Του Ιάκωβου Ιωάννου
Μετά από εφτά χρόνια κρίσης, ούτε ένας Έλληνας δεν μπορεί να ισχυρισθεί πως έχει άγνοια όλων όσων συμβαίνουν στην πατρίδα του – γνωρίζοντας απόλυτα πως οι ευθύνες δεν είναι πια της κυβέρνησης του, αλλά αποκλειστικά και μόνο δικές του.
«Στο «Ακόμη και η βροχή»,
ένας σκηνοθέτης πηγαίνει στην Βολιβία για να γυρίσει μια ταινία για τον
Χριστόφορο Κολόμβο – ο οποίος δεν ήθελε απλά να εκχριστιανίσει τους
ινδιάνους, αλλά είχε εμμονή με τον χρυσό μετατρέποντας σε σκλάβους τους
ιθαγενείς που του αντιστάθηκαν. Όμως, στην πόλη όπου πραγματοποιούνται
τα γυρίσματα, τα αποθέματα νερού πωλούνται σε μια πολυεθνική και οι
ιθαγενείς καλούνται 500 χρόνια μετά από την έλευση του Κολόμβου να
αγωνιστούν – όχι για το χρυσάφι αυτή τη φορά, αλλά για το πιο απλό αλλά
πολύτιμο αγαθό, για το νερό.
Η ταινία επικεντρώνεται σε δύο μοναχούς που αντιτάχθηκαν τότε στην εκμετάλλευση του πληθυσμού. Ο παραγωγός της ταινίας επέλεξε τη Βολιβία, επειδή το κόστος ήταν πολύ χαμηλό, οπότε οι ιθαγενείς κομπάρσοι θα πληρωνόντουσαν μόλις δυο δολάρια την ημέρα. Καθώς όμως ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του βρίσκονται στα γυρίσματα, ξεσπούν ταραχές στην πόλη. Πρόκειται για τον «πόλεμο του νερού», όπως τους εξηγούν οι ιθαγενείς κομπάρσοι – οι οποίοι εγκαταλείπουν τα γυρίσματα της ταινίας, πηγαίνοντας στα οδοφράγματα.
Η ταινία επικεντρώνεται σε δύο μοναχούς που αντιτάχθηκαν τότε στην εκμετάλλευση του πληθυσμού. Ο παραγωγός της ταινίας επέλεξε τη Βολιβία, επειδή το κόστος ήταν πολύ χαμηλό, οπότε οι ιθαγενείς κομπάρσοι θα πληρωνόντουσαν μόλις δυο δολάρια την ημέρα. Καθώς όμως ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του βρίσκονται στα γυρίσματα, ξεσπούν ταραχές στην πόλη. Πρόκειται για τον «πόλεμο του νερού», όπως τους εξηγούν οι ιθαγενείς κομπάρσοι – οι οποίοι εγκαταλείπουν τα γυρίσματα της ταινίας, πηγαίνοντας στα οδοφράγματα.
Ο σκηνοθέτης και το συνεργείο αντιδρούν, επειδή η ταινία
κινδυνεύει να μην τελειώσει, λέγοντας πως οι κομπάρσοι δεν μπορούν να
παρατήσουν τα γυρίσματα και να τρέχουν στις πορείες. Ο ιθαγενής
πρωταγωνιστής της ταινίας πρωτοστατεί στην επανάσταση. Η αδικία και η
καταπίεση της εποχής του Κολόμβου, στην οποία αναφέρεται το σενάριο του
κινηματογραφικού συνεργείου, είναι διάχυτη γύρω του, αλλά οι συντελεστές
του αργούν να τη διακρίνουν.
Στην πραγματική ιστορία, η βολιβιανή κυβέρνηση ιδιωτικοποίησε
το 2000 την παροχή νερού, δημόσιου αγαθού ως τότε, με προτροπή της
Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι πολυεθνικές εταιρίες που προσέλαβε να το
διαχειρίζονται τριπλασίασαν την τιμή του, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην
μπορεί να πληρώσει. Τα νότια προάστια της Κοτσαμπάμπα δεν είχαν καν
εγκαταστάσεις ύδρευσης, οπότε οι κάτοικοι δημιούργησαν μόνοι τους
δεξαμενές που μάζευαν το νερό της βροχής και το φίλτραραν. Το βολιβιανό
κράτος απαγόρευσε όμως την «αυθαίρετη» συλλογή της βροχής, δημιουργώντας
μια αστυνομία νερού, η οποία έλεγχε τα σπίτια και γκρέμιζε τις
δεξαμενές – έως ότου οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν και κατέστρεψαν τα γραφεία
της πολυεθνικής, καθώς επίσης της νομαρχίας, ακυρώνοντας την
ιδιωτικοποίηση του νερού«.
Άποψη
Όποιος θέλει να αποκτήσει μία πραγματική εικόνα της ιδιωτικοποίησης
του νερού, η οποία δρομολογείται από την κυβέρνηση κατ’ εντολή των
δανειστών (όπως έχει αναφερθεί πολλές φορές, μετά το 2010 η Ελλάδα
κυβερνάται απολυταρχικά από την Τρόικα – κάτι που δεν πρόκειται να
αλλάξει ούτε στο μέλλον, ανεξάρτητα από το ποιό κόμμα θα βρίσκεται κάθε
φορά στην εξουσία), δεν χρειάζεται να ανατρέξει σε αυτά που συνέβησαν
στη Βολιβία – αφού αρκεί να ενημερωθεί για τις εμπειρίες της Μ.
Βρετανίας, η οποία ιδιωτικοποίησε το νερό στα τέλη της δεκαετίας του
1980, αμέσως μετά την επικράτηση του άκρατου νεοφιλελευθερισμού. Ως
αποτέλεσμα αυτής της ιδιωτικοποίησης, οι τιμές του νερού στη Βρετανία
αυξήθηκαν καθαρά (αφαιρουμένου του πληθωρισμού) κατά περίπου 46%, εντός
των επομένων δέκα ετών – ενώ τα κέρδη των εταιρειών που εξαγόρασαν το
σύστημα ύδρευσης εκτοξεύθηκαν την ίδια χρονική περίοδο κατά 142%.
Ορισμένες δε από αυτές τις επιχειρήσεις πλήρωναν μερίσματα στους
μετόχους τους, τα οποία έφταναν στο 25% των ετησίων εσόδων – μία
επενδυτική απόδοση που πολύ σπάνια συναντάται στον πλανήτη.
Τα μερίσματα βέβαια αυτά δεν πληρωνόντουσαν μόνο επειδή τα κέρδη
είχαν αυξηθεί, εξ αιτίας της ανόδου της τιμής του νερού – αλλά, κυρίως,
λόγω του ότι οι επιχειρήσεις επένδυαν ελάχιστα στο δίκτυο ύδρευσης,
εξοικονομώντας τεράστια ποσά. Έτσι όμως το δίκτυο σε πολλές περιοχές της
Βρετανίας θύμιζε αντίστοιχα των χωρών του τρίτου κόσμου – ενώ στο
Λονδίνο είχε φτάσει σε τέτοια εξαθλίωση, ώστε να υπάρχουν απώλειες νερού
που υπερέβαιναν το 40%. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να εξασφαλισθεί η
απαραίτητη πίεση – με αποτέλεσμα πολλές περιοχές του Λονδίνου να μένουν
χωρίς νερό.
Στη συνέχεια, μετά από τις μαζικές διαμαρτυρίες των Βρετανών, η
κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ψηφίσει νέους νόμους, οι οποίοι επέβαλλαν τις
επενδύσεις στο δίκτυο – οπότε οι ιδιώτες εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό το
«παιχνίδι», με αποτέλεσμα να εθνικοποιηθεί ξανά η ύδρευση και να
διενεργηθούν επενδύσεις πολλών δις, εις βάρος βέβαια των φορολογουμένων.
Κάτι σχετικά ανάλογο συνέβη με το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, ενώ
είναι σε όλους μας γνωστό το σκάνδαλο της Enron στην Καλιφόρνια, μετά
την ιδιωτικοποίηση της παροχής ηλεκτρισμού.
Στο σημείο αυτό οφείλω να σημειώσω ότι, η ιδιωτικοποίηση των
κοινωφελών εταιρειών του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης της Παιδείας, της
Υγείας κοκ., δεν αφορά μόνο την Ελλάδα – ενώ η μυστική συμφωνία TiSA
είναι αυτή που τις προωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη (ανάλυση).
Επίσης πως δεν είμαι καθόλου εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων – αρκεί να
μην πρόκειται για επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, μονοπωλιακές κερδοφόρες
και στρατηγικές (ανάλυση).
- Περαιτέρω τα παραδείγματα της Βολιβίας και της Βρετανίας τεκμηριώνουν ότι, η λεηλασία μίας χώρας δεν εμποδίζεται ποτέ από τις εκάστοτε κυβερνήσεις της – πόσο μάλλον όταν είναι εντελώς αδύναμες και εξαρτώνται απόλυτα από τους δανειστές, όπως στην περίπτωση της υπερχρεωμένης Ελλάδας.
Εμποδίζεται μόνο από τους Πολίτες της, εφόσον βέβαια δεν είναι
δειλοί, αλλά θαρραλέοι και ώριμοι – μη αρνούμενοι να πληρώσουν για τα
λάθη τους χρεοκοπώντας, καθώς επίσης μη διστάζοντας να αγωνισθούν ή/και
να υποφέρουν για την πατρίδα τους, για το μέλλον τους, ιδίως δε για το μέλλον των παιδιών τους.
Στα πλαίσια αυτά το να θεωρεί κανείς ότι, κάνει το καθήκον του ως
Πολίτης απλά και μόνο κατακρίνοντας τις υφιστάμενες κυβερνήσεις ή
εκλέγοντας συνεχώς νέες, όταν γνωρίζει πολύ καλά πως δεν είναι αυτές που
κυβερνούν, είναι το λιγότερο υποκριτικό – πόσο μάλλον όταν με την ανοχή
που επιδεικνύει, παραμένοντας σιωπηλός όπως τα πρόβατα,δίνει
την εντύπωση στους δανειστές πως αντέχει πολλές ακόμη επιβαρύνσεις, ενώ
δεν έχει αντίρρηση να μετατραπεί σε εξαθλιωμένο δουλοπάροικο.Αυτό το
συνειδητοποίησαν ακόμη και οι κάτοικοι της Βολιβίας, οι οποίοι πολέμησαν
για τα δικαιώματα τους – οπότε είναι αδύνατον να μην το καταλαβαίνουμε
εμείς οι Έλληνες, με μία ιστορία που υπερβαίνει τις τέσσερις
χιλιετίες. Επομένως, κάτι άλλο συμβαίνει, το οποίο δεν μπορώ να υποθέσω –
αρνούμενος να αποδεχτώ πως έχουμε σε τέτοιο βαθμό «εκφυλισθεί» ή/και
αποχαυνωθεί, ώστε να μην κατανοούμε ούτε καν το συλλογικό και ατομικό
μας συμφέρον.
- Κλείνοντας, υπενθυμίζω και εγώ με τη σειρά μου ότι, «κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει έναν αποφασισμένο λαό, αλλά όλοι μπορούν να ποδοπατήσουν έναν τρομοκρατημένο λαό» (άρθρο) – ενώ μετά από εφτά χρόνια κρίσης, ούτε ένας Έλληνας δεν μπορεί να ισχυρισθεί πως έχει άγνοια όλων όσων συμβαίνουν στην πατρίδα του, γνωρίζοντας απόλυτα πως οι ευθύνες δεν είναι πια της κυβέρνησης του, αλλά αποκλειστικά και μόνο δικές του.
http://www.analyst.gr/2016/10/06/sillogiki-apoxavnosi
-------
Σχόλια