Σύμφωνα με τη Eurostat, από
τις πέντε υπερχρεωμένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ιρλανδία,
Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρο και Ελλάδα) που έχουν υποβληθεί σε
«σταθεροποιητικά προγράμματα» κατά την επταετία 2010-2016, είτε υπό
στενή ευρωπαϊκή επιτήρηση είτε αυτοβούλως, όπως η Ισπανία, οι τέσσερις
έχουν ήδη εξέλθει από την ύφεση και μόνον η χώρα μας παραμένει εντός
αυτής.
Κατά την επίμαχη επταετία, η Ελλάδα κατέγραψε σωρευτική απώλεια εθνικού εισοδήματος 31%, ενώ αντιθέτως η Ιρλανδία αύξησε το εθνικό της εισόδημα κατά 31%, η Ισπανία κατά 3,8%, η Πορτογαλία κατά 3,4% και η Κύπρος έχει ήδη σταθεροποιήσει το δικό της.
Κι ακόμη, κατά την τελευταία τριετία, 2014-2016, ενώ η Ελλάδα καταγράφει συρρίκνωση του εθνικού της εισοδήματος κατά 2,4%, η Ισπανία σημειώνει συνολική αύξηση κατά 8,3%, η Πορτογαλία κατά 10,6%, η Ιρλανδία κατά 25,6% και η Κύπρος κινείται σε θετικούς ρυθμούς. Γιατί άραγε η χώρα μας παραμένει σε κατάσταση σοκ, ενώ οι άλλες ομόλογες και ομοιοπαθείς φαίνεται να το έχουν ξεπεράσει;
Ο Γερμανός Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητος (ΕΣΜ), διατυπώνει πρόσφατα αυτή την απορία σε συνέντευξή του στην ισπανική εφημερίδα El Mundo και ταυτόχρονα σπεύδει ο ίδιος να απαντήσει.
Η κυριότερη αιτία για την ελληνική καθυστέρηση στην ανάκαμψη είναι, κατά τον Γερμανό αξιωματούχο, το μεγαλύτερο μέγεθος των ελληνικών προβλημάτων, όπως και οι σχετικές αδυναμίες των ελληνικών κυβερνήσεων.
Τα προγράμματα λιτότητας, διαβεβαιώνει, είναι αναγκαία για τη σταθεροποίηση ελλειμματικών χωρών, χωρίς να διανοείται καν ότι, εάν η λιτότητα επιβάλλεται σε όλες, θα έπρεπε τουλάχιστον αυτή να εφαρμόζεται με την αναλογούσα κατά περίπτωση δοσολογία και με την προϋπόθεση ότι εξ αυτής δεν πλήττεται η εξίσου αναγκαία ανάκαμψη.
Εάν γίνει δεκτό ότι από την αρχή της επταετίας η Ελλάδα είχε τις μεγαλύτερες στρεβλώσεις, πώς άραγε αυτό συμβιβάζεται με το ότι κατά την προηγηθείσα περίοδο 2000-2008 η χώρα μας μαζί με την Ιρλανδία και τη Νότια Ευρώπη κατέγραφαν τους υψηλότερους στην ευρωζώνη ρυθμούς ανάπτυξης και συσσώρευσης πάγιου κεφαλαίου;
Μήπως τα μεγάλα ελλείμματα και οι ανισορροπίες δεν οφείλονται τόσο στις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά απλώς στην υπερεπέκτασή της, στην υπερσυσσώρευση επενδύσεων και κεφαλαίου; Στον «χορό υπερεπενδύσεων», στον οποίο φυσικά οι Ελληνες μισθωτοί και συνταξιούχοι δεν συμμετείχαν ούτε καν ως θεατές;
Πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διαπιστώνει ότι τα προγράμματα προσαρμογής κατά την περίοδο 2010-2014 είχαν άμεση συνέπεια τη δραματική περικοπή της ελληνικής εσωτερικής αγοράς κατά 40%, ενώ στις Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία η συρρίκνωση ήταν μόνον 10%.
Εάν σ’ αυτό προστεθεί και η τριετία 2014-2016, η συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς στην Ελλάδα υπερβαίνει το 50%, ενώ στις ομοιοπαθείς της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αντί συρρίκνωσης σημειώνεται επέκταση της εσωτερικής ζήτησης, πράγμα που αποτελεί και τον μοχλό για τη σημειούμενη ανάκαμψη σε αυτές.
Στην Ελλάδα, κατά την επίμαχη επταετία, οι μισθοί και συντάξεις περικόπηκαν κατά 50%, ενώ αυτό δεν συνέβη σε καμιά από τις ομοιοπαθείς χώρες, στις οποίες οι μισθοί και συντάξεις αυξήθηκαν, όπως στην Ισπανία, ή δεν περικόπηκαν περισσότερο από 10%, όπως στην Ιρλανδία.
Οι βίαιες περικοπές εισοδημάτων και η υπερφορολόγηση στην Ελλάδα στάθηκαν οι κύριες αιτίες για την κατάρρευση όχι μόνον της εσωτερικής αγοράς, αλλά και των τραπεζικών καταθέσεων, δεδομένου ότι οι φορολογούμενοι αναπληρώνουν τις απώλειες εισοδήματος αντλώντας από τις αποταμιεύσεις τους.
Παράλληλα, η αιφνιδιαστική συρρίκνωση εισοδημάτων και εσωτερικής αγοράς έχει συμπαρασύρει στην Ελλάδα τη δραματική κατάρρευση των κάθε είδους νέων επενδύσεων και του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, ο οποίος το 2016 έχει απολέσει 97% του επιπέδου του 2008. Στην Ισπανία, η απώλεια επενδύσεων κατά την αυτή περίοδο ήταν 27,6%, στην Ιρλανδία 42%, στην Πορτογαλία 34%.
Στην ίδια μελέτη της, η ΕΚΤ σημειώνει χαρακτηριστικά για την Ελλάδα ότι «ουδέποτε σε καιρό ειρήνης έλαβε χώρα τέτοια αναπροσαρμογή προς τα κάτω στο βιωτικό επίπεδο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και οι βαρύτερες συρρικνώσεις εσωτερικής αγοράς στην παγκόσμια οικονομική ιστορία ουδέποτε είχαν ξεπεράσει το 7% με 10%».
Εάν μέχρι σήμερα διαιωνίζεται ο εγκλωβισμός της χώρας μας σε συνθήκες «κλινικού θανάτου», αυτό δεν οφείλεται τόσο στις αρχικές παθογένειες, που οπωσδήποτε υπήρχαν προ του 2009, όσο κυρίως στην καταστροφική και οπωσδήποτε αλυσιτελή διαχείρισή τους, που αυταρχικά επιβλήθηκε από δανειστές και εταίρους από το 2010.
Ακόμη μία φορά, το φάρμακο αποδείχθηκε φρικτότερο από την ασθένεια. Και αν υποτεθεί ότι κάποτε ο ασθενής θεραπεύεται, κινδυνεύει τότε να βρεθεί σε πλήρη αδυναμία να επιστρέψει στη ζωή. Στην Ελλάδα επελέγη ως θεραπευτική μέθοδος η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση», με αποτέλεσμα τη νέκρωση της εσωτερικής αγοράς και της οικονομίας.
Δεν ελήφθη καμιά μέριμνα για τη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας σε θετικές επιδόσεις, έστω και σε κατώτερα επίπεδα, με αποτέλεσμα η χώρα να έχει εγκλωβιστεί σε υφεσιακό φαύλο κύκλο που δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία και δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης, ενώ παράλληλα τα αρχικά προβλήματά της δεν βελτιώνονται, αλλά συνεχώς επιδεινώνονται.
Το δημόσιο χρέος από 115% του ΑΕΠ το 2010, σήμερα έχει φτάσει στο 185%. Και σε απόλυτα μεγέθη δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται: από 299 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009 σε 320 δισ. το 2016.
Για την επιδείνωση της οικονομίας κατά την τελευταία επταετία, ο Γερμανός αξιωματούχος ενοχοποιεί το μέγεθος του ελληνικού προβλήματος και την ανεπαρκή τήρηση από τις ελληνικές κυβερνήσεις των συμφωνιών με τους δανειστές και εταίρους.
Ωστόσο, όσο μεγάλο και εάν ήταν το αρχικό ελληνικό πρόβλημα, θα όφειλε η πρόσφορη διαχείρισή του να το ελαφρύνει και όχι να το επιδεινώνει. Εξάλλου, εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις της επταετίας διακρίθηκαν για κάτι, δεν ήταν διόλου για πλημμελή τήρηση των συμφωνηθέντων με τους δανειστές, αλλά αντίθετα για την πρόθυμη και πιστή εφαρμογή τους.
Εάν μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν ανακάμπτει, αλλά συνεχίζει την πτωτική πορεία της, δεν είναι επειδή δήθεν δεν εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα, αλλά αντίθετα επειδή τα εφαρμόζει και με υποδειγματικό τρόπο. Μαρτυρούν γι’ αυτό 1,3 εκατομμύριο άνεργοι που απώλεσαν τις θέσεις τους εξαιτίας της εφαρμογής προγραμμάτων που υποτίθεται διασώζουν τη χώρα από την πτώχευση.
Οταν το κόστος εργασίας αποβαίνει μοναδική και αποκλειστική «μεταβλητή προσαρμογής», ολόκληρο το βάρος της διάσωσης επιρρίπτεται στον κόσμο της εργασίας με περικοπές εισοδημάτων, εκτίναξη της ανεργίας και υπερφορολόγηση. Η οικονομία «εξυγιαίνεται» μεταθέτοντας το κόστος της «εξυγίανσής» της στις οικογένειες μισθωτών και συνταξιούχων.
Ομως έτσι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι «εξυγιαίνεται», η ίδια καταποντίζεται σε υποβιβασμένο επίπεδο λειτουργίας και χωρίς κίνητρα για σοβαρή ανάκαμψη.
Για τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία, που δεν έχει παρόμοια στην Ευρώπη, η ευθύνη προσάπτεται βεβαίως στους αρχιτέκτονες της μακάβριας ελληνικής συνταγής, αλλά και όχι λιγότερο στις ελληνικές κυβερνήσεις της επταετίας, οι οποίες όχι μόνο δεν ανέδειξαν επαρκώς τις καταστροφικές συνέπειές της, αλλά και σπεύδουν μέχρι σήμερα να διαβεβαιώνουν ότι με την υποδειγματική και σχολαστική τήρησή της ανοίγει ο δρόμος για τις αγορές και την επιστροφή της ανάπτυξης.
Πηγή
Κατά την επίμαχη επταετία, η Ελλάδα κατέγραψε σωρευτική απώλεια εθνικού εισοδήματος 31%, ενώ αντιθέτως η Ιρλανδία αύξησε το εθνικό της εισόδημα κατά 31%, η Ισπανία κατά 3,8%, η Πορτογαλία κατά 3,4% και η Κύπρος έχει ήδη σταθεροποιήσει το δικό της.
Κι ακόμη, κατά την τελευταία τριετία, 2014-2016, ενώ η Ελλάδα καταγράφει συρρίκνωση του εθνικού της εισοδήματος κατά 2,4%, η Ισπανία σημειώνει συνολική αύξηση κατά 8,3%, η Πορτογαλία κατά 10,6%, η Ιρλανδία κατά 25,6% και η Κύπρος κινείται σε θετικούς ρυθμούς. Γιατί άραγε η χώρα μας παραμένει σε κατάσταση σοκ, ενώ οι άλλες ομόλογες και ομοιοπαθείς φαίνεται να το έχουν ξεπεράσει;
Ο Γερμανός Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητος (ΕΣΜ), διατυπώνει πρόσφατα αυτή την απορία σε συνέντευξή του στην ισπανική εφημερίδα El Mundo και ταυτόχρονα σπεύδει ο ίδιος να απαντήσει.
Η κυριότερη αιτία για την ελληνική καθυστέρηση στην ανάκαμψη είναι, κατά τον Γερμανό αξιωματούχο, το μεγαλύτερο μέγεθος των ελληνικών προβλημάτων, όπως και οι σχετικές αδυναμίες των ελληνικών κυβερνήσεων.
Τα προγράμματα λιτότητας, διαβεβαιώνει, είναι αναγκαία για τη σταθεροποίηση ελλειμματικών χωρών, χωρίς να διανοείται καν ότι, εάν η λιτότητα επιβάλλεται σε όλες, θα έπρεπε τουλάχιστον αυτή να εφαρμόζεται με την αναλογούσα κατά περίπτωση δοσολογία και με την προϋπόθεση ότι εξ αυτής δεν πλήττεται η εξίσου αναγκαία ανάκαμψη.
Εάν γίνει δεκτό ότι από την αρχή της επταετίας η Ελλάδα είχε τις μεγαλύτερες στρεβλώσεις, πώς άραγε αυτό συμβιβάζεται με το ότι κατά την προηγηθείσα περίοδο 2000-2008 η χώρα μας μαζί με την Ιρλανδία και τη Νότια Ευρώπη κατέγραφαν τους υψηλότερους στην ευρωζώνη ρυθμούς ανάπτυξης και συσσώρευσης πάγιου κεφαλαίου;
Μήπως τα μεγάλα ελλείμματα και οι ανισορροπίες δεν οφείλονται τόσο στις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά απλώς στην υπερεπέκτασή της, στην υπερσυσσώρευση επενδύσεων και κεφαλαίου; Στον «χορό υπερεπενδύσεων», στον οποίο φυσικά οι Ελληνες μισθωτοί και συνταξιούχοι δεν συμμετείχαν ούτε καν ως θεατές;
Πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διαπιστώνει ότι τα προγράμματα προσαρμογής κατά την περίοδο 2010-2014 είχαν άμεση συνέπεια τη δραματική περικοπή της ελληνικής εσωτερικής αγοράς κατά 40%, ενώ στις Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία η συρρίκνωση ήταν μόνον 10%.
Εάν σ’ αυτό προστεθεί και η τριετία 2014-2016, η συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς στην Ελλάδα υπερβαίνει το 50%, ενώ στις ομοιοπαθείς της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αντί συρρίκνωσης σημειώνεται επέκταση της εσωτερικής ζήτησης, πράγμα που αποτελεί και τον μοχλό για τη σημειούμενη ανάκαμψη σε αυτές.
Στην Ελλάδα, κατά την επίμαχη επταετία, οι μισθοί και συντάξεις περικόπηκαν κατά 50%, ενώ αυτό δεν συνέβη σε καμιά από τις ομοιοπαθείς χώρες, στις οποίες οι μισθοί και συντάξεις αυξήθηκαν, όπως στην Ισπανία, ή δεν περικόπηκαν περισσότερο από 10%, όπως στην Ιρλανδία.
Οι βίαιες περικοπές εισοδημάτων και η υπερφορολόγηση στην Ελλάδα στάθηκαν οι κύριες αιτίες για την κατάρρευση όχι μόνον της εσωτερικής αγοράς, αλλά και των τραπεζικών καταθέσεων, δεδομένου ότι οι φορολογούμενοι αναπληρώνουν τις απώλειες εισοδήματος αντλώντας από τις αποταμιεύσεις τους.
Παράλληλα, η αιφνιδιαστική συρρίκνωση εισοδημάτων και εσωτερικής αγοράς έχει συμπαρασύρει στην Ελλάδα τη δραματική κατάρρευση των κάθε είδους νέων επενδύσεων και του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, ο οποίος το 2016 έχει απολέσει 97% του επιπέδου του 2008. Στην Ισπανία, η απώλεια επενδύσεων κατά την αυτή περίοδο ήταν 27,6%, στην Ιρλανδία 42%, στην Πορτογαλία 34%.
Στην ίδια μελέτη της, η ΕΚΤ σημειώνει χαρακτηριστικά για την Ελλάδα ότι «ουδέποτε σε καιρό ειρήνης έλαβε χώρα τέτοια αναπροσαρμογή προς τα κάτω στο βιωτικό επίπεδο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και οι βαρύτερες συρρικνώσεις εσωτερικής αγοράς στην παγκόσμια οικονομική ιστορία ουδέποτε είχαν ξεπεράσει το 7% με 10%».
Εάν μέχρι σήμερα διαιωνίζεται ο εγκλωβισμός της χώρας μας σε συνθήκες «κλινικού θανάτου», αυτό δεν οφείλεται τόσο στις αρχικές παθογένειες, που οπωσδήποτε υπήρχαν προ του 2009, όσο κυρίως στην καταστροφική και οπωσδήποτε αλυσιτελή διαχείρισή τους, που αυταρχικά επιβλήθηκε από δανειστές και εταίρους από το 2010.
Ακόμη μία φορά, το φάρμακο αποδείχθηκε φρικτότερο από την ασθένεια. Και αν υποτεθεί ότι κάποτε ο ασθενής θεραπεύεται, κινδυνεύει τότε να βρεθεί σε πλήρη αδυναμία να επιστρέψει στη ζωή. Στην Ελλάδα επελέγη ως θεραπευτική μέθοδος η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση», με αποτέλεσμα τη νέκρωση της εσωτερικής αγοράς και της οικονομίας.
Δεν ελήφθη καμιά μέριμνα για τη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας σε θετικές επιδόσεις, έστω και σε κατώτερα επίπεδα, με αποτέλεσμα η χώρα να έχει εγκλωβιστεί σε υφεσιακό φαύλο κύκλο που δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία και δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη υπερχρεωμένη χώρα της Ευρώπης, ενώ παράλληλα τα αρχικά προβλήματά της δεν βελτιώνονται, αλλά συνεχώς επιδεινώνονται.
Το δημόσιο χρέος από 115% του ΑΕΠ το 2010, σήμερα έχει φτάσει στο 185%. Και σε απόλυτα μεγέθη δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται: από 299 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009 σε 320 δισ. το 2016.
Για την επιδείνωση της οικονομίας κατά την τελευταία επταετία, ο Γερμανός αξιωματούχος ενοχοποιεί το μέγεθος του ελληνικού προβλήματος και την ανεπαρκή τήρηση από τις ελληνικές κυβερνήσεις των συμφωνιών με τους δανειστές και εταίρους.
Ωστόσο, όσο μεγάλο και εάν ήταν το αρχικό ελληνικό πρόβλημα, θα όφειλε η πρόσφορη διαχείρισή του να το ελαφρύνει και όχι να το επιδεινώνει. Εξάλλου, εάν οι ελληνικές κυβερνήσεις της επταετίας διακρίθηκαν για κάτι, δεν ήταν διόλου για πλημμελή τήρηση των συμφωνηθέντων με τους δανειστές, αλλά αντίθετα για την πρόθυμη και πιστή εφαρμογή τους.
Εάν μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν ανακάμπτει, αλλά συνεχίζει την πτωτική πορεία της, δεν είναι επειδή δήθεν δεν εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα, αλλά αντίθετα επειδή τα εφαρμόζει και με υποδειγματικό τρόπο. Μαρτυρούν γι’ αυτό 1,3 εκατομμύριο άνεργοι που απώλεσαν τις θέσεις τους εξαιτίας της εφαρμογής προγραμμάτων που υποτίθεται διασώζουν τη χώρα από την πτώχευση.
Οταν το κόστος εργασίας αποβαίνει μοναδική και αποκλειστική «μεταβλητή προσαρμογής», ολόκληρο το βάρος της διάσωσης επιρρίπτεται στον κόσμο της εργασίας με περικοπές εισοδημάτων, εκτίναξη της ανεργίας και υπερφορολόγηση. Η οικονομία «εξυγιαίνεται» μεταθέτοντας το κόστος της «εξυγίανσής» της στις οικογένειες μισθωτών και συνταξιούχων.
Ομως έτσι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι «εξυγιαίνεται», η ίδια καταποντίζεται σε υποβιβασμένο επίπεδο λειτουργίας και χωρίς κίνητρα για σοβαρή ανάκαμψη.
Για τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία, που δεν έχει παρόμοια στην Ευρώπη, η ευθύνη προσάπτεται βεβαίως στους αρχιτέκτονες της μακάβριας ελληνικής συνταγής, αλλά και όχι λιγότερο στις ελληνικές κυβερνήσεις της επταετίας, οι οποίες όχι μόνο δεν ανέδειξαν επαρκώς τις καταστροφικές συνέπειές της, αλλά και σπεύδουν μέχρι σήμερα να διαβεβαιώνουν ότι με την υποδειγματική και σχολαστική τήρησή της ανοίγει ο δρόμος για τις αγορές και την επιστροφή της ανάπτυξης.
Πηγή
Σχόλια