχονται στην αδιάρρηκτη μεταβολική τους σχέση με τη φύση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία που να μπορεί να αφήσει στην άκρη την ελπίδα. Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που να μην εγγράφεται σε έναν ορίζοντα, κι εμείς είμαστε σήμερα υποχρεωμένοι να οικοδομήσουμε έναν τέτοιο ορίζοντα – προοπτική.
Αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων και αυτό το κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε ένα νέο μέλλον, διαφορετικό από τον παραπαίοντα καπιταλισμό που μόλις απώλεσε την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Σχόλια