Εισάγουμε τα πάντα για αυτό οι τιμές δεν πέφτουν

Αλέξανδρος Κλώσσας
Η χθεσινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ότι ο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή διατηρεί για 20ο συνεχόμενο μήνα αρνητικό πρόσημο, αντικατοπτρίζει πλήρως τη στρεβλή εικόνα που υπάρχει μεταξύ τιμών στην αγορά και στατιστικών στοιχείων.
Αν και ο αποπληθωρισμός έχει κάνει στατιστικά την επανεμφάνιση του από το Μάρτιο του 2013, οι τιμές αρκετών προϊόντων συνεχίζουν να καταγράφουν αυξήσεις. Ως αποτέλεσμα είναι ο αρνητικός ρυθμός που καταγράφει ο πληθωρισμός να μην έχει φέρει καμία αλλαγή στον οικογενειακό προϋπολογισμό και αυτό γιατί το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα παραμένει στα ύψη.


Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας το κόστος ζωής στην Ελλάδα ξεπερνά κατά 24% τον παγκόσμιο μέσο όρο μεταξύ 177 κρατών, μεταξύ αυτών της Κύπρου (20%) και της Πορτογαλίας (12%), που και αυτές βρίσκονται ή βρέθηκαν σε μνημόνιο.

Αντίθετα σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το κόστος ζωής είναι πολύ κοντά σε κράτη με πολύ πιο υψηλά εισοδήματα όπως η Γερμανία η οποία αντιμετωπίζει τιμές 39% μεγαλύτερες του μέσου όρου, την Ιταλία (37,8%), την Ισπανία (26,5%), τις ΗΠΑ (126%) και τη Μεγάλη Βρετανία (44,2%).

Αντίστοιχα, μελέτη της ΓΣΕΕ καταδεικνύει ότι την περίοδο της κρίσης 2010-2014, οι μισθοί μειώθηκαν 23,1% κατά μέσο όρο, την στιγμοί που οι τιμές σε 43 προϊόντα και υπηρεσίες που μετρά η ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του υπουργείου Ανάπτυξης, για την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 2,9%

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ο δείκτης διατροφής, οποίος αυξήθηκε 0,4%, γεγονός που σύμφωνα με το υπουργείο Ανάπτυξης οφείλεται στο ότι «Η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές, τόσο των πρώτων υλών όσο και των τελικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τις διαχρονικά υψηλές τιμές της ενέργειας, εμποδίζει τη μεγαλύτερη προσαρμογή των τιμών»

Παράλληλα, η έκθεση του υπουργείου αναφέρει ότι «η συντριπτική πλειονότητα των διακινούμενων βασικών καταναλωτικών αγαθών ενσωματώνει ελάχιστη εγχώρια υπεραξία (εισάγονται έτοιμα προς διάθεση) κατά συνέπεια η κοστολογική τους βάση επηρεάζεται ελάχιστα από τη μείωση μισθών».

Όπως αποδεικνύουν και τα στοιχεία τόσο της Παγκόσμιας Τράπεζας, όσο και της ΓΣΕΕ αλλά και του υπουργείου Ανάπτυξης, η μείωση που καταγράφεται στο ΔΤΚ, δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, καθώς η αίσθηση της ακρίβειας αυξάνεται χρόνο με το χρόνο, εξαιτίας των μισθολογικών περικοπών και της αύξηση των φορολογικών βαρών, αλλά και των ιδιαίτερα υψηλών τιμών στα εισαγόμενα προϊόντα.

Έτσι η μείωση έστω και κατά 1,7% των τιμών στην αγορά τον Οκτώβριο 2014 σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2013, δεν αντισταθμίζει την μείωση της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων στην Ελλάδα κατά 30% έως 40% τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αλλά και το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός εισαγόμενων προϊόντων στην Ελλάδα είναι ακριβότερα ακόμα και 20 φορές από τις αντίστοιχες τιμές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σύμφωνα με στελέχη επιχειρήσεων λιανικής, αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ύπαρξη “trust” στην ελληνική αγορά, μέσω των οποίων οι εταιρίες ελέγχουν τις τιμές, αλλά και στην πολιτική που ακολουθούν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, κάνοντας χρήση του άτυπου κανόνα “όποιος πουλάει ακριβά, θα αγοράζει και ακριβά”.

Ταυτόχρονα, μεγάλες εταιρίες οι οποίες διαθέτουν τα προϊόντα τους σε πολλές αγορές διεθνώς, προτιμούν σε κάποιες μεγάλες χώρες-αγορές να έχουν χαμηλές, άρα και ανταγωνιστικότερες τιμές. Αυτό σημαίνει όμως ότι για να αντισταθμίσουν τις απώλειες τους και να διατηρήσουν σταθερό το κέρδος τους αυξάνουν τις τιμές σε άλλες χώρες,όπως για παράδειγμα την Ελλάδα, ανεξάρτητα από την αγοραστική ικανότητα του καταναλωτικού κοινού που απευθύνονται.

Πηγή: http://www.capital.gr

Σχόλια