Πολιτική μαστροπεία

Η Γερμανία εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες της Ελλάδας, καθώς επίσης των υπολοίπων «εταίρων» της – με στόχο την κατάκτηση τους με οικονομικά όπλα, μέσω της εμπειρίας από τη μετατροπή της πατρίδας μας σε προτεκτοράτο της, εκδιώκοντας τις Η.Π.Α.

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος 
«Θα έπρεπε να αφαιρέσει κανείς όλες τις οικονομικές και πολιτικές δραστηριότητες της ελληνικής κυβέρνησης – ξεκινώντας από την είσπραξη των φόρων και φθάνοντας έως την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
Το όνειρο μου είναι να διοικείται η Ελλάδα από τη Γερμανία τα επόμενα 10-20 χρόνια. Δυστυχώς, οι Έλληνες πολιτικοί δεν πρόκειται να επιτρέψουν μία τέτοια ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας της χώρας τους» (Έλληνας οικονομολόγος που εργάζεται στη Βέρνη της Ελβετίας, σε συνέντευξη του το 2012).
Σύμφωνα με έναν Ελβετό αναλυτή, ο οποίος αναφέρεται στη «διορατική» συνέντευξη του συναδέλφου μας το 2012 με τις παραπάνω επιθυμίες του, το «θεμελιώδες δεινό» της Ελλάδας είναι η «πολιτική μαστροπεία» – με την έννοια της ευνοιοκρατίας της εκάστοτε κυβέρνησης, για τους κομματικούς οπαδούς της.

Για εκείνο το χρονικό διάστημα δε που θα ευρίσκονται πηγές χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου, η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει – εκτός εάν αναλάβει τη διοίκηση της χώρας η Γερμανία, κάτι που μάλλον έχει δρομολογηθεί σήμερα, με την υπογραφή τουμνημονίου νούμερο ΙΙΙ.

Από κάτι ανάλογο πιστεύει πως πάσχει η χώρα μας και ο αμερικανός πολιτικός αναλυτής F. Fukuyama στο νέο του βιβλίο «Political Order and Political Decay», αναφερόμενος τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ιταλία – έχοντας περιγράψει την ασθένεια των δύο χωρών ως την «επιδημία του «πελατειακού κράτους». Ισχυρίζεται δε πως ήδη το 1870 η Ελλάδα απασχολούσε επτά φορές περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους από τη Μ. Βρετανία – ενώ οι πρακτικές αυτές οφείλονταν στη μακραίωνη σκλαβιά της χώρας μας από τους Οθωμανούς.

Η «προστασία», όπως αποκαλεί την πολιτική μαστροπεία ο αμερικανός, δανειζόμενος τη λέξη από τις μεθόδους της μαφίας, ήταν κυρίαρχη στις Η.Π.Α. του 19ου αιώνα – όπου αρκετές πόλεις διοικούνταν από μία «κομματική μηχανή», με έναν αρχηγό στην κορυφή της, ο οποίος ήταν ουσιαστικά ένας δημοκρατικά εκλεγμένος φεουδάρχης.

Η μεγάλη ανάπτυξη όμως της αμερικανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την άνοδο της μεσαίας τάξης, η οποία δεν βασίσθηκε στο κράτος, αλλά στις μεταρρυθμίσεις που η ίδια του επέβαλλε, έθεσαν τέλος στην κυριαρχία της κομματικής μηχανής – κάτι που δεν έχει συμβεί στην Ελλάδα, επειδή δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες κοινωνικές, καθώς επίσης οι οικονομικές προϋποθέσεις.

Συμπερασματικά λοιπόν, πάντοτε σύμφωνα με τον αμερικανό, το «δηλητηριώδες μίγμα» της σύγχρονης πολιτικής των ελεύθερων δημοκρατικών εκλογών, με την οικονομική οπισθοδρομικότητα, δεν επιτρέπει την πρόοδο της Ελλάδας – στην οποία οι Πολίτες ψηφίζουν ανάλογα με τα ιδιοτελή τους συμφέροντα, έτσι όπως οι ίδιοι τα αντιλαμβάνονται. Παράλληλα, έχουν ελάχιστες γνώσεις σχετικά με την οικονομία της αγοράς, στηρίζοντας όλες τις ελπίδες τους σε ένα απολύτως διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα – τόσο σε εθνικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο.

Περαιτέρω, γνωρίζουμε πως τις απόψεις αυτές τις συμμερίζονται αρκετοί Έλληνες, έχοντας την πεποίθηση πως μόνο η Γερμανία μπορεί να επιλύσει το συγκεκριμένο πρόβλημα της Ελλάδας – η οποία δεν είναι μεν ακόμη ένα αποτυχημένο κράτος (failed state), όπως η Σομαλία ή η Ταϊτή, αλλά πλησιάζει τρομακτικά να γίνει.

Μία αντίστοιχη εντύπωση είχε επίσης ο πρωθυπουργός που οδήγησε την Ελλάδα στο ΔΝΤ, πιστεύοντας πως μόνο ο οργανισμός αυτός θα μπορούσε να καταπολεμήσει το πρόβλημα, συμπεριλαμβανομένης της παντοδυναμίας των συνδικαλιστών – παρά το ότι ασφαλώς γνώριζε πως το Ταμείο είναι ο μπράβος των διεθνών τοκογλύφων, με στόχο την είσπραξη των απαιτήσεων τους, καθώς επίσης τη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας των κρατών που εισβάλλει.

Ο δημόσιος τομέας

Ειδικά όσον αφορά εδώ το θέμα των δημοσίων υπαλλήλων, γνωρίζουμε πως πολλοί αναφέρονται σε ένα υπερδιογκωμένο, παχύ, δυσκίνητο κράτος – το οποίο θα πρέπει να περιορισθεί, εάν θέλει η Ελλάδα να ξεφύγει από την κρίση. Εν τούτοις, πρόκειται για μία λανθασμένη εντύπωση, η οποία καλλιεργείται μάλλον σκόπιμα – αφού οι αριθμοί τεκμηριώνουν κάτι εντελώς διαφορετικό, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί (πηγή, σελίδα 105 pdf).


Με βάση το παραπάνω γράφημα του ΟΟΣΑ, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα το 2011 (γενική κυβέρνηση) ήταν στο 7,9% του εργαζόμενου πληθυσμού – πολύ χαμηλότερος δηλαδή από τον μέσο όρο (κόκκινη στήλη, 15,5%) καθώς επίσης από τη Γερμανία (10,6%).

Στην ίδια μελέτη υπάρχει βέβαια και ένας άλλος πίνακας, ο οποίος αναφέρεται στους κρατικούς υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα – ο οποίος όμως δεν είναι καθόλου συγκρίσιμος με τις άλλες χώρες, επειδή αφορά και τις επιχειρήσεις του δημοσίου, τις οποίες πολλά άλλα κράτη έχουν ιδιωτικοποιήσει, στα πλαίσια της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, ενώ η Ελλάδα (ακόμη) όχι.

Όπως έχουμε δε ήδη αναφέρει (ανάλυση), το πρόβλημα της χώρας μας δεν φαίνεται να είναι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά η ελλιπέστατη ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα τους – η οποία δεν οφείλεται μόνο στους ίδιους αλλά, επίσης, στον κακώς εννοούμενο συνδικαλισμό, στο πελατειακό κράτος, στις ελλειμματικές υποδομές, στην κακή οργάνωση και κατανομή τους, στη διαδικασία των προσλήψεων κοκ.

Η επιτήρηση (κατοχή)

Σε σχέση τώρα με τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία λέγεται πως εκβιάσθηκε έχοντας τεθεί απέναντι στο δίλημμα «Λιτότητα ή θάνατος», με αποτέλεσμα να συμβιβασθεί άνευ όρων χωρίς καν να της παρασχεθεί η διαγραφή μέρους του χρέους, πιθανολογείται πως έχει αποδεχθεί την τοποθέτηση της χώρας υπό την επιτήρηση των ξένων δυνάμεων – αφενός μεν της Γερμανίας, αφετέρου των Η.Π.Α.

Οι αιτίες δε που οι χώρες αυτές θα εγκρίνουν το τρίτο δάνειο προς την Ελλάδα, ύψους 86 δις €, με τις ίδιες αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος (ανάλυση), φαίνονται να είναι οι εξής:

(α) η μεν πρώτη θέλει να αποφύγει τη «μόλυνση» των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης από την ελληνική κρίση, ειδικά της Ιταλίας (στην πραγματικότητα να σταθεροποιήσει την ηγεμονική της θέση, θέτοντας εν πρώτοις την Ελλάδα υπό την κατοχή της), ενώ

(β) η δεύτερη τις συνθήκες ακυβερνησίας σε μία χώρα του ΝΑΤΟ, η οποία συνορεύει με μία σειρά «εύφλεκτων» περιοχών – αν και το «παιχνίδι» είναι πολύ μεγαλύτερο (άρθρο).

Σε κάθε περίπτωση, έχει μάλλον εκπληρωθεί η επιθυμία του συναδέλφου μας, αλλά δεν έχει αποφασισθεί ακόμη ποιά θα είναι εκείνη η χώρα, η οποία θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της Ελλάδας:

η Γερμανία, η οποία προσπαθεί μέσω της Ευρωζώνης να αποδεσμευθεί εντελώς από τις Η.Π.Α. οργανώνοντας παράλληλα διαδηλώσεις εναντίον της τεράστιας αμερικανικής βάσης στο εσωτερικό της (πηγή), ή οι Η.Π.Α. που δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να αυξηθεί περαιτέρω η γερμανική ισχύς.

Η άλλη όψη του νομίσματος

Προφανώς η Ελλάδα έχει αρκετά από τα προβλήματα, τα οποία της καταλογίζονται – ειδικά το ότι σε μία χώρα, η οποία είναι βιομηχανικά πολύ αδύναμη, οπότε δεν υπάρχουν πολλές θέσεις εργασίας στο συγκεκριμένο κλάδο (η ανεργία των τελευταίων ετών έχει αυξηθεί σχεδόν παράλληλα με την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής – γράφημα), είναι εύλογο να υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για μία θέση στο δημόσιο.


Το γεγονός αυτό, το οποίο όμως επιδεινώθηκε αντί να καταπολεμηθεί μετά την υπαγωγή της χώρας μας στην Τρόικα, όπως συμπεραίνεται από το γράφημα, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πελατειακού κράτους – οπότε την «πολιτική μαστροπεία».

Εν τούτοις, κατά την άποψη μας, το κεντρικό πρόβλημα της πατρίδας μας είναι η μη ύπαρξη λειτουργικών Θεσμών (άρθρο) – κάτι για το οποίο δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα, ενώ δεν φαίνεται να επιδιώκεται από τα μνημόνια, επειδή πιθανότατα δεν θα διευκολυνόταν έτσι η κατοχή της Ελλάδας από τους ξένους.

Σε κάθε περίπτωση, τα πολιτικά προβλήματα της Ελλάδας την οδήγησαν μεν σε ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 105% του ΑΕΠ της, το οποίο όμως έμεινε σταθερό για πάρα πολλά χρόνια (1995 – 2008, γράφημα) – έχοντας εκτοξευθεί στα ύψη μετά την εισβολή της Τρόικας, την οποία προκάλεσε με παραποιημένα στοιχεία και ψευδείς δυσφημιστικές δηλώσεις η κυβέρνηση του 2010. Συνέχισε δε την ανοδική του πορεία παρά τη διαγραφή άνω των 130 δις € (ανάλυση), οδηγώντας την Ελλάδα σε μία τρομακτική περιπέτεια – με τελική έκβαση τη σημερινή κατοχή της από τους δανειστές της.


Άρχισε λοιπόν να αυξάνεται γεωμετρικά εκείνη ακριβώς την εποχή (2009), όπου η Γερμανία επέβαλλε στην Ευρωζώνη την πολιτική λιτότητας, σε πλήρη αντίθεση με όλες τις άλλες περιοχές του πλανήτη – μία πολιτική που έχει επανειλημμένα αποδειχθεί πως οδηγεί στο χάος (ανάλυση), μεταξύ άλλων μέσω του αποπληθωρισμού που προκαλεί (ύφεση ισολογισμών).

Η αφορμή της ξαφνικής της απόφασης δόθηκε από την Ελλάδα όπου η Γερμανία, έχοντας υποστεί απίστευτες ζημίες εκ μέρους των Η.Π.Α., μέσω της κατάρρευσης της Lehman Brothers (άνω των 500 δις €), διέκρινε την πρόθεση της υπερδύναμης να «εισβάλλει» στη ζώνη του ευρώ – του μοναδικού νομίσματος που θα μπορούσε να ανταγωνισθεί το δολάριο άμεσα.

Ο πολιτικός μαστροπός

Περαιτέρω, αμέσως μετά η Γερμανία διαπίστωσε πως η πολιτική λιτότητας την ωφελούσε αφάνταστα, εις βάρος φυσικά των εταίρων της, καθώς επίσης του υπολοίπου πλανήτη – επειδή αφενός μεν μείωνε τα επιτόκια δανεισμού της (έχει εξοικονομήσει μεταξύ 100 και 200 δις € λόγω των χαμηλότερων τόκων που πληρώνει – πηγή), αφετέρου αύξανε γεωμετρικά τα πλεονάσματα της (άνω των 200 δις € ετησίως!), λόγω της διατήρησης της ισοτιμίας του ευρώ σε χαμηλά επίπεδα, των αδυναμιών των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης κοκ.

Γνώριζε και γνωρίζει φυσικά πως η πολιτική λιτότητας επιδεινώνει σημαντικά τα ήδη μεγάλα προβλήματα της νομισματικής ζώνης (ανάλυση), τα οποία μπορούν να επιλυθούν μόνο μέσω της δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης της – όπου θα μεταφέρονταν χρήματα από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές χώρες, όπως συμβαίνει ανέκαθεν μεταξύ των ομοσπονδιακών κρατιδίων που χαρακτηρίζουν την ίδια.

Εν τούτοις, δεν φαίνεται να το επιδιώκει, αφού δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την επίλυση της ελληνικής κρίσης, παρά το ότι προκαλεί την απώλεια της εμπιστοσύνης των Πολιτών της Ευρωζώνης στις Βρυξέλλες (πηγή) – έχοντας στόχο είτε τη δημιουργία μίας μικρότερης και ισχυρότερης ένωσης των βορείων χωρών, είτε την επιστροφή της στο μάρκο, όταν κρίνει πως το ευρώ δεν την ωφελεί πλέον.

Στην πραγματικότητα λοιπόν συμπεριφέρεται ως ένας αδίστακτος «πολιτικός μαστροπός», εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες τόσο της Ελλάδας, όσο και των υπολοίπων εταίρων της – με πιθανότερο απώτερο στόχο την κατάκτηση τους με οικονομικά όπλα, μέσω της εμπειρίας που συλλέγει από τη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο της, εκδιώκοντας τις Η.Π.Α.

Η Ελλάδα και το ευρώ

Συνεχίζοντας, τα προβλήματα της Ελλάδας προέρχονται μεν σε κάποιο βαθμό από την ίδια, κυρίως όμως, ειδικά μετά το 2009, από τις ευρωπαϊκές ασυμμετρίες – τις οποίες έχουμε επισημάνει πολλά χρόνια πριν (ανάλυση). Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον πλέον να επιλυθούν χωρίς την ταυτόχρονη απόλυση των προβλημάτων της νομισματικής ένωσης, λόγω του «κανόνα του ευρώ» που ισχύει για όλα τα κράτη της – υπενθυμίζοντας τα εξής:
«Η επόμενη κακή έκπληξη ήταν η διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία το ευρώ είχε ένα κρυφό μέχρι τότε χαρακτηριστικό: δέσμευε τα κράτη που το είχαν υιοθετήσει πολύ πιο βίαια, από ότι ο κανόνας του χρυσού.
Με απλά λόγια, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν καμία από τις γνωστές μεθόδους καταπολέμησης των κρίσεων – ούτε την υποτίμηση του νομίσματος, ούτε τη μείωση των επιτοκίων, ούτε τη νομισματική επέκταση, με το τύπωμα νέων πληθωριστικών χρημάτων (μέσω του οποίου μειώνονται ουσιαστικά και τα χρέη).
Επομένως, οι πολιτικοί της Ευρωζώνης ήταν μόνο τυπικά υπεύθυνοι για τις οικονομίες των χωρών τους – αφού στην πραγματικότητα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα σε περιόδους κρίσης, εκτός από τις κενές δηλώσεις με λόγια χωρίς νόημα.
Στα πλαίσια αυτά το ευρώ, το οποίο είχε αρχικά υιοθετηθεί για να εγγυάται την οικονομική σταθερότητα, αποδείχθηκε πως ήταν ένας καταστροφικός μηχανισμός αστάθειας και αποσύνθεσης – δημιουργώντας αυτόματα κρίσεις, λόγω της υποχρέωσης όλων των χωρών να ακολουθούν την ίδια νομισματική πολιτική, είτε σε περιόδους κρίσεων, είτε στα έτη της ανάπτυξης.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, το ευρώ εμπόδιζε την αντιμετώπιση αυτών των κρίσεων, ενώ η μοναδική χώρα που είχε κατ’ ανάγκη ανακαλύψει τις καταστροφικές του ιδιότητες ήταν η Γερμανία – λόγω του κόστους της ένωσης της με την ανατολική της πλευρά, η οποία απαιτούσε πάρα πολλά χρήματα (πάνω από 2 τρις € συνολικά).
Ως εκ τούτου, η χώρα είχε υιοθετήσει πρώτη την εσωτερική υποτίμηση από το 2000 εις βάρος των άλλων, τη λιτότητα, το μισθολογικό dumping, καθώς επίσης τομερκαντιλισμό – με απώτερο στόχο τη χρηματοδότηση της ένωσης της από τους εταίρους και εμπορικούς συνεργάτες της.
Έτσι βρέθηκε αυτόματα σε πολύ καλύτερο σημείο από όλα τα άλλα κράτη, με αποτέλεσμα να τρέφεται από την κρίση τους με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό μετά το 2008 – προσπαθώντας ταυτόχρονα να μειώσει την έκθεση της (τραπεζικά δάνεια κλπ.) στις άλλες χώρες.
Ολοκληρώνοντας, το ευρώ είχε μία ακόμη πιο καταστροφική ιδιότητα, συγκριτικά με τον κανόνα του χρυσού – δεν επέτρεπε την έξοδο καμίας χώρας που το είχε υιοθετήσει, εγκλωβίζοντας τες στην κυριολεξία. Η εναλλακτική δυνατότητα του είναι το άλμα στο κενό, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί αυτοκτονικό – επειδή το παλαιό νόμισμα όλων των κρατών έχει πάψει πλέον να υπάρχει».
Με βάση τα παραπάνω, η Ελλάδα είναι παγιδευμένη, απελπιστικά εγκλωβισμένη στο ευρώ, στο χρέος και στα μνημόνια (ανάλυση) – κινδυνεύοντας είτε να μετατραπεί στην Ουκρανία της Μεσογείου, σε ένα πεδίο σύγκρουσης δηλαδή των Η.Π.Α. με τη Γερμανία, είτε να περιέλθει στην κατοχή του «πολιτικού μαστροπού» της Ευρωζώνης, της Γερμανίας, ακολουθούμενη αμέσως μετά από την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία κοκ.

Επίλογος

Εύλογα αναζητούνται λύσεις για να ξεφύγει η πατρίδα μας από την παγίδα, στην οποία έχει οδηγηθεί – κάτι που είναι όμως σχεδόν αδύνατο, αφού δεν υπάρχουν εντός της Ευρωζώνης εάν δεν αλλάξει ριζικά η δομή της, ενώ είναι αδύνατον να φύγει από το ευρώ, χωρίς να δημιουργηθούν καταστροφικές συνθήκες στην ήδη «αποψιλωμένη» οικονομία της: πιθανότατα θανατηφόρες.

Στα πλαίσια αυτά, η υπογραφή του τρίτου μνημονίου, το οποίο θα της εξασφαλίσει απλά την επώδυνη επιβίωση της το ανώτατο για 2-3 χρόνια, έναντι εγκληματικά υψηλών ανταλλαγμάτων (βαθύτερη ύφεση, αποκρατικοποιήσεις σε εξευτελιστικές τιμές, υπερβολική φορολόγηση, περαιτέρω μειώσεις των εισοδημάτων, περιορισμός του κοινωνικού κράτους κλπ.), δεν είναι προφανώς ότι καλύτερο θα μπορούσε να της συμβεί.

Εκτός εάν βέβαια κερδίσει χρόνο, για να εξασφαλίσει μία αντιμετώπιση αντίστοιχη με αυτήν της Γερμανίας το 1953 – ενδεχομένως με τη βοήθεια των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης, μέσω του άξονα Γαλλίας και Ιταλίας, ο οποίος μάλλον ενισχύεται από τις Η.Π.Α.

Άλλες βιώσιμες λύσεις δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να υπάρχουν, εάν θέλει κανείς να είναι ρεαλιστής – αφού η αποδέσμευση της Ελλάδας από τους δανειστές της προϋποθέτει τη χρηματοδότηση της από τις ελεύθερες αγορές, η οποία είναι σήμερα αδύνατη, καθώς επίσης μεγάλες επενδύσεις, για την επιστροφή της στην ανάπτυξη.

Πηγή Analyst

Σχόλια