Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη
γλώσσα μας το βιβλίο του Γάλλου φιλοσόφου Ζαν-Κλοντ Μισεά «Τα μυστήρια
της Αριστεράς» (μετάφραση Στράτος Ιωαννίδης, Εναλλακτικές Εκδόσεις). Στη
γλώσσα μας κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του Μισεά «Η εκπαίδευση της
αμάθειας» (Βιβλιόραμα, 2002), «Το αδιέξοδο Ανταμ Σμιθ» (Εναλλακτικές
Εκδόσεις, 2007) και «Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού» (Πόλις, 2008).
Στην ακόλουθη συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό
«Marianne», ο Ζαν-Κλοντ Μισεά μιλάει για το βιβλίο του «Τα μυστήρια της
Αριστεράς».
• Εκτιμάτε ότι είναι επείγουσα η ανάγκη να εγκαταλείψουμε τον όρο «Αριστερά», να ονομάσουμε διαφορετικά τις πολιτικές δυνάμεις που θα αναλάμβαναν εκ νέου το καθήκον να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης…
Αν κατέληξα -ακολουθώντας μεταξύ άλλων τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Κρίστοφερ Λας- να αμφισβητήσω τη λειτουργία της παλιάς διαίρεσης Αριστεράς-Δεξιάς, που έχει γίνει σήμερα παραπλανητική, το έκανα απλώς στον βαθμό που ο ιστορικός συμβιβασμός, ο οποίος έγινε την επαύριο της υπόθεσης Ντρέιφους, ανάμεσα στο εργατικό σοσιαλιστικό κίνημα και τη φιλελεύθερη και ρεπουμπλικανική Αριστερά (αυτό το «κόμμα της κίνησης» του οποίου το ριζοσπαστικό κόμμα και ο βολτερικός τεκτονισμός αποτελούσαν εκείνη την εποχή την πιο προωθημένη πτέρυγα) μου φαίνεται ότι έχει ήδη εξαντλήσει όλες τις θετικές αρετές του. Στην αρχή πράγματι επρόκειτο μόνο για τη σύναψη μιας αμυντικής συμμαχίας εναντίον εκείνου του κοινού εχθρού που ενσάρκωνε τότε η παντοδύναμη «αντίδραση». Με άλλα λόγια, ένα ετερόκλητο σύνολο ουσιαστικά προκαπιταλιστικών δυνάμεων, οι οποίες ήλπιζαν ακόμη ότι θα μπορούσαν να αναστηλώσουν, ολικά ή εν μέρει, το Παλαιό Καθεστώς και ιδίως την κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας πάνω στους θεσμούς και τις ψυχές. Αυτή η αντιδραστική Δεξιά όμως σαρώθηκε οριστικά το 1945 και τα τελευταία απομεινάρια της τον Μάιο του 1968 (αυτό που αποκαλούν στις μέρες μας «Δεξιά» αναφέρεται στην πραγματικότητα στους οπαδούς του οικονομικού φιλελευθερισμού του Φρίντριχ Χάγεκ και του Μίλτον Φρίντμαν). Καθώς στερήθηκε τον αρχικό εχθρό του και τους συγκεκριμένους στόχους που ενσάρκωνε (όπως η πατριαρχική οικογένεια ή η «συμμαχία του θρόνου και της εκκλησίας»), το «κόμμα της κίνησης» βρέθηκε καταδικασμένο, αν ήθελε να διατηρήσει την αρχική του ταυτότητα, να παρατείνει επ’ άπειρον το έργο του ολικού «εκσυγχρονισμού» του κόσμου. Αν όμως οι πρώτοι σοσιαλιστές συμμερίζονταν με εκείνη τη φιλελεύθερη και ρεπουμπλικανική Αριστερά την άρνηση όλων των καταπιεστικών και άδικων θεσμών του Παλαιού Καθεστώτος, δεν είχαν διόλου την πρόθεση να καταργήσουν το σύνολο των μορφών της παραδοσιακής λαϊκής αλληλεγγύης, ούτε να επιτεθούν στα ίδια τα θεμέλια του «κοινωνικού δεσμού» (γιατί εκεί καταλήγει αναπόφευκτα κανείς όταν θέλει να θεμελιώσει μια σύγχρονη «κοινωνία» -παραγνωρίζοντας όλα τα δεδομένα της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας- πάνω στη μοναδική βάση της ιδιωτικής συμφωνίας μεταξύ ατόμων που θεωρούνται «από τη φύση τους ανεξάρτητα»). Η σοσιαλιστική κριτική στον ατομικισμό και στις καταστροφικές για τον άνθρωπο επιπτώσεις της φιλελεύθερης ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία η αγορά και το αφηρημένο δίκαιο μπορούσαν να αποτελέσουν, όπως έλεγε ο Ζαν-Μπατίστ Σε, ένα επαρκές «κοινωνικό τσιμέντο» (ο Ενγκελς έγραφε το 1843 ότι η έσχατη συνέπεια αυτής της λογικής θα ήταν μια μέρα να «διαλύσουν την οικογένεια»), θα γινόταν στο εξής σαφώς ασυμβίβαστη με αυτή τη λατρεία της κίνησης ως αυτοσκοπού, της οποίας ο Εντουαρντ Μπερνστάιν είχε διατυπώσει την αρχή ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν δήλωνε ότι «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα» και ότι «το κίνημα είναι το παν». Για να τερματίσει αυτήν την ήδη στερούμενη στόχων συμμαχία με τους οπαδούς του σοσιαλισμού και να ανακτήσει έτσι την αρχική της ανεξαρτησία, δεν απέμενε πλέον στη «νέα» Αριστερά παρά να επιβάλει την ιδέα ότι κάθε κριτική στην οικονομία της αγοράς ή στην ιδεολογία των δικαιωμάτων του ανθρώπου θα οδηγούσε υποχρεωτικά στα «γκουλάγκ» και στον «ολοκληρωτισμό». Την αποστολή αυτή εκπλήρωσε, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εκείνη η «νέα φιλοσοφία» η οποία έγινε σήμερα η επίσημη θεολογία της κοινωνίας του θεάματος. Σε αυτές τις συνθήκες, επιμένω να σκέφτομαι ότι έχει γίνει σήμερα πολιτικά αναποτελεσματικό ή και επικίνδυνο να τοποθετούμε ένα πρόγραμμα βαθμιαίας εξόδου από τον καπιταλισμό υπό την αποκλειστική αιγίδα ενός ιδεολογικού κινήματος του οποίου η χειραφετητική αποστολή έχει ουσιαστικά τερματιστεί από τη στιγμή που η αντιδραστική Δεξιά, η φιλομοναρχική και φιλοκληρική, έχει οριστικά εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή. Ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστος με την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η Αριστερά δυστυχώς δεν είναι. Και αν τόσοι εργαζόμενοι ψηφίζουν ήδη τη Δεξιά ή δεν ψηφίζουν πλέον, αυτό οφείλεται συχνά στο ότι έχουν διαισθανθεί αυτήν τη θλιβερή αλήθεια.
• Διαβάζοντάς σας μένει κανείς με την εντύπωση ότι η Αριστερά δεν θα μπορέσει ποτέ να μεταρρυθμιστεί. Αυτό είναι το οριστικό σας συμπέρασμα;
Από τη στιγμή που η Δεξιά και η Αριστερά συμφωνούν στο να θεωρούν την καπιταλιστική οικονομία ως τον ανυπέρβλητο ορίζοντα του καιρού μας, ήταν αναπόφευκτο η Αριστερά που βρίσκεται στην εξουσία να προσπαθεί να συγκαλύψει αυτή την ιδεολογική συνενοχή υπό το καπνογόνο παραπέτασμα των «κοινωνικών» και μόνο ζητημάτων. Από δω προκύπτει το θλιβερό τωρινό θέαμα. Ενώ το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα κατευθύνεται ήσυχα προς το παγόβουνο, παρακολουθούμε μια σουρεαλιστική αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων που έχουν μοναδική αποστολή να υπερασπίζονται όλες τις ανθρωπολογικές και πολιτισμικές επιπτώσεις αυτού του συστήματος και εκείνων που οφείλουν να παριστάνουν ότι αντιτίθενται σε αυτές (ενώ το κοινό φιλοσοφικό αξίωμα όλων αυτών των φιλελεύθερων είναι το απόλυτο δικαίωμα καθενός να κάνει αυτό που θέλει με το σώμα του και με το χρήμα του). Δεν έχω όμως πει γι’ αυτά κάτι πρωτότυπο. Ηδη πριν από είκοσι χρόνια ο Γκι Ντεμπόρ έλεγε ότι οι προσεχείς εξελίξεις του σύγχρονου καπιταλισμού θα έβρισκαν υποχρεωτικά το μείζον ιδεολογικό τους άλλοθι στην πάλη εναντίον «του ρατσισμού, του αντιμοντερνισμού και της ομοφοβίας».
• Αντίθετα με άλλους, αυτό που σας κρατάει ακόμη και σήμερα μακριά από την «Αριστερά της Αριστεράς», τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης και άλλα κινήματα των αγανακτισμένων, δεν είναι η επίκληση ενός ολοκληρωτικού παρελθόντος, που θα μπορούσαν να χρεώνονται αυτά τα μακρινά ξαδέλφια των κομμουνιστών. Είναι, αντίθετα, το φιλελεύθερο περιεχόμενο αυτών των κινημάτων: το μεμονωμένο άτομο που διαδηλώνει για το δικαίωμα να παραμείνει μεμονωμένο άτομο – έτσι τα περιγράφετε. Δεν υπάρχει ωστόσο κάποιος από αυτούς τους αγώνες, κάποιο από αυτά τα κινήματα με το οποίο να αισθάνεστε συγγένεια αυτά τα τελευταία χρόνια;
Αν παραδεχτούμε ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει ολικό κοινωνικό γεγονός -αδιαχώριστα ταυτισμένο με μιαν ιδιαίτερη κουλτούρα και με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής- είναι σαφές ότι οι πιο οξυδερκείς και οι πιο ριζοσπαστικές κριτικές αυτού του νέου πολιτισμού θα πρέπει να αναζητηθούν στην πλευρά των οπαδών της «αποανάπτυξης». Εννοώντας φυσικά με αυτόν τον όρο όχι μια «αρνητική ανάπτυξη» ή μια γενικευμένη λιτότητα, αλλά την αναγκαία αμφισβήτηση ενός αλλοτριωτικού τρόπου καθημερινής ζωής, ο οποίος βασίζεται -έλεγε ο Μαρξ- στη μοναδική αναγκαιότητα του «να παράγουμε για να παράγουμε και να συσσωρεύουμε για να συσσωρεύουμε». […]
ΠΗΓΗ
• Εκτιμάτε ότι είναι επείγουσα η ανάγκη να εγκαταλείψουμε τον όρο «Αριστερά», να ονομάσουμε διαφορετικά τις πολιτικές δυνάμεις που θα αναλάμβαναν εκ νέου το καθήκον να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης…
Αν κατέληξα -ακολουθώντας μεταξύ άλλων τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Κρίστοφερ Λας- να αμφισβητήσω τη λειτουργία της παλιάς διαίρεσης Αριστεράς-Δεξιάς, που έχει γίνει σήμερα παραπλανητική, το έκανα απλώς στον βαθμό που ο ιστορικός συμβιβασμός, ο οποίος έγινε την επαύριο της υπόθεσης Ντρέιφους, ανάμεσα στο εργατικό σοσιαλιστικό κίνημα και τη φιλελεύθερη και ρεπουμπλικανική Αριστερά (αυτό το «κόμμα της κίνησης» του οποίου το ριζοσπαστικό κόμμα και ο βολτερικός τεκτονισμός αποτελούσαν εκείνη την εποχή την πιο προωθημένη πτέρυγα) μου φαίνεται ότι έχει ήδη εξαντλήσει όλες τις θετικές αρετές του. Στην αρχή πράγματι επρόκειτο μόνο για τη σύναψη μιας αμυντικής συμμαχίας εναντίον εκείνου του κοινού εχθρού που ενσάρκωνε τότε η παντοδύναμη «αντίδραση». Με άλλα λόγια, ένα ετερόκλητο σύνολο ουσιαστικά προκαπιταλιστικών δυνάμεων, οι οποίες ήλπιζαν ακόμη ότι θα μπορούσαν να αναστηλώσουν, ολικά ή εν μέρει, το Παλαιό Καθεστώς και ιδίως την κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας πάνω στους θεσμούς και τις ψυχές. Αυτή η αντιδραστική Δεξιά όμως σαρώθηκε οριστικά το 1945 και τα τελευταία απομεινάρια της τον Μάιο του 1968 (αυτό που αποκαλούν στις μέρες μας «Δεξιά» αναφέρεται στην πραγματικότητα στους οπαδούς του οικονομικού φιλελευθερισμού του Φρίντριχ Χάγεκ και του Μίλτον Φρίντμαν). Καθώς στερήθηκε τον αρχικό εχθρό του και τους συγκεκριμένους στόχους που ενσάρκωνε (όπως η πατριαρχική οικογένεια ή η «συμμαχία του θρόνου και της εκκλησίας»), το «κόμμα της κίνησης» βρέθηκε καταδικασμένο, αν ήθελε να διατηρήσει την αρχική του ταυτότητα, να παρατείνει επ’ άπειρον το έργο του ολικού «εκσυγχρονισμού» του κόσμου. Αν όμως οι πρώτοι σοσιαλιστές συμμερίζονταν με εκείνη τη φιλελεύθερη και ρεπουμπλικανική Αριστερά την άρνηση όλων των καταπιεστικών και άδικων θεσμών του Παλαιού Καθεστώτος, δεν είχαν διόλου την πρόθεση να καταργήσουν το σύνολο των μορφών της παραδοσιακής λαϊκής αλληλεγγύης, ούτε να επιτεθούν στα ίδια τα θεμέλια του «κοινωνικού δεσμού» (γιατί εκεί καταλήγει αναπόφευκτα κανείς όταν θέλει να θεμελιώσει μια σύγχρονη «κοινωνία» -παραγνωρίζοντας όλα τα δεδομένα της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας- πάνω στη μοναδική βάση της ιδιωτικής συμφωνίας μεταξύ ατόμων που θεωρούνται «από τη φύση τους ανεξάρτητα»). Η σοσιαλιστική κριτική στον ατομικισμό και στις καταστροφικές για τον άνθρωπο επιπτώσεις της φιλελεύθερης ιδεολογίας, σύμφωνα με την οποία η αγορά και το αφηρημένο δίκαιο μπορούσαν να αποτελέσουν, όπως έλεγε ο Ζαν-Μπατίστ Σε, ένα επαρκές «κοινωνικό τσιμέντο» (ο Ενγκελς έγραφε το 1843 ότι η έσχατη συνέπεια αυτής της λογικής θα ήταν μια μέρα να «διαλύσουν την οικογένεια»), θα γινόταν στο εξής σαφώς ασυμβίβαστη με αυτή τη λατρεία της κίνησης ως αυτοσκοπού, της οποίας ο Εντουαρντ Μπερνστάιν είχε διατυπώσει την αρχή ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν δήλωνε ότι «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα» και ότι «το κίνημα είναι το παν». Για να τερματίσει αυτήν την ήδη στερούμενη στόχων συμμαχία με τους οπαδούς του σοσιαλισμού και να ανακτήσει έτσι την αρχική της ανεξαρτησία, δεν απέμενε πλέον στη «νέα» Αριστερά παρά να επιβάλει την ιδέα ότι κάθε κριτική στην οικονομία της αγοράς ή στην ιδεολογία των δικαιωμάτων του ανθρώπου θα οδηγούσε υποχρεωτικά στα «γκουλάγκ» και στον «ολοκληρωτισμό». Την αποστολή αυτή εκπλήρωσε, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εκείνη η «νέα φιλοσοφία» η οποία έγινε σήμερα η επίσημη θεολογία της κοινωνίας του θεάματος. Σε αυτές τις συνθήκες, επιμένω να σκέφτομαι ότι έχει γίνει σήμερα πολιτικά αναποτελεσματικό ή και επικίνδυνο να τοποθετούμε ένα πρόγραμμα βαθμιαίας εξόδου από τον καπιταλισμό υπό την αποκλειστική αιγίδα ενός ιδεολογικού κινήματος του οποίου η χειραφετητική αποστολή έχει ουσιαστικά τερματιστεί από τη στιγμή που η αντιδραστική Δεξιά, η φιλομοναρχική και φιλοκληρική, έχει οριστικά εξαφανιστεί από την πολιτική σκηνή. Ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστος με την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η Αριστερά δυστυχώς δεν είναι. Και αν τόσοι εργαζόμενοι ψηφίζουν ήδη τη Δεξιά ή δεν ψηφίζουν πλέον, αυτό οφείλεται συχνά στο ότι έχουν διαισθανθεί αυτήν τη θλιβερή αλήθεια.
• Διαβάζοντάς σας μένει κανείς με την εντύπωση ότι η Αριστερά δεν θα μπορέσει ποτέ να μεταρρυθμιστεί. Αυτό είναι το οριστικό σας συμπέρασμα;
Από τη στιγμή που η Δεξιά και η Αριστερά συμφωνούν στο να θεωρούν την καπιταλιστική οικονομία ως τον ανυπέρβλητο ορίζοντα του καιρού μας, ήταν αναπόφευκτο η Αριστερά που βρίσκεται στην εξουσία να προσπαθεί να συγκαλύψει αυτή την ιδεολογική συνενοχή υπό το καπνογόνο παραπέτασμα των «κοινωνικών» και μόνο ζητημάτων. Από δω προκύπτει το θλιβερό τωρινό θέαμα. Ενώ το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα κατευθύνεται ήσυχα προς το παγόβουνο, παρακολουθούμε μια σουρεαλιστική αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων που έχουν μοναδική αποστολή να υπερασπίζονται όλες τις ανθρωπολογικές και πολιτισμικές επιπτώσεις αυτού του συστήματος και εκείνων που οφείλουν να παριστάνουν ότι αντιτίθενται σε αυτές (ενώ το κοινό φιλοσοφικό αξίωμα όλων αυτών των φιλελεύθερων είναι το απόλυτο δικαίωμα καθενός να κάνει αυτό που θέλει με το σώμα του και με το χρήμα του). Δεν έχω όμως πει γι’ αυτά κάτι πρωτότυπο. Ηδη πριν από είκοσι χρόνια ο Γκι Ντεμπόρ έλεγε ότι οι προσεχείς εξελίξεις του σύγχρονου καπιταλισμού θα έβρισκαν υποχρεωτικά το μείζον ιδεολογικό τους άλλοθι στην πάλη εναντίον «του ρατσισμού, του αντιμοντερνισμού και της ομοφοβίας».
• Αντίθετα με άλλους, αυτό που σας κρατάει ακόμη και σήμερα μακριά από την «Αριστερά της Αριστεράς», τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης και άλλα κινήματα των αγανακτισμένων, δεν είναι η επίκληση ενός ολοκληρωτικού παρελθόντος, που θα μπορούσαν να χρεώνονται αυτά τα μακρινά ξαδέλφια των κομμουνιστών. Είναι, αντίθετα, το φιλελεύθερο περιεχόμενο αυτών των κινημάτων: το μεμονωμένο άτομο που διαδηλώνει για το δικαίωμα να παραμείνει μεμονωμένο άτομο – έτσι τα περιγράφετε. Δεν υπάρχει ωστόσο κάποιος από αυτούς τους αγώνες, κάποιο από αυτά τα κινήματα με το οποίο να αισθάνεστε συγγένεια αυτά τα τελευταία χρόνια;
Αν παραδεχτούμε ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει ολικό κοινωνικό γεγονός -αδιαχώριστα ταυτισμένο με μιαν ιδιαίτερη κουλτούρα και με έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής- είναι σαφές ότι οι πιο οξυδερκείς και οι πιο ριζοσπαστικές κριτικές αυτού του νέου πολιτισμού θα πρέπει να αναζητηθούν στην πλευρά των οπαδών της «αποανάπτυξης». Εννοώντας φυσικά με αυτόν τον όρο όχι μια «αρνητική ανάπτυξη» ή μια γενικευμένη λιτότητα, αλλά την αναγκαία αμφισβήτηση ενός αλλοτριωτικού τρόπου καθημερινής ζωής, ο οποίος βασίζεται -έλεγε ο Μαρξ- στη μοναδική αναγκαιότητα του «να παράγουμε για να παράγουμε και να συσσωρεύουμε για να συσσωρεύουμε». […]
ΠΗΓΗ
Σχόλια