Λαϊκισμός vs Καθεστωτικού Αντιλαϊκισμού ή πως ο Λαϊκισμός, με τον ένα ή άλλο τρόπο, τελικά επικρατεί.

1. Μια  από τις βασικές έννοιες, μέσω της οποίας  επιχειρείται να επεξηγηθούν οι σημερινές  πολιτικές εξελίξεις,  είναι αναμφισβήτητα αυτή του λαϊκισμού.   Γνωστή ως έννοια , φορτισμένη κυρίως με αρνητικές συνδηλώσεις ,πολυχρησιμοποιημένη  κυρίως από  τις πολιτικές ελίτ οι οποίες αναλαμβάνοντας  την κυβέρνηση της χώρας, την χρησιμοποιούν κατά κόρον ενάντια  στις προτάσεις και στις απόψεις των  αντιπολιτευόμενων  πολιτικών  ελίτ οι οποίες αγωνίζονται να αποτελέσουν την ερχόμενη κυβέρνηση. Οι τελευταίες, όταν κερδίσουν την εκλογική διαδικασία και γίνουν κυβέρνηση, χρησιμοποιούν την έννοια του λαϊκισμού εναντίων των πολιτικών τους αντιπάλων ακριβώς όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού, μεταξύ αντιπάλων αρχηγεσιών,  κάθε συνάρθρωση «λαϊκών» αιτημάτων θα καταγγέλλεται, από τους κατέχοντας συγκυριακά την κυβέρνηση, ως «λαϊκιστικά». Ό,τι είναι για το έναν «λαϊκό» είναι για τον άλλον «λαϊκίστικο», και αντίστροφα. Πάντοτε ο λαϊκισμός είναι ο λαϊκισμός του άλλου. Έτσι ο λαϊκισμός είναι μια έννοια αρνητικά φορτισμένη. Δεν υπάρχει κανένας είτε είναι πολιτικός είτε είναι διανοούμενος, που να έχει αποδεχτεί τον τίτλο του λαϊκιστή.     

Η έννοια του λαϊκισμού είναι συνυφασμένη, in senso lato, με την έννοια της ισότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια του  λαϊκισμού χωρίς άμεση αναφορά στην έννοια της ισότητας. Ισότητα που σαφέστατα δεν δύναται ποτέ να πραγματωθεί, αλλά, ως έννοια,  έχει τρομερή δύναμη στο ιδεολογικό και  συμβολικό επίπεδο. «Λαϊκισμός είναι ο τρόπος, με τον οποίο γεφυρώνονται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην(προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής» (Κονδύλης, Π., Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1991, σ. 242 ).
Ενώ οι πολιτικές αρχηγεσίες θα ήθελαν να διατηρήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποδεχτούν ορισμένες διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που κολακεύουν τις μάζες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και την αποδοχή στην πράξη των διαφόρων αιτημάτων που συνδέονται με τις παραπάνω απόψεις και αξιώνονται από διάφορες επαγγελματικές ή συντεχνιακές ομάδες.
«Ο εγγενής λαϊκισμός της μαζικής δημοκρατίας κάνει πρωταρχικό καθήκον των μελών των ελίτ να εκδηλώνουν επιδεικτικά σε κάθε δεδομένη ευκαιρία πόσο κοντά βρίσκονται στον απλό άνθρωπο. Μια στάση διαφορετική ερμηνεύεται ως περιφρόνηση των συνανθρώπων και της ισχύουσας αρχής της ισότητας και τιμωρείται ανάλογα» (Στο ίδιο,ό.π. σ. 243).
2.  Ως  ιδεολογική έννοια, ο λαϊκισμός περιγράφει μια ήδη εμφανισθείσα αλλαγή  της κοινωνικής βάσης. Στη συνέχεια, βεβαίως «σπρώχνει» στη διαμόρφωση της κοινωνικής βάσης σύμφωνα με την δική του οπτική.
Η πολιτική λειτουργία της έννοιας  δεν έχει ανάγκη ορισμού  σαφών κριτηρίων, με βάση τα οποία θα καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενό της. Ως παραγόμενη έννοια λαμβάνει υπόσταση από τις όποιες συνδηλώσεις προέρχονται από την καθορίζουσα  και πρωταρχική  έννοια της ισότητας.  
Η τελευταία είναι επίσης μια έννοια με ασαφές περιεχόμενο εκτός αν επιλεγούν , δια συμβάσεως , ορισμένα καθορισμένα κριτήρια τα οποία να μην απαιτούν αναγωγή σε άλλα κτλ. Όμως και σε αυτή την περίπτωση η πολιτική λειτουργία της έννοιας της ισότητας δεν έχει ανάγκη επιστημολογικών θεμελιώσεων. Αρκεί μια ασαφής – νεφελώδης προσέγγιση υποστηριζόμενη καθημερινά από τα ΜΜΕ κάθε τύπου,  για να αποκτήσει η λέξη «ισότητα» ένα σαφέστατο συμβολικό περιεχόμενο  το οποίο καθίσταται  κυρίαρχο στον καθορισμό της συμπεριφοράς των ατόμων.
Στο σημείο αυτό μια επισήμανση υπό τύπου συμπεράσματος κρίνεται αναγκαία. Αυτό που συνάγεται από τα προηγουμένως λεχθέντα  καθιστά εμφανές ότι ο λαϊκισμός δεν είναι  ούτε μόνον προϊόν χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων ούτε αυτόνομο λαογενές προϊόν. Οι αναλυτές οι οποίοι επιχειρούν ερμηνείες στη βάση της μιας ή της άλλης μερικής αλήθειας, οδηγούνται σε αναλυτικά και πολιτικά αδιέξοδα. Συγκεκριμένα, είναι αναλυτικά ατελέσφορη και πολιτικά επικίνδυνη η αντίληψη που θεωρεί ως υπεύθυνους (του λαϊκισμού) άλλοτε τα λαϊκά στρώματα και άλλοτε τις αρχηγεσίες που τα εξαπατούν. Κανένας δεν μπορεί να εξαπατήσει κανέναν αν η κοινωνική πραγματικότητα δεν εμπεριέχει το προβαλλόμενο αίτημα ως δυνατότητα που μπορεί να πραγματωθεί και η οποία βρίσκεται εν μέρει στα χέρια (ή στο κεφάλι) του αιτούντος. Πρέπει να υπάρχει το ευήκοον ους, όχι μόνο ως απλώς υπάρχον αλλά και ως ευρισκόμενο σε υπερδιέγερση, έτοιμο να ακούσει κάτι που το ίδιο έχει προκαλέσει και  αισθάνεται ότι πρέπει να ειπωθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι και η δημαγωγία (Gramsci, A., Passato e PresenteGrandi Ambitioni e Piccole AmbitioniQuaderni di Cαrcere, Editori Riuniti, Roma).
 δεν μπορεί να είναι μέρος του λαϊκιστικού λόγου. Όμως, δεν είναι δυνατόν να αναχθεί η έννοια της δημαγωγίας ως  βασική αναλυτική κατηγορία του λαϊκισμού, διότι τότε η ιστορικά διαπιστωμένη  διαχρονικότητα της έννοιας της δημαγωγίας στερεί  οποιαδήποτε ερμηνευτική δυνατότητα στην έννοια του λαϊκισμού ως ειδική κατηγορία της  ιστορικής περιόδου της μαζικής δημοκρατίας.
Παράλληλα, κανείς δεν είναι σε θέση να καταστεί αυθεντικός διερμηνευτής των όποιων λαϊκών αιτημάτων και στόχων ώστε να αποδείξει τη λαογένειά τους. Η όποια προσπάθεια καταβληθεί χρειάζεται την κατ’ αρχάς πρόταξη κριτηρίων με βάση τα οποία θα πραγματοποιηθεί η επιλογή. Η καταφανής αδυναμία ύπαρξης παρόμοιων αντικειμενικών κριτηρίων καθιστά την όποια προσπάθεια μάταιη ή τις περισσότερες φορές οδηγεί  στην  αποδοχή, ως ορθού, κάθε λαϊκού αιτήματος.
Παρόλα αυτά και σε αυτές τις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες εμφανίζεται, σε κάποια χρονική στιγμή, ως λαϊκισμός ,η αντίληψη που αναφέρεται ή επικαλείται στο «λαό» ως αντίπαλο δέος τόσο στην κατεστημένη δομή της εξουσίας όσο και των κυρίαρχων  ιδεών και αξιών της κοινωνίας. Επομένως, είναι σχεδόν αδύνατον να μιλήσουμε για δημοκρατική πολιτική χωρίς λαϊκισμό. ( Canοvan, M., Εμπιστοσύνη στον Λαό! Ο Λαϊκισμός και οι Δύο όψεις της Δημοκρατίας, εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα, 2010,τεύχ. 110, σ. 58-69).
 Όμως στις σύγχρονες δυτικές μαζικοδημοκρατίες το πρόβλημα είναι ότι, στη θέση της ισχνής και ρέπουσας προς την ολιγαρχία και αυταρχικότητα  «δημοκρατίας» με το υπάρχον καθεστώς των παγκοσμιοποιημένων αγορών, η λύση που εμφανίζεται ως πιθανότερη είναι επίσης αυταρχική και αντιδημοκρατική και λαϊκιστική στην ακραία της μορφή, που σίγουρα δεν συνάδει καθόλου με την έννοια της δημοκρατίας που  εδράζεται στη λαϊκή κυριαρχία , την ισονομία και στην ισοπολιτεία.
3.  Εκείνες  οι αρχηγεσίες που σήμερα θέτουν , μόνοι τους, τον εαυτό τους στην πλευρά των «αντι-λαϊκιστών», τουλάχιστον στη σημερινή φάση της παγκόσμιας κατάστασης, και κυρίως στην ανεπτυγμένη Δύση, ουσιαστικά αποτελούν τους απολογητές της κατεστημένης εξουσίας και του υποδείγματος που κυριαρχεί τα τελευταία 30-40 έτη. Το συγκεκριμένο υπόδειγμα-καθεστώς, έχει προκαλέσει σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό)  που αφορούν στη ζωή των πολιτών της Δύσης , και όχι μόνον,  αποτελέσματα που βρίσκονται στον αντίποδα , προσοχή των δικών τους υποσχέσεων και εξαγγελιών - όταν υποστήριξαν ,επέβαλλαν και κατοχύρωσαν το ισχύον καθεστώς  - περί αύξησης της γενικής ευημερίας των πολιτών. Ουδέν ψευδέστερον, εκ του αποτελέσματος. Αλλά δεν είναι αυτό το σημείο που θέλω να αναδείξω. Αυτό είναι εύκολο να αναδειχθεί με βάση τα πραγματολογικά στοιχεία.
Το σημείο που θέλω να αναδείξω είναι ότι η όλη πολιτική θεώρηση της εποχής της παγκοσμιοποίησης , εκ μέρους των συγκεκριμένων αρχηγεσιών, δεδομένου ότι επικαλείτο τη βελτίωση της γενικής ευημερίας των πολιτών, δηλαδή έκανε σαφή αναφορά, in senso lato ή in senso stretto, στην έννοια της ισότητας , κάτι που προφανώς (ή όχι;) γνώριζαν ότι δεν μπορεί να συμβεί. Επομένως υπό την έννοια αυτή, ο λαϊκισμός ενυπήρχε και ενυπάρχει εγγενώς στον πολιτικό λόγο όλων εκείνων που υποστήριξαν και υποστηρίζουν το παρόν καθεστώς-υπόδειγμα. Αλλά  ακόμη και αν  δεν γνώριζαν, στην αρχή της εφαρμογής του συγκεκριμένου υποδείγματος, τα αποτελέσματα της προτεινόμενης πολιτικής , τώρα τα γνωρίζουν. Συνεπώς το να  επικαλούνται την ανάγκη συνέχισης  της ίδιας πολιτικής και να υποστηρίζουν το ίδιο υπόδειγμα – καθεστώς ,στο όνομα της ισότητας και της γενικής ευημερίας των πολιτών , αποτελεί ακραίο δείγμα λαϊκισμού δεδομένου ότι υπάρχουν απτά πραγματολογικά στοιχεία περί του ακριβώς αντιθέτου. 
  • Παρακολουθώ, έκπληκτος, τη συζήτηση που γίνεται στην Ελλάδα, όπου μετά την παντελή αποτυχία της σημερινής κυβέρνησης να πει τουλάχιστον την αλήθεια στον ελληνικό λαό για τις πρόσφατες και μελλοντικές εξελίξεις, επιχειρούν να επανέλθουν  σιγά – σιγά στο προσκήνιο,  όλες εκείνες οι φωνές που υπηρέτησαν με απόλυτη συνέπεια το υπόδειγμα – καθεστώς που βρίσκεται υπό κατάρρευση και το οποίο έχει εξαγριώσει μεγάλο μέρος των ευρωπαίων πολιτών ανεξαρτήτως εθνικότητας. 
  • Ο μεγαλύτερος λαϊκισμός είναι τελικά αυτός που εξ αντανακλάσεως τρέφει … τον λαϊκισμό … στο όνομα του αντιλαϊκισμού!!!   
Ο λαϊκισμός, ας το καταλάβουμε, αποτελεί  ενδημικό φαινόμενο της  σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής ζωής  και παροξύνεται σε περιόδους κρίσης. Και οι δύο αντιπαρατιθέμενες αντιλήψεις οδηγούν τη Δύση και κυρίως την Ευρώπη σε υπαρξιακή κρίση όπως μαρτυρούν αναρίθμητα συμπτώματα θανάσιμου κινδύνου. Η εξέλιξη αυτή δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι αποτελεί σκοτεινό πεπρωμένο, μια ανεξιχνίαστη μοίρα.  Απαιτείται πριν από όλα ένας πλήρης αναστοχασμός περί της υπαρκτής πραγματικότητας και των προβλημάτων που αυτή γεννά . Υπάρχουν υπεύθυνοι. Υπάρχουν λανθασμένες αντιλήψεις. Δεν έχω σκοπό να υπεισέλθω σε αυτά τα θέματα. 
  • (Προσπαθώ να τα αναλύσω στο υπό έκδοση βιβλίο μου : Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ, Όψεις της μετανεωτερικότητας στην Ελληνική κοινωνία, εκδόσεις Αγγελάκη , Δεκέμβριος 2016).
 Θέλω να σημειώσω μόνο ότι: η κουλτούρα του Διαφωτισμού είναι κριτική και, σύμφωνα με αυτήν, καμία τάξη δεν νομιμοποιείται μόνο και μόνο επειδή υπάρχει. Καμία καθεστηκυία τάξη δεν είναι νόμιμη αν είναι άδικη. Η δικαιοσύνη και η ευτυχία είναι σημαντικοί και θεμιτοί στόχοι και αξίες της πολιτικής δράσης, αλλά το γεγονός αυτό δεν υποσκάπτει την ελευθερία, διότι η κοινωνική δικαιοσύνη και η ελευθερία δεν είναι εννοιολογικά αντίθετες. 

Σχόλια